ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Ιωάννης Ν. Λίλης, Η χρήση του βιβλικού χωρίου Ησαΐας 7, 14 – 16 στη διατύπωση του γνωμικού θελήματος

Η χρήση του βιβλικού χωρίου Ησαΐας 7, 14 – 16  
στη διατύπωση του γνωμικού θελήματος[1]

Ιωάννης Ν. Λίλης
Λέκτορας Α.Ε.Α.Η.Κ.

α. Το χωρίο Ησαΐας 7, 14 – 16 και η σημασία του
Το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρει στο χωρίο Ησαΐας 7, 14 – 16 : «Γι’ αυτό ο ίδιος ο Κύριος θα σας δώσει ένα σημείο : η παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει γιο, ο οποίος θα ονομαστεί ‘Εμμανουήλ’. Θα τρώει ανθόγαλο και μέλι ωσότου μάθει να απορρίπτει το κακό και να επιλέγει το αγαθό. Γιατί, πριν μάθει ακόμα τα παιδί να απορρίπτει το κακό και να επιλέγει το αγαθό, η χώρα των δύο βασιλιάδων που εσύ τρέμεις θα ερημωθεί».[2] Οι εβδομήκοντα μετέφρασαν το συγκεκριμένο χωρίο στα ελληνικά ως εξής : «διά τοῦτο δώσει Κύριος αὐτός ὑμῖν σημεῖον˙ ἰδοῦ ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει, και τέξεται υἱόν, και καλέσεις το ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ˙ βούτυρον και μέλι φάγεται˙ πρίν ἤ γνῶναι αὐτόν ἤ προελέσθαι πονηρά, ἐκλέξεται το ἀγαθόν˙ διότι πρίν ἤ γνῶναι το παιδίον ἀγαθόν ἤ κακόν, απειθεῖ πονηρία τοῦ ἐκλέξασθαι το ἀγαθόν, και καταλειφθήσεται ἡ γῆ, ἥν σύ φοβῇ, ἀπό προσώπου τῶν δύο βασιλέων»[3] δηλαδή : «Γι’ αυτό το λόγο θα προσφέρει ο Κύριος ο ίδιος σ’ εμάς απόδειξη˙ ιδού η παρθένος θα κυοφορήσει και θα γεννήσει υιό, και θα καλέσεις το όνομα του Εμμανουήλ. Βούτυρο και μέλι τρώει. Προτού αποκτήσει συνείδηση ή προτιμήσει τα κακά, θα επιλέξει το καλό. Διότι πριν γνωρίσει το παιδί το καλό ή το κακό, απειθεί από πονηρία να επιλέξει το καλό, και θα εγκαταλειφθεί η γη, την οποία εσύ φοβάσαι, από το πρόσωπο των δύο βασιλέων».
Το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο λέγει πως θα τρώγει βούτυρο και μέλι μέχρι να μάθει να απορρίπτει το κακό και να επιλέγει το καλό, αφήνοντας περιθώριο διαπράξεως και του κακού πριν μάθει το καλό, ενώ οι εβδομήκοντα δίνουν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο καθώς σημειώνουν πως δεν θα διαπράξει ποτέ το κακό : «προτού αποκτήσει συνείδηση ή προτιμήσει τα κακά θα επιλέξει το καλό». Μάλιστα το εβραϊκό κείμενο συνδέει την ύπαρξη δύο βασιλιάδων της εποχής εκείνης, οι οποίοι είναι οι Φεκάχ και Ρεσίν, με την απόκτηση της δυνατότητας επιλογής μεταξύ του καλού και του κακού, ενώ οι εβδομήκοντα ξεχωρίζουν την παρουσία των δύο βασιλιάδων από την ικανότητα του παιδιού να επιλέγει το καλό πριν καν γνωρίσει το κακό.


β. Η χρησιμοποίηση του συγκεκριμένου βιβλικού χωρίου
 πριν τη διατύπωση του γνωμικού θελήματος

Το συγκεκριμένο χωρίο θα χρησιμοποιηθεί από πολλούς συγγραφείς της πατερικής γραμματείας, κάθε φορά για διαφορετικό λόγο. Οι θεολόγοι κυρίως εμμένουν στη χρήση του καλού και του κακού, αλλά αρκετοί σχολιάζουν και τον όρο «Παρθένος» μαζί με το όνομα «Εμμανουήλ».[4] Μόνο δύο θα χρησιμοποιήσουν και τη φράση «βούτυρο και μέλι» : ο Νείλος Μοναχός[5] και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας.[6]
Συγκεκριμένα ο Μέγας Αθανάσιος σε πέντε έργα του αναφέρεται στο γεγονός ότι θα γεννήσει η Παρθένος και το όνομα του θα είναι Εμμανουήλ που σημαίνει μεθ’ ημών ο Θεός[7] και σε ένα έργο του τη χρήση του καλού και του κακού με το περιεχόμενο που δίνουν οι εβδομήκοντα : «όπως επιβεβαιώνει ο προφήτης όταν λέγει : ¨πριν να γνωρίσει το παιδί το αγαθό ή το κακό δεν υπακούει στην πονηρία για να επιλέξει το αγαθό¨».[8] Ο Γρηγόριος Νύσσης χρησιμοποιεί τη μετάφραση και το περιεχόμενο των εβδομήκοντα για το καλό και το κακό[9], αναφέρει όμως και τον υιό Εμμανουήλ[10]. Το καλό και το κακό με το περιεχόμενο των εβδομήκοντα θα χρησιμοποιήσει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος[11], αλλά και τον όρο «Παρθένος» όπως και τον «Εμμανουήλ»[12]. Επίσης ο Κύριλλος Αλεξανδρείας θα χρησιμοποιήσει το καλό και το κακό με το περιεχόμενο των εβδομήκοντα[13] αλλά και τους όρους «Παρθένος» και «Εμμανουήλ».[14] Μάλιστα είναι ο μόνος που χρησιμοποιεί σε κείμενο του, στην ίδια συνάφεια, και τους δύο στίχους του Ησαΐα 14 – 16 μαζί και όχι ξεχωριστά.[15] Την «Παρθένο» και τον «Εμμανουήλ» θα χρησιμοποιήσει και ο Ησύχιος Ιεροσολύμων. [16] Ο συγγραφέας όμως που θα χρησιμοποιήσει εκτενώς το συγκεκριμένο βιβλικό χωρίο για σοβαρότατο δογματικό ζήτημα είναι ο αγ. Μάξιμος Ομολογητής κατά τη διατύπωση του γνωμικού θελήματος.

γ. Η χρήση του χωρίου Ησ. 7, 14 – 16 στη διατύπωση του γνωμικού θελήματος
Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής, τον 7ο αιώνα μ. Χ., θα χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο χωρίο του Ησαΐα για τη διατύπωση του γνωμικού θελήματος, ένα θεολογικό ζήτημα που συζητήθηκε έντονα κατά την εποχή της αιρέσεως του μονοθελητισμού. Η συγκεριμένη αίρεση ενώ διδάσκε πως ο Χριστός είχε δύο φύσεις τη θεϊκή και την ανθρώπινη, υποστήριζε όμως πως είχε ένα θέλημα. Αν δεχτούμε το ένα θέλημα, δίδασκε ο Μάξιμος, θα πρέπει να το πούμε αναγκαστικά ή φυσικό ή γνωμικό.[17] Αν το πούμε φυσικό θα είναι είτε θείο, οπότε ο Χριστός είναι αποκλειστικά Θεός και δεν είναι και άνθρωπος, είτε το αντίθετο.[18] Αν το πούμε γνωμικό τότε ο Χριστός γίνεται απλός άνθρωπος, όπως εμείς, που σημαίνει πως αγνοεί και αμφιβάλλει «αγνοούντα τε και αμφιβάλλοντα» και έχει αυτά που είναι αντίθετα του.[19] Ο άνθρωπος έχει από τη φύση του την επιθυμία για το καλό δεν έχει όμως την πείρα του καλού. Για να αποκτήσει τη συγκεκριμένη πείρα χρειάζεται η συζήτηση και η σκέψη. Αντιθέτως ο Χριστός είχε εκ φύσεως την πείρα του καλού, χωρίς να χρειάζεται τη σκέψη και τη συζήτηση, γιατί εκτός από την ανθρώπινη φύση είχε και τη θεϊκή. Δεν αναζήτησε και δεν αποφάσισε το καλό, όπως γίνεται εμάς, αλλά στο ίδιο του το είναι είχε εκ φύσεως το αγαθό, γιατί δεν ήταν μόνο άνθρωπος αλλά και Θεός.[20] Για να δείξει αυτό το λεπτό σημείο ο Μάξιμος χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο βιβλικό χωρίο του Ησαΐα 7, 14 – 16 εξηγώντας ο ίδιος πως όπως λέγει και ο Ησαΐας «προτού γνωρίσει το παιδί (εννοώντας τον Εμμανουήλ του συγκεκριμένου βιβλικού στίχου) το καλό ή το κακό, αρνείται από πονηρία να εκλέξει το καλό. Το ¨προτού¨ δηλαδή δηλώνει πως δεν αναζήτησε και δεν αποφάσισε, όπως γίνεται με εμάς, αλλά με τρόπο θεϊκό, στο ίδιο του το είναι είχε εκ φύσεως το αγαθό».[21] Γι’ αυτό το λόγο, θα πει ο Μάξιμος, ο Χριστός δεν είχε γνωμικό θέλημα, δεν είχε γνώμη, καθώς δεν εξέφραζε το καλό μετά από γνώμη και σκέψη αλλά είχε εκ φύσεως την οικείωση προς το αγαθό και την αποξένωση προς το κακό (εξαιτίας της θεϊκής του φύσης), ενώ εμείς έχουμε γνώμη, η οποία δεν είναι λόγος της φύσης, αλλά ένας τρόπος χρησιμοποίησης, επειδή η φύση μεταβλήθηκε άπειρες φορές.[22]  
Στο έργο του Συζήτησις μετά Πύρρου σημειώνει : «εμείς δηλαδή απλώς έχουμε τη φυσική επιθυμία του φύσει καλού, την πείρα όμως του συγκεκριμένου καλού την αποχτούμε με τη συζήτηση και τη σκέψη. Και γι’ αυτό προσφυώς λέγεται γνώμη και σ’ εμάς, αφού είναι ένας τρόπος χρησιμοποίησης, όχι λόγος της φύσης, επειδή η φύση μεταβλήθηκε άπειρες φορές. Στο ανθρώπινο όμως στοιχείο του Κυρίου, που δεν έλαβε υπόσταση απλή σύμφωνα με εμάς, αλλά θεϊκή (γιατί ήταν Θεός αυτός που για χάρη μας φανερώθηκε σ’ εμάς με τη σάρκα), δεν μπορεί να λέγεται γνώμη. Γιατί το είναι σ’ αυτόν, δηλαδή το να λάβει υπόσταση θεϊκά, είχε φυσικώς και την οικείωση προς το καλό και την αποξένωση προς το κακό, όπως ο μέγας οφθαλμός της Εκκλησίας Βασίλειος διδάσκει στην ερμηνεία του μδ΄ ψαλμού, λέγοντας : ¨Σύμφωνα μ’ αυτό θα εννοήσεις κι αυτό που είπε γι’ αυτόν ο Ησαΐας ότι προτού γνωρίσει το παιδί ή προτιμήσει τα πονηρά, θα εκλέξει το καλό¨. Γιατί προτού γνωρίσει το παιδί το καλό ή το κακό, αρνείται από πονηρία να εκλέξει το καλό. Το ¨προτού¨ δηλαδή δηλώνει ότι δεν αναζήτησε και δεν αποφάσισε όπως γίνεται μ’ εμάς, αλλά με τρόπο θεϊκό, στο ίδιο του το είναι είχε εκ φύσεως το αγαθό».[23]
Στο διασωθέν σήμερα έργο του Μεγάλου Βασιλείου Εἰς τὸν μδ΄ ψαλμὸν δεν αναφέρεται πουθενά η προαναφερθείσα φράση του Μαξίμου: «Σύμφωνα μ’ αυτό θα εννοήσεις κι αυτό που είπε γι’ αυτόν ο Ησαΐας ότι προτού γνωρίσει το παιδί ή προτιμήσει τα πονηρά, θα εκλέξει το καλό».[24] Κατά τη γνώμη μας ή το κείμενο χάθηκε ή ο Μάξιμος την αναφέρει εκ παραδρομής, όμως αυτό δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία. Έχουν διασωθεί πάρα πολλά άλλα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας που δείχνουν τη χρησιμοποίηση του εν λόγω στίχου στη θεολογία. Ο άγιος Μάξιμος χρησιμοποιεί μία φράση της Παλαιάς Διαθήκης, το «πριν το παιδί γνωρίσει το καλό ή το κακό», η οποία είχε καταστεί ήδη τεχνικός όρος στη θεολογική διατύπωση καθώς χρησιμοποιήθηκε από πολλούς Πατέρες, για να διατυπώσει για πρώτη φορά το γνωμικό θέλημα. Μάλιστα εξηγεί λεπτομερώς το πριν του παλαιοδιαθηκικού κειμένου σημειώνοντας πως το «¨προτού¨ που γράφει το συγκεκριμένο βιβλίο του Ησαΐα «δηλώνει ότι δεν αναζήτησε και δεν αποφάσισε όπως γίνεται μ’ εμάς, αλλά με τρόπο θεϊκό, στο ίδιο του το είναι είχε εκ φύσεως το αγαθό».[25] Το πρόβλημα με εμάς τους ανθρώπους, τονίζει ο Μάξιμος, είναι ότι «δεν ενεργούμε όλοι εξίσου τα φυσικά. Γιατί αν όλοι εξίσου ενεργούσαμε τα φυσικά, πράγμα βέβαια για το οποίο έχουμε γίνει, θα δειχνόταν σε όλους, όπως η φύση, έτσι και η αρετή μία μη επιδεχόμενη το περισσότερο και το λιγότερο».[26] Στη ερώτηση του Πύρρου γιατί τότε αποκτούμε με κόπο και άσκηση τις αρετές εφόσον είναι φυσικές, ο Μάξιμος απαντά πως «η άσκηση και οι κόποι που τη συνοδεύουν επινοήθηκαν από τους φίλους της αρετής, μόνο για να διαχωριστεί η απάτη που εισχώρησε στην ψυχή μέσω των αισθήσεων, και όχι για να βάζουν μέσα μας απ’ έξω νεοφερμένες τις αρετές˙ γιατί βρίσκονται μέσα μας από τη δημιουργία μας. Γι’ αυτό και μόλις διακριθεί τελείως η απάτη, αμέσως η ψυχή δείχνει επάνω της τη λαμπρότητα της φυσικής αρετής. Γιατί, όποιος δεν είναι ανόητος, είναι φρόνιμος, κι όποιος δεν είναι δειλός είναι ή θρασύς, ή γενναίος˙ κι όποιος δεν είναι ακόλαστος, είναι σώφρων, κι όποιος δεν είναι άδικος είναι δίκαιος. Ο καταφύση δηλαδή λόγος είναι φρόνηση, η καταφύση κρίση είναι δικαιοσύνη, ο καταφύση θυμός είναι γενναιότητα, και η κατά φύση επιθυμία είναι σωφροσύνη. Άρα μόνο με την αφαίρεση των παραφύση συνήθως διακρίνονται τα καταφύση, όπως βέβαια και με την αφαίρεση της σκουριάς φαίνεται η φυσική στίλβη και λαμπρότητα του σιδήρου».[27]  Και τη λέξη «γνώμη» ψάχνει ο Μάξιμος να τη βρει σε διάφορα βιβλία της Αγίας Γραφής, καθώς δεν υπάρχει στο συγκεκριμένο χωρίο του Ησαΐα. Συζητώντας με τον Πύρρο του λέγει πως δεν πρέπει «να περάσει χωρίς να το επισημάνουμε εφόσον η λέξη ¨γνώμη¨ στην Αγία Γραφή και στους Πατέρες έχει πολλές σημασίες κι εξηγείται με πολλούς τρόπους, όπως φανερό σε όσους μελετούν προσεκτικά».[28] Μέσα στην Αγία Γραφή εντοπίζει τρεις εξηγήσεις του όρου «γνώμη» : α) ως παραίνεση και συμβουλή όπως τη χρησιμοποιεί ο Απόστολος Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του[29] β) ως σκέψη και σχέδιο όπως ο Δαβίδ στον 32ο Ψαλμό[30] και γ) ως απόφαση όπως ο Δανιήλ[31] (αναφέρει και τη γνώμη ως δοξασία ή πίστη ή φρόνημα όμως δεν αντλεί το συγκεκριμένο περιεχόμενο από την Αγία Γραφή αλλά από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο)[32]. Επίσης μας διευκρινίζει πως συνολικά μετά από εξονυχιστική, κατά δήλωση του, μελέτη σε 28 σημεία της Αγίας Γραφής και των προηγουμένων Πατέρων εντοπίζει τη λέξη «γνώμη». Δεν αναφέρει ξεχωριστά τα 28 σημεία, αλλά ουσιαστικά τα εστιάζει σ’ αυτές τις τρεις περιπτώσεις με την παρατήρηση πως κάθε φορά «το νόημα που δίνει ο ομιλών ρυθμίζεται ανάλογα με τα προηγούμενα ή τα επόμενα. Επειδή είναι και αδύνατο να περιοριστεί αυτή η λέξη σε μία και μοναδική σημασία».[33] 
                        
δ. Προφήτης Ησαΐας και Μάξιμος Ομολογητής
στον Ιωάννη Δαμασκηνό

Τον αγ. Μάξιμο θα αντιγράψει καταλέξη, έναν αιώνα αργότερα, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός στο έργο του Ἔκδοσις ἀκριβής της ὀρθοδόξου πίστεως χρησιμοποιώντας την συγκεκριμένη φράση του προφήτου Ησαΐα : «Ο Κύριος όμως επειδή δεν ήταν μόνο γυμνός άνθρωπος αλλά και Θεός και γνώριζε τα πάντα, δεν είχε ανάγκη από σκέψη και ζήτηση και βουλή και κρίση και φυσικώς είχε την οικείωση προς το καλό και την αποξένωση προς το κακό. Έτσι λοιπόν και ο Ησαΐας λέγει, ότι ¨ προτού αποκτήσει συνείδηση ή προτιμήσει τα κακά, θα επιλέξει το καλό. Διότι πριν γνωρίσει το παιδί το καλό ή το κακό, απειθεί από πονηρία να επιλέξει το καλό¨. Αυτό το ¨πριν¨ δηλώνει ότι κατά το ίδιο το είναι και τη γνώση όλων είχε από τη φύση το αγαθό, χωρίς όπως εμείς, να γυρεύει και να σκέφτεται, επειδή είναι Θεός και θεϊκά πήρε τη σάρκα στην υπόσταση του, δηλαδή είναι καθ’ υπόσταση ενωμένος με τη σάρκα˙ γιατί οι αρετές είναι φυσικές και επίσης φυσικώς ενυπάρχουν σε όλους, αν και δεν ενεργούν επίσης όλοι σύμφωνα με τη φύση τους».[34] Μία ακόμα φορά θα ξαναχρησιμοποιήσει ο Δαμασκηνός το συγκεκριμένο χωρίο του Ησαΐα με το ίδιο περιεχόμενο στο έργο του Περί τῶν ἐν τῷ Χριστῷ δύο θελημάτων. [35]
Έχει ενδιαφέρον να δούμε τα σημεία που αντιγράφει κατά λέξη ο Δαμασκηνός
Μάξιμος Ομολογητής : «Στο ανθρώπινο όμως στοιχείο του Κυρίου, που δεν έλαβε υπόσταση απλή σύμφωνα με εμάς, αλλά θεϊκή (γιατί ήταν Θεός αυτός που για χάρη μας φανερώθηκε σ’ εμάς με σάρκα), δεν μπορεί να λέγεται γνώμη».
Ιωάννης Δαμασκηνός : «Είναι αδύνατο να πούμε γνώμη και προαίρεση για τον Κύριο» και «Ο Κύριος όμως επειδή δεν ήταν μόνο γυμνός άνθρωπος αλλά και Θεός και γνώριζε τα πάντα, δεν είχε ανάγκη από σκέψη και ζήτηση και βουλή και κρίση»
Μάξιμος Ομολογητής : «Σύμφωνα με αυτό θα εννοήσεις και αυτό που είπε ο γι’ αυτόν ο Ησαΐας ότι, προτού γνωρίσει το παιδί ή προτιμήσει τα πονηρά, θα εκλέξει το καλό»
Ιωάννης Δαμασκηνός : «Έτσι λοιπόν και ο Ησαΐας λέγει, ότι ¨ προτού αποκτήσει συνείδηση ή προτιμήσει τα κακά, θα επιλέξει το καλό. Διότι πριν γνωρίσει το παιδί το καλό ή το κακό, απειθεί από πονηρία να επιλέξει το καλό¨».
Μάξιμος Ομολογητής : «Το ¨προτού¨ δηλαδή δηλώνει ότι δεν αναζήτησε και δεν αποφάσισε όπως γίνεται με εμάς, αλλά με τρόπο θεϊκό, στο ίδιο του το είναι είχε εκ φύσεως το αγαθό».
Ιωάννης Δαμασκηνός : «Αυτό το ¨πριν¨ δηλώνει ότι κατά το ίδιο το είναι και τη γνώση όλων είχε από τη φύση το αγαθό, χωρίς όπως εμείς, να γυρεύει και να σκέφτεται επειδή είναι Θεός και θεϊκά πήρε τη σάρκα στην υπόσταση του, δηλαδή είναι καθ’ υπόσταση ενωμένος με τη σάρκα˙ γιατί οι αρετές είναι φυσικές και επίσης φυσικώς ενυπάρχουν σε όλους, αν και δεν ενεργούν επίσης όλοι σύμφωνα με τη φύση τους».  
Όσον αφορά τη «γνώμη» ο Μάξιμος Ομολογητής αναφέρει τρία σημεία από την Αγία Γραφή για να δείξει τις τρεις διαφορετικές ερμηνείες του ορου «γνώμη» και μια τέταρτη από τον πρώτο λόγο Περί Υιού του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου ως «δοξασία» ή «πίστη» ή «φρόνημα».[36] Στο σημερινό διασωθέν κείμενο του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου δεν υπάρχει πουθενά αυτή η αναφορά.[37] Πρέπει να σημειώσουμε πως και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρει μόνο τις τρεις βιβλικές περιπτώσεις του Μαξίμου Ομολογητού χωρίς αναφέρει καθόλου τον Γρηγόριο το Θεολόγο.[38] Η πιο πιθανή εκδοχή είναι πως έψαξε εξονυχιστικά τα κείμενα του Αγ. Γρηγορίου, δεν βρήκε τη συγκεκριμένη αναφορά του Γρηγορίου του Θεολόγου και γι’ αυτό δεν την αναφέρει καθόλου. Δεν διευκρινίζει αν υπάρχει άλλος Πατέρας συγγραφέας της Εκκλησίας που χρησιμοποιεί τον όρο «γνώμη». Αναφέρει ακριβώς τις τρεις βιβλικές αναφορές αντιγράφοντας τον Μάξιμο, όμως η αποφυγή της αναφοράς στον Γρηγόριο δείχνει πως μετά από μελέτη χρησιμοποιούσε τους προηγούμενους Πατέρες χωρίς να προβαίνει σε άκριτη αντιγραφή. Βέβαια είναι εμφανές πως δεν έψαξε να βρει τις υπόλοιπες εικοσιπέντε περιπτώσεις του Μαξίμου.                       

ε. Προγενέστεροι θεολόγοι που επηρέασαν τον Μάξιμο Ομολογητή
στη χρήση του Ησαΐα

Ο συγγραφέας που προϊδέασε τον Μάξιμο για τη χρησιμοποίηση του Ησαΐα στη διατύπωση του γνωμικού θελήματος είναι κατά τη γνώμη μας ο Κύριλλος Αλεξανδρείας. Στο έργο του Ἑρμηνεία στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, Βιβλίο Δ΄ ο άγιος Κύριλλος χρησιμοποιεί ως στήριγμα το χωρίο του Ησαΐα 7,16 για να πει για πρώτη φορά πως ο Χριστός δεν διάλεγε το καλύτερο και απέφευγε το φαύλο από επιλογή, αλλά όπως η φωτιά δεν διαλέγει με επιλογή της αν θα είναι ζεστή ή ψυχρή αποφεύγοντας το ψυχρό, αλλά αυτή είναι η φύση της, έτσι και στην περίπτωση του Χριστού. Γιατί όλα τα αγαθά είναι φυσικά στον Θεό και δεν εισάγονται απ’ έξω.[39] Η άποψη αυτή θα αναλυθεί διεξοδικά αργότερα από τον Αγ. Μάξιμο τον Ομολογητή. Στο Ὑπόμνημα στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, στο Κατὰ Νεστορίου βλασφημιῶν, βιβλίον Γ΄ και στο Περὶ τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ο Κύριλλος θα χρησιμοποιήσει και πάλι το συγκεκριμένο βιβλικό χωρίο για να μας πει πως παρότι ένα νεογέννητο παιδί είναι αδύνατο να διακρίνει το καλό και το κακό και δεν καταλαβαίνει τίποτα, ενώ ο Χριστός γνώριζε τα πάντα από νήπιο,[40] όμως στο έργο Ὑπόμνημα στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο χρησιμοποιεί το βιβλικό χωρίο όχι τόσο για την επιλογή του καλού και του κακού, όσο για να δείξει τα δώρα που χάρισε στη ανθρώπινη φύση η ενανθρώπιση του Κυρίου,[41] στο Κατά των Νεστορίου βλασφημιών, βιβλίον Γ΄ για να δείξει ότι ήταν πάντοτε τέλειος στο αγαθό,[42] ενώ στο Περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ότι αποστρέφεται την κακία και σιχαίνεται κάθε πονηρία.[43]
Επίσης πρέπει να σημειώσουμε πως στο έργο του Ἑρμηνεία στὸν Ἠσαΐα, βιβλίο Γ΄, Λόγος Δ΄ ο άγιος Κύριλλος δεν αναφέρεται καθόλου στο επίμαχο χωρίο και η μόνη του αναφορά είναι στο 7, 14 δηλαδή στην «Παρθένο» και τον «Εμμανουήλ»,[44] όχι στο καλό και το κακό, και σε ένα άλλο χωρίο του προφήτη Ησαΐα, εντελώς όμως άσχετο με το θέμα που μας ενδιαφέρει, το χωρίο 11, 5 και 4 όπου αναφέρεται στη δικαιοσύνη του Κυρίου.[45] Στο κατεξοχήν έργο του όπου αναλύει διεξοδικά τον προφήτη Ησαΐα δεν αναφέρεται καθόλου σε ένα τόσο σημαντικό χωρίο, το οποίο μετά από δύο αιώνες θα γίνει η βάση για να αναλυθεί το «γνωμικό θέλημα».                    
Ο Μέγας Αθανάσιος χρησιμοποιεί τον εν λόγω παλαιοδιαθηκικό στίχο για να δείξει την αναμαρτησία του Κυρίου[46], ο Γρηγόριος Νύσσης την τέλεια διακριτική ικανότητα και πραγματική φρόνηση του Κυρίου[47], ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος για να υπογραμμίσει πως ο Χριστός ήταν όντως άνθρωπος και όχι φανταστικό πρόσωπο[48]. Η αναφορά του Νείλου του Μοναχού, που δεν γίνεται στο «καλό και το κακό» αλλά στο «βούτυρο και μέλι» όπως ήδη σημειώσαμε, γίνεται για να σημειωθεί πως η ενανθρώπιση έγινε πραγματικά.[49]       
           
στ. Ο τρόπος χρησιμοποίησης του βιβλικών χωρίων στη δογματική διατύπωση   
             
Οι δύο βασιλιάδες που αναφέρονται στο κείμενο του Ησαΐα είναι ο Φεκάχ του Ισραήλ που ήταν το βόρειο βασίλειο με τις δέκα φυλές του Ισραήλ και πρωτεύουσα τη Σαμάρεια (στην Παλαιά Διαθήκη το βόρειο βασίλειο πολλές φορές εκπροσωπείται από τη φυλή Εφραΐμ)[50] και ο Ρεσίν των Αραμαίων. Η εποχή είναι το 736 π.Χ. Ο βασιλιάς Άχαζ του Ιούδα που ήταν το νότιο βασίλειο με τις δύο φυλές του Ισραήλ και πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ, δεν συμμάχησε μαζί τους για να αντιμετωπίσουν τους Ασσυρίους, με αποτέλεσμα ο Φεκάχ και ο Ρεσίν να επιτεθούν εναντίον των Ιεροσολύμων.[51] Κατά το παλαιοδιαθηκικό κείμενο ο Κύριος έστειλε τον προφήτη Ησαΐα να πείσει τον Άχαζ να ζητήσει μήνυμα από τον Θεό. Ο Άχαζ αρνήθηκε και τότε ο Ησαΐας απάντησε πως και βέβαια πρέπει να ζητήσει μήνυμα, χωρίς να εξαντλεί την υπομονή του Θεού, και ο Κύριος θα δώσει ένα δυνατό σημείο : η Παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει γιο τον Εμμανουήλ, ο οποίος θα σώσει τον Ισραήλ, δηλαδή το νότιο βασίλειο. Στο σημείο αυτό αναφέρονται και οι δύο βασιλιάδες της εποχής εκείνης Φεκάχ και Ρεσίν. Ενώ το «πριν» αναφέρεται στον Εμμανουήλ του προφήτου Ησαΐα, ο Μάξιμος θα το χρησιμοποιήσει για τον Χριστό και τις δύο φύσεις του για να δείξει την ανυπαρξία της γνώμης στο πρόσωπο του Κυρίου.
Στο χωρίο του Ησαΐα που μελετούμε, παρατηρούμε πως α) όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποιούν τη μετάφραση των εβδομήκοντα και όχι το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο. Τα δύο κείμενα όμως δίνουν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο στη φράση, όπως δείξαμε στην αρχή της μελέτης μας. Το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο λέγει πως θα τρώγει βούτυρο και μέλι μέχρι να μάθει να απορρίπτει το κακό και να επιλέγει το καλό, αφήνοντας περιθώριο να εννοηθεί πως κάποια στιγμή μπορούσε να διαπράξει και το κακό, ενώ οι εβδομήκοντα υποστηρίζουν πως δεν θα διαπράξει ποτέ το κακό : «προτού αποκτήσει συνείδηση ή προτιμήσει τα κακά θα επιλέξει το καλό». Φυσικά οι Πατέρες χρησιμοποιούν την ερμηνεία των εβδομήκοντα καθώς ταιριάζει πολύ περισσότερο στην ενανθρώπιση, ενώ θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει πως μόνο το περιεχόμενο του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί καθώς αυτό είναι το αυτούσιο κείμενο, β) οι Πατέρες χρησιμοποιούν το χωρίο ο καθένας για διαφορετικό λόγο, αναλόγως με το ποιες προκλήσεις είχε να αντιμετωπίσει. Τίποτα δεν προμήνυε στους προηγούμενους θεολόγους συγγραφείς (με μία εξαίρεση, όπως αναφέραμε, τον Κύριλλο Αλεξανδρείας) πως οι δύο στίχοι του Ησαΐα θα χρησίμευαν κάποτε για τη διατύπωση του γνωμικού θελήματος γ) κάποιες φράσεις της Παλαιάς Διαθήκης, όπως η επίμαχη, είχαν καταστεί τεχνικοί όροι και ήταν αδιανόητο να μην χρησιμοποιηθούν στη δογματική διατύπωση, όταν μάλιστα ανήκαν στις σπουδαιότερες προσωπικότητες του εβραϊκού χώρου, όπως ο προφήτης Ησαΐας δ) η γέννηση του Εμμανουήλ από την Παρθένο κόρη δεν ξαναεμφανίζεται σε ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη και ε) η λέξη «Παρθένος» είναι όρος των Εβδομήκοντα. Έτσι μετέφρασαν την εβραϊκή λέξη «αλμά» που σημαίνει στην κυριολεξία «νεαρή κόρη».[52]     
 Ο τρόπος χρησιμοποίησης του επίμαχου βιβλικού χωρίου μας διευκολύνει να κατανοήσουμε πως χρησιμοποιήθηκε η Παλαιά Διαθήκη στη διατύπωση του χριστιανικού δόγματος. Οι θεολόγοι Πατέρες παραπέμπουν στα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης και όχι στο κείμενο της. Το ίδιο το κείμενο είναι πολλές φορές αδύνατο να μας πει την αλήθεια καθώς έχει ασάφειες, χάσματα, μας παραδόθηκε μισοτελειωμένο ή περιγράφει κάποιο γεγονός που δεν μπορεί να σχετιστεί με ένα από τα μετέπειτα επίμαχα δογματικά ζητήματα και βέβαια όλοι οι παλαιοδιαθηκικοί συγγραφείς δεν έχουν την ίδια συγγραφική ικανότητα. Και αν ακόμα δεν υπήρχε Παλαιά Διαθήκη πάλι θα ψάχναμε στα γεγονότα πριν την Ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου για να εντοπίσουμε τον άσαρκο Λόγο. Είναι όμως και αδύνατο να αποφευχθεί η χρήση της Παλαιάς Διαθήκης, εφόσον επιλέχθηκε ο εβραϊκός λαός για την έλευση του Μεσσία, καθώς ήταν το εθνικό κείμενο των Εβραίων και οι φράσεις του ήταν γνωστές σε όλους˙ τις διάβαζαν και τις άκουγαν κάθε Σάββατο στη Συναγωγή. Η απόπειρα των Πατέρων να μην αρνηθούν την Παλαιά Διαθήκη δείχνει τον σοφό τρόπο, με τον οποίο αντιμετώπιζαν τη διατύπωση του δόγματος. Το γεγονός ότι πολλά σημεία της Παλαιάς Διαθήκης παρουσιάζουν ασάφειες και σφάλματα δεν ενοχλεί καθόλου τους θεολόγους, γιατί οι θεόπτες και συγγραφείς θεολόγοι ενδιαφέρονται μόνο για τα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία κορυφώνονται στο ένα και μοναδικό γεγονός : την Ενανθρώπιση του Κυρίου. Όλα τα γεγονότα και οι φράσεις της Παλαιάς Διαθήκης υπάρχουν για να ντύσουν το γεγονός της ενανθρωπίσεως του Κυρίου. Ο «Εμμανουήλ» του εν λόγω βιβλικού χωρίου για τον Εβραίο δεν λέγει απολύτως τίποτα˙ είναι ένα πρόσωπο μέσα στα τόσα που πέρασαν από την ιστορία του εβραϊκού λαού. Ουσιαστικά είναι ένας απλός πρόγονος του. Για το μέλος της χριστιανικής εκκλησίας είναι ο άσαρκος Λόγος που θα ιδρύσει την Εκκλησία, το Α και το Ω, ο Ων.
Ο Charbel N. EL-Hani και η Claudia Sepulveda σε μελέτη τους για τη σχέση επιστήμης και θρησκείας αναφερόμενοι κυρίως στη θέση της Παλαιάς Διαθήκης στη σύγχρονη παιδεία υποστηρίζουν πως η θρησκευτική αγωγή αντιτίθεται στον ανοιχτό τρόπο σκέψης.[53]  Η θέση αυτή έχει βάση όσον αφορά την Παιδεία που πρόσφερε στο Μεσαίωνα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία οργανωμένη ως Παπικό κράτος. Έξάλλου μία πολύ πρόσφατη μελέτη πέντε ερευνητών με τον τίτλο «The Implications of the Cognitive sciences for the Relation Between Religion and Science Education : The Case of Evolutionary Theory» αποφαίνεται ρητώς πως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία προσπαθεί να προσαρμόσει τις σύγχρονες απόψεις για τη θεωρία της Εξελίξεως μέσα από το Ρωμαιοκαθολικό δόγμα.[54] Είναι εντελώς εσφαλμένη όσον αφορά τη χρήση της Παλαιάς Διαθήκης από τους Πατέρες της Εκκλησίας για τη διατύπωση του χριστιανικού δόγματος. Στους ανατολικούς Πατέρες χρησιμοποιήθηκε με μεγάλη ελευθερία και πρωτοτυπία. Τι σχέση έχει εξωτερικά ένα περιστατικό της Παλαιάς Διαθήκης αναφερόμενο σε δύο βασιλιάδες του Ισραήλ, τον 8ο αιώνα π.Χ., με το δογματικό ζήτημα του «γνωμικού θελήματος», τον 7ο αιώνα μ.Χ., στην τότε κραταιά βυζαντινή αυτοκρατορία. Όλα τα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης χρησιμοποιούνται από τους Πατέρες με έναν και μοναδικό γνώμονα : το πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και μία από τις κορυφαίες εκφράσεις αυτής της αλήθειας είναι αναμφισβήτητα η χρήση του χωρίου του προφήτου Ησαΐα 7, 14 – 16 στη διατύπωση του γνωμικού θελήματος.                                               


             



[1] Μελέτη που δημοσιεύθηκε στην Επιστημονική Επετηρίδα Τόμος Γ΄ της Πατριαρχικής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης, αφιερωμένη στον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ.κ. Ειρηναίο, Ηράκλειο Κρήτης 2014, σελ. 160 – 172.   
[2] Ησ. 7, 14 – 16. Το κείμενο προέρχεται από τη κριτική έκδοση του εβραϊκού κειμένου Biblia Hebraica Stuttgartensia Βλ. Β. Τσάκωνας, Μ. Κωνσταντίνου, Η Αγία Γραφή Παλαιά και Καινή Διαθήκη (μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα) εκδ. Ελληνική Βιβλική Εταιρία, Αθήνα 2003.       
[3] Π. Ι. Μπρατσιώτης, Η Αγία Γραφή (η Παλαιά και η Καινή Διάθηκη) Αδελφότης Θεολόγων η ¨Ζωή¨, Αθήναι 131994. Γ. Γ. Ψαλτάκης, Π. Ν. Τρεμπέλας, Η Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, τόμος ιστ΄ Ησαΐας, Αδελφότης Θεολόγων ¨ο Σωτήρ¨, Αθήναι 1998, σελ. 103 – 105.          
[4] Σχετικά με την ετυμολογία και την ιστορία του ονόματος «Εμμανουήλ» βλ. Απόστολου Ν. Μπουρνέλη, Ο μεγάλος άγνωστος, το κύριο όνομα μας, Πατερική – ερμηνευτική προσέγγιση Ηράκλειο Κρήτης 42011, σελ. 89.        
[5] Νείλου τοῦ Μοναχοῦ, Ἐπιστολαί, Βιβλίον Α΄, (Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών Πατέρων 11Γ Ε.Π.Ε. Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς Θεσσαλονίκη 1998), σελ. 397.    
[6] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Γλαφυρά στή Γένεση, Λόγος Ζ΄, PG 69, 380C˙ Κατά τῶν Νεστορίου Βλασφημιῶν, Βιβλίον Γ΄ PG 76, 156A.   
[7] Μ. Ἀθανασίου, Κατά Ἀρειανῶν Α΄ PG 26, 125A˙ Περί τῆς ἐνσάρκου ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ Λόγου, καί κατά Ἀρειανῶν PG 26, 1025A˙ Πρός Σεραπίωνα ἐπιστολή Α΄ PG 26, 552C˙ Πρός Ἐπίκτητον Κορίνθου PG 26, 1057BC˙ Πρός Ἀδέλφιον Ἐπίσκοπον PG 26, 1080B.   
[8] Μ. Ἀθανασίου, Κατά Ἀπολλιναρίου λόγος δεύτερος PG 26, 1141BC.
[9] Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τήν Ὑπαπαντήν τοῦ Κυρίου PG 46, 1152C – 1153A.   
[10] Γρηγορίου Νύσσης Εἰς τήν Γένησιν τοῦ Χριστοῦ PG 46, 1153D – 1156A.
[11] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρὸς Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας PG 48, 815.
[12] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία Ε΄, Ματθ. 1, 22 – 23 PG 57, 56 ˙ Ὁμιλία ΙΓ΄ PG 59, 87˙ Ὁμιλία στόν ΜΔ΄ Ψαλμό, PG 55, 195˙ Περί ἀκατηλήπτου PG 73, 657B˙ Πρός τούς Ἀνομοίους PG 48, 738.  
[13] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἑρμηνεία στό Κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, βιβλίο Δ΄ PG 73, 657B ˙ Κατά τῶν Νεστορίου Βλασφημιῶν, Βιβλίον Γ΄ PG 76, 156A˙ Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου PG 75, 1440B.  
[14] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Βίβλος  Θησαυρῶν, Λόγος Κ΄ PG 75, 337C˙ Ὑπόμνημα στό Κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο PG 72, 492BC˙ Βίβλος Θησαυρῶν, Λόγος ΛΒ΄, PG 75, 516A˙ Περί τῆς Ἁγ. καί Ζωοποιοῦ Τριάδος, Διάλογος Δ΄, PG 75, 912C˙ Περί τῆς Ἁγ. καί Ζωοποιοῦ Τριάδος, Διάλογος Ε΄ PG75, 940A˙ Περί τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Μονογενοῦς PG 75, 1201A˙ Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου PG 75, 1453C˙ Ἑρμηνεία στόν Ἠσαΐα, Βιβλίο Γ΄ Λόγος Δ΄, PG 70, 1036.        
[15] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὑπόμνημα στό Κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο PG 72, 492C.
[16] Ἠσυχίου Ἱεροσολύμων, Εἰς τήν Ἁγίαν Μαρίαν τήν Θεοτόκον PG 93, 1460A˙ PG 93, 1465A.  
[17] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Συζήτησις μετὰ Πύρρου PG 91, 312D.
[18] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Συζήτησις μετὰ Πύρρου PG 91, 312D – 313A.   
[19] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Συζήτησις μετὰ Πύρρου PG 91, 309A.  
[20] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Συζήτησις μετὰ Πύρρου PG 91, 308D – 309A.  
[21] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Συζήτησις μετὰ Πύρρου PG 91, 309A.  
[22] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Συζήτησις μετὰ Πύρρου, PG 91, 308D.    
[23] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Συζήτησις μετά Πύρρου, PG 91, 308D – 309A.
[24] Μεγάλου Βασιλείου, Ὁμιλία Ἡ΄, εἰς τὸν μδ΄ ψαλμὸν ¨Εἰς τὸ τέλος, ὑπέρ τῶν ἀλλοιωθησομένων, τοῖς υἱοῖς Κορὲ εἰς σύνεσιν, ὠδὴ ὑπὲρ τοῦ ἀγαπητοῦ¨, PG 29, 388 – 413.  
[25] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Συζήτησις μετά Πύρρου, PG 91, 309A.  
[26] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Συζήτησις μετά Πύρρου, PG 91, 309B.
[27] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Συζήτησις μετὰ Πύρρου, PG 91, 309B – 312A.
[28] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Συζήτησις μετὰ Πύρρου, PG 91, 312AB.
[29] Α΄ Κορ. 7,25 πρβλ. και Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Συζήτησις μετά Πύρρου, PG 91, 312B.
[30] Ψαλμ. 32,4˙ Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Συζήτησις μετὰ Πύρρου, PG 91, 312B.
[31] Δαν. 2, 15˙ Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Συζήτησις μετὰ Πύρρου, PG 91, 312B.  
[32] Στα διασωθέντα κείμενα του αγ. Γρηγορίου δεν υπάρχει τέτοια εκδοχή βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΚΘ΄ Θεολογικὸς Τρίτος Περὶ Υἱοῦ, PG 36, 73 – 104 καὶ Λόγος Λ΄ Θεολογικὸς Τέταρτος Περὶ Υἱοῦ, PG 36, 104 – 133.   
[33] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Συζήτησις μετὰ Πύρρου, PG 91, 312C.    
[34] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ακριβής της Ὀρθόδοξου Πίστεως Kotter (= B. Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos, II, BerlinNew York 1973), II 143.  
[35] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Περί τῶν ἐν τῷ Χριστῷ δύο θελημάτων PG 95, 164A : «πρίν ἤ γνῶναι καλόν καί πονηρόν [οὐ τοῦτο λέγει, ὅτι ὕστερον πότε ἐδέξατο] οὐ γάρ ἔγνω ἤ ἐλογίσατο πονηρόν, διά τήν καθ’ ὑπόστασιν ἕνωσιν οὐκ ἐπαμφοτερίζοντα, οὐδέ διστάζοντα εἶχε τόν λογισμόν˙ ἀλλ’ αὐτός ὧν ὁ εἰς Χριστός, τοῦτο κακεῖνο τουτέστι Θεός καί ἄνθρωπος, ἐκέχρητο τοῖς ἀνθρωπίνοις αὐτοῦ˙ τουτέστι πᾶσι τοῖς φυσικοῖς τῆς ἀθρωπότητος, πρός ὑπακοήν τοῦ πατρικοῦ καί θείου αὐτοῦ θελήματος».     
[36] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Συζήτησις μετὰ Πύρρου PG 91, 312BC.
[37] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΚΘ΄ Θεολογικὸς Τρίτος Περὶ Υἱοῦ PG 36, 73 – 104 καὶ Λόγος Λ΄ Θεολογικὸς Τέταρτος Περὶ Υἱοῦ PG 36, 104 – 133.
[38] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ακριβής τῆς Ὀρθόδοξου Πίστεως Kotter II, 144.
[39] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἑρμηνεία στὸ κατὰ Ἰωάνην Εὐαγγέλιο, βιβλίο Δ΄, PG 73, 657B.
[40] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὑπόμνημα στὸ Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, PG 72, 492BC.  
[41] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὑπόμνημα στὸ Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, PG 72, 492AB.   
[42] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Κατὰ τῶν Νεστορίου βλασφημιῶν, βιβλίον Γ΄ PG 76, 156A.   
[43] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περὶ τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, PG 75, 1440B.  
[44] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἑρμηνεία στὸν Ἠσαΐα, Βιβλίο Γ΄, Λόγος Δ΄, PG 70, 1036D.  
[45] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἑρμηνεία στὸν Ἠσαΐα, Βιβλίο Γ΄, Λόγος Δ΄, PG 70, 1037B.
[46] Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀπολλιναρίου λόγος δεύτερος PG 26, 1141BC.    
[47] Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὴν ὑπαπαντὴν τοῦ Κυρίου PG 46, 1152C – 1153A.   
[48] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρὸς Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας PG 48, 815.
[49] Νείλου Μοναχοῦ, Ἐπιστολαὶ βιβλίον Α΄, σελ. 397.
[50] Β. Τσάκωνα – Μ. Κωνσταντίνου, Η Αγία Γραφή Παλαιά και Καινή Διαθήκη (μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα) εκδ. Ελληνική Βιβλική Εταιρία, Αθήνα 2003, σελ. 1201.
[51] Β. Τσάκωνα Μ. Κωνσταντίνου, Η Αγία Γραφή Παλαιά και Καινή Διαθήκη (μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα) εκδ. Ελληνική Βιβλική Εταιρία, Αθήνα 2003, σελ. 1193. Παναγιώτου Ν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τὸν προφήτην Ἠσαΐαν, Αδελφότης Θεολόγων ¨ο Σωτήρ¨, Αθήναι 31990, σελ. 80 – 85.     
[52] Β. Τσάκωνα Μ. Κωνσταντίνου, Η Αγία Γραφή Παλαιά και Καινή Διαθήκη (μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα) εκδ. Ελληνική Βιβλική Εταιρία, Αθήνα 2003, σελ. 1201.
[53] Charbel N. El-Hani˙Claudia Sepulveda, «The relationship between science and religion in the education of protestant biology preservice teachers in a Brazilian university», Cult Stud of Sci Educ (2010) 5 : 103-125 DOI 10. 1007/s11422-009-9212-7
[54] Stefaan Blancke˙ Johan De Smedt˙ Helen De Cruz˙ Maarten Boudry˙ Johan Braeckman, «The Implications of the Cognitive sciences for the Relation Between Religion and Science Education : The Case of Evolutionary Theory», Sci & Educ DOI 10.1007/s11191-011-9402-z, (Ghent University, Belgium και University of Leuven, Belguium). 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου