ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας για την εκκλησιαστική περιουσία και τη μισθοδοσία του κλήρου

φωτό: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ/ blogs.auth.gr/moschosg

Η εισήγηση του Μητροπολίτη Μεσσηνίας και καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Χρυσόστομου (Σαββάτου) στο συνέδριο "Εκκλησία και Αριστερά" (Θεσσαλονίκη 22-23/1/2013)

Θέματα ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας καί μισθοδοσίας τοῦ κλήρου

1. Τό δίπτυχο τοῦ θέματος: «Ἐκκλησιαστική περιουσία καί μισθοδοσία τοῦ κλήρου» ἀποτελεῖ ἴσως ἕνα ἀπό τά πιό ἐνδιαφέροντα «σημεῖα τριβῆς» στόν παρόντα διάλογο καί μάλιστα ὄχι μόνο σέ ἐπίπεδο ἐπικοινωνιακό ἀλλά καί οὐσίας, ἀφοῦ κατακαιρούς ἔχουν ἀκουστεῖ ἀρκετές ἀνακρίβειες ἀλλά καί κάποιες ἀλήθειες, πρέπει ὅμως νά γνωρίζουμε, ὅτι ἡ μισή ἀλήθεια δέν εἶναι ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἀνακρίβεια κατά τό ἥμισυ τουλάχιστον εἶναι ψεῦδος.

Πρίν ξεκινήσω τήν τοποθέτησή μου πάνω στά δύσκολα αὐτά θέματα, θά ἤθελα νά κάνω τρεῖς διευκρινήσεις:

α) Μέ τόν ὅρο «Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» προσδιορίζεται τό Ν.Π.Δ.Δ., τό ὁποῖο περιγράφεται στό νόμο 590/1977 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος».

β) Ὅσα θά ἀναφερθοῦν στήν παρούσα εἰσήγηση ἀποτελοῦν ἀπαντήσεις σέ ἐρωτήματα, τά ὁποῖα τέθηκαν κατά τήν συζήτηση τῶν ἐκπροσώπων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (Σεβ. Μητρ. Ἐλασσῶνος κ. Βασιλείου, Σύρου κ. Δωροθέου καί Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου), μέ τά μέλη τῆς Κοινοβουλευτικῆς Ἐπιτροπῆς οἰκονομικῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ Κοινοβουλίου (2010), σχετικά μέ τή φορολόγηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας καί μισθοδοσία-συνταξιοδότηση τῶν κληρικῶν καί ὄχι σέ ὅσα ἀνεύθυνα ἤ ἀνακριβῆ κατά καιρούς ἔχουν δημοσιευθεῖ, ἐνῶ ἀξιολογοῦνται ἐπίσης οἱ θέσεις τοῦ κ. καθηγητοῦ καί βουλευτοῦ Ἀναστασίου Κουράκη, ὑπευθύνου τοῦ ΣΥΡΙΖΑ, γιά θέματα παιδείας καί θρησκευμάτων, στήν ἐφημερῖδα ΑΥΓΗ, ἀλλά καί τοῦ βουλευτοῦ κ. Νικολάου Τσούκαλη, ὡς καί τό κείμενο «περί φορολογίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας», τό ὁποῖο δημοσιεύθηκε στήν ἱστοσελίδα «ἀριστερόκ», στό ὁποῖο ἀποτυποῦνται οἱ θέσεις-ἀπόψεις τῆς Δημοκρατικῆς Ἀριστερᾶς.

γ) Θά ἤθελα νά τονίσω ὅτι ὅσα εἰπωθοῦν εἶναι στοιχεῖα τά ὁποῖα σκιαγραφοῦν μία πραγματικότητα καί τά ὁποῖα θά μποροῦσαν νά ἀποτελέσουν τή βάση γιά τήν ἀνάπτυξη ἑνός διαλόγου.

2. Πρῶτο σημεῖο ἀφορᾶ ὡς πρός τό ὕψος τῆς ὑπάρχουσας ἐναπομείνασας πλέον ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ὕστερα ὕστερα ἀπό ἀναγκαστικές καί νομοθετημένες ἀπαλλοτριώσεις, κατά τά ἔτη 1830-1836, 1882, 1927, 1952, καί 1987 ἀντίστοιχα. Ἡ ἀνάρμοστη καί μόνιμη κατά τό πλεῖστον διαγωγή τῆς Πολιτείας ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας δέν πρέπει νά προκαλῇ ἰδιαίτερη ἔκπληξη στούς ἔχοντες ἄμεση γνώση καί ἐμπειρία τῶν «παρ’ ἡμῖν» πραγμάτων, δεδομένου ὅτι ἡ ἁρπαγή ἤ ἡ ἀναγκαστική δήμευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἀπό μέρους τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας ἄρχισε ἤδη, ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς συστάσεως τοῦ ἐλευθέρου Ἑλληνικοῦ κράτους. Ἤδη τό 1833-1834 μέ τήν ἔκδοση Βασιλικοῦ Διατάγματος ἀπό τοῦ Ἀντιβασιλέα ἀναγκάσθηκαν 416 Ἱεραί Μοναί νά διαλυθοῦν, οἱ Μοναχοί τούτων κακήν κακῶς νά ὑποχρεωθοῦν νά ἐγκαταλείψουν αὐτές καί ἔκτοτε νά περιέρχονται ρακένδυτοι καί πεινασμένοι ἀνά τάς ὁδούς τῶν πόλεων ζητοῦντες τήν ἐλεημοσύνην τῶν ἀνθρώπων, ἡ δέ ὑπάρχουσα αὐτῶν (ἐν. τῶν Μονῶν) κινητή καί ἀκίνητη περιουσία περιῆλθε στό κράτος μέ τήν δῆθεν δικαιολογίαν τῆς συστάσεως τοῦ «Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου».

Ὡσάν νά μή ἔφθανεν ἡ πρώτη αὐτή μεγάλη λεηλασία τῶν Ἱερῶν Μονῶν ἐκ μέρους τῆς Πολιτείας, τρία ἔτη μετά (1836) ἐξεδόθη νέα βασιλική ἀπόφαση μέ τήν ὁποία ἡ δήμευση τῆς ὑπολειπόιμενης ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἐπεξετείνετο καί στίς ἐναπομεινάσας Ἱερές Μονές «χάριν θεαρέστων ἔργων καί πρός οἰκοδομήν ἱερῶν καί ἀγαθοερ­γῶν καταστημάτων». Στίς τυχόν ἀπό τῆς πρώτης καί δευτέρας δημεύ­σεως διασωθεῖσες ἐλάχιστες Ἱερές Μονές ἐπεβλήθη ἀπό τήν Πολιτεία ἄμεσος δυσβάστακτος φορολογία. Μετά τούς νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους, τόν Α΄ Παγκόσμιον πόλεμον καί τήν Μικρασιατικήν Καταστρο­φήν (1922), τό ἀδηφάγο Ἑλληνικόν κράτος μή ἀρκούμενον εἰς ὅ,τι ἤδη εἶχε λάβει ἀπό τήν Ἐκκλησία συνέχισε νά ἀκολουθῇ πιστότατα τήν ἴδια ἀδηφάγον καταστροφική πάντοτε γιά τήν Ἐκκλησία τακτική. Μέ τούς Ν. 1072/1917 καί 2050/1920 συνοδευομένων καί ἀπό ἄλλων μεταγενεστέρων τοιούτων ἀπαλλοτριώθηκαν «ἀναγκαστικῷ τῷ τρό­πῳ» μεγάλες καί λίαν σημαντικές καί πανάκριβες καθαρῶς ἐκκλησια­στι­κές ἐκτάσεις διά τήν ἀποκατάσταση τῶν ἐμπεριστάτων ἀδελφῶν προσφύγων καί ἀκτημόνων, γιά λόγους, ὅπως ἀναφέρεται, «προφανοῦς ἀνάγκης καί δημοσίας ἀσφαλείας».



Εἰδικότερα ἀπό τοῦ ἔτους 1917 μέχρι τοῦ ἔτους 1930 ἀπηλλοτριώθησαν λίαν σημαντικαί καί πανάκριβοι ἐκκλησιαστικαί ἐκτάσεις τῶν ὁποίων ἡ ἀξία ὑπερέβαινε κατά πολύ τό 1 δισεκατομμύριον προπολεμικῶν δραχμῶν. Ἀπό τό ὑψηλό τοῦτο καθορισθέν ποσόν γιά τίς γενόμενες ἀπαλλοτριώσεις τό κράτος κατέβαλε στό «Γενικόν Ἐκκλησιαστικόν Ταμεῖον» μόνον τό 4%, ἤτοι 40.000.000 δρχ. Τό ὑπόλοιπο ποσόν τῶν 960 ἑκατομμυρίων ἐξακολουθεῖ νά τό ὀφείλει ἡ Πολιτεία στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἀναξιοπιστία καί ἡ ἀφερεγγυότητα τοῦ κράτους ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας δέν σταμάτησε, ἀλλά τοὐναντίον συνεχίσθηκε μέ τόν ἴδιον πάντοτε ἀμείωτο ρυθμό καί μέ τίς ἴδιες πάντοτε ἁρπακτικές αὐτοῦ διαθέσεις. Μέ τόν Ν. 4684/1931 θεσπίστηκε «Ὀργανισμός Διοικήσεως Ἐκκλησιαστικῆς καί Μοναστηριακῆς Περιουσίας», βάσει τοῦ ὁποίου ἐγένετο ἡ ρευστοποίηση τῆς ἀκινήτου περιουσίας τῶν Ἱερῶν Μονῶν χωρίς τήν συγκατάθεση τῆς Ἱεραρχίας.

Ἡ ἐπελθοῦσα κατάληψη τῆς χώρας ὑπό τῶν στρατευμάτων Κατοχῆς συνετέλεσεν ὥστε καί αὐτό τοῦτο τό ἐλάχιστο ἀντίτιμο τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀπαλλοτριώσεως, τό ὁποῖον ἔλαβε ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία, ἀπωλέσθη ἕνεκα τῆς δραματικῆς καί τυραννικῆς κατοχικῆς ἀδυσωπήτου πραγματικότητας.

Μετά ταῦτα ἐπηκολούθησεν ἡ περίφημος «Σύμβασις περί ἐξαγορᾶς ὑπό τοῦ Δημοσίου κτημάτων τῆς Ἐκκλησίας πρός ἀποκατάστασιν ἀκτημόνων γεωργικῶν κτηνοτρόφων» τῆς 18/9/1952, τήν Σύμβασιν δέ τοῦ ἔτους 1952 ἦλθε νά συνεχίσῃ ὁ Ν. 1700/87 (Ν.Α. Τρίτση) μέ τόν ὁποῖον συμπληρώθηκε ἡ ἀναγκαστική δήμευση καί ἀπαλλοτρίωση τῆς ἤδη συρρικνωμένης εἰς τό ἐλάχιστον ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας.


Μία ἀκόμη ἀπό τίς ἐρωτήσεις πού ἐτέθη ἀπό κάποιον βουλευτή τοῦ Σ.Υ.Ρ.Ι.Ζ.Α. ἀφοροῦσε τό κατά πόσον τά ἔξοδα καί τά ἔσοδα διαχείρισης τῆς ἀκίνητης περιουσίας ἔχουν ἀναφορά πρός τούς ἁπλούς πολῖτες.

Ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία δέν εἶναι κτῆμα ἤ ἰδιοκτησία κανενός φυσικοῦ προσώπου τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνήκει στό ἀντίστοιχο Πρόσωπο καί ἁπλᾶ τά φυσικά πρόσωπα εἶναι διαχειριστές, ὅπως καί σέ κάθε ἄλλο περιουσιακό στοιχεῖο κάθε δημοσίου φορέα, ἡ δέ διαχείρισή του ἀπό συγκεκριμένη νομοθεσία καί ὡς πρός τήν διαχείριση καί ὡς πρός τήν ἀξιοποίησή της, μέ βάση τούς προβλεπόμενους ὅρους καί τούς ἐπιδιωκόμενους σκοπούς.



Ἡ ὁποιαδηποτε ἐπιδίωξη ἤ πρόταση γιά ἀνταποδοτική ἀξιοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἐπ’ ὠφελείᾳ τῶν πολιτῶν δέν βρίσκει τήν Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἀντίθετη, ἀρκεῖ νά ὑπάρξει νομοθετική ρύθμιση, πού θά προβλέπεται α) ὅτι τό Ν.Π. τῆς Ἐκκλησίας θά κάνει τήν κατανομή καί τήν προσφορά, γιατί μέχρι σήμερα γιά τόσες χιλιάδες στρέμματα πού ἡ Ἐκκλησία προσέφερε γιά τούς ἀκτήμονες οὐδέποτε πληροφορήθηκε ποιά ἦταν ἡ τύχη αὐτῶν τῶν ἐκτάσεων, πόσοι καί ποιοί ἀκτήμονες τά ἐκμεταλλεύονται. β) Τό ὑπό καλλιέργεια εἶδος ἤ προϊόν θά πρέπει νά εἶναι ἀνταγωνιστικό καί γ) ἐνισχυτικό τῆς τοπικῆς οἰκονομίας, καί ὄχι καλλιεργοῦμε γιά νά καλλιεργοῦμε καί νά ἐπιδοτούμεθα.

Ἐξαιτίας δέ τῆς μέχρι σήμερα χρηστῆς διαχείρισης τῆς ἐναπομείνασας ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἡ Ἐκκλησία, σέ τοπικό πάντα ἐπίπεδο, ἀσκεῖ τό κοινωνικό, φιλανθρωπικό καί προνοιακό ἔργο της, χωρίς νά τό διαφημίζει ἐνῶ σέ πολλές περιοχές ἔχει ὑποκαταστήσει πλήρως τό ἀπόν κράτος πρόνοιας (Μεσσηνία, Σπάρτη, Ἠλεία, Πάτρα, Καλάβρυτα κ.ἄ.), μέσα ἀπό δομές προνοιακοῦ ἔργου, μέ τό ὁποῖο συμβάλλει στήν ἐπίλυση προβλημάτων πού προέρχονται ἀπό τήν ἀνεργία (ἐργαζόμενοι στά ἱδρύματα) καί συμβάλλει τήν ἀνάπτυξη τῆς τοπικῆς οἰκονομίας (μέσα ἀπό τή λειτουργία καί τά ἔξοδα λειτουργίας τῶν ἱδρυμάτων).

Χαρακτηριστικά γιά τό ἔτος 2010 σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δαπανήθηκαν περίπου 100.000.000 εὐρώ γιά τήν φιλανθρωπία καί τήν πρόνοια : δηλαδή τό μισό περίπου τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου. Εἰς τά τῆς πρόνοιας καί τῆς φιλανθρωπίας θά ἀναφερθεῖ διεξοδικά αὔριο ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας.

3. Τό θέμα τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου: ἀποτελεῖ συμβατική ὑποχρέωση τοῦ ἑλληνικοῦ δημοσίου, ὅπως καί ἡ κάλυψη τῶν ἐξόδων λειτουργίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαιδεύσεως, ἔναντι τῆς ἐκκλησιαστι­κῆς περιουσίας (ἀγροτολιβαδικῆς καί ἀστικῆς), ἡ ὁποία μέ ὁποιοδήποτε τρόπο ἤ μέσο παρεχωρήθηκε στό ἑλληνικό δημόσιο καί ἡ ὁποία καλύπτει, ὅπως προανέφερα τό 96% τῆς ὅλης ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Ἡ συμβατική αὐτή ὑποχρέωση δυστυχῶς καί κυρίως ἡ ἀνταποδοτική λειτουργία της, ἡ ὁποία ἤδη ἀπό τό 1833 ἕως καί τό 1952 ἐμφανίζεται μέ αὐτήν τήν νομική κατοχύρωση δηλαδή ὡς συμβατική ὑποχρέωση, καταστρατηγήθηκε ὅταν συσχετίστηκε τό 1945 ὄχι πλέον μέ τήν παραχωρηθεῖσα ἐκκλησιαστική περιουσία ἀλλά μέ τήν κάλυψη φορολογίας ἐπί τῶν ἀκαθαρίστων ἐσόδων τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Νομικῶν Προσώπων ἀρχικά 25% καί 20 χρόνια ἀργότερα περίπου, τό 1968, μέ τό ποσόν τῶν 35% .

Ἔτσι λοιπόν τό κέντρο βάρους τῆς μισθοδοσίας μετακυλείεται ἀπό τή συμβατική ὑποχρέωση τοῦ ἑλληνικοῦ δημοσίου, στήν ἐπιβάρυνση τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ συγκεκριμένη ἐπιβάρυνση θά ἔπρεπε νά καλύπτεται ὄχι ἀνταποδοτικά ἀλλά ἔσοδο προερχόμενο ἀπό φορολογικούς πόρους, τούς ὁποίους θά καταβάλλει ἡ Ἐκκλησία καί ὄχι ἀπό τό γενικότερο φορολογικό σύστημα.

Ἡ παροῦσα φορολογία ἐπιπλέον τῆς προαναφερθείσας, ἀποτελεῖ ἀκόμη μία ἐπιβάρυνση καί οἰκονομική αἱμορραγία τῆς Ἐκκλησίας γιά μία ὑποχρέωση τοῦ ἑλληνικοῦ δημοσίου ἔναντι τῶν ὅσων ἡ Ἐκκλησία προσέφερε σ’ αὐτό καί τήν ὁποίαν ἀκόμη δέν ἔχει ἀξιοποιήσει ἀλλά καί γιά τήν ὁποίαν οὐδέποτε κατέθεσε τά ὀφειλόμενα πρός αὐτήν.

Ἐάν ἡ Ἐκκλησία εἶχε λάβει σέ τρεῖς δόσεις τό ὀφειλόμενο ποσόν τῶν 97.601.000.000, τό ὁποῖον ποσό δέν τῆς κατεβλήθη, τότε ἡ συμβατική ὑποχρέωση τοῦ ἑλληνικοῦ δημοσίου θά μποροῦσε νά θεωρεῖ ὡς ἀνυπόστατος ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία θά εἶχε τήν δυνατότητα ἀπό τούς προερχόμενους πόρους ἐκ τῆς ἀξιοποιήσεως τοῦ ὡς ἄνω ποσοῦ νά καλύψει τήν μισθοδοσία τοῦ κλήρου. Ἀντί τούτου ἡ ἑλληνική πολιτεία ἐπιβάλλει ἐπί πλέον φορολογία (35%) ἀπό τήν ὁποίαν μόλις τό 2004 ἀπαλλάσει τήν Ἐκκλησία, κατανοοῦσα ἀκριβῶς τό ἄνισον καί ἀδικαιολόγητον, ἐνῶ ἐπέβαλλε ἄλλη μορφή φορολογίας ἐπί τῶν ἐσόδων καί ἐξόδων της, ὅπως αὐτή παρουσιάστηκε προηγουμένως.

Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σέ ἕνα νέο μύθευμα ὅσον ἀφορᾶ τά τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου, γιατί πλέον τό θέμα τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου καί τῆς λειτουργίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαιδεύσεως δέν εἶναι μόνο θέμα ἠθικό, μέ τήν ἔννοια τῆς τηρήσεως τῆς συμβατικῆς ὑποχρεώσεως τοῦ ἑλληνικοῦ δημοσίου ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀλλά καί οὐσιαστικό, ὅταν γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό σκοπό τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαιδεύσεως καταβάλλονται φόροι ἀπό μέρους τῆς Ἐκκλησίας πρός τό Ἑλληνικό Δημόσιο.

Ἡ ὁποιαδήποτε λοιπόν συζήτηση ἤ ἀμφισβήτηση πρέπει νά ἀναζητήσει τίς ἀφετηριακές ἐκεῖνες γραμμές γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ κάθε μορφῆς διαλόγου ἐπί τῶν συγκεκριμένων ζητημάτων, γιατί ἡ φορολόγηση τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό τόν ἄνισο τρόπο πού περιέγραψα, ἔχει εἰδικό σκοπό, ἡ δέ μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαιδεύσεως δέν καλύπτεται ἀπό τή φορολόγηση ὅλων τῶν πολιτῶν γενικά, γι’ αὐτό καί ὁ ὁποιοσδήποτε διάλογος δέν μπορεῖ νά γίνει σέ μηδενική βάση, ἀλλά μόνο μέ ὅρους καί προϋποθέσεις αὐταπόδεικτες καί ἱστορικά ἐπιβεβαιωμένες.

Σᾶς εὐχαριστῶ



Βιβλιογραφία:

Ἱερωνύμου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος, Ἐκκλησιαστική περιουσία καί μισθοδοσία τοῦ κλήρου, Ἀθῆναι 2012.

Χρυσοστόμου (Γερασίμου Σ. Ζαφείρη), Μητροπολίτου Περιστερίου, Ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία τοῦ ἱεροῦ κλήρου, ἡ ἐκκλησιαστική ἐκπαίδευσις καί ἡ σημερινή Ἱεραρχία, Ἀθῆναι 2012.



Δείτε και:

ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ "ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου