|
Η Γέννηση του Χριστού (11ος αιώνας)
Μικρογραφία από τον περγαμηνό
κώδικα
«Ευαγγέλιον του Αυτοκράτορος
Φωκά»
Μονή Μεγίστης Λαύρας. Άγιον Όρος
|
Σκέψεις
με αφορμή ένα άκρως θεολογικό βιβλίο,
του οποίου
ο
συγγραφέας για τον γράφοντα, «ανασκαλεύει
το μύθο και την ιστορία», όπως λέει κι ο Σωτήρης Γουνελάς
Του
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Θεολόγου
Καθηγητή
Η ζώσα ορθόδοξη παράδοση, φως και μυσταγωγία,
στα πλαίσια της περισσής διάκρισης συνέβαλε στη θαυμαστή συνύφανση της
ελληνικής παιδείας και του χριστιανικού πνεύματος, αφομοιώνοντας γόνιμα τον αρχαιοελληνικό
πολιτισμό, αντιμετώπισε τον κόσμο στην ολότητά του. Σε αντίθεση με τις
δυτικότροπες θέσεις και απόψεις, θεώρησε τον πνευματικό και τον υλικό κόσμο,
την πορεία του ανθρώπου στην κτίση και την ιστορία, ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι
ολάκερης της Δημιουργίας. Το γεγονός αυτό, οφείλω να πω, ότι είναι η αισιόδοξη
και ελπιδοφόρα πλευρά της διδασκαλίας της Εκκλησίας, για τον κόσμο και την
ιστορία. Δεν θα μπορούσε να διατυπωθεί ευκρινέστερα και πληρέστερα η μαρτυρία
της Εκκλησίας, ιδιαίτερα σήμερα στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, για τη
μεταμόρφωση το κόσμου, η οποία κάθε μέρα συντελείτε μέσα στο ευχαριστιακό Σώμα του
Ζώντος Χριστού, την ίδια την Εκκλησία, καθώς λέγει ο π. Γ. Φλωρόφσκυ, ο μεγάλος
αυτός θεολόγος, που στα μέσα του 20ου αιώνα, εποχή που την Εκκλησία
ταλαιπωρούσε ο πιετισμός - ευσεβισμός, τόλμησε να ανοίξει το δρόμο προς το
ρεύμα που πήρε την επωνυμία «επιστροφή στις ρίζες των Ελλήνων Πατέρων της
Εκκλησίας». Τα λέγω αυτά, διότι συχνά ο προβαλλόμενος λόγος της Εκκλησίας,
ακόμη και σήμερα, εποχή που ενώ μια μικρή, αλλά νέα γενιά θεολόγων, κληρικών
και μοναχών, βιώνει μέχρι τις έσχατες συνέπειες την υπαρξιακή αγωνία του
μετανεωτερικού ανθρώπου, είναι γεγονός ότι (αυτός λόγος της Εκκλησίας), προκαλεί
σύγχυση και αμηχανία, σε πολλά μέλη της και περιφρονητική απόρριψη σ’ όσους
διατηρούν χαλαρές σχέσεις με την εκκλησιαστική κοινότητα, ή έχουν σαφώς
απομακρυνθεί. Τούτος ο λόγος συχνά έχει μετατοπισθεί σε πεδία που δεν ανήκουν
στο περιεχόμενο του χριστιανικού μηνύματος: η απλή δικανική ηθικολογία, η καταστροφική
κινδυνολογία, ο εγκλωβισμός σε αντιθεολογικά ιδεολογήματα, δημιουργεί πράγματι
αποπνικτική ατμόσφαιρα και κατευθείαν οδηγεί στο ερώτημα: μα ποια σχέση έχει
αυτός ο προβαλλόμενος λόγος με το μήνυμα του Ευαγγελίου;
Εμίλησα
παραπάνω για την πορεία του ανθρώπου στην κτίση και την ιστορία, πορεία
δραματική, μιας και ο άνθρωπος «ερριμμένος στον κόσμο σ’ ολάκερη τη δημιουργία
στέφεται βασιλιάς, δοκιμάζοντας συνεχώς το κοφτερό δώρο της ελευθερίας». Σ’ αυτή,
ωστόσο, την πορεία εκλεκτό προνόμιο του ανθρώπου είναι η συνάντησή του με το
Θεό. Εδώ, ο Θεός γίνεται τόπος χάρης, κάλλους και δημιουργικότητας, και εδώ
είναι που ο άνθρωπος χάρη στο θείο αυτό τόπο, μπορεί να γίνει Θεός κατά χάριν.
Φτάνει, βέβαια, να πραγματώνεται η προϋπόθεση, να συμπέσουν θείο και ανθρώπινο
γίγνεσθαι. Υπ’ αυτήν την έννοια, όταν ομιλούμε για Θεάνθρωπο Χριστό, για
Ενανθρώπιση του Θεού Λόγου, εννοούμε την ενυπόσταστη καθολική αλήθεια, το
κεντρικό μυστήριο όλης της Θείας Οικονομίας.
Εδώ είναι που το απαράμιλλο
κάλλος της βυζαντινής υμνογραφίας, μας δίνει έναν τόνο κυριολεκτικά
συναρπαστικό και ρωμαλέο. Και μιας ομιλούμε για υμνογραφία, είναι αδιανόητο να
μη σταθούμε στον «μέγιστον του κόσμου εκκλησιαστικόν ποιητήν», τον Ρωμανό
Μελωδό, όπως ορθά τον χαρακτήρισε ο μεγάλος βυζαντινολόγος K. Krumbacher. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί,
ότι η μεγαλόπνοη ποίηση του «ελληνοσύρου μάγου», «πλέκει τη μουσική ενός
ριζικού εξανθρωπισμού», σφραγίζοντας με τον τρόπο αυτό, ένα μεγάλο μέρος της
πνευματικής ζωής της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ολίγα στοιχεία για το βίο του, δηλαδή
ένα απλό βιογραφικό σχεδίασμα, θα μας βοηθήσουν νομίζω να ψηλαφίσουμε, «το φως
της λαμπάδας που άναψε αυτός ο νεαρός διάκονος της Βηρυτού», όταν «φτάνοντας
μια μέρα στη Βασιλεύουσα μ’ ένα
τυλιχτάρι κάτω από τη μασχάλη», κλείστηκε «σ’ ένα καμαράκι», για να γράψει
εκατοντάδες ποιήματα, ομολογώντας με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο την «πίστη και
αφοσίωση στην Εκκλησία του Χριστού», αλλά και την οικείωσή του, με μια παράδοση
αγκιστρωμένη στην ελληνική γλώσσα, όπως δόκιμα μας υπενθυμίζει ο Οδυσσέας
Ελύτης.
Σε μια ωραία εισαγωγή που έγραψε ο Κύπριος φιλόλογος και
ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης, στη μετάφραση τριών ύμνων του Ρωμανού (στη
Γέννηση, στην Ανάσταση και στην Ανάληψη του Χριστού), που κυκλοφόρησαν από τις
πάντα καλαίσθητες εκδόσεις Άγρα το 1997, γράφει: «το Συναξάριό του, που φτάνει
ως εμάς σε δέκα τουλάχιστον παραλλαγές, μας προσφέρει βασικές πληροφορίες για
τη ζωή του. Η πληρέστερη περιλαμβάνεται σε Πατμιακό κώδικα του 12ου αιώνα. Ο
συναξαριστής μας δίνει τα ουσιώδη στοιχεία της εσωτερικής ζωής του Ρωμανού.
Γεννήθηκε, λέει, στην Έμεσα (σημερινή Χομς) της Συρίας. Η γέννησή του
τοποθετείται στα τέλη του 5ου αιώνα, εποχή της μαχόμενης Ορθοδοξίας. Η
ειδωλολατρία ήταν ακόμα ισχυρή και η Συρία ένας χώρος δογματικά ταραγμένος. Η
στιβαρή, ελληνική μόρφωσή του δεν αποκλείει να υπήρξε τρόφιμος της ονομαστής
Σοφιστικής Σχολής της Βηρυτού. Η κλίση του ήταν, βέβαια, προς την Εκκλησία και
υπηρέτησε ως διάκονος στον κεντρικό ναό της Αναστάσεως στη Βηρυτό. Εκεί θα
πρέπει να σφυρηλατήθηκε, με άσκηση και πίστη, σε γνώση κι αρετή. Αργότερα
έφτασε στη Βασιλίδα των Πόλεων, την Κωνσταντινούπολη, προς ολοκλήρωση της
πορείας του. Τούτο έγινε στα χρόνια της βασιλείας του Αναστασίου Α' (491-518).
Ο Ρωμανός διέμεινε στη Μονή της Θεοτόκου εν τοις Κύρου. Εκεί λειτούργησε και
καλλώπισε το υπόλοιπο της ζωής του μεγεθύνοντας το ταλέντο του, και συνθέτοντας
μετά πάθους το πλήθος των ύμνων του. Εκεί ετελειώθη και ετάφη, εκεί τα
περισσότερα και τα γραμμένα με το χέρι του έργα εναποτέθηκαν».
Αναμφίβολα ο Ρωμανός ανήκει
στην κατηγορία των υμνογράφων που αποθέωσε η «κατά κόσμον εξουσία του
βυζαντινού Παλατίου, όπως επίσης και η Εκκλησία». Ο «Ταπεινός Ρωμανός», που
αναφέρουν οι ακροστιχίδες των ύμνων της νεότητάς του, καθιερώθηκε ως ένας από
τους εκλεκτούς της αυλής. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο χρησιμοποίησε συστηματικά τους
τίτλους της αυλής ή αν διαφύλαξε την ταπεινότητά του. Το βέβαιο είναι, πως η
πνευματική δημιουργία του στον τομέα της στιχοποιίας και του μελίσματος, υπήρξε
αριστοτεχνική και απαράμιλλη.
Μολονότι δεν έχουμε πλήρη
εποπτεία του χαμένου ή αθησαύριστου έργου του, εμπιστευόμαστε με ασφάλεια την
αποδοχή που ευτύχησε να έχει από τους συγχρόνους του. Πλείστοι έγκυροι
βυζαντινολόγοι, όπως ο J. B. Pitra, K. Krumbacher, o E. Mioni, o P. Maas, o J. Grosdidier de Matons, o Ν. Βέης, ο Ν. Τωμαδάκης, πραγματοποίησαν
κατά καιρούς κριτική έκδοση του έργου του.
Σύμφωνα με τον Κυριάκο
Χαραλαμπίδη, με ένα θαύμα υποδεικνύεται η ποιητική παρουσία του. Είναι το
φωτοστέφανο που στολίζει τη μορφή του στην εικονογραφία. Η πρώτη λοιπόν ποιητική
εμφάνιση του Ρωμανού, όπως μας τη διασώζει το Συναξάριό του, έγινε από του
άμβωνος. «Πέραν της ιστορικότητας του θαύματος», υποστηρίζει ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης
– «στη θεολογία το θαύμα καταργεί τον
ιστορικό χρόνο, τούτο οφείλουμε να μην το ξεχνούμε ποτέ, μιας και το θαύμα, ως
ζωντανό στοιχείο της αποκάλυψης του Θεού στον κόσμο, είναι μια θεία κίνηση σ’
ολάκερη την κτίση – βρισκόμαστε μπροστά στο φυσικό για την εποχή του γεγονός,
της κατάποσης από τον Ρωμανό καθ’ υπόδειξη της Θεοτόκου τόμου χάρτου. Η θεία
έμπνευση εισέρχεται στο σώμα του ποιητή και αυτός εκεί που τον είχε πάρει ο
ύπνος, πιθανόν μέσα στο ναό των Βλαχερνών, εγείρεται και ψάλλει τον εξαίσιο
ύμνο «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον
τίκτει», το γνωστό σ’ όλους μας προοίμιο του κοντακίου του «Εις την Χριστού Γέννησιν». Εκείνο που
βέβαια, εδώ, οφείλουμε να τονίσουμε, είναι ότι ο Ρωμανός γεννήθηκε ποιητής.
Πληρούμενος εν θαύματι λαλεί, του δόθηκε δηλαδή η χάρη και η δωρεά άνωθεν, να
καταγράψει τη βιωμένη μέσα από τον κόσμο των αγίων ζωή της Εκκλησίας».
Τα θέματα των υμνογραφικών
κειμένων του καλύπτουν όλες τις πτυχές της ζωής της Εκκλησίας. Από τη Γέννηση
του Χριστού μέχρι τη Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψή του. Κοντά σ’ αυτά
βέβαια και πλήθος από θεομητορικές σκηνές, αλλά και θεματολογία αντλημένη εξ
ολοκλήρου από την Αγία Γραφή, τα Απόκρυφα Ευαγγέλια, τα Συναξάρια αγίων και τα
πατερικά κείμενα.
Το κοντάκιό του «Εις την Αγίαν Γέννησιν του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού», αποτελείται από ένα προοίμιο ή κουκούλιο και 19 οίκους, τις
γνωστές σ’ όλου μας στην ποίηση στροφές, το εφύμνιο, τη στερεότυπη μονολεκτική
ή διλεκτική φράση, το γνωστό στη υμνογραφική γλώσσα ανακλώμενον ή επώδιον και
την ακροστιχίδα με το τίτλο «Του ταπεινού
Ρωμανού». Ιδιόμελον ψάλλεται σε ήχο πλάγιο β΄. Η θεολογική και φιλολογική
έρευνα διασώζει την πληροφορία ότι δύο από τα κοντάκια του Ρωμανού, με
θεματολογία τη Γέννηση του Χριστού, ψαλλόταν ολόκληρα μέχρι τον 12ο
αιώνα, από τους χορούς της Αγίας Σοφίας και των Αγίων Αποστόλων στην
Κωνσταντινούπολη, κατά τα Χριστούγεννα στα ανάκτορα. Μπορεί κανείς εδώ να
φανταστεί, πως ο γλωσσικός θησαυρός, η ευφάνταστη εικονοπλασία, η περίτεχνη
δραματικότητα και οι ρυθμικές αποκλίσεις του εν λόγω κοντακίου, συνεργούσαν στο
ταίριασμα της λειτουργικής ζωής με την εν τω κόσμω ζωή.
Σ’ αυτό το κοντάκιο, περιέχονται
πρόσωπα της Θείας Οικονομίας, από την αρχή της Δημιουργίας μέχρι το γεγονός της
Ενανθρώπισης: ο Αδάμ και η Εύα, ο αρχέκακος όφις, η Παναγία Θεοτόκος. Η σχέση με τα παραπάνω πρόσωπα δεν θα
μπορούσε να εύρη καλύτερο πλαίσιο από τη ρήση του π. Γ. Φλωρόφσκυ: «η
χριστιανική σκέψη κινείται πάντοτε στο χώρο των προσώπων και όχι των αφηρημένων
ιδεών». Κάθε οίκος του κοντακίου προσδίδει μιαν ιερότητα και ανακαλεί επί
σκηνής το μυστηριακό τρόπο της Γέννησης, η οποία υπό μορφήν προσώπων παρίστανται
και διαλέγονται μεταξύ τους. Καταγράφω δύο οίκους, τον γ΄ και τον δ΄ σε
μετάφραση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, υιοθετώντας απόλυτα την άποψη του
μεταφραστή «ότι δεν πρέπει να λησμονούμε, πως μεταφράζουμε κείμενο λειτουργικό
(εκκλησιαστικό), συγκεκριμένης μάλιστα εποχής, και ότι δεν “μπορούμε ούτε να
καταλάβουμε ούτε να εξηγήσουμε την εκκλησιαστική τέχνη έξω από την Εκκλησία και
από τη ζωή της”, όπως έλεγε ο Λεωνίδας Ουσπένσκυ, βαθύς
γνώστης της εικονογραφίας».
Οίκος γ΄
«Καθώς η Θεοτόκος το βλαστάρι
της
υμνολογούσε και κανάκευε το
βρέφος
που μόνη έφερε στον κόσμο, την
αγροίκησε
η Εύα που μ’ οδύνες γέννησε τα
τέκνα της
και κράζει στον Αδάμ
καταχαρούμενη:
“ποια στα καλά μου αυτιά φωνή
γυναίκας ήχησε
τώρα από κείνη, που της είχα
την ελπίδα μου,
παρθένο που γεννάει της κατάρας
τη λύτρωση
κι άρκεσεν η φωνή της να μου
λύσει
τα φοβερά δεινά κι ο γόνος της
πληγώνει
εκείνον που με πλήγωσε, αυτήν
που έχει ο Ησαΐας
προαναγγείλει,
η
ράβδος του Ιεσσαί, που βλάστησε για μένα
κλαδί, που άμα το φάγω δεν
πεθαίνω,
η κεχαριτωμένη”».
Οίκος
δ΄
«Άκου της
χελιδόνας τ’ ορθρινό για με γλυκοκελάδημα,
τον ισοθάνατον
ύπνο σου άφησε, Αδάμ, κι εγείρου
άκουσ’ εμέ το
ταίρι σου. Εγώ που παλαιά
πτώση προξένησα
στο γένος των ανθρώπων τώρα τ’ ανορθώ.
Αυτά που γίνονται
από θάμα κατανόησε
δες τη γυναίκα
που δεν γνώρισε άντρα
πως σε θεράπευσε
απ’ το τραύμα με τη γέννα της
κάποτε με
κατάφεραν ο όφις και παινιόταν,
μα τώρα βλέποντας
αυτούς που ‘ναι από μας, φεύγει
συρτά.
Ενάντιά μου
σήκωσε κεφάλι, τώρα ταπεινά
καλοκρατεί, δεν
περιπαίζει, τρέμει αυτόν που γέννησε
η κεχαριτωμένη».