Πηγή: Αυγή, 18-3-2012 /ένθετο "ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ"
Για τους όρους της πολιτικής κριτικής
Το παράδειγμα πρόσφατο: ο Γιούργκεν Χάμπερμας, γράφοντας για το μόρφωμα της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου επικρατεί το μοντέλο «αναμόρφωση διά της λιτότητας», χρησιμοποιεί την έκφραση πολιτικός δεσποτισμός. Την ίδια στιγμή, ένας άλλος γνωστός Γερμανός κοινωνικός θεωρητικός, ο Ούλριχ Μπεκ, ανατρέχει στην εικόνα του πολιτικού κομισάριου της Σοβιετικής Ρωσίας, για να στιγματίσει τον νέο γερμανικό εθνικισμό του ευρώ και τους κανόνες για την επιβολή του.
Τι συμβαίνει αλήθεια με τους όρους της πολιτικής κριτικής;
Σε παρόμοιες εκφράσεις διαφαίνεται εξαρχής μια δυσχέρεια να αποδοθεί «αυτό που συντελείται σήμερα», να συμπυκνωθεί αφαιρετικά κάτι ανοίκειο το οποίο ωστόσο εμφανίζεται σε ένα οικείο πλαίσιο αναφοράς, αυτό της «φιλελεύθερης δημοκρατίας» και του σύγχρονου καπιταλισμού. Θα έλεγε κανείς ότι η πολιτική μορφή των κοινωνιών στις οποίες ζούμε και για τις οποίες γράφουμε, αναδεικνύεται όλο και πιο αινιγματική. Το ίδιο δηλαδή το οποίο ισχύει και για το Κεφάλαιο (Το αίνιγμα του Κεφαλαίου τιτλοφορεί το βιβλίο του ο Ντέιβιντ Χάρβευ), τις τάξεις, τις μορφές σύγκρουσης, τις συλλογικές ταυτότητες.
Αυτή η δυσχέρεια ως προς το προσήκον όνομα που πρέπει να δοθεί σε αυτό το οποίο αλλάζει με τρόπο αινιγματικό φαίνεται δικαιολογημένη. Γιατί καμιά αλλαγή στις κοινωνικές σχέσεις ή στους θεσμούς, όσο ριζική και ανεπανόρθωτη και αν παρουσιάζεται, δεν εξαλείφει όλους τους πυρήνες νοήματος του παρελθόντος. Μπορεί ας πούμε η έννοια της διακυβέρνησης (της περίφημης governance), όπως χρησιμοποιείται εδώ και λίγα χρόνια, να συσχετίζεται με σημαντικές μεταβολές στη λειτουργία του κράτους και του σύγχρονου οικονομικού συστήματος. Παρόλα αυτά η πολιτική ιδέα την οποία ενσωματώνει η λογική της διακυβέρνησης δεν είναι εξολοκλήρου «νέα» και ανέκδοτη ιστορικά. Αυτή η πολιτική ιδέα παραπέμπει εμφανώς σε πολλά στρώματα σημασιών ενός φιλελευθερισμού της «τάξης» (ordre), ο οποίος τοποθετούνταν, ήδη από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, αρνητικά έναντι της δημοκρατικής ιδέας. Στην πολιτική ιδέα της «μεταδημοκρατίας» (άλλος αμήχανος όρος) μπορούμε εντέλει να αναγνωρίσουμε πολλές από τις αντιδημοκρατικές συνεκδοχές του απώτερου παρελθόντος.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, αν δηλαδή οι ιδέες διαθέτουν μεγαλύτερη διάρκεια από τις μορφές και τους τύπους οργάνωσης, είναι καταρχάς θεμιτό να ασκείται κριτική στη σύγχρονη διακυβέρνηση με διπλό τρόπο: αναγνωρίζοντας την ανάδυσή της σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο (αυτό της κρίσης των μεταπολεμικών «κοινωνικών καπιταλισμών» και της εμπέδωσης του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος) αλλά συγχρόνως και τους δεσμούς της με τις πολλαπλές παραδόσεις του ολιγαρχικού ελιτισμού. Ο Ζακ Ρανσιέρ αυτό κάνει όταν θίγει σύγχρονα παραδείγματα κοινωνικού και πολιτικού λόγου, ανατρέχοντας σε ένα αρχαίο ιδρυτικό πλαίσιο, στους πλατωνικούς χαρακτηρισμούς για τη δημοκρατία. Kαι στην περίπτωση αυτή δεν έχει τόση σημασία αν πείθει ο τρόπος με τον οποίο χτίζεται το επιχείρημά του όσο η κριτική χειρονομία η οποία στοχεύει σε μια σημερινή ανάγκη αποκαθιστώντας αφανείς ή ορατές συσχετίσεις με «παλιά πράγματα».
Φυσικά ο κίνδυνος της «αλληγορίας», στον οποίο αναφέρθηκε πριν από μερικές Κυριακές σε αυτό εδώ το αφιέρωμα ο Γιώργος Μερτίκας, ξαναθυμίζοντας τον πρώιμο Μαρξ και την κριτική του στους «αναχρονιστικούς» δημοκράτες της εποχής του, είναι υπαρκτός. Όταν η κριτική ιδιοποιείται χαρακτηρισμούς του παρελθόντος, με διάθεση απόκρυψης ή σχετικοποίησης των όσων έχουν μεσολαβήσει μεταξύ του τότε και του τώρα, αυτό συνιστά πράγματι ένα είδος απόγνωσης. Μπορεί όμως το ίδιο το θέμα, το ίδιο το υπό ανίχνευση κοινωνικό αντικείμενο το οποίο μας προσκαλεί να το διαυγάσουμε και να το ελέγξουμε κριτικά, να χρειάζεται τα μαθήματα του παρελθόντος. Η χρήση χαρακτηρισμών που δεν στέκουν «ιστορικά-επιστημονικά» μπορεί να είναι ηθικά και πολιτικά νοητή, ακριβώς επειδή, με όλη τους την ανακρίβεια, οι συγκεκριμένοι χαρακτηρισμοί υπενθυμίζουν όλα εκείνα που δεν θα έπρεπε να λησμονηθούν. Διαφορετικό πράγμα είναι βεβαίως η καθήλωση σε ετοιμοπαράδοτα εργαλεία χαρτογράφησης, που μπορεί να φανερώνει απλώς μια διάθεση για ευκολία, μια κακή μανιέρα από όπου απουσιάζει η προσπάθεια να στοχαστούμε σοβαρά τις τομές με το παρελθόν. Πάλι το παράδειγμα βοηθάει. Η αναφορά σε μια πραγματική δημοκρατία (το αρχικό πλαίσιο αναφοράς των κινημάτων της αγανάκτησης πριν κερδίσει η «άμεση δημοκρατία») αν την κρίνουμε αυστηρά παραπέμπει σε κάτι συζητήσιμο ή εν πάσει περιπτώσει σε κάτι το οποίο έχει αμφισβητηθεί με πολύ σοβαρά επιχειρήματα: στην ιδέα ότι η πραγματική δημοκρατία μπορεί να νοηθεί μόνο ως κάτι ριζικά αντιθετικό ή ξένο προς την τυπική δημοκρατία, την αντιπροσωπευτική δημοκρατία του εγγυητικού κράτους δικαίου. Παρόλα αυτά, η έκκληση για πραγματική δημοκρατία, για μια «αληθινή» δημοκρατία εναντίον της ψευδούς ή της αλλοιωμένης, είναι ηθικά και πολιτικά αναπόφευκτη. Γιατί; Ακριβώς διότι ως έκκληση υπενθυμίζει την ένταση και τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό της ίδιας έννοιας, της δημοκρατίας. Και φέρνοντας στο φως αυτή την ένταση, αναζωογονεί και όλο το πεδίο της συζήτησης για τον δήμο, την εκπροσώπηση, τη σχέση κοινωνικού και πολιτικού.
Σε μια εποχή όπου η πολιτική ξαναποκτά υψηλές θερμοκρασίες, όπου επίσης τα δημόσια συναισθήματα ανακατεύονται εκ νέου με τις έννοιες και τις ιδέες, δεν μπορούμε να αποφύγουμε αυτό το παιχνίδι με την ανακρίβεια, με τους ιστορικούς αναχρονισμούς ή με τις νοσταλγικές «αλληγορίες». Κάθε κριτική πολιτική σκέψη λογαριάζεται, αναπόδραστα, με λεξιλόγια που απειλούν ανά πάσα στιγμή να την ακυρώσουν ως ζωντανή σκέψη, ως σκέψη προς το μέλλον. Η συζήτηση, λόγου χάρη, για την έκτακτη ανάγκη ή για τα σημερινά καθεστώτα εξαίρεσης, οφείλει να αποφύγει το επίπεδο της προβληματικής σύγκρισης (λ.χ. με τις φασιστικές «έννομες τάξεις» του Μεσοπολέμου) και συγχρόνως είναι έγκυρη όταν αναδεικνύει τις ανησυχητικές αναλογίες μεταξύ πολύ διαφορετικών καταστάσεων πολιτικής απειλής. Η χρήση των όρων «δικτατορία» ή «ολοκληρωτισμός» για την περιγραφή των αυταρχικών νεοφιλελεύθερων πλεγμάτων παρουσιάζει την ίδια αμφισημία. Στην περίπτωση αυτή, οι συγκεκριμένοι χαρακτηρισμοί ενδέχεται να συμβάλουν στην νέκρωση της ιστορικής αίσθησης, νέκρωση οποία, όπως γνωρίζουμε, αποτελεί μια από τις διαστάσεις της σημερινής κρίσης, ως ανθρωπολογικής και όχι μόνον κοινωνικοοικονομικής.
Δεν μπορεί, εν τέλει, να υπάρξει ασφαλές καταφύγιο από αυτά τα ενδεχόμενα ακύρωσης ή εκτροπής της πολιτικής κριτικής. Ο ενδιάμεσος χώρος μεταξύ πολιτικής σκέψης και πολιτικής δράσης, μεταξύ του παιχνιδιού των εννοιών και της άτακτης επανεμφάνισης των εμπειριών της κοινωνικής οδύνης, είναι ένας χώρος έκθετος και κατά τεκμήριο απροστάτευτος. Η «πολεμική» τροπή στην οποία βαραίνει η ατμόσφαιρα της κρίσης, όχι μόνο στην Ελλάδα, βλάπτει ως ένα βαθμό τις αποχρώσεις και κυρίως τη σκέψη η οποία θα ήθελε να αποδώσει δικαιοσύνη τις αποχρώσεις. Εδώ μπορεί να υποθέσει κανείς ότι ανοίγεται ένα πεδίο για την πολιτισμική κριτική ή, για να χρησιμοποιήσω εδώ έναν απροσδόκητο όρο, για τη λογοτεχνία. Αυτή η τελευταία μπορεί να μιλήσει όπως θέλει, μπορεί να διεκδικήσει όσες υπερβολές χρειάζεται στη δική της κριτική του zeitgeist. Αν η ριζοσπαστική πολιτική σκέψη οφείλει να έχει ένα μέτρο στη χρήση της αλληγορίας, η λογοτεχνία μπορεί να διεκδικήσει το πεδίο των αποχρώσεων αφού, όπως έλεγε ο Νίτσε, οι αντιθέσεις θα είναι πάντοτε «άσχημες».
*Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει Πολιτική και Κοινωνική Φιλοσοφία στο ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου