ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Προς νέα αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών


Σε σχετικό ρεπορτάζ της alfavita.gr μεταξύ άλλων διαβάζουμε: 
Σε αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών προσανατολίζεται ο υπουργός Παιδείας Αριστείδης Μπαλτάς προκειμένου να λύσει, εν μέρει, το θέμα των 20.000 κενών στα σχολεία.
 Περισσότερα εδώ

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

Γιάννης Κιουρτσάκης, Από την Κύπρο του 2013 στην Ελλάδα του 2015

Πηγή: Αντίφωνο

[Θεωρώντας ότι η Κυπριακή κρίση τον Μάρτιο του 2013 προμιλούσε ολοκάθαρα όσα συνέβησαν με πολύ πιο δραματικό τρόπο τις τελευταίες μέρες στην Ελλάδα. Η Ευρωπαϊκή τραγωδία συνεχίζεται...]




Μάρτιος 2013
Ένα Όνειρο

Τι μπορούμε να κάνουμε τώρα εμείς οι Έλληνες;
Πάει πάνω από χρόνος (το βιβλίο αυτό δεν παύω να το χαλνώ και να το ξαναφτιάχνω, προσμένοντας να γαληνέψει η σκέψη μου) που είδα, σε ώρες βαριάς κα­τάθλιψης, ένα όνειρο. Ήταν η νύχτα του Σαββάτου της 11ης προς την Κυριακή της 12ης Φεβρουαρίου 2012, οπότε θα διεξαγόταν στην ελληνική Βουλή η ψηφοφο­ρία για ένα ακόμα μνημόνιο και για το «κούρεμα» του χρέους· ίσως η πιο κρίσιμη των τελευταίων χρόνων, γιατί με αυτήν έμελλε να ξεκινήσει το ξήλωμα του δικομματισμού που θα βλέπαμε αργότερα, από τη στιγμή που κάμποσοι βουλευτές και από τα δύο μεγά­λα κόμματα ψήφισαν «όχι» και διαγράφτηκαν από τις ηγεσίες τους. Στην Αθήνα και σε όλη την Ελλάδα τα πνεύματα ήταν εξημμένα, ταραγμένα, διχασμένα. Η κυβέρνηση του τεχνοκράτη Παπαδήμου έτρεμε μπροστά στο ενδεχόμενο να μη συγκεντρώσει την απαραί­τητη για την επιβίωσή της πλειοψηφία. Εκείνη λοιπόν τη νύχτα ονειρεύτηκα ότι παρακολουθούσα την αυριανή συνεδρίαση της Βουλής και ότι οι περισσότεροι βουλευτές ανέβαιναν στο βήμα, ο ένας μετά τον άλλον, και δήλωναν πως αρνούνταν να συμμετάσχουν με ένα «ναι» ή με ένα «όχι» σ’ αυτή την εκβιαστική ψηφοφορία για ένα μακροσκελές και δυσνόητο κείμενο, που δεν είχαν καν προλάβει να διαβάσουν· και πως διαπιστώνοντας την αδυναμία να εκπληρώσουν το κοινοβουλευτικό λειτούργημά τους, που καταντούσε παρωδία, παραιτού­νταν.
Ξύπνησα με μια παράξενη ανακούφιση και βάλθηκα να συλλογιέμαι: ένα τέτοιο ομαδικό χαρακίρι των αντι­προσώπων μας δεν θα ήταν άραγε η αρχή της κάθαρ­σης για όλα τα –υπαρκτά ή υποθετικά– ανομήματά τους; Κάτι σημαντικότερο: μια πράξη αντίστασης, που θα εκτόνωνε την αφόρητη αγανάκτηση των πολιτών και θα ένωνε τη διχασμένη κοινωνία μας. Δεν θα ήταν ταυτόχρονα ένα συγκλονιστικό μήνυμα προς όλη την Ευρώπη ότι η κατάρρευση της ελληνικής πολιτείας προαναγγέλλει ίσως μια πολύ γενικότερη καταστροφή, που απειλεί να τινάξει στον αέρα την ήπειρό μας και τον κόσμο; Ένα εγερτήριο σάλπισμα, όπως εκείνο που σήμανε για αρκετούς υπόδουλους Ευρωπαίους το ελ­ληνικό «όχι» του 1940, το οποίο θα μας βοηθούσε όλους να ανακτήσουμε τη χαμένη αξιοπρέπεια και υπερηφά­νεια μας. Με λίγα λόγια: μια πράξη ελληνικού και ευρωπαϊκού πατριωτισμού – έστω κι αν οι Έλληνες θα πέφταμε στον γκρεμό. Φαίνεται πως οι χοροί του Ζα­λόγγου, η έξοδος του Μεσολογγιού και το ολοκαύτωμα στο Αρκάδι στοιχειώνουν τη φαντασία ορισμένων από εμάς. Αλλά πού τέτοια παραδείγματα αυτοθυσίας στον καιρό μας! Θα ήταν σαν οι απανταχού της γης εργαζόμενοι στις βιομηχανίες όπλων να απεργούσαν για να διεκδικήσουν το... κλείσιμό τους! Αυτά συμβαί­νουν μόνο στα όνειρα. Κι ας δείχνουν κάποτε τα όνειρα το μονοπάτι της ελπίδας.
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Ο άκαμπτος «αντιμνημονιακός» Αντώνης Σαμαράς μεταμορφώ­θηκε, μόλις χρίστηκε πρωθυπουργός, στον πιο πιστό θιασώτη των μνημονίων, με τη βοήθεια της ΔΗΜΑΡ και του πάλαι ποτέ πανίσχυρου ΠΑΣΟΚ, που τώρα καταρρέει – ας πάει καλιά του. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που έγινε αξιωματική αντιπολίτευση λιγότερο χάρη σε μια μαζική ιδεολογική μεταστροφή του εκλογικού σώματος και πολύ περισσότερο χάρη στη δυστυχία του κόσμου, δεν κατορθώνει να υπερβεί τις αντιφάσεις του. Όσο για τη λέπρα της Χρυσής Αυγής, εξακολουθεί να διαδίδε­ται ανάμεσά μας υπό τη σκέπη της διακυβέρνησης Ελλήνων και Ευρωπαίων, που θρέφει γενναιόδωρα την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία. Και, στο μεταξύ, η σφαίρα δεν παύει να γυρίζει.
Αλλά το νέο πικρό μάθημα μας ήρθε, καθώς τελειώ­νει αυτός ο μήνας –Μάρτης του 2013–, από την Κύ­προ. Είδα κι εγώ, όπως θαρρώ οι περισσότεροι Ελλη­νοκύπριοι, το αρχικό τρανταχτό «όχι» της Βουλής τους ως πράξη αντίστασης στον τροϊκανό και ευρω­παϊκό εκβιασμό. Λες και το όνειρο που με είχε επισκε­φτεί τον περυσινό Φλεβάρη έπαιρνε σάρκα και οστά στο μαρτυρικό νησί της Αφροδίτης. Κι ας με προειδοποιούσε από την αρχή το λογικό μου πως εκείνο το «όχι» δεν θα έβγαζε πουθενά. Αδιάφορο: για λίγες ώρες ένιωσα ότι το εθνεγερτικό πνεύμα του 1821 ξαναζωντάνευε εκεί, όπως είχε ξαναζωντανέψει στην Ελλάδα του 1940 με το «όχι» της 28ης Οκτωβρίου. Ώσπου, όταν, μόλις λίγες μέρες αργότερα, η Κύπρος υπέκυψε σε ακόμα πιο ιταμές αξιώσεις των Ευρωπαίων, συνειδητοποίησα ότι η πραγματικότητα ήταν χειρότερη απ’ ό,τι μου υπαγόρευε η λογική: σήμερα ζούμε έναν πρωτόγνωρο και –για την ώρα– ακήρυχτο πόλεμο, που δεν πληρώ­νεται πια με αίμα, αλλά με χρήμα· και σ’ αυτή την αναίμακτη μα φονική κατά βάθος σύρραξη τα πάντα παίζονται διαφορετικά. Γιατί όταν εκείνο που διακυ­βεύεται δεν είναι τυπικά η προσωπική ή εθνική ελευ­θερία, ούτε άμεσα η ζωή, αλλά ένας τρόπος ζωής που έχει ταυτίσει καταχρηστικά τη ζωή και την ελευθερία με την πλαστή υλική ευημερία (η οποία, αργά ή γρή­γορα, θα φέρει την ανέχεια), τότε και η ελευθερία και η ανθρώπινη ζωή είναι χαμένες από χέρι. Τι άλλο λοι­πόν έδωσε το πάτημα στους Ευρωπαίους για να ασκή­σουν τον εκβιασμό τους, παρά η οικονομική ευμάρεια που πρόσφεραν στους Κύπριους το ξένο χρήμα και η –πραγματική ή υποθετική– ασυδοσία των τραπεζών τους; Όχι γιατί η Δυτική Ευρώπη είχε το ηθικό κύρος να το πράξει (τα ίδια και πολύ χειρότερα διαπράττονται, σε ασύγκριτα πιο μεγάλη κλίμακα, στη γειτονιά της), αλλά επειδή είχε τη δύναμη να επιβάλει τις αποφάσεις της στον πιο αδύναμο.
Ξαναγυρίζουμε στα «θεμελιώδη» της ανθρώπινης ιστορίας, όπως τα ξεσκεπάζει ο Θουκυδίδης περιγρά­ φοντας τη σφαγή των Μηλίων από τους Αθηναίους.

Και, συνάμα, στα «θεμελιώδη» του νεότερου ελληνισμού, όπου Ελλάδα και Κύπρος ξανασμίγουν μέσα στον ίδιο τους τον χωρισμό: μια Ελλάδα και μια Κύπρος που φιλοδόξησαν να επωφεληθούν, η καθεμιά με τον δικό της τρόπο, από τα πλούτη και τα παιχνίδια των Μεγάλων, αλλά με τόση προχειρότητα και τόσες αυταπάτες, ώστε να σπάνε σήμερα τα μούτρα τους πάνω στον τοίχο της κυνικής ισχύος. Φαντάσου: η Κύπρος, «ισότιμο» μέλος της ευρωζώνης, θάρρεψε ότι θα εξα-­ κολουθούσε ατιμώρητα να στηρίζει την ευημερία της σε μια «οικονομία καζίνο», όπως είπε ωμά ο Πιερ Μο­σκοβισί, υπουργός Οικονομίας της Γαλλίας, και στον φορολογικό «παράδεισο» που χάριζε απλόχερα σε Ρώσους και άλλους «ολιγάρχες»! Αυτή ήταν η δική της ὕβρις, όχι πολύ διαφορετική στο βάθος από την ελλα­δική.
Όμως όλα τούτα αποτελούν μόνο τη μισή αλήθεια, που αν την κοιτάξουμε ολόκληρη θα καταλάβουμε καλύτερα πόσο ρηχό και υποκριτικό είναι το ηθικό «κατηγορώ» των Ευρωπαίων. Τι άλλο μπορούσε να κάνει μέσα στις σημερινές συνθήκες τούτο το ταλαίπωρο νησί, όπως μεταλλάχθηκε από την αγγλική αποικιοκρατία, την τουρκική εισβολή, την κατοχή και την προσφυγιά, παρά να αντισταθμίσει τα δεινά του με κά­ποιας λογής οικονομική «ανάπτυξη», όπως την εννοεί η κυρίαρχη φιλοσοφία των καιρών μας, θεμελιακή αξία και μέτρο της οποίας είναι η δύναμη του χρήματος; Και πού αλλού μπορούσε να στηρίξει την «ανάπτυξή» της μια τόσο μικρή και καθημαγμένη χώρα, αν όχι στον τουρισμό και σε ένα ανθηρό τραπεζικό σύστημα, το οποίο, όταν ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική δίνη, αποκάλυψε σχεδόν παντού τη σαθρότητά του; Τι μπο­ρούν να κάνουν οι μικροί και αδύνατοι απέναντι στους δυνατούς και στους μεγάλους, παρά να συμπεριφέρονται λίγο πολύ με την κατεργαριά του Καραγκιόζη;
Να γιατί δεν μπορώ να συμφωνήσω με όσους είδαν στο αρχικό «όχι» των Κυπρίων «μια πράξη αυτοδιά­ θεσης και ελεύθερης επιλογής να τερματίσουν οι ίδιοι την ευημερία τους [...] όταν και όπως [...] βούλονται», καταπώς έγραφε τις προάλλες ένας από τους πιο αξιόλογους Έλληνες επιφυλλιδογράφους – ποια επιλογή, ποια βούληση και ποια ευημερία, όταν ετούτη είναι ήδη καταδικασμένη; Και βέβαια δεν συμφωνώ καθόλου με τους «φιλοευρωπαίους» Ελλαδίτες που σαρκάζουν αφ’ υψηλού τον «ψευτοπαλικαρισμό» των Κυπρίων. Το έχω πει και θα το ξαναπώ: για να είναι σωστή και δίκαιη η αυτοκριτική μας, χρειάζεται να πηγάζει από συμπά­θεια και συμπόνια για τους αδύνατους, οι οποίοι αντι­λαμβάνονται την αναπόδραστη νέμεση όχι ως θεϊκή τιμωρία, αλλά ως ανεξήγητη αδικία· ώσπου να κλείσει κάποτε –αν κλείσει– ο τραγικός κύκλος. Και τώρα μόλις συλλογιέμαι ότι ο αριστοτελικός ἔλεος, τον οποίο –αντάμα με τον φόβον– αισθάνονται για τα πάθη των ηρώων οι θεατές της τραγωδίας για να οδηγηθούν στην κάθαρσιν του τέλους, δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτό που εμείς οι σημερινοί ονομάζουμε συμπόνια. Αυτή εί­ναι το αναγκαίο προκαταρκτικό στάδιο: «δι’ ελέου καί φόβου περαίνουσα τήν των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Πόσο κοντά στο τραγικό πνεύμα βρίσκεται η βασανισμένη ιστορία του νέου ελληνισμού!
Αλλά αυτόν τον τραγικό ψυχισμό –και τον βαθύτερο μηχανισμό που τον κινεί πώς να τον καταλάβουν οι Γερμανοί και οι άλλοι Δυτικοί; Ή, πιο σωστά: πώς και γιατί να τον κατανοήσουν, όταν έχουν όλοι προσκυνήσει τόσο ταπεινωτικά το χρήμα, ώστε να αγνοούν τη δική τους ὕβριν, που θρέφει εκείνην των μικρών και των αδύνατων; Μπορεί, από τη μεριά τους, να μην έχουν άδικο – αυτή τη νοοτροπία υπαγορεύει η σημερινή παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Στο κάτω κάτω cosi fan tutti (έτσι κάνουν όλοι). Όμως φοβάμαι –ή ελπίζω– ότι η Νέμεσις πλησιάζει για όλους. Δείτε το κύμα λαϊκισμού και ανορθολογισμού που απλώνεται στην Ευρώπη, όπως έδειξαν οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές στην Ιταλία. Δείτε πόσο βαθιά έχουν απαξιω­θεί στα μάτια των περισσότερων λαών οι πιο σοβαροί, υποτίθεται, πολιτικοί ηγέτες. Δείτε προπάντων πώς φουντώνουν κάθε μέρα τα ακροδεξιά, νεοφασιστικά κόμματα σε τόσες χώρες της ηπείρου μας. Αυτή είναι η εκδίκηση της πρωτόγονης ανθρωπιάς, που φωλιάζει λίγο πολύ μέσα σε όλους μας, όταν συνθλίβεται από τον άψογο «ορθολογισμό» κυβερνητών, τεχνοκρατών και οικονομολόγων.


Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Κιουτσάκη, Γυρεύοντας στην εξορία την πατρίδα σου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2015, σελ 108-114.

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Ν.Λυγερός, Διαπραγματεύσεις και εισβολή


Tην ώρα που όλοι μιλούν για θετικές εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος, δεν πρέπει να ξεχνούμε και τον ρόλο της Τουρκίας στην εισβολή. Κι αν κάποιοι προσπαθούν να γελάσουν τον εαυτό τους θεωρώντας ότι είναι μια λεπτομέρεια, είναι ο ίδιος ο Πρόεδρος της Τουρκίας που έρχεται να το υπενθυμίσει με τη διακριτικότητα που τον χαρακτηρίζει, αφού θα είναι παρών και στη στρατιωτική παρέλαση για την επέτειο της εισβολής που οδήγησε στην κατοχή που διαρκεί εδώ και δεκαετίες. Άρα το ερώτημα είναι, τι νόημα μπορούν να έχουν οι εξελίξεις ακόμα και θετικές, αν η Τουρκία συνεχίζει να έχει απολύτως την ίδια στάση και να νοιώθουν οι Τουρκοκύπριοι ότι δεν μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα, αφού παραμένουν υπό τον παράνομο έλεγχό της. Επίσης, η Τουρκία προσπαθεί να περάσει το μήνυμα, πάντα διακριτικά βεβαίως, ότι ενδιαφέρεται για το φυσικό αέριο της Κυπριακής Δημοκρατίας που δεν αναγνωρίζει. Επιπλέον όταν η Κύπρος είχε την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Τουρκία είχε παγώσει τις σχέσεις της. Πρέπει λοιπόν να γίνει κατανοητό σε όλους ότι όσο οι διαπραγματεύσεις παραμένουν σε κοινοτικό επίπεδο χωρίς να δοθεί έμφαση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην Ευρωζώνη, στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο, στην Κυπριακή ΑΟΖ, στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων, στην έναρξη των γεωτρήσεων, η Κύπρος θα αποτελεί ένα μικρό κράτος που θα θέλει να ελέγχει η Τουρκία με κάποιο τρόπο. Το κάνει ήδη με τα Κατεχόμενα, αφού η συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ δεν την έκανε με τη μέση γραμμή αλλά με 2/3 για την Τουρκία. Μόνο με μια Κύπρο, ευρωπαϊκή και αοζική, δηλαδή μετά την εξόρυξη θα δούμε την απελευθέρωση του Ελληνισμού.

Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

Ν. Λυγερός, Το έργο του Πατριαρχείου στα Κατεχόμενα

φωτό από εδώ.

Το έργο του Πατριαρχείου στα Κατεχόμενα μπορεί να μην γίνεται αντιληπτό σε όλους, αλλά είναι σημαντικό, αφού επιτρέπει να διατηρηθεί η χριστιανική πίστη σε περιοχές, όπου δεν θα υπήρχε κανένας σεβασμός δίχως την παρέμβασή του. Αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό τουλάχιστον σε συνδυασμό με τη δράση της ομογένειας που βοηθάει οικονομικά και στρατηγικά για να βοηθηθούν σε πρακτικό επίπεδο οι εκκλησίες μας. Έτσι βλέπουμε ότι οργανώθηκαν ακόμα και αγορές εκκλησιών που ήταν σε μία κατάσταση ερειπίων, διότι τεχνικά άνηκαν σε τούρκους ιδιοκτήτες. Αυτό το χειροπιαστό παράδειγμα μας επιτρέπει ν’ αντιληφθούμε ότι δεν υπάρχουν μόνο και μόνο κινήσεις σε διπλωματικό επίπεδο, αλλά και πράξεις σε θρησκευτικό επίπεδο. Έτσι την ώρα που άλλοι θεωρούν ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τις βυζαντινές μας εκκλησίες, επειδή δεν είναι σε καλή κατάσταση, άλλοι παλεύουν με το Πατριαρχείο για να μην ξεχάσουμε τίποτα από το παρελθόν μας λόγω πίστης. Διότι είναι οι πρόγονοί μας που κατασκεύασαν αυτές τις εκκλησίες και να τις αφήσουμε στο έλεος του Θεού είναι μια προδοσία για το έργο τους. Επίσης δίχως αυτές τις πράξεις πώς θα μπορούσαμε να λέμε ότι είμαστε του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού. Γιατί δεν αρκεί να πιστεύεις για να είσαι πιστός, πρέπει να παράγεις κι ένα έργο για τους συνανθρώπους σου, έτσι ώστε να δικαιολογείς τη ζωή σου με τις πράξεις σου. Είναι λοιπόν σημαντικό να ξέρουμε συνειδητά τι γίνεται στα Κατεχόμενα για να δούμε επί της ουσίας τι είναι απαραίτητο να γίνει και ποιος είναι ικανός να βοηθήσει τη συνέχεια.

Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

Ανοίγουν οι τράπεζες την Δευτέρα- Δυνατότητα σωρευτικής ανάληψης


Πηγή: naftemporiki.gr

Με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου λήγει και τυπικά την Δευτέρα η τραπεζική αργία, που είχε επιβληθεί στις 28 Ιουνίου.

Το ημερήσιο όριο αναλήψεων δεν μεταβάλλεται, αλλά μπορούν οι καταθέτες να βγάζουν σωρευτικά μέχρι 420 ευρώ την εβδομάδα. Επίσης, δεν θα γίνονται αναλήψεις μετρητών με πιστωτική κάρτα.


Οι τραπεζικές εργασίες που θα επιτρέπονται αναφέρονται αναλυτικά στη νέα ΠΝΠ:
  • Από την Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015 λήγει η τραπεζική αργία, η οποία κηρύχθηκε με την από 28 Ιουνίου 2015 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου.
  • Επιβάλλεται περιορισμός στις αναλήψεις μετρητών και στην κίνηση κεφαλαίων κατά τα προβλεπόμενα στην παρούσα ΠΝΠ.
  • Από την Δευτέρα δεν επιτρέπονται οι κάθε μορφής αναλήψεις μετρητών από κατάστημα ή από Αυτόματες Ταμειολογιστικές Μηχανές (ΑΤΜ) που υπερβαίνουν το ποσό των εξήντα (60) ευρώ ανά καταθέτη (CustomerID), ανά πιστωτικό ίδρυμα, ανά ημέρα, από τα ιδρύματα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
  • Μετρητά που δεν αναλήφθηκαν κάποια ημέρα ή ημέρες μπορούν να αναληφθούν σωρευτικά έως του ποσού των τετρακοσίων είκοσι ευρώ (420) ανά εβδομάδα.
  • Η απαγόρευση ανάληψης μετρητών εφαρμόζεται και σε κάθε άλλη πληρωμή μετρητών από τα ιδρύματα, ανεξαρτήτως νομίσματος, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των εισπράξεων επιταγών και των πληρωμών βάσει εγγυητικών επιστολών, οι οποίες κατατίθενται σε τραπεζικό λογαριασμό, για τις αναλήψεις από τον οποίο ισχύουν οι περιορισμοί της προηγούμενης παραγράφου.
  • Επίσης, απαγορεύονται οι αναλήψεις μετρητών με χρήση πιστωτικών και προπληρωμένων καρτών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ.

Ἡ Θεατρική Ὁμάδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου παρουσιάζει τό ἔργο «Πόλις Ἑάλω»



Ἡ Θεατρική Ὁμάδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου παρουσιάζει τό ἔργο τοῦ Ρεθυμνιώτη συγγραφέα καί διδασκάλου Εἰδικῆς Ἀγωγῆς κ. Γεωργίου Καλογεράκη μέ τίτλο «Πόλις Ἑάλω». Οἱ παραστάσεις θά πραγματοποιηθοῦν στό θέατρο «Ἐρωφίλη» τῆς Φορτέτζας τό Σάββατο 18η καί τήν Κυριακή 19η Ἰουλίου ἀπό ὥρας 9.30 μ.μ. Ἡ εἴσοδος γιά τό κοινό εἶναι ἐλεύθερη.

Τό θεατρικό ἔργο «Πόλις Ἑάλω», βασισμένο στήν ἱστορία καί τήν δημοτική μας παράδοση, πραγματεύεται τήν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ὀθωμανούς Τούρκους τό ἔτος 1453. Ἄν καί ἀπό τό γεγονός αὐτό ἔχουν περάσει 562 ἔτη, οἱ καταστάσεις πού περιγράφονται φαντάζουν τραγικά ἐπίκαιρες καί μᾶς κρούουν ἕνα δυνατό κώδωνα κινδύνου γιά τίς παροῦσες συνθῆκες. Ἡ ἴδια ἡ παράσταση φιλοδοξεῖ νά θέσει βασικούς προβληματισμούς στούς θεατές.

Μέσα στό ἔργο προβάλλει ἀνάγλυφα ὁ Ἐθνικός Διχασμός τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἡ ἐπαμφοτερίζουσα στάση τῶν ξένων καί τά τραγικά ἐθνικά μας λάθη, τά ὁποῖα εἶχαν ὡς συνέπεια τό ἐξίσου τραγικό γεγονός τῆς Ἁλώσεως.

Προβάλλει ὅμως καί ἡ ἐλπίδα. Ὁ Ἑλληνισμός βγῆκε ἐνισχυμένος ἀπό τήν Ἅλωση καί ὁ Βυζαντινός Πολιτισμός ὄχι μόνο δέν ἔσβησε, ἀλλά καί ἔγινε, μέσα ἀπό τήν Ἀναγέννηση, κοινό κτῆμα τῆς Οἰκουμένης.

Ἡ Θεατρική Ὁμάδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου ἔχει μιά παρουσία 15 ἐτῶν. Στίς μέχρι σήμερα παραγωγές της, ἔχει θέσει ὡς βασικό στόχο τήν διατήρηση τῆς Παράδοσης καί τής γλώσσας μας. Ἡ ἀνάδειξη μάλιστα τῆς κρητικῆς ντοπιολαλιᾶς εἶναι ἕνας ἀπό τούς κύριους στόχους τοῦ σχήματος, μιά καί ἡ γλῶσσα ἦταν πάντοτε καί παραμένει ἡ Κιβωτός τοῦ Ἔθνους μας.

Το θεατρικό ἔργο «Πόλις Ἑάλω» εἶναι ἔμμετρο, δομημένο σέ ἰαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο μέ ζευγαρωτή ὁμοιοκαταληξία, καί προσομοιάζει στά ἀριστουργήματα τῆς Κρητικῆς Ἀναγέννησης.

Τήν παράσταση συνοδεύει ἡ ἔκδοση ἑνός ἀκόμη μεστοῦ βιβλίου, ὅπου, ἐκτός ἀπό τό κείμενο τοῦ θεατρικοῦ ἔργου, ὑπάρχει πλῆθος ἱστορικῶν καί λαογραφικῶν στοιχείων σχετικῶν μέ τήν Ἅλωση. Το βιβλίο αὐτό ἔρχεται ὡς συνέχεια πέντε προηγουμένων πού ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπό τήν Θεατρική Ὁμάδα μέ τήν συνδρομή τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας.

Ἡ ὅλη προσπάθεια τελεῖ, ὅπως πάντοτε, ὑπό τήν αἰγίδα, τήν εὐχή καί τήν εὐλογία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου κ.κ. Εὐγενίου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε ἀπό καρδιᾶς γιά τήν ἀμέριστη πατρική στήριξη στίς δραστηριότητές μας.

Ἀπό τήν Θεατρική Ὁμάδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Η σύνθεση της κυβέρνησης μετά τον ανασχηματισμό



Πηγή: in.gr

Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ (ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ)


ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΙΠΡΑΣ

ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΒΟΥΤΣΗΣ

ΑΝΑΛΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ για θέματα διοικητικής μεταρρύθμισης
XΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗΣ


ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ για θέματα προστασίας του πολίτη
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ για θέματα μεταναστευτικής πολιτικής
ΤΑΣΙΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΥΛΟΣ ΠΟΛΑΚΗΣ

ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ για θέματα Μακεδονίας – Θράκης
ΜΑΡΙΑ ΚΟΛΛΙΑ ΤΣΑΡΟΥΧΑ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ για θέματα ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΩΝ,
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΠΙΡΤΖΗΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ για θέματα ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ
ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΡΙΤΣΑΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ για θέματα ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
ΕΛΕΝΑ ΚΟΥΝΤΟΥΡΑ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Π. ΣΚΟΥΡΛΕΤΗΣ


ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ για θέματα ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΡΩΝΗΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ για θέματα ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ για θέματα ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΓΟΥΡΙΔΗΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ για θέματα εσόδων
ΤΡΥΦΩΝ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ για θέματα γενικού λογιστηρίου του κράτους
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΔΑΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΜΠΑΛΤΑΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ για θέματα ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΝΙΚΟΣ ΞΥΔΑΚΗΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ για θέματα ΠΑΙΔΕΙΑΣ
ΤΑΣΟΣ ΚΟΥΡΑΚΗΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ για θέματα ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΦΩΤΑΚΗΣ

ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ για θέματα ΑΘΗΤΙΣΜΟΥ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΝΤΟΝΗΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ


ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ για θέματα ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΘΕΑΝΩ ΦΩΤΙΟΥ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ για θέματα ανεργίας
ΡΑΝΙΑ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ

ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ για θέματα κοινωνικών ασφαλίσεων
ΠΑΥΛΟΣ ΧΑΪΚΑΛΗΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΞΑΝΘΟΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ για θέματα ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
ΣΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ


ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΠΑΝΟΣ ΚΑΜΜΕΝΟΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΙΤΣΑΣ

ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΤΟΣΚΑΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ

ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ

ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΑΛΕΚΟΣ ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΡΗΣ

ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΑΡΑ ΤΩ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΩ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΤΕΡΕΝΣ ΚΟΥΙΚ

ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΠΑΣ

ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΑΡΑ ΤΩ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΩ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ
ΟΛΓΑ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΗ


ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ:

– Νίκος Φίλης
– Γαβριήλ Σακελλαρίδης
– Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης

Με απόφαση του Πρωθυπουργού συστήνεται Ειδική Επιτροπή για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς υπό τον Υπουργό Επικρατείας Παναγιώτη Νικολούδη. Στην Επιτροπή θα συμμετέχουν ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών αρμόδιος για τα έσοδα Τρύφων Αλεξιάδης, ο Υφυπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Παύλος Πολάκης, ο Υφυπουργός Δικαιοσύνης για θέματα Διαφάνειας Δημήτρης Παπαγγελόπουλος και ο Υφυπουργός στον Πρωθυπουργό αρμόδιος για Συντονισμό του Κυβερνητικού Έργου Τέρενς Κουίκ.

Περισσότερα εδώ:

Ανοίγουν οι τράπεζες τη Δευτέρα-Παραμένει στα 60 € το όριο αναλήψεων

φωτό από εδώ

πηγή: rethemnosnews.gr

Με δήλωση του, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών γνωστοποίησε την απόφασή του να προχωρήσει σε λήξη της τραπεζικής αργίας τη Δευτέρα 20 Ιουλίου. «Από τη Δευτέρα διευρύνονται οι τραπεζικές υπηρεσίες. Όλες οι τράπεζες είναι ανοιχτές, οι πολίτες μπορούν να κάνουν ένα σύνολο εργασιών, με τη διαφορά πως δεν θα μπορούν να κάνουν ανάληψη πέραν των 60€» ανέφερε ο αναπληρωτής ΥΠΟΙΚ Δημ. Μάρδας στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ. Όπως εξήγησε ο κύριος Μάρδας οι πολίτες θα μπορούν κάνουν μια σειρά από συναλλαγές στα γκισέ, ενώ σημείωσε πως εξετάζεται η πιθανότητα να αλλάξει ελαφρώς και το καθεστώς των capital controls.

Όπως είπε «πιθανότατα θα αλλάξει και το όριο ανάληψης, με την έννοια πως μπορεί κάποιος αν δεν κάνει ανάληψη 60€ την μία μέρα, να σηκώσει την επόμενη σωρρευτικά το ποσό και των δύο ημερών, ήτοι 120€». Όπως διευκρίνισε αυτή είναι η σκέψη του υπουργείου που κατ' αρχήν το τραπεζικό σύστημα έχει διαβεβαιώσει πως μπορεί να λειτουργήσει.

Σε ό, τι αφορά στους συνταξιούχους που εξακολουθούν να μην έχουν κάρτα ανάληψης δήλωσε: «Οι συνταξιούχοι θα μπορούν να παίρνουν το εβδομαδιαίο ποσό των 120€, πιο άνετα τώρα, γιατί θα είναι όλες οι τράπεζες ανοιχτές».

Οι Έλληνες που βρίσκονται στο εξωτερικό, μπορούν να χρησιμοποιήσουν την κάρτα των ελληνικών τραπεζών κανονικά, αλλά δεν μπορούν να πάρουν μετρητά, διευκρίνισε ο κ. Μάρδας.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ.


***
Δείτε και: 

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

π. Β. ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ

φωτό: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ / blogs.auth.gr/moschosg

πηγή: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ, 25/1/2013 

Η ομιλία του π. Βασίλειου Καλλιακμάνη, καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ., στο συνέδριο "Εκκλησία και Αριστερά" (Θεσσαλονίκη, 22-23/1/2013)

Εισαγωγικά 

Θα ήθελα πριν αρχίσω την εισήγησή μου, να αναφέρω το εξής: Κάθε χρόνο την πρωτοχρονιά μεταδίδεται από τη Βιέννη η μεγάλη συναυ­λία κλασσικής μουσικής, που αποτελεί παγκόσμιο πολιτιστικό γεγονός και αναμεταδίδεται απευθείας σε πλείστες χώρες του πλανήτη, αλλά και στη Ελλάδα από την κρατική τηλεόραση. Στη διάρκεια της συναυλίας αυτής οι οργανωτές προβάλ­λουν τη χώρα τους, τα αξιοθέατα και την παράδοσή τους. Φέτος επέλεξαν να παρουσιάσουν όλα αυτά μέσα από έναν παραδοσιακό θρησκευτικό γάμο ενός νέου ζεύγους. ΄Εξω από ένα εκκλησάκι οι παρευρισκόμενοι ραίνουν με ροδοπέταλα τους νεόνυμφους. Στο βάθος του πλάνου κυ­ριαρ­χεί ένας ιερέας, που τέλεσε προφανώς το γάμο. Οι νεόνυμφοι μπαίνουν σε ένα αυτοκίνητο και ξεκινούν το ταξίδι της ζωής. Όμως, στην πρώτη στροφή του δρόμου η μηχανή του αυτο­κινή­του παρου­σιάζει πρό­βλημα και βγάζει καπνούς. Το βλέπουν οι συγγενείς και οι φίλοι και με πρώτο τον ιερέα τρέχουν προς το μέρος τους. Όταν φθά­νουν εκεί, ένα κοριτσάκι δίνει στον ιερέα ένα γαλλικό κλειδί. Εκείνος επιδιορθώνει τη μηχανή και με τα χέρια του μουντζουρωμένα σκου­πίζει τον ιδρώτα του, Όπως είναι φυσικό, μουντζουρώνει και το μέτωπό του… Με χαμόγελο το νέο ζευγάρι ευχαριστεί και συνεχίζει το ταξίδι της ζωής. Αυτά βέβαια γίνονται σε μια χώρα που έχει παιδεία, πολιτισμό και τιμά την παράδοσή της. Και μάλιστα δεν ντρέπεται να την προβάλλει στα πέρατα του κόσμου! Αναρωτιέμαι, στην Ελλάδα ποιο έγκλημα έκαναν οι κληρικοί και είναι συνεχώς υπόλογοι; Μετά από αυτά έρχομαι στην εισή­γη­σή μου.

Τα θέματα που κλήθηκα να αναπτύξω είναι ευρύτατα και έχουν διά­φορες πλευρές. Ειδικότερα, το ζήτημα της εκκλησια­στι­κής περιουσίας δεν απα­σχό­λησε την ακαδημαϊκή θεολογική σκέψη γενικότερα (εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων,) ούτε ήταν και εντός των δικών μου ερευνητικών ενδιαφε­ρό­ντων. Κι αυτό, διότι ήθελα να βλέπω την Εκ­κλη­σία πέρα και πάνω από τα όρια μιας μη κυβερ­νη­τικής οργάνωσης ή μιας μικρής ή με­γάλης επι­χεί­ρη­σης. Εξάλλου, οι κλη­ρικοί σύμφωνα με τους ιερούς κανό­νες δεν επι­τρέ­πε­ται να ασχο­λού­νται με το εμπόριο. Πράγματι, εάν η Εκ­κλησία χάσει τον εσχα­το­λογικό της προ­σανα­το­λισμό, κινδυνεύει να με­τα­σχηματισθεί σε εγκόσμιο κοινωνικό οργανισμό. Από χώρος φα­νε­ρώ­σεως χά­ρι­τος και αγιασμού των ανθρώπων, κιν­δυ­­νεύει να μεταβληθεί μόνο σε χώρο εξυπη­ρέ­τησης θρη­­­σκευτικών, αλλά και πά­σης φύσεως ανθρώπινων ανα­γκών. Από ει­κό­να και σημάδι του παρα­δεί­σου και χώρος δράσεως του Παρακλήτου, το ο­ποίο συγκρο­τεί το θεσμό της Εκκλησίας, να μετατραπεί σε δημόσια υ­πη­ρε­σία.

Αυτή όμως η θεώρηση ενδέχεται να είναι μονομερής, αφού μπορεί να υποκρύπτει και μανιχαϊστικά στοιχεία. Διότι, η Εκκλησία και ως αν­θρώ­πινος οργα­­νισμός που δραστη­ριο­ποι­είται εντός του κόσμου, προσλαμ­βά­νει, εκκλη­σιοποι­εί και μεταμορφώνει τη ζωή των ανθρώπων και τα πράγ­ματα του κόσμου. ΄Ετσι, πρέπει να οικοδομήσει, να συντηρήσει και να ανα­και­νίσει ιερούς ναούς, όπου συνάγεται ο λαός του Θεού για τη θεία Ευχαρι­στία. Και οι ναοί αυτοί αποτε­λούν κατεξοχήν πνευ­μα­τι­κά και πο­λι­­τι­στικά κέντρα που όμως ταυτόχρονα έχουν εσχα­τολο­γική προο­πτι­κή. Χρειά­ζε­ται επί­σης να απα­σχο­­λήσει προ­σω­πικό, να το ασφα­λί­σει και παράλληλα να φανερώσει έ­στω αμυδρά αλλά εμπειρικά το πρό­σωπο της έμπονης αγάπης, που απο­τελεί κεντρικό ευαγγελικό μή­νυ­μα. Οπότε το ζήτημα εί­ναι πιο σύνθετο, από ότι φαίνεται. Εξάλλου, όπως σε όλα τα σύγχρονα θέ­ματα συχνά χά­νε­ται κι εδώ η έννοια του μέτρου.

Θα ήθελα να αναφέρω ότι στους Προγραμματικούς Στόχους της Συμμαχίας των πέντε κομμάτων της Αριστεράς, δηλαδή της ΕΔΑ, του ΚΚΕ εσωτερικού, Της Σοσιαλιστικής Πρωτοβουλίας, της Σοσια­λι­στικής Πορείας και της Χριστιανικής Δημοκρατίας, που δημοσιεύτηκε το 1977 στο κεφάλαιο της Εκκλησιαστικής Πολιτικής αναφέρονται τα εξής: «Σε θέ­μα­τα οικονομικά θα υπάρχει συνεργασία με την Πολιτεία, με στόχο τη στα­διακή απαλλαγή της Διοικούσας Εκκλησίας από οικονομικές δια­χει­­ρίσεις και την αποκλειστική αφοσίωσή της στο έργο της «διακονίας του λόγου». Οι βιοτικές ανάγκες του κλήρου ή τυχόν άλλες ανάγκες της Εκ­κλη­σίας θα καλύπτονται εξ’ ολοκλήρου από τον κρατικό προϋπο­λο­γι­σμό». Οι θέσεις αυτές οφείλονται προφανώς στις ζυ­μώ­σεις που γίνονταν τότε με τη συμμετοχή της Χριστιανικής Δημοκρα­τί­ας, η οποία είχε πά­ντοτε ανοιχτό δίαυλο με την αριστερά. Αλλά ίσως κι εδώ δεν απο­φεύ­γεται ο μανι­χαϊ­σμός, αφού μάλλον υπονοείται ότι, «εσείς θα ασχολείσθε με τα πνευ­μα­τι­κά ζητήματα, κι εμείς με τα οικονομικά σας».


Οι άξονες της εισήγησης

Στη συνέχεια θα εστιάσω το ενδιαφέρον στα εξής ερωτήματα: Ποια είναι η θεολογική διάσταση του θέματος; Πώς αποκτή­θηκε η εκκλη­σια­στι­κή περιουσία και πώς αντιμετώπισε το θέμα η ελ­ληνική πολιτεία; Οι κληρικοί είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή όχι; Πώς αι­τιο­λογείται η μισθο­δο­σία του κλήρου από το κράτος; Μήπως οι κληρικοί επιστρέφουν πίσω στο κοι­νωνικό σύνολο ως υπερα­ξία, όσα εισ­πράτ­τουν;

Θεολογική διάσταση: Ορισμένοι σύγχρονοι θεολόγοι υπο­στη­ρίζουν, ότι η Εκκλησία σώ­ζει τον κό­­σμο «με αυτό που είναι» κι όχι «με αυ­τό που κάνει». Η θέ­ση αυτή είναι κα­ταρ­χήν ορ­θή, αρκεί να μην αυτο­νο­μεί­ται. Διότι έχει μεγάλη σημασία και «αυτό που κάνει». Α­πό το άλλο μέρος δη­μο­­σιο­­γρά­­φοι και σχο­λιαστές της σύγχρονης κοινωνι­κής πραγματικό­τη­τας βλέπουν την Ε­­κ­­­­κλησία ως κοσμική κοι­νω­νική οργά­νωση αναζη­τώ­ντας και ανα­γνω­ρίζοντας σε αυτή μόνο το κοι­νωνικό έρ­γο, παρα­βλέ­πο­ντας προφανώς ότι το πνευματικό και μυστηριακό της έρ­γο έχει κοι­νω­νι­κές διαστάσεις.

Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια υπήρξε προβληματι­σμός σχε­τι­κά με την προτεραιότητα ή μη του αποστολικού κηρύγματος, που συ­νο­ψί­ζε­ται στην αγάπη προς το Θεό και το συνάνθρωπο, έ­να­ντι της ανά­πτυ­ξης κοι­νωνικού έργου, στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής κοινότητας των Ιερο­σολύμων[1]. Τελικά εξελέγησαν οι επτά διάκονοι για το έργο αυτό, αφή­νο­ντας απερί­σπα­στους τους δώδεκα αποστόλους στην προσευχή και τη δια­κο­νία του λό­γου. Εδώ δίδεται προτε­ραιό­τητα στη διδαχή, ενώ η ενα­σχό­ληση με την κοι­­νω­νική προ­σφο­­ρά ακολουθεί. Όμως, οι εκλεγμένοι διά­κο­νοι δεν είναι τυ­χαίοι, αλλά «πλήρεις Αγίου Πνεύ­μα­τος και σοφίας». Κι αυ­τή η προϋ­­­πό­θε­ση τους καθιστά ικα­νούς να διαχειρίζονται δίκαια τα οικο­νο­μι­κά και κοινωνικά ζητήματα της κοι­νό­τητας. Αντίστοιχα, η διακονία που τους ανατίθεται δε θεωρείται υποδεέστερη και δευτερεύουσα, αλλά λογίζεται ως μια σημαντική και βασική λειτουργία της Εκκλησίας.

Με την πάροδο του χρόνου και με την αναγνώριση στις χριστια­νι­κές κοινότητες, ακόμη και από ρωμαίους Αυτοκράτορες όπως ο Αλέξαν­δρος Σεβήρος, να διαθέτουν συλλογική ιδιοκτησία για τις ανάγκες τους, θε­­με­λιώθηκε η αντίληψη περί ιερών κτημάτων και πραγμάτων. Κύριος υ­πεύ­θυνος για τη διαχείρισή τους έγινε ο επίσκοπος, ο οποίος είχε ως βοη­θό τον «οικονόμο», «ώστε μη αμάρτυρον είναι την οικονομίαν της εκ­κλη­σίας, και εκ τούτου σκορπίζεσθαι τα της εκκλησίας πράγματα, και λοι­δο­ρίαν τη ιερωσύνη προστρίβεσθαι»[2].

Ακόμη, στην πατερική παράδοση γί­νεται έ­ντο­νη κριτική του έ­ντο­κου δανεισμού, καταγγέλλεται ως αιτία οι­κο­­νο­μι­κής εξαθλίωσης η βα­ριά φορολογία και η τοκογλυφία, και απαγο­ρεύε­ται στους κληρικούς να α­­ποδέχονται χορηγίες για τις ανάγκες της εκκλη­σίας, οι οποίες προέρ­χο­νται από εκμετάλλευση και αδικία.

Τρόποι απόκτησης της περιουσίας[3]

Η χρησι­κτη­σία, που αφορά την καλλιέργεια και χρήση κτημάτων πάνω από 40 χρό­νια, αποτελεί πάγια πρακτική αναγνώρισης κυριότητας. Για τους ιδιώτες το διάστημα ήταν μικρότερο.

Τα μοναστήρια απέκτη­σαν περιουσία και από την εργασία των μο­να­χών, οι οποίοι εκτός από την καλλιέργεια της γης κατασκεύαζαν πλή­θος εργοχείρων και τα πωλούσαν για τη συντήρησή τους.


Επίσης σημαντικό μέρος της μοναστηριακής περιουσίας οφείλεται και σε δωρεές ακινήτων αλλά και χρημάτων, αφού με την ευθύνη των μο­να­στηριών συντη­ρού­νταν σχολεία, συγκροτούνταν βιβλιοθήκες και φυ­λάσσονταν κειμήλια με­γά­λης αξίας. Οι δωρητές προέρχονταν από όλες τις τάξεις της κοινωνικής ζωής[4]. Βυζαντινοί αυτοκρά­το­ρες και μέλη των οικογενειών τους, ηγεμόνες, κληρικοί όλων των βαθμών αλλά και απλοί χριστιανοί προσέφεραν διάφορες δωρεές.

Άλλη πηγή απόκτησης της μοναστηριακής περιουσίας ήταν και εί­ναι η προσωπική ιδιοκτησία των μοναχών, την οποία μετά την κουρά τους συνήθως διαθέ­τουν στο μοναστήρι. Με τον ίδιο τρόπο τα μοναστήρια κλη­­ρονομούν την περιουσία πλήθους μοναχών που εγκαταβιώνουν σ’ αυτά. Μαρτυρούνται ακόμη αγοραπωλησίες για απόκτηση καλλιεργή­σι­μης γης, εργαστηρίων, μύλων κ.λπ. Να αναφερθεί ακόμη, ότι πολλοί υπόδουλοι κατά την Τουρκοκρατία α­φιέ­ρωναν εθελουσίως τις περιουσίες τους σε εκκλησιαστικές κοινότητες, ναούς και μοναστήρια και αντί­στοι­χα οι Οθωμανικές αρχές τα αναγνώριζαν ως βακούφια, δηλαδή ως Κοινωφελή Ιδρύματα[5]. ΄Αραγε αυτό αποτελεί λόγο αφαίρεσής τους από την Εκκλησία κα­τά την Απε­λευ­θέ­ρω­ση; Ποιος θα μπορούσε να διερμηνεύσει την επι­θυ­μία των δωρητών; Αλλά και η Εκ­κλη­σία για ποιόν αξιοποιεί την περιου­σία, για τον εαυτό της ή για το κοινωνικό σύνολο;

Εκκλησιαστική περιουσία και Ελληνική Πολι­τεία

Υπάρχουν πολλοί σταθμοί στην πορεία του νέου ελληνικού κράτους, κατά τους ο­ποίους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η ελληνική πολιτεία α­παλ­­λοτρίωσε, οι­­κειο­­ποιή­θη­κε, δήμευσε, δέσμευσε, φορολόγησε, ή «αξιο­ποίησε» την εκ­κλη­σιαστική περιουσία. Θα αναφερ­θούν τρεις από αυτούς.

Από το 1917 μέχρι το 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτά­σεις αξίας άνω του 1.000.000.000 προπολεμικών δραχμών για την αποκα­τά­σταση των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής. Το κράτος κα­τέ­βα­λε στο τότε Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο, που είχε ιδρυθεί α­πό το ίδιο για τη συντή­ρη­ση του κλήρου μόνο 40 εκατομμύρια. Τα υπό­λοι­πα 960. 000.000 οφείλο­νται ακόμη[6].

Το 1952 το κράτος με την απειλή της διακοπής μισθοδοσίας του ε­φη­μεριακού κλήρου και ύστερα από αφόρητες πιέσεις υπέγραψε με την Εκ­κλησία «Σύμβασιν περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων…. της Εκκλησίας… προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιερ­γη­τών και ακτη­μό­νων κτηνοτρό­φων». ΄Ετσι παραχωρήθηκαν στο κράτος τα 4/5 της καλλιερ­γού­μενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας και τα 2/3 των βοσκο­τόπων με αντάλλαγμα να λάβει η Εκκλησία το 1/3 της πραγματικής αξίας κάποια αστικά ακίνητα αμφίβολης αξίας και 45.000.000 προπο­λεμι­κές δραχμές[7].


Μόνο η Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας, όπως γράφει ο Μητροπολίτης της κ. Αλέξανδρος με τη σύμβαση του 1952 «παρε­χώ­ρησε στο Κράτος κτήματα, που συνολικά ανέρχονται σε 30.549 στρέμματα, τα οποία δόθηκαν τυπικά μεν εις τους δήθεν ακτήμονες γεωργοκτη­νο­τρό­φους, … με την πάροδον ολίγου χρόνου τα επώ­λη­σαν και αυτοί μεν φαι­νο­μενικά έμεινα πάλιν ακτήμονες, η Εκκλησία όμως α­ποστερήθηκε τα 4/5 της περιουσίας της με την οποίαν ευεργετούσε τον πτωχό Λαό μας».

Στη σύμβαση αυτή (1952) αναφέρεται ρητά, πρώτον ότι, «η απαλλο­τρίωση αυτή είναι η τελευταία, δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον», και δεύτερον το κράτος δεσμεύεται να παρέχει κάθε ανα­γκαία υ­πο­στήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να αξιο­ποιήσει την ε­να­πο­μείνασα περιουσία της[8].

Και οι δύο όροι της σύμβασης δεν τηρήθηκαν ποτέ. Αντίθετα οι Υ­πηρεσίες του κράτους άλλοτε αμφισβητώντας την κυριότητα, άλλοτε χα­­ρακτηρίζοντας ως δασικές ή «διακατεχόμενες» τις μοναστηριακές εκτά­σεις και άλλοτε κωλυσιεργώντας την έκδοση σχετικών αποφάσεων εμπό­δισαν την αξιοποίησή της σε βάρος του λαού.

Ο τρίτος σταθμός της πορείας αυτής ήταν το 1987 με το Νόμο 1700, το γνωστό ως «Νόμο Τρίτση». Με τις διατάξεις του Νόμου 1700 έγινε από­πει­ρα αλλα­γής των κανόνων διαχείρισης και διοίκησης του ΟΔΕΠ. Στον ΟΔΕΠ τα μέλη, του οποίου θα διορίζονταν από το κράτος, «περιέρχεται αυ­το­δικαίως η αποκλειστική διοίκηση, διαχείριση και εκπρο­σώ­πηση ολό­κλη­ρης της ακίνητης περιουσίας των Ιερών Μονών». Στο Νό­μο αυτό προ­βλέ­πονταν ότι: «Μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξ (6) μη­νών ο ΟΔΕΠ και οι ΟΔΜΠ (Κρήτης) μπορούν να μεταβιβάσουν προς το ελ­λη­νικό δη­μόσιο… την κυριότητα της εν λόγω περιουσίας…»[9]. Το 1988 η διοίκηση της Εκκλησίας υποχώρησε και -παρά τους ιερούς κανόνες- δέχθη­κε να υπο­γρα­φεί σύμβαση παραχώρησης στο Δημόσιο της δασικής και αγρο­τολιβα­δικής περιουσίας των ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλά­δος. Τη σύμ­βα­ση υποχρεώθηκαν και υπέγραψαν 149 μονές, ενώ άλλες αρνή­θη­καν να την υπογράψουν. Εννέα από αυτές προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικα­στήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης και δι­και­­ώ­­θηκαν[10].

Αλλά για να υπάρχει σαφέστερη εικόνα για το μέγεθος της εκκλη­σιαστικής περιουσίας, η οποία ανήκει σε πολλά Ν.Π.Δ.Δ., (που δημο­σιο­γρα­­φικές πληροφορίες τα ανεβάζουν σε 10.000, εννοείται προφανώς ότι κάθε ενορία έχει και μια αυλή, στην οποία παίζουν τα παιδιά και πρέπει να φορολογηθεί!) θα ήθελα να ανα­φέρω κάποια στοιχεία από μελέτη της Αγροτικής Τράπεζας του 1983 που δημο­σιεύ­τη­κε το 1986[11].


Η Ελλάδα έχει συνολική έκταση 131.957.4004 στρεμμάτων. Από αυ­τά, αγροτική γη, γεωργο- κτηνοτροφικού ενδιαφέροντος, είναι:

29.500.000 στρέμ. δάση (22%),

52.500.000 στρέμ. βοσκότοποι (40%),

39.500.000 στρέμ. γεωργική γη (30%). Από τις παραπάνω εκτάσεις, τα 61.441.900 στρέμματα α­νήκουν κατά κυριότητα:

43.598.000 στο Δημόσιο,

15.553.200 στην Τοπική Αυ­τοδιοίκηση,

1.098.400 στις Συνεταιριστικές Οργανώσεις,

1.292.300 στην Εκ­κλησία.

Δηλαδή στην Εκκλησία ποσοστιαία ανήκει το 1,4% των δασικών εκτάσεων, το 2,3% των βοσκοτόπων και το 2,19% της γεωργικής γης (όπου όμως το Δημόσιο κατέχει το 45,6% και η Τοπική Αυ­το­διοίκηση το 30,8%).

Από τις εκτάσεις που ανήκουν στην Εκκλησία (δηλ. από το 1.292.­300), 367.000 στρέμματα είναι δάση,

735.300 βοσκότοποι και

189.900 γεωργική γη.

Τα δάση και οι βοσκότοποι είναι σχεδόν ανεκμετάλ­λευ­τα και το 53% της καλ­λιεργήσιμης γης βρίσκεται σε ορεινές ή ημιο­ρεινές πε­ριο­χές. Σημα­ντι­κό στοιχείο της εν λόγω έρευνας είναι ότι κα­τά τη δεκαε­τία 1974 – 1983 «εγκαταλείπονται κάθε χρόνο και κατά μέσο όρο, 162.400 στρέμματα αγροτικής γης που περιλαμβάνουν 117.500 στρ. βο­­σκό­­τοπους, 32.800 στρ. δάση, 9.300 στρ. γεωργικής γης»[12].

Κατά τις τελευ­ταί­ες δεκαετίας οι ρυθμοί και τα ποσοστά της εγκαταλελειμμένης αγρο­τικής γης έχει αυ­ξη­θεί ακόμη περισσότερο, λόγω της γήρανσης αγροτικού πλη­θυ­σμού καθώς και άλλων παραγόντων. Όταν μελετούσα τα στοιχεία αυτά, άκουσα τον Μακαριώτατο Αρχιε­πί­σκο­πο Αθηνών και πάσης Ελλάδος να ανακοινώνει την πρόθεσή του να δοθούν για καλλιέργεια εκτάσεις που ανήκουν στην Εκκλησία και αναρω­τήθηκα: Ποιος θα επιστρέψει να καλλιεργήσει τη γη που ανήκει στην Εκκλησία; Εδώ οι νεοέλληνες έχουν εγκαταλείψει τις δικές τους καλλιερ­γή­σι­μες εκτάσεις.

Μισθοδοσία του κλήρου: Ως αντιστάθμισμα των απαλλοτριώσεων χωρίς ουσιαστική εξό­φληση, αλλά και των παραχωρήσεων με συμβάσεις της εκκλησιαστικής πε­ριου­σίας ήταν η μισθοδοσία τού Κλήρου από το Κράτος. Παράλληλα, είχε ορισθεί αρχικά φορολόγηση κατά 25% και αργότερα 35% των εισπράξεων των ναών για την ενίσχυση του σχετικού ταμείου. Η φορολόγηση αυτή καταργήθηκε το 2004. Ισχύουν όμως άλλες φορολογήσεις της εκκλησιαστικής περιουσίας, οι οποίες έφθασαν για το 2011 το ποσό των 12.584.139,92€[13].

Επειδή η μι­σθο­δοσία τού Κλήρου είναι αποτέλεσμα συμβάσεων, ση­μαίνει ότι οποια­δή­ποτε διακοπή της (μισθοδοσίας) θα έχει ως αποτέ­λε­σμα τη λύση των συμβάσεων και την επιστροφή των παραχωρηθέντων στην Εκκλησία. Οπότε θα προκύψει τεράστιο πρόβλημα.

Αλλά πόσοι είναι οι κληρικοί που μισθοδοτούνται από το κράτος; Σήμερα υπολογίζονται σε 8500 στην Εκκλησία της Ελλάδος και περίπου 1000 στην Κρήτη και τα Δωδεκάνησα.


Σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι θρησκευτικοί λει­τουργοί αμείβονται από το κράτος, όπως στο Βέλγιο, την Τσεχία, ό­που έχουν μάλιστα ανταποδοτικό χαρακτήρα και αφορούν στις κα­τα­σχέ­σεις της Εκκλησιαστικής περιουσίας από το πρώην Κομμου­νιστικό καθε­στώς. Στη Γαλλία, στις περιφέρειες της Αλσατίας και της Μοζέλ (πρώ­ην Λωρραίνη) με 3.5 εκατομμύρια πληθυσμό, οι κληρικοί των Ρω­μαιο­κα­θολικών, των Προτεσταντών καθώς και οι Ραβίνοι πληρώνονται από το Δη­μόσιο ταμείο του κράτους. Στο Λουξεμβούργο, οι κληρικοί και οι ρα­βί­νοι πληρώνονται από το κράτος.

Στη Ρουμανία οι λειτουργοί των αναγνωρισμένων θρησκειών πλη­ρώ­­νονται από το κράτος. Στη Σλοβακία το κράτος επιδοτεί τους μισ­θούς των κληρικών. Στην Ελβετία, στα περισσότερα από τα 26 κα­ντό­νια, οι ιδιωτικές εταιρίες πληρώνουν υ­πο­χρεω­τικά φό­ρο υπέρ της Εκκλησίας[14].

Στην Ελλάδα οι Εφημέριοι, αν και μισθοδοτούνται από το Δημόσιο, δεν αποκτούν τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα, αλλά ούτε και την ιδιότη­τα υπαλλήλου Ν.Π.Δ.Δ., παρά το ότι η Εκκλησία και τα νομικά της πρό­σω­πα είναι δημοσίου δικαίου. «…αφού οι Εφημέριοι είναι κυρίως θρησκευ­τικοί και πνευματικοί λειτουργοί και όχι συνήθεις διοικητικοί υπάλληλοι»[15]. Και αυτή η μισθοδοσία των κληρικών από το Δημόσιο, δεν τους προ­σδίδει την ιδιότητα δημοσίου υπαλλήλου. Καταβάλλεται από την Πο­λι­τεία για χάρη της Εκκλησίας, δεν αποτελεί, όμως, αντιπαροχή για την ε­πι­τέλεση των ιερατικών τους καθηκόντων, αλλά κάλυψη από την Εκ­κλη­σία των βιοτικών τους αναγκών[16].

Αποδίδουν στην κοινωνία οι κληρικοί όσα εισπράττουν; Πέρα όμως από τα παραπάνω υπάρχει και ένα άλλο γεγονός, που δεν έχει προσεχθεί. Οι κληρικοί είναι οι μόνοι στο δημόσιο χώρο που με πρω­τοβουλία τους κτίζουν, διακοσμούν, συντηρούν, ανακαινίζουν και γενικά φροντίζουν το χώρο στον οποίο εργάζονται. Σε κάθε Μητρόπολη υπάρ­χουν ανοιχτά πολλά εργοτάξια για δεκαετίες, όπου απασχολούνται οικο­δόμοι όλων των ειδικοτήτων, τεχνίτες, αλλά και μαραγκοί, ξυλογλύπτες, α­γιο­γράφοι, αργυροχόοι και άλλοι. Τα χρήματα για όλα αυτά τα έργα δεν προέρχονται από επιχορηγήσεις του κράτους, αλλά κατά κα­νό­να από το λαό του Θεού και μικρούς δωρητές, που βλέπουν το έργο της Εκ­κλησίας να προάγεται. Οι επίσκοποι και εφημέριοι που αναλαμβάνουν το έργο αυτό γίνονται συχνά «ζητιάνοι», για να το φέρουν σε πέρας. Να σημειω­θεί στο σημείο αυτό, ότι τα δύο τελευταία χρόνια πολλοί ναοί έχουν ανα­στείλει τις οικοδομικές εργασίες τους και δίδουν προτεραιότητα στο κοι­νω­νικό έργο.

Ακόμη σε κάθε ναό απασχολούνται με έμμισθη σχέ­ση και ασφά­λι­ση ψάλτες, νεωκόροι, καθαριστές κ.λπ. Δεν είναι εύκολο να υπο­λο­γίσει κά­ποιος πόσες χιλιάδες οικογένειες ζουν σήμερα από τα εργοτάξια της Εκ­κλησίας, χωρίς την παραμικρή επι­βά­ρυνση για το κράτος.

Ανάλογο έργο γίνεται στα μοναστήρια από τους μοναχούς, οι ο­ποίοι όχι μόνο ανακαινίζουν και συντηρούν τις κτιριακές εγκαταστάσεις και διαφυλάσσουν το φυσικό περιβάλλον, αλλά γί­νο­νται ταυτόχρονα και άμισθοι φύλακες των μνημείων αλλά και των κει­μη­λίων μεγάλης αξίας που θησαυρίζονται εκεί. Δεν επιτρέπει ο χρόνος να αναφερθεί η προσφο­ρά των μονών στο γένος και το λαό μας. Θα χρειαζόταν ολόκληρο συνέδ­ριο αφιερωμένο στο ζήτημα αυτό.

Αλλά αφού τόσα λέγονται ένθεν κακείθεν, ας αναφερθεί και μια υπόθεση εργασίας που εύχομαι να διαψευσθεί: Οι ιεροί ναοί και τα μοναστήρια που κτίζονται σήμερα μετά από 150 χρόνια θα αποτελούν μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου. Τότε, προβλέπω να ερίζουν οι υπεύθυνοι των υπηρεσιών της πολιτείας με τους εφημερίους και τους μοναχούς για το «πώς και το γιατί των μνημείων»! Τότε θα «τρέχουν» οι πολιτιστικά ευαίσ­θητοι υπάλληλοι, που ζουν από τον πο­λι­τισμό της Εκκλησίας, να επι­τι­μήσουν τους κληρικούς, διότι «κατα­στρέ­φουν τα μνημεία που ανήκουν στο λαό». Βέβαια αυτό συμβαί­νει και σή­με­ρα, διότι υπάρχει διαφορετική θεώρηση. Οι μεν τα βλέπουν ως απολι­θώ­ματα και μνημεία του παρε­λθό­ντος, οι δε ως χώρους ζωντανής έκφρασης της ορθοδόξου πίστεως και ανάπτυξης υψηλού πολιτισμού.


Επίλογος

Αφήνω το τεράστιο κοινωνικό έργο της εκκλησίας, διότι αυτό θα συζητηθεί σε άλλη συνεδρία. Θα ήθελα να κλεί­σω την εισήγησή μου λέγοντας τα εξής: Η μεγαλύτερη περιουσία της Εκ­κλη­σίας είναι το Ευαγ­γέλιο της αγάπης και της θυσίας του Χριστού, αλλά και η αγάπη του λαού της. Είναι η αγάπη που εισπράττει από τους α­πλούς ανθρώπους και η αλλη­λεγγύη που εμπνέει. Σε έναν κόσμο που με­τά το «θάνατο του Θεού» ακολούθησε δυστυχώς και ο «θάνατος του πλη­σίον»[17], η πίστη στον Τρια­δι­κό Θεό αποτελεί αδαπάνητο θησαυρό. Κι ακό­μη περιουσία της Εκ­κλη­σίας είναι η στενή σχέση της με το λαό και το συλλ­ογικό του υπο­συ­νεί­δητο. Οι πρωτο­γε­νείς σχέσεις των κληρικών με τους απλούς ανθρώπους σε επίπεδο ενο­ρίας και γει­τονιάς και κυρίως η παντοειδής στήριξη στα αδύναμα και απρο­στά­τευ­τα μέλη της κοι­νω­νίας είναι η μεγαλύτερη επένδυσή της. Περιουσία της Εκκλησίας είναι το κεφάλαιο της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας. Της ελπίδας που χά­νε­ται. Και χωρίς ελπίδα η κοινωνία μας δεν μπορεί να προαχθεί, και δεν μπο­ρεί να προοδεύσει και να αναπτυχθεί. Την ελπίδα αυτή καλείται να αναστήσει σήμερα η Εκ­κλησία με τον προφητικό της λόγο, την ενοποιό κοι­νω­νική της πρα­κτική και τη διαύγεια της διδασκαλίας της.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Βλ. Πράξ. 6, 1-7.


[2] Κανών 26, Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Βλ. περισσότερα, Θ. Παπαθανασίου, «Λόγος περί- ουσίας, Σημειώσεις για την Εκκλησιαστική Περιουσία», περ. Σύναξη, τεύχ. 23, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1987, σ. 51 κ.ε. 


[3] Βλ. Αρχιεπ. Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου, Εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία του κλήρου, Αθήναι 2012, σ. 28 κ.ε.


[4] Όπ. π., σ. 29. 


[5] ΄Αραγε αυτό αποτελεί λόγο αφαίρεσής τους από την Εκκλησία κατά την Απε­λευ­θέ­ρω­ση; Ποιος θα μπορούσε να διερμηνεύσει την επιθυμία των δωρητών; Αλλά και η Εκ­κλη­σία για ποιόν αξιοποιεί την περιουσία, για τον εαυτό της ή για το κοινωνικό σύνολο; 


[6] Ευάγγελος Λέκκος, Εκκλησιαστική περιουσία. Οι προκαταλήψεις, οι μύθοι, η αλήθεια,έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2001, σ. 27. 


[7] Ευάγγελος Λέκκος, όπ. π. σ. 28.


[8] ΄Ο.π., σ. 28-29.


[9] Αρχιεπ. Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ό.π., σ. 113.


[10] Πρωτ. Θεόδωρος Ζήσης, Εκκλησιαστική περιουσία, Η αρχαία πράξη και οι νέοι παραβάτες, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 10-11. 


[11] Θ. Τσούμα-Δ. Τασιούλα, Ιδιοκτησιακό καθεστώς και αξιοποίηση της αγροτικής γης στην Ελλάδα, έκδ. Αγροτικής Τραπέζης, Αθήνα 1986.


[12] ΄Ο.π. σ.18.


[13] Επιστολή Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερω­νύ­μου προς τον Πρωθυπουργό, την πολιτική ηγεσία και τους Ευρω­παί­ους ηγέτες, Ιούλιος 2012. 


[14] Βλ. Αρχιμ. Πέτρος Μποζίνης, Εκκλησία και Πολιτεία για τη μισθοδοσία του κλήρου,στο Ιστολόγιο agioritis.


[15] Β. Χ. Τρομπούκης Δρ Νομικής, Η περιφερειακή οργάνωση της Εκ­κλησίας της Ελλάδος, (Διδακτορική Διατριβή στη Νομική Αθηνών) εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κο­μοτηνή 2011, σ. 236.


[16] Β. Χ. Τρομπούκης, όπ. π. σ. 238-239.


[17] Luigi Zoja, Ο θάνατος του πλησίον, μετφρ. Μ. Μελετιάδης, εκδ. ΄Ιταμος, Αθήνα 2011.

Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας για την εκκλησιαστική περιουσία και τη μισθοδοσία του κλήρου

φωτό: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ/ blogs.auth.gr/moschosg

Η εισήγηση του Μητροπολίτη Μεσσηνίας και καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Χρυσόστομου (Σαββάτου) στο συνέδριο "Εκκλησία και Αριστερά" (Θεσσαλονίκη 22-23/1/2013)

Θέματα ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας καί μισθοδοσίας τοῦ κλήρου

1. Τό δίπτυχο τοῦ θέματος: «Ἐκκλησιαστική περιουσία καί μισθοδοσία τοῦ κλήρου» ἀποτελεῖ ἴσως ἕνα ἀπό τά πιό ἐνδιαφέροντα «σημεῖα τριβῆς» στόν παρόντα διάλογο καί μάλιστα ὄχι μόνο σέ ἐπίπεδο ἐπικοινωνιακό ἀλλά καί οὐσίας, ἀφοῦ κατακαιρούς ἔχουν ἀκουστεῖ ἀρκετές ἀνακρίβειες ἀλλά καί κάποιες ἀλήθειες, πρέπει ὅμως νά γνωρίζουμε, ὅτι ἡ μισή ἀλήθεια δέν εἶναι ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἀνακρίβεια κατά τό ἥμισυ τουλάχιστον εἶναι ψεῦδος.

Πρίν ξεκινήσω τήν τοποθέτησή μου πάνω στά δύσκολα αὐτά θέματα, θά ἤθελα νά κάνω τρεῖς διευκρινήσεις:

α) Μέ τόν ὅρο «Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» προσδιορίζεται τό Ν.Π.Δ.Δ., τό ὁποῖο περιγράφεται στό νόμο 590/1977 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος».

β) Ὅσα θά ἀναφερθοῦν στήν παρούσα εἰσήγηση ἀποτελοῦν ἀπαντήσεις σέ ἐρωτήματα, τά ὁποῖα τέθηκαν κατά τήν συζήτηση τῶν ἐκπροσώπων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (Σεβ. Μητρ. Ἐλασσῶνος κ. Βασιλείου, Σύρου κ. Δωροθέου καί Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου), μέ τά μέλη τῆς Κοινοβουλευτικῆς Ἐπιτροπῆς οἰκονομικῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ Κοινοβουλίου (2010), σχετικά μέ τή φορολόγηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας καί μισθοδοσία-συνταξιοδότηση τῶν κληρικῶν καί ὄχι σέ ὅσα ἀνεύθυνα ἤ ἀνακριβῆ κατά καιρούς ἔχουν δημοσιευθεῖ, ἐνῶ ἀξιολογοῦνται ἐπίσης οἱ θέσεις τοῦ κ. καθηγητοῦ καί βουλευτοῦ Ἀναστασίου Κουράκη, ὑπευθύνου τοῦ ΣΥΡΙΖΑ, γιά θέματα παιδείας καί θρησκευμάτων, στήν ἐφημερῖδα ΑΥΓΗ, ἀλλά καί τοῦ βουλευτοῦ κ. Νικολάου Τσούκαλη, ὡς καί τό κείμενο «περί φορολογίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας», τό ὁποῖο δημοσιεύθηκε στήν ἱστοσελίδα «ἀριστερόκ», στό ὁποῖο ἀποτυποῦνται οἱ θέσεις-ἀπόψεις τῆς Δημοκρατικῆς Ἀριστερᾶς.

γ) Θά ἤθελα νά τονίσω ὅτι ὅσα εἰπωθοῦν εἶναι στοιχεῖα τά ὁποῖα σκιαγραφοῦν μία πραγματικότητα καί τά ὁποῖα θά μποροῦσαν νά ἀποτελέσουν τή βάση γιά τήν ἀνάπτυξη ἑνός διαλόγου.

2. Πρῶτο σημεῖο ἀφορᾶ ὡς πρός τό ὕψος τῆς ὑπάρχουσας ἐναπομείνασας πλέον ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ὕστερα ὕστερα ἀπό ἀναγκαστικές καί νομοθετημένες ἀπαλλοτριώσεις, κατά τά ἔτη 1830-1836, 1882, 1927, 1952, καί 1987 ἀντίστοιχα. Ἡ ἀνάρμοστη καί μόνιμη κατά τό πλεῖστον διαγωγή τῆς Πολιτείας ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας δέν πρέπει νά προκαλῇ ἰδιαίτερη ἔκπληξη στούς ἔχοντες ἄμεση γνώση καί ἐμπειρία τῶν «παρ’ ἡμῖν» πραγμάτων, δεδομένου ὅτι ἡ ἁρπαγή ἤ ἡ ἀναγκαστική δήμευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἀπό μέρους τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας ἄρχισε ἤδη, ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς συστάσεως τοῦ ἐλευθέρου Ἑλληνικοῦ κράτους. Ἤδη τό 1833-1834 μέ τήν ἔκδοση Βασιλικοῦ Διατάγματος ἀπό τοῦ Ἀντιβασιλέα ἀναγκάσθηκαν 416 Ἱεραί Μοναί νά διαλυθοῦν, οἱ Μοναχοί τούτων κακήν κακῶς νά ὑποχρεωθοῦν νά ἐγκαταλείψουν αὐτές καί ἔκτοτε νά περιέρχονται ρακένδυτοι καί πεινασμένοι ἀνά τάς ὁδούς τῶν πόλεων ζητοῦντες τήν ἐλεημοσύνην τῶν ἀνθρώπων, ἡ δέ ὑπάρχουσα αὐτῶν (ἐν. τῶν Μονῶν) κινητή καί ἀκίνητη περιουσία περιῆλθε στό κράτος μέ τήν δῆθεν δικαιολογίαν τῆς συστάσεως τοῦ «Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου».

Ὡσάν νά μή ἔφθανεν ἡ πρώτη αὐτή μεγάλη λεηλασία τῶν Ἱερῶν Μονῶν ἐκ μέρους τῆς Πολιτείας, τρία ἔτη μετά (1836) ἐξεδόθη νέα βασιλική ἀπόφαση μέ τήν ὁποία ἡ δήμευση τῆς ὑπολειπόιμενης ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἐπεξετείνετο καί στίς ἐναπομεινάσας Ἱερές Μονές «χάριν θεαρέστων ἔργων καί πρός οἰκοδομήν ἱερῶν καί ἀγαθοερ­γῶν καταστημάτων». Στίς τυχόν ἀπό τῆς πρώτης καί δευτέρας δημεύ­σεως διασωθεῖσες ἐλάχιστες Ἱερές Μονές ἐπεβλήθη ἀπό τήν Πολιτεία ἄμεσος δυσβάστακτος φορολογία. Μετά τούς νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους, τόν Α΄ Παγκόσμιον πόλεμον καί τήν Μικρασιατικήν Καταστρο­φήν (1922), τό ἀδηφάγο Ἑλληνικόν κράτος μή ἀρκούμενον εἰς ὅ,τι ἤδη εἶχε λάβει ἀπό τήν Ἐκκλησία συνέχισε νά ἀκολουθῇ πιστότατα τήν ἴδια ἀδηφάγον καταστροφική πάντοτε γιά τήν Ἐκκλησία τακτική. Μέ τούς Ν. 1072/1917 καί 2050/1920 συνοδευομένων καί ἀπό ἄλλων μεταγενεστέρων τοιούτων ἀπαλλοτριώθηκαν «ἀναγκαστικῷ τῷ τρό­πῳ» μεγάλες καί λίαν σημαντικές καί πανάκριβες καθαρῶς ἐκκλησια­στι­κές ἐκτάσεις διά τήν ἀποκατάσταση τῶν ἐμπεριστάτων ἀδελφῶν προσφύγων καί ἀκτημόνων, γιά λόγους, ὅπως ἀναφέρεται, «προφανοῦς ἀνάγκης καί δημοσίας ἀσφαλείας».



Εἰδικότερα ἀπό τοῦ ἔτους 1917 μέχρι τοῦ ἔτους 1930 ἀπηλλοτριώθησαν λίαν σημαντικαί καί πανάκριβοι ἐκκλησιαστικαί ἐκτάσεις τῶν ὁποίων ἡ ἀξία ὑπερέβαινε κατά πολύ τό 1 δισεκατομμύριον προπολεμικῶν δραχμῶν. Ἀπό τό ὑψηλό τοῦτο καθορισθέν ποσόν γιά τίς γενόμενες ἀπαλλοτριώσεις τό κράτος κατέβαλε στό «Γενικόν Ἐκκλησιαστικόν Ταμεῖον» μόνον τό 4%, ἤτοι 40.000.000 δρχ. Τό ὑπόλοιπο ποσόν τῶν 960 ἑκατομμυρίων ἐξακολουθεῖ νά τό ὀφείλει ἡ Πολιτεία στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἀναξιοπιστία καί ἡ ἀφερεγγυότητα τοῦ κράτους ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας δέν σταμάτησε, ἀλλά τοὐναντίον συνεχίσθηκε μέ τόν ἴδιον πάντοτε ἀμείωτο ρυθμό καί μέ τίς ἴδιες πάντοτε ἁρπακτικές αὐτοῦ διαθέσεις. Μέ τόν Ν. 4684/1931 θεσπίστηκε «Ὀργανισμός Διοικήσεως Ἐκκλησιαστικῆς καί Μοναστηριακῆς Περιουσίας», βάσει τοῦ ὁποίου ἐγένετο ἡ ρευστοποίηση τῆς ἀκινήτου περιουσίας τῶν Ἱερῶν Μονῶν χωρίς τήν συγκατάθεση τῆς Ἱεραρχίας.

Ἡ ἐπελθοῦσα κατάληψη τῆς χώρας ὑπό τῶν στρατευμάτων Κατοχῆς συνετέλεσεν ὥστε καί αὐτό τοῦτο τό ἐλάχιστο ἀντίτιμο τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀπαλλοτριώσεως, τό ὁποῖον ἔλαβε ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία, ἀπωλέσθη ἕνεκα τῆς δραματικῆς καί τυραννικῆς κατοχικῆς ἀδυσωπήτου πραγματικότητας.

Μετά ταῦτα ἐπηκολούθησεν ἡ περίφημος «Σύμβασις περί ἐξαγορᾶς ὑπό τοῦ Δημοσίου κτημάτων τῆς Ἐκκλησίας πρός ἀποκατάστασιν ἀκτημόνων γεωργικῶν κτηνοτρόφων» τῆς 18/9/1952, τήν Σύμβασιν δέ τοῦ ἔτους 1952 ἦλθε νά συνεχίσῃ ὁ Ν. 1700/87 (Ν.Α. Τρίτση) μέ τόν ὁποῖον συμπληρώθηκε ἡ ἀναγκαστική δήμευση καί ἀπαλλοτρίωση τῆς ἤδη συρρικνωμένης εἰς τό ἐλάχιστον ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας.


Μία ἀκόμη ἀπό τίς ἐρωτήσεις πού ἐτέθη ἀπό κάποιον βουλευτή τοῦ Σ.Υ.Ρ.Ι.Ζ.Α. ἀφοροῦσε τό κατά πόσον τά ἔξοδα καί τά ἔσοδα διαχείρισης τῆς ἀκίνητης περιουσίας ἔχουν ἀναφορά πρός τούς ἁπλούς πολῖτες.

Ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία δέν εἶναι κτῆμα ἤ ἰδιοκτησία κανενός φυσικοῦ προσώπου τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνήκει στό ἀντίστοιχο Πρόσωπο καί ἁπλᾶ τά φυσικά πρόσωπα εἶναι διαχειριστές, ὅπως καί σέ κάθε ἄλλο περιουσιακό στοιχεῖο κάθε δημοσίου φορέα, ἡ δέ διαχείρισή του ἀπό συγκεκριμένη νομοθεσία καί ὡς πρός τήν διαχείριση καί ὡς πρός τήν ἀξιοποίησή της, μέ βάση τούς προβλεπόμενους ὅρους καί τούς ἐπιδιωκόμενους σκοπούς.



Ἡ ὁποιαδηποτε ἐπιδίωξη ἤ πρόταση γιά ἀνταποδοτική ἀξιοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἐπ’ ὠφελείᾳ τῶν πολιτῶν δέν βρίσκει τήν Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἀντίθετη, ἀρκεῖ νά ὑπάρξει νομοθετική ρύθμιση, πού θά προβλέπεται α) ὅτι τό Ν.Π. τῆς Ἐκκλησίας θά κάνει τήν κατανομή καί τήν προσφορά, γιατί μέχρι σήμερα γιά τόσες χιλιάδες στρέμματα πού ἡ Ἐκκλησία προσέφερε γιά τούς ἀκτήμονες οὐδέποτε πληροφορήθηκε ποιά ἦταν ἡ τύχη αὐτῶν τῶν ἐκτάσεων, πόσοι καί ποιοί ἀκτήμονες τά ἐκμεταλλεύονται. β) Τό ὑπό καλλιέργεια εἶδος ἤ προϊόν θά πρέπει νά εἶναι ἀνταγωνιστικό καί γ) ἐνισχυτικό τῆς τοπικῆς οἰκονομίας, καί ὄχι καλλιεργοῦμε γιά νά καλλιεργοῦμε καί νά ἐπιδοτούμεθα.

Ἐξαιτίας δέ τῆς μέχρι σήμερα χρηστῆς διαχείρισης τῆς ἐναπομείνασας ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἡ Ἐκκλησία, σέ τοπικό πάντα ἐπίπεδο, ἀσκεῖ τό κοινωνικό, φιλανθρωπικό καί προνοιακό ἔργο της, χωρίς νά τό διαφημίζει ἐνῶ σέ πολλές περιοχές ἔχει ὑποκαταστήσει πλήρως τό ἀπόν κράτος πρόνοιας (Μεσσηνία, Σπάρτη, Ἠλεία, Πάτρα, Καλάβρυτα κ.ἄ.), μέσα ἀπό δομές προνοιακοῦ ἔργου, μέ τό ὁποῖο συμβάλλει στήν ἐπίλυση προβλημάτων πού προέρχονται ἀπό τήν ἀνεργία (ἐργαζόμενοι στά ἱδρύματα) καί συμβάλλει τήν ἀνάπτυξη τῆς τοπικῆς οἰκονομίας (μέσα ἀπό τή λειτουργία καί τά ἔξοδα λειτουργίας τῶν ἱδρυμάτων).

Χαρακτηριστικά γιά τό ἔτος 2010 σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δαπανήθηκαν περίπου 100.000.000 εὐρώ γιά τήν φιλανθρωπία καί τήν πρόνοια : δηλαδή τό μισό περίπου τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου. Εἰς τά τῆς πρόνοιας καί τῆς φιλανθρωπίας θά ἀναφερθεῖ διεξοδικά αὔριο ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας.

3. Τό θέμα τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου: ἀποτελεῖ συμβατική ὑποχρέωση τοῦ ἑλληνικοῦ δημοσίου, ὅπως καί ἡ κάλυψη τῶν ἐξόδων λειτουργίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαιδεύσεως, ἔναντι τῆς ἐκκλησιαστι­κῆς περιουσίας (ἀγροτολιβαδικῆς καί ἀστικῆς), ἡ ὁποία μέ ὁποιοδήποτε τρόπο ἤ μέσο παρεχωρήθηκε στό ἑλληνικό δημόσιο καί ἡ ὁποία καλύπτει, ὅπως προανέφερα τό 96% τῆς ὅλης ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Ἡ συμβατική αὐτή ὑποχρέωση δυστυχῶς καί κυρίως ἡ ἀνταποδοτική λειτουργία της, ἡ ὁποία ἤδη ἀπό τό 1833 ἕως καί τό 1952 ἐμφανίζεται μέ αὐτήν τήν νομική κατοχύρωση δηλαδή ὡς συμβατική ὑποχρέωση, καταστρατηγήθηκε ὅταν συσχετίστηκε τό 1945 ὄχι πλέον μέ τήν παραχωρηθεῖσα ἐκκλησιαστική περιουσία ἀλλά μέ τήν κάλυψη φορολογίας ἐπί τῶν ἀκαθαρίστων ἐσόδων τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Νομικῶν Προσώπων ἀρχικά 25% καί 20 χρόνια ἀργότερα περίπου, τό 1968, μέ τό ποσόν τῶν 35% .

Ἔτσι λοιπόν τό κέντρο βάρους τῆς μισθοδοσίας μετακυλείεται ἀπό τή συμβατική ὑποχρέωση τοῦ ἑλληνικοῦ δημοσίου, στήν ἐπιβάρυνση τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ συγκεκριμένη ἐπιβάρυνση θά ἔπρεπε νά καλύπτεται ὄχι ἀνταποδοτικά ἀλλά ἔσοδο προερχόμενο ἀπό φορολογικούς πόρους, τούς ὁποίους θά καταβάλλει ἡ Ἐκκλησία καί ὄχι ἀπό τό γενικότερο φορολογικό σύστημα.

Ἡ παροῦσα φορολογία ἐπιπλέον τῆς προαναφερθείσας, ἀποτελεῖ ἀκόμη μία ἐπιβάρυνση καί οἰκονομική αἱμορραγία τῆς Ἐκκλησίας γιά μία ὑποχρέωση τοῦ ἑλληνικοῦ δημοσίου ἔναντι τῶν ὅσων ἡ Ἐκκλησία προσέφερε σ’ αὐτό καί τήν ὁποίαν ἀκόμη δέν ἔχει ἀξιοποιήσει ἀλλά καί γιά τήν ὁποίαν οὐδέποτε κατέθεσε τά ὀφειλόμενα πρός αὐτήν.

Ἐάν ἡ Ἐκκλησία εἶχε λάβει σέ τρεῖς δόσεις τό ὀφειλόμενο ποσόν τῶν 97.601.000.000, τό ὁποῖον ποσό δέν τῆς κατεβλήθη, τότε ἡ συμβατική ὑποχρέωση τοῦ ἑλληνικοῦ δημοσίου θά μποροῦσε νά θεωρεῖ ὡς ἀνυπόστατος ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία θά εἶχε τήν δυνατότητα ἀπό τούς προερχόμενους πόρους ἐκ τῆς ἀξιοποιήσεως τοῦ ὡς ἄνω ποσοῦ νά καλύψει τήν μισθοδοσία τοῦ κλήρου. Ἀντί τούτου ἡ ἑλληνική πολιτεία ἐπιβάλλει ἐπί πλέον φορολογία (35%) ἀπό τήν ὁποίαν μόλις τό 2004 ἀπαλλάσει τήν Ἐκκλησία, κατανοοῦσα ἀκριβῶς τό ἄνισον καί ἀδικαιολόγητον, ἐνῶ ἐπέβαλλε ἄλλη μορφή φορολογίας ἐπί τῶν ἐσόδων καί ἐξόδων της, ὅπως αὐτή παρουσιάστηκε προηγουμένως.

Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σέ ἕνα νέο μύθευμα ὅσον ἀφορᾶ τά τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου, γιατί πλέον τό θέμα τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου καί τῆς λειτουργίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαιδεύσεως δέν εἶναι μόνο θέμα ἠθικό, μέ τήν ἔννοια τῆς τηρήσεως τῆς συμβατικῆς ὑποχρεώσεως τοῦ ἑλληνικοῦ δημοσίου ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀλλά καί οὐσιαστικό, ὅταν γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό σκοπό τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαιδεύσεως καταβάλλονται φόροι ἀπό μέρους τῆς Ἐκκλησίας πρός τό Ἑλληνικό Δημόσιο.

Ἡ ὁποιαδήποτε λοιπόν συζήτηση ἤ ἀμφισβήτηση πρέπει νά ἀναζητήσει τίς ἀφετηριακές ἐκεῖνες γραμμές γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ κάθε μορφῆς διαλόγου ἐπί τῶν συγκεκριμένων ζητημάτων, γιατί ἡ φορολόγηση τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό τόν ἄνισο τρόπο πού περιέγραψα, ἔχει εἰδικό σκοπό, ἡ δέ μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαιδεύσεως δέν καλύπτεται ἀπό τή φορολόγηση ὅλων τῶν πολιτῶν γενικά, γι’ αὐτό καί ὁ ὁποιοσδήποτε διάλογος δέν μπορεῖ νά γίνει σέ μηδενική βάση, ἀλλά μόνο μέ ὅρους καί προϋποθέσεις αὐταπόδεικτες καί ἱστορικά ἐπιβεβαιωμένες.

Σᾶς εὐχαριστῶ



Βιβλιογραφία:

Ἱερωνύμου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος, Ἐκκλησιαστική περιουσία καί μισθοδοσία τοῦ κλήρου, Ἀθῆναι 2012.

Χρυσοστόμου (Γερασίμου Σ. Ζαφείρη), Μητροπολίτου Περιστερίου, Ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία τοῦ ἱεροῦ κλήρου, ἡ ἐκκλησιαστική ἐκπαίδευσις καί ἡ σημερινή Ἱεραρχία, Ἀθῆναι 2012.



Δείτε και:

ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ "ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ"

φωτογραφήματα 53

Τριόπετρα, Ακουμιανή Γιαλιά (Ρέθυμνο)
φωτό: ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ

Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Απολυτίκιο Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου (14 Ιουλίου)

Σοφίας χάριτι, Πάτερ κοσμούμενος, σάλπιξ θεόφθογγος, ὤφθης τοῦ Πνεύματος, καὶ ἀρετῶν ὑφηγητής, Νικόδημε θεηγόρε, πάσι γὰρ παρέθηκας, σωτηρίας διδάγματα, βίου καθαρότητας, διεκφαίνων τὴν ἔλλαμψιν, τῷ πλούτῳ τῶν ἐνθέων σου λόγων, δι ὧν ὡς φῶς τῷ κόσμῳ ἔλαμψας.

https://www.youtube.com/watch?v=zN0SIhzxIOw

Στέρεο Νόβα-3000 μέρες

https://www.youtube.com/watch?v=EnmuPwc0SRw


Τώρα ξέρω γιατί κάθε φορά που βρέχει
τα μάτια μου κλαίνε κι ο σκύλος γαβγίζει
σχηματίζονται μικρά ποτάμια στους δρόμους
η κατεύθυνση του ανθρώπου μια λευκή γραμμή αεροπλάνου
κι ύστερα η σιωπή τών δορυφόρων
η πορεία είναι σταθερή
ενώ ανάμεσα στην αθωότητα και τη διαφθορά
η λέξη αγάπη θυμίζει Γυμνάσιο
γι' αυτό της άρεσαν τα λουλούδια
γι' αυτό κι εγώ δε θέλω τίποτα, παρά μόνο να κοιτάζω εσένα
τη γη, τον ουρανό, τις πιο όμορφες λέξεις
όπως το μέτρημα απ' το μηδέν ως το άπειρο

Ακόμα πιο μακριά η ίδια ερώτηση απλώνεται
μέρα με τη μέρα
διανύεις τον ίδιο κύκλο μ' ένα αυτοκίνητο
ενώ κατά βάθος θες να σταματήσεις
μιλάς μόνος σου καθώς ένα βουνό απ' τον καθρέφτη ξεμακραίνει
και οι μόνοι που δε φαίνονται είμαστε εμείς
σε αντίθεση μ' αυτούς που κατάκτησαν το φεγγάρι
σαν κάποιος να προχωρά προς τα πίσω ψάχνοντας για σένα
οι ίδιες λέξεις με άλλο νόημα
η ίδια αγάπη σε λάθος άνθρωπο
όπως το μέτρημα απ' το μηδέν ως το άπειρο

Κοίταξε εκεί
το ίδιο πράγμα συνέβη στον ύπνο σου χίλιες φορές
απ' το ίδιο σημείο θα πετάς πάντα
απ' το ίδιο σημείο θ'αναρωτιέσαι την αρχή και το τέλος των πραγμάτων
την ίδια απόφαση θα παίρνεις
μόνο που οι άνθρωποι θ' αλλάζουν
όπως μια βόλτα στην πόλη
όπως τα φύλλα της χλόης
κι αυτά που πάντα σου άρεσαν θα συνεχίζουν να σου αρέσουν
το καλό και το κακό
το παιχνίδι του κύκλου
όπως το μέτρημα απ' το μηδέν ως το άπειρο

[πηγή στίχων]