ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

ΧΑΡΜΟΛΥΠΗ ΘΕΟΕΙΔΗΣ: Προλεγόμενα στον Μέγα Κανόνα του Αγίου Ανδρέου Κρήτης


Ανδρέα Πατέρων κλέος,
ευχαίς σου μή επιλάθη καθικετεύων,
παρεστώς Τριάδα τήν υπέρθεον,
όπως λυτρωθώμεν τής κολάσεως,
οι πόθω προστάτην σε θείον,
επικαλούντες, τό Κρήτης εγκαλλώπισμα.

Α’

Εισαγωγικά*

Η συγγραφή του Μ. Κανόνος τοποθετείται πιθανότατα περί το 717, λόγω εσωτερικών μαρτυριών, που αναφέρονται στην απόκρουση κάποιας βαρβαρικής επιδρομής («σκυλεύει πολεμίους» , «νικώσα»), ίσως αραβικής[1]. Ο Μ. Κανών αποτελείται από 9 ωδές και 11 ειρμούς. Το σύνολο των τροπαρίων του ανέρχεται σε 250 και περίπου αντιστοιχεί «προς το σύνολο των στίχων των εννέα βιβλικών ωδών»[2].
Η χαρμολύπη διαπνέει ολόκληρο το έργο. Το δίσημο, αλλά επ’ ουδενί οξύμωρο, αυτό σχήμα έχει ως τέλος του την «μακαριστήν έξιν και θεοειδή λήξιν» για να μιλήσουμε με αρεοπαγιτική ορολογία[3]. Ο ποιητής εκφράζει τη λύπη του για την πεπτωκυία ανθρώπινη φύση:

Απώλεσα το πρωτόκτιστον κάλλος και την ευπρέπειαν μου
Και άρτι κείμαι γυμνός και καταισχύνομαι (Β,11)

Η ατμόσφαιρα χαράς και γαλήνης συνδέεται με την ελπίδα σωτηρίας που τρέφει ο ποιητής και προϋποθέτει την δια της πραγματικής μετανοίας υπέρβαση της αμαρτίας και της «λύσσας των παθών».
Ο άγιος Ανδρέας στηλιτεύοντας την υποκρισία, που σωστά έχει χαρακτηρισθεί ως η «αυτοπροστασία της αμαρτίας» [4],οδηγείται βαθμηδόν στην υπέρβαση της αμαρτίας και στη διαμόρφωση μιας σωτηριολογικής δυναμικής. Προϋπόθεση της σωτηρίας  είναι η ειλικρινής μετάνοια αφού βέβαια έχει προηγηθεί η συνειδητοποίηση της αμαρτίας:

Πόθεν άρξομαι θρηνείν τας του αθλίου μου βίου πράξεις;
Ποίαν απαρχήν επιθήσω Χριστέ τη νυν θρηνωδία; (Α,1)
***
Ημάρτηκα υπέρ πάντας ανθρώπους μόνος ημάρτηκα σοι
Αλλ’ οίκτειρον ως Θεός, Σωτήρ,το ποίημα σου (Β,3)

Την ιδιαίτερη σημασία του Μ. Κανόνος επιγραμματικά διατυπώνει ο συναξαριστής:

Προτρέπεται γούν δια τούτου πάσαν ψυχήν ,
όσα μεν αγαθά της ιστορίας ζηλούν και μιμείσθαι,
όσα δε φαύλων αποφεύγειν και αεί προς Θεόν ανατρέχειν δια μετανοίας,
δια δακρύων και εξομολογήσεως και της άλλης δηλονότι ευαριστήσεως.
Δικαίως ο άγιος Ανδρέας Κρήτης έχει χαρακτηριστεί  «εν λόγοις λαμπρότερος και πανηγυρικώτερος εν δε τοις άσμασι ο πάντων μουσικώτερος»[5] .

Β’

Βιογραφικά

 Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης γεννήθηκε στη Δαμασκό περί το 660. Σε ηλικία 15 ετών μεταβαίνει στα Ιεροσόλυμα και αφιερώνεται στο ναό της Αναστάσεως. Εκεί μετά την ενηλικίωση του εκάρη μοναχός και απέκτησε υψηλή θεολογική και θύραθεν μόρφωση. Πλησίον του πατριάρχου Θεοδώρου αναλαμβάνει καθήκοντα νοταρίου (οιονεί γραμματέως). Με την ιδιότητα του αυτή μεταβαίνει το 685 στην Κωνσταντινούπολη, όπου μεταφέρει εκ μέρους της εκκλησίας των Ιεροσολύμων έγγραφη ομολογία πίστεως, που είναι σύμφωνη με τα περί δυο θελήσεων και ενεργειών αποφασισθέντα υπό της Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου (681). Για λόγους άγνωστους σε μας ο άγιος παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη και υπηρέτησε την εκκλησία επί εικοσαετία. Κατά μια άποψη ο άγιος χειροτονήθηκε διάκονος από τον πατριάρχη Κων/πόλεως  Γεώργιο σε ηλικία 25 ετών[6] . Ο αρχιμανδρίτης Σ. Κούτσας (νύν μητρ.Νέας Σμύρνης) υποθέτει ότι αρχικά ο άγιος εγκαταβίωσε στη μονή της Θεοτόκου των Βλαχερνών και στη συνέχεια ως διάκονος ανέλαβε τη φροντίδα δυο ιδρυμάτων, του «ευαγούς ορφανοτροφείου» και του «Ευγενείου»[7].
 Το 711 ο άγιος Ανδρέας εξελέγη αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Από τη θέση αυτή έδειξε όπως παρατηρεί ο βιογράφος του «το τε μεγαλοφυές αυτού της ψυχής και το της αρετής απαράμιλλον και την τελειωτάτην έξιν της ποιμαντικής επιστήμης»[8].Το 713 προσχωρεί στο μονοθελητισμό υπό την πίεση του αυτοκράτορα Φιλλιπικού (Βαρδάνη), απ’ όπου όμως σύντομα αποστασιοποιείται. Σχετικά ο Π. Χρήστου επισημαίνει ότι στον Μ. Κανόνα «ουδέν μονοθελητικόν ίχνος αναφαίνεται, αλλ’ ούτε και πολεμική κατ’ αυτού υπάρχει»[9].Ο άγιος Ανδρέας «χρείας καλεσάσης» μετέβη στην Κων/πολη. Ο ακριβής λόγος του ταξιδιού του δεν είναι γνωστός. Γίνεται λόγος για ποιμαντικό ταξίδι[10] ή για ταξίδι σχετιζόμενο με την εικοναμαχική έριδα[11]. Ο Ν. Τωμαδάκης[12] μάλιστα μεταφέρει την υπόθεση του Ι. Παπαδόπουλου περί δίωξης του αγίου από τον Λέοντα τον Γ’ τον Ίσαυρο. Ακολούθησε η εξορία του στη νήσο Λέσβο, όπου και πέθανε στις 4 Ιουλίου 740, στην πόλη της Ερεσού. Η καθιέρωση του ως αγίου θα πρέπει να έγινε πολύ νωρίς λαμβανομένου υπόψιν του γεγονότος ότι τον κανόνα της ακολουθίας του τον συνέγραψε ο Θεοφάνης ο Γραπτός (περί το  845).

Γ’

Ανθρωπολογικές  Προεκτάσεις


Τον πηλόν ο κεραμεύς ζωοπλαστήσας
έθηκας μοι σάρκα και οστά και πνοήν και ζωήν
αλλ’ ω ποιητά μου, λυτρωτά μου και κριτά,
 μετανοούντα δέξαι με (Α,10)

Τα συστατικά στοιχεία του ανθρώπου κατά τον ποιητή συνδέουν οργανικά το ανθρώπινο πρόσωπο με το αισθητό και το νοητό της κτίσεως και καθιστούν τον άνθρωπο ανακεφαλαιωτή του σύμπαντος. Ο πλασθείς «κατ’ εικόνα» Θεού άνθρωπος οδηγείται στην πτώση, στην αμαύρωση της εικονικής του οντολογίας[13]:

Απώλεσα το πρωτόκτιστον κάλλος και την ευπρέπειαν μου
Και άρτι κείμαι γυμνός και καταισχύνομαι (Β,11)

***
Κατέχρωσα της πρίν εικόνος το κάλλος
Σώτερ τοις πάθεσι (Β,21)

Ο ποιητής εξηγεί με μοναδικό τρόπο τα βαθύτερα αίτια της πτώσεως:

Αυτείδωλον εγενόμην τοις πάθεσι
την ψυχήν μου βλάπτων  Οικτίρμον
αλλ’ εν μετανοία με παρέλαβε και εν επιγνώσει ανακαλέσαι
μη γένωμαι κτήμα, μη βρώμα του αλλοτρίου
Σωτήρ αυτός με οίκτηρον (Δ,26)

Ο άνθρωπος από υπερβάλλοντα  εγωισμό προσπαθεί να γίνει ισόθεος με τις δικές του δυνάμεις, να γίνει Θεός στη θέση του Θεού! Έτσι αγνοώντας το πεπερασμένο της φύσεως του και τη θνητότητα του καθίσταται «αυτείδωλον» και οδηγείται στη σχάση της κοινωνίας του με το Θεό. Η υπέρτατη αυτή οίηση και «ύβρις» οφείλεται στην έλλειψη «μέτρου αρίστου»  και εν τέλει στο, κατά Κ. Ζουράρι, «άμετρον»[14]. Κοντολογίς το άμετρον, που εκπορεύεται από το φίλαυτον- μια ιδιότυπη «ηδονή», που και αυτή έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ματαιοδοξία- οδηγεί στην αμαρτία και στην παγίωση του πνευματικού θανάτου. Ωστόσο ο άγιος Ανδρέας φαίνεται να  έχει επίγνωση περί  της αμαρτίας:
  
Τον πρωτόπλαστον Αδάμ τη παραβάσει προζηλώσας
έγνων εμαυτόν γυμνωθέντα Θεού και της αϊδίου βασιλείας
και τρυφής δια τας αμαρτίας μου (Α,3)

Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της εκ μέρους του μεταπτωτικού ανθρώπου συνειδητοποίησης της αμαρτίας είναι η μετάνοια, η οιονεί «αλλαγή του νου» και η υπέρβαση των φίλαυτων παθών. Μετάνοια είναι η διττή επιστροφή: η επιστροφή του απίστου στον πιστό και μεγαλόθυμο και η υιοθέτηση μιας στάσης ζωής, που ως πρότυπο έχει την αγιότητα[15]. Έτσι ο άνθρωπος φτάνει στην υπέρβαση της αμαρτίας, που δικαίως ο ποιητής τη χαρακτηρίζει αλογία:

Απόσχου τάλαινα ψυχή της πριν αλογίας (Α,2)

Η αλογία όμως αφορά τους πάντες και πρωτίστως τον ίδιο τον γεμάτο ταπεινότητα υμνογράφο, που οδηγείται στην υπέρβαση της δια αυτής ταύτης της  παραδοχής της!

Ου γέγονεν εν τω βίω αμάρτημα, ουδέ πράξις,ουδέ κακία
Ήν εγώ, Σωτήρ,ουκ επλημμέλησα κατά νούν και λόγον και προαίρεσιν,
Και θέσει και γνώμει και πράξει εξαμαρτήσας, ως άλλος ουδείς πώποτε (Δ,4).

Όπως παρατηρεί γνωστός καθηγητής, η κατ’ απόλυτον βαθμόν συναίσθηση της αμαρτωλότητας  αποτελεί το συγκλονιστικότερο χαρακτηριστικό της ζωής ενός αυθεντικού αγίου ανθρώπου[16].Ο υμνογράφος αναφέρεται διεξοδικά στην πολυείδεια και στην πολυπρισματικότητα των αμαρτημάτων:

Τα εκούσια Σωτήρ και τα ακούσια πταίσματα μου και τα φανερά και κρυπτά και γνωστά και άγνωστα πάντα συγχωρήσας ως Θεός, ιλάσθητι και σώσον με (Α,19)

Παραλλήλως δεν παραλείπει να επισημάνει τις οδυνηρές συνέπειες της αμαρτίας:

Ο νους τετραυμάτισται, το σώμα μεμαλάκισται, νοσεί το πνεύμα,
ο λόγος ησθένησεν, ο βίος νενέκρωται, το τέλος επι θύραις,
διό τάλαινα ψυχή, τι ποιήσεις, όταν έλθη ο Κριτής ανερευνήσαι τα σα; (Θ,1)

 

Δ’

Σωτηριολογικές  Προεκτάσεις

Το αίτημα για σωτηρία του πεπτωκότος αμαρτωλού ανθρώπου διαπνέει ολόκληρο το έργο. Αίτημα με την έννοια φυσικά της έκκλησης προς τη θεία αγάπη και δικαιοσύνη και όχι με την έννοια της απαίτησης. (Η  διευκρίνιση αυτή, όσο κι αν φαίνεται δεδομένη ,είναι απαραίτητη ειδικά στους χαλεπούς καιρούς μας, που ο άνθρωπος θυμάται το Θεό μόνο όταν τον έχει ανάγκη και φιλαύτως δρών κρίνει κατά το δοκούν τη θεία δικαιοσύνη. Το κτίσμα δεν σέβεται το Δημιουργό, το κτιστόν πάει να υπερκεράσει -έτσι τουλάχιστον ανοήτως νομίζει- το άκτιστον και άρρητον. Ουσιαστικά μιλάμε για «δεύτερο προπατορικό αμάρτημα»! Όπως οι πρωτόπλαστοι δεν έκαναν ορθή χρήση της ελευθερίας τους, έτσι και ο σύγχρονος άνθρωπος, που βιώνει τον κυκεώνα της παγκοσμιοποίησης νομίζει ότι όλα είναι «αγορά». Δεν τον ενδιαφέρει ο άνθρωπος, προσπαθεί να απαξιώσει τις αξίες, προβάλλει το ήσσον ως κάλλιστον και κατακεραυνώνει το ανθρώπινο πρόσωπο ανάγοντας τα πάντα στη λογική της αγοράς. Για το Θεό φυσικά ούτε λόγος!).
Η σωτηριολογία του έργου βασίζεται στη συνεργασία της θείας χάριτος και του ανθρώπινου παράγοντος. Ο άνθρωπος κατά την αξεπέραστη διατύπωση του αειμνήστου Π. Τρεμπέλα παρά τις αδυναμίες του δεν είναι «εντελώς παθητική ύπαρξις στερουμένη και της ελαχίστης ενεργητικότητος κατά τη στιγμήν των πρώτων κρούσεων της χάριτος» για σωτηρία[17].
Η ελπίδα σωτηρίας προοδευτικά μεταστοιχειώνεται σε βεβαιότητα:
Σύ ει ο γλυκύς Ιησούς, συ ει ο πλαστουργός μου, εν σοι Σωτήρ δικαιωθήσομαι (Γ,7).
Ο αμαρτωλός καλείται να πραγματώσει μια διαδρομή (αναδρομή την αποκαλεί ο Π. Νέλλας[18]) με στόχο την επιστροφή στα χαρίσματα του «κατ’ εικόνα».Έτσι θα ξεπεραστεί η οιονεί «έχθρα» μεταξύ Θεού και ανθρώπου και θα πραγματωθεί η σωτηρία, δοθέντος ότι η τελευταία προϋποθέτει την κοινωνία (και όχι τη σχάση, που επεκράτησε μεταπτωτικά) μεταξύ Θεού και ανθρώπου.
Η διαδρομή αυτή ξεκινά με την εξαγόρευση των αμαρτιών:

Εξαγγέλω σοι Σωτήρ,τας αμαρτίας, άς εργασάμην και τας της ψυχής και του σώματος μου πληγάς, άς μοι ένδον μιαιφόνοι λογισμοί ληστρικώς εναπέθηκαν (Α,11).

Έπονται οι πράξεις που θα οδηγήσουν τον άνθρωπο στην πνευματική του αναγέννηση και στην εν συνεχεία πραγμάτωση της υπαρξιακής του προοπτικής, που συνίσταται στο καθ’ ομοίωσιν.
Μια τέτοιου τύπου πραξιακή δυναμική προϋποθέτει τη χαλιναγώγηση της «λύσσας των παθών», την κατανίκηση των απατηλών λογισμών και θυσιαστική διάθεση:
Άνευ πόνων, ου πράξις, ου θεωρία, ψυχή κατορθωθήσεται (Δ,8).
Κορωνίδα αυτής της διαδρομής είναι η θεωρία, η θέα του Θεού:

Γρηγόρησον, ω ψυχή μου, αρίστευσον ως ο μέγας εν Πατριάρχαις,
ίνα κτίση πράξιν μετά γνώσεως, ίνα χρηματίσης νους ορών τον Θεόν,
και φθάσης τον άδυτον γνόφον[19] εν θεωρία  (Δ,9).

Η θεωρία συνδέεται οργανικά με την κατάσταση της απαθείας, που στην ορθόδοξη θεώρηση της δεν θεωρείται ως απλή νέκρωση των ψυχικών παθών, όπως τη θεωρούσαν οι στωικοί, αλλά ως το ακίνητον της ψυχής προς την κακία. Είναι μ’ άλλους λόγους η «καλή αλλοίωσις», η παλαμική «από των χειρόνων επι τα κρείττω μετάθεσις»[20].
Κοντολογίς ο Μέγας Κανών τοποθετεί τον άνθρωπο στα ορθά σωτηριολογικά πλαίσια. Τα κριτήρια της σωτηρίας δεν είναι νομικιστικά, κανονιστικά ή πιετιστικά, αλλά αυθεντικώς χριστοκεντρικά και αγαπητικά.

Υποσημειώσεις

* Θερμές ευχαριστίες από καρδίας οφείλουμε στον Παναγιώτη Ζερβάκο για την βιβλιογραφική του βοήθεια.
1.Βλ. Π. Χρήστου, Θεολογικά Μελετήματα, 4, Υμνογραφικά, ΠΙΠΜ, Θεσσαλονίκη 1981, σελ.234.
2. ο.π. ,σελ. 239.
3.Βλ. στο Ιγν. Σακαλή (επιμ.), Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, τόμος Α’,  Θεσσαλονίκη 1985, σελ.70.
4. Βλ. Ν. Ματσούκα, «Υπάρχει χριστιανική φιλοσοφία;», εν ΕΕΘΣΠΘ, τ. ΙΣΤ’ (1971), Θεσσαλονίκη 1971, σελ.361.
5.Βλ.κώδικα Paris Gr 1576, φ.140. Πρβλ. Π. Χρήστου, ό.π.,σελ.231,υποσ.2.
6.Βλ.το συνοδευτικό βιβλίο του μουσικού έργου «Κρητών Άγιοι», Αεράκης, Ηράκλειο 1995, σελ.70.
7. Βλ. Αρχιμανδρ. Σ. Κούτσα (νύν μητρ. Νέας Σμύρνης) , Αδαμιαίος Θρήνος, Αθήνα 1988, σελ.18
8. ο.π.
9. Π. Χρήστου,ό.π.,σελ.270. Περί του μονοθελητισμού βλ. αναλυτικά Βλ. Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος Α΄, Αθήναι 1992, σελ.727-750.
10. Βλ. «Κρητών Άγιοι» ,σελ.71
11. Αρχιμανδρ. Σ. Κούτσα, ό.π., σελ.21
12. Ν. Τωμαδάκη, “Ανδρέας ο Κρήτης”, στη ΘΗΕ, τ.2,Αθήναι 1963,στ.681.
13.Βλ. Π. Νέλλα, Ζώον Θεούμενον, Αθήνα 1992, σελ.196.
14. Βλ. περισσότερα στο Κ. Ζουράρι, Θεοείδεια Παρακατιανή, Αθήνα 1993, σελ.196 κ .ε. Σχετικά ο συγγραφέας παρατηρεί: «Αν δεν λογοδοτώ πουθενά και μέτρο μου είμαι εγώ, τότε φυσικό είναι να είμαι άμετρος και οι άλλοι να μη μετράνε για μένα».Για την έννοια της θεοείδειας στους αρχαίους βλ. στο ίδιο έργο, σελ.33 κ .ε.
15. Π.Χρήστου,ό.π.,σελ.265. Ο Άγιος Ανδρέας προβάλλει αυτή τη δυνατότητα επιστροφής, που προϋποθέτει τη θεία φιλανθρωπία: «Φιλάνθρωπε, ο πάντας θέλων  σωθήναι,συ ανακάλεσαι με» (Β,27), «Ο Πατήρ των οικτιρμών, προφθάσας συ με οίκτειρον» (Α,21).
16. Βλ. Ι. Κορναράκη, Θέματα Ποιμαντικής Ψυχολογίας, τ. ΙΙ, Θεσσαλονίκη χ. χ. , σελ.262
17. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμος 2, Αθήναι 1979, σελ.271-273.
18. Π. Νέλλα, ό.π.,σελ.214. Αναλυτικά περί αναδρομής και προσαρμογής κατά Νέλλα, βλ.,. ο.π., σελ.215-222.
19. Στα αρεοπαγιτικά ο γνόφος ορίζεται στο έργο «Περί Μυστικής Θεολογίας» ως εξής: «τα άτρεπτα της θεολογίας μυστήρια, κατά το υπέρφωτον εγκεκάλυπται της κρυφιομύστου σιγής γνόφον, εν τω σκοτεινοτάτω το υπερφανέστατον υπερλάμποντα». Βλ. Ιγν. Σακαλή, μν, έργον, τ. Β’, Περί Μυστικής Θεολογίας, Α,  Ι, σελ.238.
20. Βλ. περισσότερα περί απαθείας εξ ορθοδόξου επόψεως στο Μητρ. Ναυπάκτου Ι. Βλάχου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Λεβαδιά 1992, σελ. 277-290.
Γ. Μ. Βαρδαβάς
1994/2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου