ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Θ.Ι.Ζιάκας: "Ο Θεός πέθανε" - ζήτω ο Μολώχ! (εκ του Αντιφώνου)

πηγή: Αντίφωνο (όπου και σχόλια των Α. Κοσματόπουλου,Γ.Ιωαννίδη κ.α.)

Απ' όλα τα κατά καιρούς δημοσιεύματα στο Αντίφωνο, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στους σχολιαστές προκαλούν όσα επικεντρώνονται στην αντίθεση θεϊσμού-αθεϊσμού. Οι "άθεοί" μας, βαθύτατα πεπεισμένοι ότι "ο Θεός πέθανε" και ότι η ύπαρξή του είναι "ασυμβίβαστη με την επιστήμη", περνούν από γενεές δεκατέσσερις όσους προσπαθούν να αρθρώσουν αντίλογο. Κι αυτοί οι κακόμοιροι τους ακολουθούν στον τρόπο που οι "άθεοι" (τρομάρα τους) θέτουν το ζήτημα. Το αποτέλεσμα είναι απίστευτο. Αναπαράγεται μια διαπάλη εντελώς εκτός τόπου και χρόνου. Επειδή η εικόνα δεν μας τιμά καθόλου, προτείνω στους περί το θέμα παλαιστές, να διαβάσουν αν όχι όλο  το βιβλίο του Ζακ Ελλύλ, Μεταμόρφωση του αστού (εκδ. Νησίδες 2008), έστω την σελίδα 156 την οποία και παραθέτω: 

Θα μπορούσα να ξαναπιάσω κάθε συστατικό στοιχείο της κοινωνίας μας και να ξαναβρὡ για το καθένα την ακόλουθη συμφωνία σε τέσσερις κινήσεις, κάθε φορά τελείως ενορχηστρωμένη:
  1. Μια αύξηση της στερεότητας, της ακαμψίας, της αποτελεσματικότητας των συστημάτων και των δομών.
  2. Μια προσποιητή αδιαφορία του ανθρώπου απέναντί τους, θεωρώντας ότι, αφού τα πράγματα είναι έτσι, δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά.
  3. Μια παθιάζουσα και παθιασμένη ιδεολογική μάχη, με αμφισβήτηση εικόνων, πεποιθήσεων ή γεγονότων που έχουν ήδη ξεπεραστεί.
  4. Τέλος, η διαβεβαίωση ότι εκεί έγκειται η πραγματικότητα, το μόνο σημαντικό στοιχείο, το αληθινό πρόβλημα, το κέντρο του κόσμου και της κοινωνίας.

Αυτήν ακριβώς τη συμφωνία σε τέσσερις κινήσεις ονομάζω κυριολεκτικά ιδεολογία του μηδενός. Ο άνθρωπος αποδίδει την έσχατη σημασία σ' αυτό το οποίο έχει υπό τον έλεγχό του, σ' αυτό που ξέρει πως μπορεί να τροποποιήσει κατά βούληση ή να αρνηθεί. Πώς θα έκανε διαφορετικά; Έχει εδὡ και δύο αιώνες αποκτήσει τη βεβαιότητα της αυτονομίας του, της ελευθερίας του, της παντοδυναμίας του. Έχει μάθει να τροποποιεί τον κόσμο με τα εργαλεία του, έχει περιορίσει με την κριτική του κάθε δυνατότητα για άλλες διεξόδους. Και όταν ψάχνει να βρει από πού θα ερχόταν η βοήθεια, τώρα μπορεί μόνο να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να σκεφτεί: «μόνον από εμένα». Πως θα μπορούσε να υποφέρει μια κατάσταση που αμφισβητεί την πραγματικότητά του; Απεναντίας, ποια ανωτερότητα δεν επιβεβαιώνει ακόμη όταν ο ίδιος αμφισβητεί τον εαυτό του;
Αλλά όχι στ' αλήθεια. Αυτό που θα αμφισβητήσει είναι μια έννοια του ανθρώπου - διόλου το έργο του.
'Ετσι, είμαστε πάρα πολύ περήφανοι που σκοτὡσαμε τον Θεό. Κακόμοιροι αθώοι! Ο Θεός απλώς έχει γίνει άλλος. Ἐχει ξαναγίνει Μολὡχ. Γιατί ο πραγματικός θεός της εποχής μας είναι η αγία Τριάδα Κράτος-Εργασία-Τεχνική, που απαιτεί από εσάς τα πάντα, παρέχοντάς σας κυριολεκτικά μια κάποια θεία χάρη. Αυτόν έπρεπε να σκοτὡσουμε! 'Οχι τον σκουληκοφαγωμένο γέροντα της Γενέσεως. Αλλά, απεναντίας, η επιχείρηση «θάνατος του Θεού» επιτρέπει να παραδοθούμε ολοκληρωτικά στον Μολώχ. [...]
Και αν επιμένω, αν φτάνω να δείξω ότι όλο το θρησκευτικό φαινόμενο έχει μεταβιβαστεί σ' αυτές τις συγκεκριμένες και φοβερές πραγματικότητες, τότε βλέπω τον συνομιλητή μου να αλλάζει ύφος, να με κοιτάζει με συμπόνια ή οργή ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του, και μετά να απομακρύνεται ακροποδητί. Έτσι, η διακήρυξη του θανάτου του θεού επιτρέπει στη σκληρή συγκεκριμένη ανελέητη πραγματικότητα του κόσμου τούτου να παρουσιαστεί σαν Θεός, να λατρεύεται, να υπηρετείται -ποιος λοιπόν θα τολμούσε να της επιτεθεί και στο όνομα τίνος;- αφού ίσα-ίσα ο Θεός είναι νεκρός!

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Ο ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΜΕΝΗ ΕΥΡΩΠΗ KAI TΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ (ΚΕΙΜΕΝΟ ΛΙΑΝ ΑΙΧΜΗΡΟ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ)

Τα έλεγαν οι διανοούμενοι ήδη από το 1991. Το θέμα είναι ότι κανεις δεν τους άκουγε. Εκτός απ' τον Π. Κονδύλη και τις σχεδόν προφητικές διαπιστώσεις του που δημοσιεύσαμε παλιότερα και ο Ηλίας Πετρόπουλος είχε από τότε καταλάβει που πάνε τα πράγματα. Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Ηλ. Πετρόπουλου Η μυθολογία του Βερολίνου (εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1991):

(…) Κατ’ ἀρχήν τίποτα δεν μποροῦμε να προφητέψουμε για το μέλλον μας εἴτε μποῦμε στα εὐρωπαϊκά κόλπα, εἴτε μείνουμε ἀπ’ ἔξω.(…)

 (…) Εἶναι μάταιο το ν’ ἀναζητοῦμε διαρκῶς κάποιο ξένο μοντέλο. Ἄλλωστε οι μπούρδες τοῦ τύπου ἑλληνικό φιλότιμο, ἑλληνικό δαιμόνιο, ἑλληνική φιλοξενία κτλ δεν πείθουν πιά κανέναν. (…).

Θέλουμε να χωθοῦμε στην ἀγκαλιά τῆς Εὐρὠπης, ἐνῶ δεν διαθέτουμε ΤΙΠΟΤΕ για ἐξαγωγή(…)
Εἶναι αὐτονόητο ὅτι, ἡ ἐνσωμάτωση τῆς  Ἑλλάδας στην Εὐρώπη ὑποδηλώνει την ἐξαφάνιση τῶν  (ὅσων ἀπομένουν) ἑλληνικῶν ἀρετῶν και, συγχρόνως, την υἱοθεσία ὅλων τῶν κακῶν ἕξεων τῶν εὐρωπαίων(…).

(…)Ὁ ἀμερικανικός τρόπος ζωῆς γκρέμισε ἕνα μεγάλο μέρος τῆς,ἄς ποῦμε, ἑλληνικότητας μας. Και, τώρα, ὁ εὐρωπαϊκός (δηλαδή ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ) τρόπος ζωῆς μᾶς ἀπειλεῖ με καθολική καταστροφή(…)

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ηλία ΠετρόπoυλουΗ μυθολογία του Βερολίνου, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1991,σελ. 102-105.

ΧΑΡΜΟΛΥΠΗ ΘΕΟΕΙΔΗΣ: Προλεγόμενα στον Μέγα Κανόνα του Αγίου Ανδρέου Κρήτης


Ανδρέα Πατέρων κλέος,
ευχαίς σου μή επιλάθη καθικετεύων,
παρεστώς Τριάδα τήν υπέρθεον,
όπως λυτρωθώμεν τής κολάσεως,
οι πόθω προστάτην σε θείον,
επικαλούντες, τό Κρήτης εγκαλλώπισμα.

Α’

Εισαγωγικά*

Η συγγραφή του Μ. Κανόνος τοποθετείται πιθανότατα περί το 717, λόγω εσωτερικών μαρτυριών, που αναφέρονται στην απόκρουση κάποιας βαρβαρικής επιδρομής («σκυλεύει πολεμίους» , «νικώσα»), ίσως αραβικής[1]. Ο Μ. Κανών αποτελείται από 9 ωδές και 11 ειρμούς. Το σύνολο των τροπαρίων του ανέρχεται σε 250 και περίπου αντιστοιχεί «προς το σύνολο των στίχων των εννέα βιβλικών ωδών»[2].
Η χαρμολύπη διαπνέει ολόκληρο το έργο. Το δίσημο, αλλά επ’ ουδενί οξύμωρο, αυτό σχήμα έχει ως τέλος του την «μακαριστήν έξιν και θεοειδή λήξιν» για να μιλήσουμε με αρεοπαγιτική ορολογία[3]. Ο ποιητής εκφράζει τη λύπη του για την πεπτωκυία ανθρώπινη φύση:

Απώλεσα το πρωτόκτιστον κάλλος και την ευπρέπειαν μου
Και άρτι κείμαι γυμνός και καταισχύνομαι (Β,11)

Η ατμόσφαιρα χαράς και γαλήνης συνδέεται με την ελπίδα σωτηρίας που τρέφει ο ποιητής και προϋποθέτει την δια της πραγματικής μετανοίας υπέρβαση της αμαρτίας και της «λύσσας των παθών».
Ο άγιος Ανδρέας στηλιτεύοντας την υποκρισία, που σωστά έχει χαρακτηρισθεί ως η «αυτοπροστασία της αμαρτίας» [4],οδηγείται βαθμηδόν στην υπέρβαση της αμαρτίας και στη διαμόρφωση μιας σωτηριολογικής δυναμικής. Προϋπόθεση της σωτηρίας  είναι η ειλικρινής μετάνοια αφού βέβαια έχει προηγηθεί η συνειδητοποίηση της αμαρτίας:

Πόθεν άρξομαι θρηνείν τας του αθλίου μου βίου πράξεις;
Ποίαν απαρχήν επιθήσω Χριστέ τη νυν θρηνωδία; (Α,1)
***
Ημάρτηκα υπέρ πάντας ανθρώπους μόνος ημάρτηκα σοι
Αλλ’ οίκτειρον ως Θεός, Σωτήρ,το ποίημα σου (Β,3)

Την ιδιαίτερη σημασία του Μ. Κανόνος επιγραμματικά διατυπώνει ο συναξαριστής:

Προτρέπεται γούν δια τούτου πάσαν ψυχήν ,
όσα μεν αγαθά της ιστορίας ζηλούν και μιμείσθαι,
όσα δε φαύλων αποφεύγειν και αεί προς Θεόν ανατρέχειν δια μετανοίας,
δια δακρύων και εξομολογήσεως και της άλλης δηλονότι ευαριστήσεως.
Δικαίως ο άγιος Ανδρέας Κρήτης έχει χαρακτηριστεί  «εν λόγοις λαμπρότερος και πανηγυρικώτερος εν δε τοις άσμασι ο πάντων μουσικώτερος»[5] .

Β’

Βιογραφικά

 Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης γεννήθηκε στη Δαμασκό περί το 660. Σε ηλικία 15 ετών μεταβαίνει στα Ιεροσόλυμα και αφιερώνεται στο ναό της Αναστάσεως. Εκεί μετά την ενηλικίωση του εκάρη μοναχός και απέκτησε υψηλή θεολογική και θύραθεν μόρφωση. Πλησίον του πατριάρχου Θεοδώρου αναλαμβάνει καθήκοντα νοταρίου (οιονεί γραμματέως). Με την ιδιότητα του αυτή μεταβαίνει το 685 στην Κωνσταντινούπολη, όπου μεταφέρει εκ μέρους της εκκλησίας των Ιεροσολύμων έγγραφη ομολογία πίστεως, που είναι σύμφωνη με τα περί δυο θελήσεων και ενεργειών αποφασισθέντα υπό της Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου (681). Για λόγους άγνωστους σε μας ο άγιος παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη και υπηρέτησε την εκκλησία επί εικοσαετία. Κατά μια άποψη ο άγιος χειροτονήθηκε διάκονος από τον πατριάρχη Κων/πόλεως  Γεώργιο σε ηλικία 25 ετών[6] . Ο αρχιμανδρίτης Σ. Κούτσας (νύν μητρ.Νέας Σμύρνης) υποθέτει ότι αρχικά ο άγιος εγκαταβίωσε στη μονή της Θεοτόκου των Βλαχερνών και στη συνέχεια ως διάκονος ανέλαβε τη φροντίδα δυο ιδρυμάτων, του «ευαγούς ορφανοτροφείου» και του «Ευγενείου»[7].
 Το 711 ο άγιος Ανδρέας εξελέγη αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Από τη θέση αυτή έδειξε όπως παρατηρεί ο βιογράφος του «το τε μεγαλοφυές αυτού της ψυχής και το της αρετής απαράμιλλον και την τελειωτάτην έξιν της ποιμαντικής επιστήμης»[8].Το 713 προσχωρεί στο μονοθελητισμό υπό την πίεση του αυτοκράτορα Φιλλιπικού (Βαρδάνη), απ’ όπου όμως σύντομα αποστασιοποιείται. Σχετικά ο Π. Χρήστου επισημαίνει ότι στον Μ. Κανόνα «ουδέν μονοθελητικόν ίχνος αναφαίνεται, αλλ’ ούτε και πολεμική κατ’ αυτού υπάρχει»[9].Ο άγιος Ανδρέας «χρείας καλεσάσης» μετέβη στην Κων/πολη. Ο ακριβής λόγος του ταξιδιού του δεν είναι γνωστός. Γίνεται λόγος για ποιμαντικό ταξίδι[10] ή για ταξίδι σχετιζόμενο με την εικοναμαχική έριδα[11]. Ο Ν. Τωμαδάκης[12] μάλιστα μεταφέρει την υπόθεση του Ι. Παπαδόπουλου περί δίωξης του αγίου από τον Λέοντα τον Γ’ τον Ίσαυρο. Ακολούθησε η εξορία του στη νήσο Λέσβο, όπου και πέθανε στις 4 Ιουλίου 740, στην πόλη της Ερεσού. Η καθιέρωση του ως αγίου θα πρέπει να έγινε πολύ νωρίς λαμβανομένου υπόψιν του γεγονότος ότι τον κανόνα της ακολουθίας του τον συνέγραψε ο Θεοφάνης ο Γραπτός (περί το  845).

Γ’

Ανθρωπολογικές  Προεκτάσεις


Τον πηλόν ο κεραμεύς ζωοπλαστήσας
έθηκας μοι σάρκα και οστά και πνοήν και ζωήν
αλλ’ ω ποιητά μου, λυτρωτά μου και κριτά,
 μετανοούντα δέξαι με (Α,10)

Τα συστατικά στοιχεία του ανθρώπου κατά τον ποιητή συνδέουν οργανικά το ανθρώπινο πρόσωπο με το αισθητό και το νοητό της κτίσεως και καθιστούν τον άνθρωπο ανακεφαλαιωτή του σύμπαντος. Ο πλασθείς «κατ’ εικόνα» Θεού άνθρωπος οδηγείται στην πτώση, στην αμαύρωση της εικονικής του οντολογίας[13]:

Απώλεσα το πρωτόκτιστον κάλλος και την ευπρέπειαν μου
Και άρτι κείμαι γυμνός και καταισχύνομαι (Β,11)

***
Κατέχρωσα της πρίν εικόνος το κάλλος
Σώτερ τοις πάθεσι (Β,21)

Ο ποιητής εξηγεί με μοναδικό τρόπο τα βαθύτερα αίτια της πτώσεως:

Αυτείδωλον εγενόμην τοις πάθεσι
την ψυχήν μου βλάπτων  Οικτίρμον
αλλ’ εν μετανοία με παρέλαβε και εν επιγνώσει ανακαλέσαι
μη γένωμαι κτήμα, μη βρώμα του αλλοτρίου
Σωτήρ αυτός με οίκτηρον (Δ,26)

Ο άνθρωπος από υπερβάλλοντα  εγωισμό προσπαθεί να γίνει ισόθεος με τις δικές του δυνάμεις, να γίνει Θεός στη θέση του Θεού! Έτσι αγνοώντας το πεπερασμένο της φύσεως του και τη θνητότητα του καθίσταται «αυτείδωλον» και οδηγείται στη σχάση της κοινωνίας του με το Θεό. Η υπέρτατη αυτή οίηση και «ύβρις» οφείλεται στην έλλειψη «μέτρου αρίστου»  και εν τέλει στο, κατά Κ. Ζουράρι, «άμετρον»[14]. Κοντολογίς το άμετρον, που εκπορεύεται από το φίλαυτον- μια ιδιότυπη «ηδονή», που και αυτή έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ματαιοδοξία- οδηγεί στην αμαρτία και στην παγίωση του πνευματικού θανάτου. Ωστόσο ο άγιος Ανδρέας φαίνεται να  έχει επίγνωση περί  της αμαρτίας:
  
Τον πρωτόπλαστον Αδάμ τη παραβάσει προζηλώσας
έγνων εμαυτόν γυμνωθέντα Θεού και της αϊδίου βασιλείας
και τρυφής δια τας αμαρτίας μου (Α,3)

Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της εκ μέρους του μεταπτωτικού ανθρώπου συνειδητοποίησης της αμαρτίας είναι η μετάνοια, η οιονεί «αλλαγή του νου» και η υπέρβαση των φίλαυτων παθών. Μετάνοια είναι η διττή επιστροφή: η επιστροφή του απίστου στον πιστό και μεγαλόθυμο και η υιοθέτηση μιας στάσης ζωής, που ως πρότυπο έχει την αγιότητα[15]. Έτσι ο άνθρωπος φτάνει στην υπέρβαση της αμαρτίας, που δικαίως ο ποιητής τη χαρακτηρίζει αλογία:

Απόσχου τάλαινα ψυχή της πριν αλογίας (Α,2)

Η αλογία όμως αφορά τους πάντες και πρωτίστως τον ίδιο τον γεμάτο ταπεινότητα υμνογράφο, που οδηγείται στην υπέρβαση της δια αυτής ταύτης της  παραδοχής της!

Ου γέγονεν εν τω βίω αμάρτημα, ουδέ πράξις,ουδέ κακία
Ήν εγώ, Σωτήρ,ουκ επλημμέλησα κατά νούν και λόγον και προαίρεσιν,
Και θέσει και γνώμει και πράξει εξαμαρτήσας, ως άλλος ουδείς πώποτε (Δ,4).

Όπως παρατηρεί γνωστός καθηγητής, η κατ’ απόλυτον βαθμόν συναίσθηση της αμαρτωλότητας  αποτελεί το συγκλονιστικότερο χαρακτηριστικό της ζωής ενός αυθεντικού αγίου ανθρώπου[16].Ο υμνογράφος αναφέρεται διεξοδικά στην πολυείδεια και στην πολυπρισματικότητα των αμαρτημάτων:

Τα εκούσια Σωτήρ και τα ακούσια πταίσματα μου και τα φανερά και κρυπτά και γνωστά και άγνωστα πάντα συγχωρήσας ως Θεός, ιλάσθητι και σώσον με (Α,19)

Παραλλήλως δεν παραλείπει να επισημάνει τις οδυνηρές συνέπειες της αμαρτίας:

Ο νους τετραυμάτισται, το σώμα μεμαλάκισται, νοσεί το πνεύμα,
ο λόγος ησθένησεν, ο βίος νενέκρωται, το τέλος επι θύραις,
διό τάλαινα ψυχή, τι ποιήσεις, όταν έλθη ο Κριτής ανερευνήσαι τα σα; (Θ,1)

 

Δ’

Σωτηριολογικές  Προεκτάσεις

Το αίτημα για σωτηρία του πεπτωκότος αμαρτωλού ανθρώπου διαπνέει ολόκληρο το έργο. Αίτημα με την έννοια φυσικά της έκκλησης προς τη θεία αγάπη και δικαιοσύνη και όχι με την έννοια της απαίτησης. (Η  διευκρίνιση αυτή, όσο κι αν φαίνεται δεδομένη ,είναι απαραίτητη ειδικά στους χαλεπούς καιρούς μας, που ο άνθρωπος θυμάται το Θεό μόνο όταν τον έχει ανάγκη και φιλαύτως δρών κρίνει κατά το δοκούν τη θεία δικαιοσύνη. Το κτίσμα δεν σέβεται το Δημιουργό, το κτιστόν πάει να υπερκεράσει -έτσι τουλάχιστον ανοήτως νομίζει- το άκτιστον και άρρητον. Ουσιαστικά μιλάμε για «δεύτερο προπατορικό αμάρτημα»! Όπως οι πρωτόπλαστοι δεν έκαναν ορθή χρήση της ελευθερίας τους, έτσι και ο σύγχρονος άνθρωπος, που βιώνει τον κυκεώνα της παγκοσμιοποίησης νομίζει ότι όλα είναι «αγορά». Δεν τον ενδιαφέρει ο άνθρωπος, προσπαθεί να απαξιώσει τις αξίες, προβάλλει το ήσσον ως κάλλιστον και κατακεραυνώνει το ανθρώπινο πρόσωπο ανάγοντας τα πάντα στη λογική της αγοράς. Για το Θεό φυσικά ούτε λόγος!).
Η σωτηριολογία του έργου βασίζεται στη συνεργασία της θείας χάριτος και του ανθρώπινου παράγοντος. Ο άνθρωπος κατά την αξεπέραστη διατύπωση του αειμνήστου Π. Τρεμπέλα παρά τις αδυναμίες του δεν είναι «εντελώς παθητική ύπαρξις στερουμένη και της ελαχίστης ενεργητικότητος κατά τη στιγμήν των πρώτων κρούσεων της χάριτος» για σωτηρία[17].
Η ελπίδα σωτηρίας προοδευτικά μεταστοιχειώνεται σε βεβαιότητα:
Σύ ει ο γλυκύς Ιησούς, συ ει ο πλαστουργός μου, εν σοι Σωτήρ δικαιωθήσομαι (Γ,7).
Ο αμαρτωλός καλείται να πραγματώσει μια διαδρομή (αναδρομή την αποκαλεί ο Π. Νέλλας[18]) με στόχο την επιστροφή στα χαρίσματα του «κατ’ εικόνα».Έτσι θα ξεπεραστεί η οιονεί «έχθρα» μεταξύ Θεού και ανθρώπου και θα πραγματωθεί η σωτηρία, δοθέντος ότι η τελευταία προϋποθέτει την κοινωνία (και όχι τη σχάση, που επεκράτησε μεταπτωτικά) μεταξύ Θεού και ανθρώπου.
Η διαδρομή αυτή ξεκινά με την εξαγόρευση των αμαρτιών:

Εξαγγέλω σοι Σωτήρ,τας αμαρτίας, άς εργασάμην και τας της ψυχής και του σώματος μου πληγάς, άς μοι ένδον μιαιφόνοι λογισμοί ληστρικώς εναπέθηκαν (Α,11).

Έπονται οι πράξεις που θα οδηγήσουν τον άνθρωπο στην πνευματική του αναγέννηση και στην εν συνεχεία πραγμάτωση της υπαρξιακής του προοπτικής, που συνίσταται στο καθ’ ομοίωσιν.
Μια τέτοιου τύπου πραξιακή δυναμική προϋποθέτει τη χαλιναγώγηση της «λύσσας των παθών», την κατανίκηση των απατηλών λογισμών και θυσιαστική διάθεση:
Άνευ πόνων, ου πράξις, ου θεωρία, ψυχή κατορθωθήσεται (Δ,8).
Κορωνίδα αυτής της διαδρομής είναι η θεωρία, η θέα του Θεού:

Γρηγόρησον, ω ψυχή μου, αρίστευσον ως ο μέγας εν Πατριάρχαις,
ίνα κτίση πράξιν μετά γνώσεως, ίνα χρηματίσης νους ορών τον Θεόν,
και φθάσης τον άδυτον γνόφον[19] εν θεωρία  (Δ,9).

Η θεωρία συνδέεται οργανικά με την κατάσταση της απαθείας, που στην ορθόδοξη θεώρηση της δεν θεωρείται ως απλή νέκρωση των ψυχικών παθών, όπως τη θεωρούσαν οι στωικοί, αλλά ως το ακίνητον της ψυχής προς την κακία. Είναι μ’ άλλους λόγους η «καλή αλλοίωσις», η παλαμική «από των χειρόνων επι τα κρείττω μετάθεσις»[20].
Κοντολογίς ο Μέγας Κανών τοποθετεί τον άνθρωπο στα ορθά σωτηριολογικά πλαίσια. Τα κριτήρια της σωτηρίας δεν είναι νομικιστικά, κανονιστικά ή πιετιστικά, αλλά αυθεντικώς χριστοκεντρικά και αγαπητικά.

Υποσημειώσεις

* Θερμές ευχαριστίες από καρδίας οφείλουμε στον Παναγιώτη Ζερβάκο για την βιβλιογραφική του βοήθεια.
1.Βλ. Π. Χρήστου, Θεολογικά Μελετήματα, 4, Υμνογραφικά, ΠΙΠΜ, Θεσσαλονίκη 1981, σελ.234.
2. ο.π. ,σελ. 239.
3.Βλ. στο Ιγν. Σακαλή (επιμ.), Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, τόμος Α’,  Θεσσαλονίκη 1985, σελ.70.
4. Βλ. Ν. Ματσούκα, «Υπάρχει χριστιανική φιλοσοφία;», εν ΕΕΘΣΠΘ, τ. ΙΣΤ’ (1971), Θεσσαλονίκη 1971, σελ.361.
5.Βλ.κώδικα Paris Gr 1576, φ.140. Πρβλ. Π. Χρήστου, ό.π.,σελ.231,υποσ.2.
6.Βλ.το συνοδευτικό βιβλίο του μουσικού έργου «Κρητών Άγιοι», Αεράκης, Ηράκλειο 1995, σελ.70.
7. Βλ. Αρχιμανδρ. Σ. Κούτσα (νύν μητρ. Νέας Σμύρνης) , Αδαμιαίος Θρήνος, Αθήνα 1988, σελ.18
8. ο.π.
9. Π. Χρήστου,ό.π.,σελ.270. Περί του μονοθελητισμού βλ. αναλυτικά Βλ. Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος Α΄, Αθήναι 1992, σελ.727-750.
10. Βλ. «Κρητών Άγιοι» ,σελ.71
11. Αρχιμανδρ. Σ. Κούτσα, ό.π., σελ.21
12. Ν. Τωμαδάκη, “Ανδρέας ο Κρήτης”, στη ΘΗΕ, τ.2,Αθήναι 1963,στ.681.
13.Βλ. Π. Νέλλα, Ζώον Θεούμενον, Αθήνα 1992, σελ.196.
14. Βλ. περισσότερα στο Κ. Ζουράρι, Θεοείδεια Παρακατιανή, Αθήνα 1993, σελ.196 κ .ε. Σχετικά ο συγγραφέας παρατηρεί: «Αν δεν λογοδοτώ πουθενά και μέτρο μου είμαι εγώ, τότε φυσικό είναι να είμαι άμετρος και οι άλλοι να μη μετράνε για μένα».Για την έννοια της θεοείδειας στους αρχαίους βλ. στο ίδιο έργο, σελ.33 κ .ε.
15. Π.Χρήστου,ό.π.,σελ.265. Ο Άγιος Ανδρέας προβάλλει αυτή τη δυνατότητα επιστροφής, που προϋποθέτει τη θεία φιλανθρωπία: «Φιλάνθρωπε, ο πάντας θέλων  σωθήναι,συ ανακάλεσαι με» (Β,27), «Ο Πατήρ των οικτιρμών, προφθάσας συ με οίκτειρον» (Α,21).
16. Βλ. Ι. Κορναράκη, Θέματα Ποιμαντικής Ψυχολογίας, τ. ΙΙ, Θεσσαλονίκη χ. χ. , σελ.262
17. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμος 2, Αθήναι 1979, σελ.271-273.
18. Π. Νέλλα, ό.π.,σελ.214. Αναλυτικά περί αναδρομής και προσαρμογής κατά Νέλλα, βλ.,. ο.π., σελ.215-222.
19. Στα αρεοπαγιτικά ο γνόφος ορίζεται στο έργο «Περί Μυστικής Θεολογίας» ως εξής: «τα άτρεπτα της θεολογίας μυστήρια, κατά το υπέρφωτον εγκεκάλυπται της κρυφιομύστου σιγής γνόφον, εν τω σκοτεινοτάτω το υπερφανέστατον υπερλάμποντα». Βλ. Ιγν. Σακαλή, μν, έργον, τ. Β’, Περί Μυστικής Θεολογίας, Α,  Ι, σελ.238.
20. Βλ. περισσότερα περί απαθείας εξ ορθοδόξου επόψεως στο Μητρ. Ναυπάκτου Ι. Βλάχου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Λεβαδιά 1992, σελ. 277-290.
Γ. Μ. Βαρδαβάς
1994/2006

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΙΣΛΟΦΣΚΙ



Απόσπασμα από την "Μπλέ" ταινία (1993) του Κ.Κισλόφσκι(1941-1996).
Πηγή:  http://www.youtube.com/watch?v=klAOOBrLO8Q


1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. 2 καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι. 3 καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. 4 Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, 5 οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, 6 οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· 7 πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. 8 Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει. εἴτε δὲ προφητεῖαι, καταργηθήσονται· εἴτε γλῶσσαι, παύσονται· εἴτε γνῶσις, καταργηθήσεται. 9 ἐκ μέρους γὰρ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· 10 ὅταν δὲ ἔλθῃ τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται. 11 ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου. 12 βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι' ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην. 13 νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.
Ἀπόστολος Παῦλος, ἐπιστολὴ Α' πρὸς Κορινθίους, 13,1-13.
Δείτε και:

Ο Παύλος για την Αγάπη(Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ)

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Ανθολόγιον 92: Ιερομόναχος Συμεών

μίμηση το Χριστο δν εναι πλς ξωτερική, λλ σωτερική, δι᾿ ρωτικς περιχωρήσεως κα ντιδόσεως διωμάτων δι'συγχύτου νυπάρξεως Θεο κα νθρώπου ν λλήλοις κα λληλομεταδόσεως τν διωμάτων μφοτέρων. τσι συντελεται μακαρία κα ερ λλοίωση, μεταβολ χι το λόγου τς φύσεως, λλ το τρόπου πάρξεως.


Ἱερομονάχου Συμεών, Νηφάλιος Μέθη, ἐκδόσεις Ἄγρα, β' ἀνατύπωση, Ἀθήνα 1993, σελ. 24-25.

Ανθολόγιον 91: Ιερομόναχος Συμεών

Ὁ Θεὸς τῶν Ὀρθοδόξων δὲν εἶναι "μεταφυσικός". Εἶναι ὑπερβατικὸς ἀλλὰ παρὼν στὴ φύση διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του.


Ἱερομονάχου Συμεών, Νηφάλιος Μέθη, ἐκδόσεις Ἄγρα, β' ἀνατύπωση, Ἀθήνα 1993, σελ. 12.

Ανθολόγιον 90: Συμεών Ιερομόναχος

[σελ. 14] Ο Δυτικο βιώνουν τ διάλυση κα τ μηδέν. Μερικοί, ποβάλλοντας τ φιλαυτία, δηγήτρια στ μηδέν, νακαλύπτουν τ μηδν ς νθισμένο στεφάνι το Γάμου κα στέφονται τν ρθοδοξία. Ο Νεοέλληνες, περιφρονώντας τν ρθοδοξία κα σπαζόμενοι τς ξίες νς ομανιστικο πολιτισμο στν ποο κατ βάθος δν πιστεύουν, ντύνονται τ χιτώνα τς φιλαυτίας πο μισε τ πάντα, μ ποτέλεσμα ν βρίσκονται στ πρόθυρα τς βαρβαρότητας.
    Ο Νεοέλληνες, μαγεμένοι π τν πλανερ αγλη το δυτικο πολιτισμο, πολεμνε τν ρθόδοξη Παράδοση, λλ δν μπορον ν ξεφύγουν εκολα π ατή. Φαινομενικά, στάση τους πέναντι στ ζω δηλώνει περιφρόνηση, ρνηση, πεμπόληση τς Παράδοσης. Μ εναι ατ πρόσωπο προσωπεα νς [σελ. 15] λαο πο δοκιμάζεται; Στ βάθος παραμένει ν σπέρματι, συχν ρήμην ατν, λληνορθόδοξη Παράδοση, αώνιά τους τροφή, τ δωρ τ ζν, τ πόμα τ λευκολαμπές. Καινς χρόνος πού, κ τν νδον, ρδευε τ σώματά τους(...)
      Ἡ τραγικότητα τν Νεοελλήνων γκειται στ γεγονς τι παραπαίουν νάμεσα σ'να δυτικ πολιτισμ πο δν εναι δικός τους κα στν Παράδοσή τους πο δν ξέρουν πι πς ν τν κούσουν· στόσο κείνη τος καλε. σως ρκε μι στιγμ προσοχς κ βαθέων γι ν βρον τν ψυχή τους. Τότε πιθανς θ μπορέσουν ν προσλάβουν τν δυτικ πολιτισμό, δίχως πελπισία γι τ διάλυση πο πρέπει ν ποστον. Διάλυση μιᾶς ζωῆς βασισμένης σὲ ἀξίες ψεύτικες ποὺ τὰ τελευταῖα χρόνια μὲ λύσσα καλλιέργησαν. Αἰώνια [σελ.16] ὡραιοποιημένες μάστιγες στὴ Δύση. Ὑποψιαζόμενοι τὴ φενάκη, μερικοὶ στὴ Δύση προσπαθοῦν νὰ ἀπελευθερωθοῦν χωρὶς νὰ ξέρουν ποῦ νὰ προσανατολιστοῦν.
   Δν εναι ναγκαλισμς το Δυτικο Ομανισμο πο θ μς κάνει πολιτισμένους, λλ μλλον ναγκαλισμς τς θριαμβευτικς χρεοκοπίας του. Κα ατ μ τ δύναμη τς Πίστης. (...)
Ἱερομονάχου Συμεών, Νηφάλιος Μέθη, ἐκδόσεις Ἄγρα, β' ἀνατύπωση, Ἀθήνα 1993, σελ. 14-16(ἀποσπάσματα). 

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Λόγος Αγίου Μαξίμου του Γραικού κατά των βλασφημούντων την Παναγία Θεοτόκο


Όλη η θεόπνευστη Γραφή διδάσκει και διατάσσει να προσκυνούμε και να απονέμουμε κάθε τιμή όχι μόνο στην πάναγνη εικόνα του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού και της Παναγίας Θεοτόκου και των άλλων εναρέτων και θεαρέστων ανδρών Του, αλλά και σε όλα τα άλλα που ως προσφορές αφιερώθηκαν στον Σωτήρα Χριστό, όπως τα λειτουργικά εκκλησιαστικά σκεύη η τα διάφορα αντικείμενα για την διακόσμηση και την ευπρέπεια της πάναγνης εικόνας Του η της αγίας Τραπέζης. Όλα αυτά πρέπει να τα τιμούμε και να τα προσκυνούμε ως πράγματα που μετέχουν ήδη της αγιοσύνης Του. Τούτο φαίνεται από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Σωτήρ μίλησε επιτιμητικά στους Φαρισαίους και είπε: «Ουαί υμίν, οδηγοί τυφλοί, οι λέγοντες· ος αν ομόση εν τώ ναώ, ουδέν εστιν, ος δ’ αν ομόση εν τώ χρυσώ του ναού, οφείλει. Μωροί και τυφλοί! Τις γάρ μείζων εστίν ο χρυσός η ο ναός ο αγιάζων τον χρυσόν; Και ος αν ομόση εν τώ θυσιαστηρίω, ουδέν εστιν, ος δ’ αν ομόση εν τώ δώρω τώ επάνω αυτού, οφείλει. Μωροί και τυφλοί! Τί γάρ μείζον, το δώρον η το θυσιαστήριον το αγιάζον το δώρον;»[1]. Πράγματι είναι θαυμαστό ότι τα αντικείμενα, που αφιερώθηκαν στον Θεό με καλή πρόθεση και κατά τους κανόνες του εκκλησιαστικού τυπικού, μετέχουν αγιοσύνης, αφού ακόμη και τα χάλκινα πυρεία των διακοσίων πενήντα ανδρών, που επαναστάτησαν εναντίον του προφήτη Μωυσή και του ιερέα Ααρών με επί κεφαλής τον Κορέ, τον Δαθάν και τον Αβειρών, από τους οποίους άλλους κατάπιε ζωντανούς η γή μαζί με τις οικίες και όλες τις περιουσίες τους και τους άλλους κατέκαυσε το θεόσταλτο πύρ και τα οποία έφεραν εναντίον του θελήματος του Θεού, ο Θεός διέταξε στον Μωυσή και τον ιερέα Ελεάζαρ να τα πάρουν και να κάμουν από αυτά «λεπίδας ελατάς, περίθεμα τώ θυσιαστηρίω, ότι προσηνέχθησαν έναντι Κυρίου»[2]. Όλα αυτά δείχνουν σαφώς και αναντίρητα ότι κάθε αισθητό αντικείμενο, που ως εργαλείο της θείας λειτουργίας αφιερώθηκε στον Θεό, μετέχει της αγιοσύνης και αποτελεί αντικείμενο προσκύνησης.
Αν όμως είναι έτσι, τότε πώς τολμούν ορισμένοι ευρισκόμενοι μακράν της σωφροσύνης να απορρίπτουν το ανυπέρβλητο ύψος της αγιοσύνης και της δόξας της Παναγίας και αειμακαρίστου Θεομήτορος, της υψηλοτέρας των ουρανών και πασών των νοερών ουράνιων δυνάμεων, και να ισχυρίζονται ότι αυτή ήταν ένδοξη και αγία μόνο κατά την διάρκεια της κυήσεως του Εμμανουήλ στην παναγία κοιλία Της, ενώ όταν Τον γέννησε και τον θήλαζε έπαψε ολότελα να διαφέρει από τις υπόλοιπες γυναίκες; Ώ, τι θεομάχος σκέψη και λόγος! Ώ, τι ακραία αμάθεια και άγνοια των θεοπνεύστων γραφών! Πώς και δεν κατάλαβαν, οι άσωτοι, τι είπε για αυτήν ο προπάτωρ της στον προελθόντα από αυτή σαρκωθέντα Θεό-Λόγο; «Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη πεποικιλμένη»[3]. Ποιά είναι αυτή «η βασίλισσα εκ δεξιών σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη πεποικιλμένη», ανόητοι και αναίσθητοι στην καρδιά; Και εκ δεξιών Τίνος παρέστη αυτή; Μήπως δεν γνωρίζετε την υψηλή θέση του Μονογενούς, για τον οποίο ο γεννήτωρ Πατήρ Του είπε: «Είπεν ο Κύριος τώ Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου… εκ γαστρός προ εωσφόρου εξεγέννησά σε», καθώς και, «ο θρόνος αυτού ως ο ήλιος εναντίον μου και ως η σελήνη κατηρτισμένη εις τον αιώνα»[4]. Εκεί στέκεται επίσης και η Βασίλισσα και Παντάνασσα εκ δεξιών του Παντοκράτορος Υιού και δημιουργού της ικετεύοντας Αυτόν για την σωτηρία όλων, όσοι προσεύχονται με πίστη και στερεά πεποίθηση και ζητούν από αυτή την βοήθεια και την σωτηρία από τις δυστυχίες που τους έχουν κυριεύσει. Ακούστε όμως, κωφοί, τι λέγει σε αυτήν ο προπάτωρ Της: «Ακουσον, θύγατερ, και ιδέ και κλίνον το ούς σου και επιλάθου του λαού σου και του οίκου του πατρός σου, ότι επεθύμησεν ο βασιλεύς του κάλλους σου»[5], δηλαδή της ασύγκριτης αγνότητας και της σωφροσύνης και της πανάγνου παρθενίας Της. «Ότι αυτός εστιν ο κύριός σου», επειδή δηλαδή Αυτός, ο Δημιουργός και Θεός Της, ευδόκησε να γίνει και Υιός Της. Γι’ αυτό «και προσκυνήσουσιν αυτώ» ως Θεό και Υιό Σου, «θυγατέρες Τύρου», δηλαδή οι λαοί που ήσαν προηγουμένως ειδωλολάτρες, διότι έτσι ακριβώς ήταν η πόλη Τύρος, που ύστερα διά της πίστεως στον Χριστό και του θείου λουτρού της παλιγγενεσίας έγινε θυγατέρα του Θεού, και «εν δώροις, το πρόσωπόν σου λιτανεύσουσιν»[6], την Παναγία Μητέρα του Θεού τους. Επίσης και «το πρόσωπόν σου λιτανεύσουσιν οι πλούσιοι του λαού» με δέος και αγάπη γονατίζοντας ενώπιον της πάναγνης και αξιολάτρευτης εικόνας Σου, όπως ακριβώς τελούν εμπράκτως έως σήμερα όχι μόνο οι ορθόδοξοι, αλλά και όλοι γενικώς οι κακόβουλοι αιρετικοί Λατίνοι και Αρμένιοι, αρχίζοντας ήδη από τους χρόνους των αποστόλων, όταν ο ευαγγελιστής Λουκάς ζωγράφισε την τιμία εικόνα Της και την έφερε σε αυτήν, όταν ήταν ακόμη εν ζωή. Ευχαριστημένη από το γεγονός εκείνη είπε: «Η χάρη που υπάρχει μέσα Μου να βρίσκεται σε αυτήν την εικόνα».
Ας ακούσουμε όμως παρακάτω την ίδια προφητεία, πόσο υπέροχη και αληθινή είναι! «Πάσα η δόξα αυτής θυγατρός βασιλέως έσωθεν εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη πεποικιλμένη»[7]. Ως αυτή την «δόξα αυτής θυγατρός βασιλέως» τι άλλο πρέπει να εννοούμε εκτός από την ασύγκριτη αγνότητα αυτής και την ισαγγελική παρθενία Της; Ενώ «κροσσωτοίς χρυσοίς», ονομάζονται οι θείες αρετές που ανταποκρίνονται στην αγνότητα και αντιστοιχούν στην ταπεινοφροσύνη, την πραότητα, την ησυχία, το αγνό και ειλικρινές ήθος, την καλοπροαίρετη βούληση, την φιλανθρωπία και τις άλλες παρόμοιες αρετές, που κοσμούν τον κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού άνθρωπο. Όλες αυτές οι αρετές κοσμούν αυτήν την αξιέπαινη θυγατέρα του Βασιλέως των Ουρανών, χάρη στις οποίες αυτή υπερέχει όλων των θυγατέρων των Ιεροσολύμων, ακριβώς όπως ο πάνσοφος Σολομώντας είχε πεί σαφώς γι’ αυτήν: «Πολλαί θυγατέρες εκτήσαντο πλούτον, πολλαί εποίησαν δυνατά, σύ δε υπέρκεισαι και υπερήρας πάσας. Ψευδείς αρέσκειαι και μάταιον κάλλος γυναικός· γυνή γάρ συνετή ευλογείται, φόβον δε Κυρίου αύτη αινείτω»[8]. Σε ποιάν άλλη αρμόζουν περισσότερο αυτοί οι θαυμάσιοι έπαινοι του Σολομώντα παρά στην μία και μόνη Παναγία και αειπάρθενο Θεομήτορα; Μολονότι και πριν από αυτήν οι άλλες θυγατέρες των ανθρώπων απέκτησαν πλούτο και δημιούργησαν δύναμη, δηλαδή την αρετή και άλλα αξιοθαύμαστα προτερήματα, όπως η Σάρρα, η Ρεβέκκα, η Λεία, η Ραχήλ, η Μαριάμ, η Εσθήρ, η Ιουδίθ, η προφήτιδα Αννα, η Σουσάννα, η Ιαήλ, καμία από αυτές δεν μπορεί να συγκριθεί με την Παναγία Αειπάρθενο, την Μητέρα του Εμμανουήλ. Σε εκείνες υπήρχε η ψευδής κολακεία, δηλαδή διάφορα εξωτερικά στολίσματα του σώματος με άμφια, εσθήτες και ενδυμασίες, καθώς και επαλείψεις με αρώματα και παρόμοια που επινόησαν οι έγγαμες γυναίκες, για να ευχαριστούν τους άνδρες τους, τα οποία ο πάνσοφος τα αποκάλεσε «μάταιον κάλλος». Για την Παναγία Θεοτόκο όμως τίποτα από αυτά δεν επινοήθηκε ποτέ, αλλά όλη η δόξα του κάλλους της ήταν εσωτερική, δηλαδή φυσική, και είναι κοσμημένη με όσιες και ευπρεπείς αρετές. Με αυτήν την τόσο μεγάλη δόξα είναι κοσμημένη η Βασίλισσα των πάντων στις θεόπνευστες Γραφές.
Ας αισχύνονται λοιπόν όσοι ανόητοι εκστομίζουν βλασφημίες εναντίον Της και τολμούν να μειώνουν το ασύγκριτο ύψος του θεοπρεπούς μεγαλείου Της. Μαζί με αυτούς ο εικονομάχος Κοπρώνυμος[9], που την παρομοιάζει με ασκό, ο οποίος, όπως λέγει έχει μεγάλη αξία, όσο είναι γεμάτος χρυσό, αλλά όταν τον αδειάσουν από τον χρυσό, δεν έχει καμία αξία η έχει ελάχιστη. Το ίδιο συνέβη, λένε οι θεομάχοι, με την Παναγία Θεοτόκο: Όσο έφερε μέσα στην κοιλία Της τον θείο και προσκυνητό Εμμανουήλ, ήταν αγία και ένδοξη και είχε μεγάλη αξία, μετά την γέννησή Του όμως στερήθηκε όλης αυτής της αξίας και έγινε, λένε, όπως όλες οι άλλες γυναίκες. Ώ, τι μεγάλη ανοησία και αντίθεος κακολογία όσων τολμούν να το λένε αυτό! Πώς δεν κατάλαβαν, οι ανόητοι, το λεχθέν: «Εγώ είπα Θεοί εστε και υιοί υψίστου πάντες»[10]. Και πάλι: «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμι»[11]. Και πάλι: «Ο Θεός έστη εν συναγωγή θεών, εν μέσω δε θεούς διακρίνει»[12]. Αν ο ίδιος ο Ύψιστος αποκαλεί θεούς και υιούς του Υψίστου τους απλούς ανθρώπους που προσπαθούν να τον ευαρεστούν με κάθε αρετή και ενάρετες πράξεις και τους προστάζει να τηρούν τα άγια και να προσπαθούν να Του μοιάσουν με αγιότητα και αγνότητα εν τώ βίω, τότε πώς μπορούσε να στερηθεί της ανυπέρβλητης δόξας και του μεγαλείου και της θείας αγιοσύνης αυτή που υπερέχει όλων των επουρανίων δυνάμεων; Αυτή που είναι ασυγκρίτως τιμιοτέρα και ενδοξοτέρα, την οποία αγίασε το Άγιο Πνεύμα, όταν την σκέπασε ολόκληρη με την θεία χάρη κατά τον Ευαγγελισμό, όταν εμφανίσθηκε σε αυτήν ο θείος Γαβριήλ; Αλλά και πριν από αυτόν ο άγιος προπάτωρ της είχε πεί: «Ηγίασεν το σκήνωμα αυτού ο ύψιστος. Ο Θεός εν μέσω αυτής, ου σαλευθήσεται»[13]. Ακούστε, κωφοί, καταλάβετε, ανόητοι, και αφανισθείτε: «ο Θεός εν μέσω αυτής», δηλαδή ο φερόμενος στην κοιλία της ως βρέφος, «ου σαλευθήσεται». Δηλαδή δεν θα στερηθεί της δόξας και της ανυπέρβλητης αγιοσύνης που της χάρισε ο προσκυνητός θείος Παράκλητος με την επισκίασή Του και την εννεάμηνη παραμονή του Θεού-Λόγου μέσα Της.
Πείτε μου, ανόητοι, ποιά επίγεια βασίλισσα, αφού γέννησε στον άνδρα της γιούς και θυγατέρες, παύει να είναι και να αποκαλείται βασίλισσα και να έχει την εξουσία στο βασίλειο του συζύγου της; Μία τέτοια βασίλισσα όχι μόνο όσο ζεί ο άνδρας της αναγνωρίζεται και αποκαλείται βασίλισσα, αλλά και μετά την τελευτή του συζύγου της παραμένει για όλους τους υπηκόους της ένδοξη βασίλισσα που προκαλεί δέος. Όλη η σύγκλητος εξακολουθεί να την τιμά, να την προστατεύει και να την αγαπά, και όταν πεθάνει, είτε πριν από τον άνδρα της είτε ακόμη και μετά από αυτόν, την κηδεύουν με τιμές βασιλικές και μετά την τελευτή της όλοι την αποκαλούν βασίλισσα και δεν της στερούν αυτόν τον τίτλο. Αν όμως αυτό το καλό και δίκαιο έθιμο τηρείται για τους ολιγόχρονους και φθαρτούς βασιλείς, πώς τότε εσείς, θεομάχοι, θεωρείτε αυτήν ως μια απλή γυναίκα που δεν έχει καμία δόξα, τιμή και δύναμη; Αυτήν που είναι εκλεγμένη από τον Θεό ανάμεσα σε όλα τα γένη και προορίζεται για τιμιοτάτη οικία του Βασιλέως των πάντων Χριστού του Θεού; Αυτήν που παρέμεινε παρθένος έπειτα από τον τοκετό και ζεί ακόμα και μετά τον θάνατό της; Ακόμα και αν τα αναρίθμητα και ένδοξα θαύματα που έκανε σε ολόκληρη την οικουμένη δεν σας έπεισαν, ώστε να της αποδώσετε κάθε δόξα, τότε η θαυμαστή σύναξη όλων των αποστόλων από κάθε άκρη της γής έως τους ουρανούς για την ένδοξη ταφή της, ας πείσει την ανόητη σκέψη σας ότι, όπως και όταν συνέλαβε και έφερε στην κοιλιά της τον Εμμανουήλ, έτσι και μετά την γέννησή Του, αλλά και μετά την ιερή κοίμησή της, αυτή ήταν, είναι και πάντα θα παραμένει ένδοξη. Ο,τι και αν ζητήσει από τον Υιό και τον Δημιουργό Της, είναι ικανή να το πραγματοποιήσει σε όσους την καλούν για βοήθεια, με πίστη και στερεά ελπίδα.
Μήπως δεν ακούσατε, αναίσθητοι, το ιερό άσμα που λέγει ότι έφριξαν οι αγγελικές δυνάμεις βλέποντας τον Κύριό τους να κρατάει την ψυχή της γυναικός και να καλεί την μητέρα Του: Πάναγνη, δοξασμένη να είσαι μαζί με τον Υιό και Θεό Σου![14] Αφού λοιπόν ο ίδιος ο Μονογενής Υιός της, ο Ιησούς Χριστός, έλαβε στα χέρια Του την πάμφωτη και πάναγνη ψυχή Της και Την κάλεσε λέγοντας, «έλα, τιμία μητέρα Μου, να χαρείς την ίση με την δική Μου θεία δόξα, την μεγαλοπρέπεια και το μεγαλείο», καταλάβετε τότε πόσο μεγάλη είναι η δόξα της στους ουρανούς και όλη η άλλη θεία μεγαλοπρέπειά της και πάψτε επιτέλους να εκστομίζετε εναντίον της βλασφημίες, όπως ο ασεβής εικονομάχος Κοπρώνυμος, ο οποίος άρχισε αυτόν τον σατανικό πειρασμό εναντίον της Θεομήτορος. Πάψτε, σας παρακαλώ, πάψτε, αν θέλετε να σωθείτε από τα φοβερά βασανιστήρια που περιμένουν τον Κοπρώνυμο και τους βλασφήμους υβριστές της Παναγίας Θεοτόκου.
Η δόξα και η μεγαλοπρέπεια της Θεοτόκου καθώς και όλα όσα αφορούν αυτήν αποτελούν θείο και άρρητο μυστήριο, το οποίο με διάφορες μορφές προαναγγέλθηκε μυστικά από τους θεοφόρους Προφήτες.
Πρώτος, ο πατριάρχης Ιακώβ προτύπωσε αυτήν ως κλίμακα, όταν την είδε σε όνειρο κατά αυτόν τον τρόπο να αρχίζει από την γή και η κορυφή της να φθάνει στον ουρανό. Εκεί αντίκρυσε τον Κύριο και τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν. Τί άλλο φανέρωσε μυστικά ο Κύριος με αυτό το όραμα, αν όχι την Θεοτόκο, διά της οποίας ευδόκησε ο φιλάνθρωπος Κύριος να κατεβεί από τα ύψη της θείας δόξας Του στην αδύναμη και ταπεινή φύση του ανθρώπου και να ενδυθεί την μορφή του δούλου, ώστε να ενδύσει πάλι αυτόν με την αρχική απολεσθείσα ενδυμασία της αφθαρσίας; Μάλιστα τα σκαλοπάτια της κλίμακας είναι οι μυστικές θεοφάνειες που συνέβησαν κατά διαφόρους χρόνους στους αγίους προφήτες και αποκάλυψαν βαθμιαίως το άρρητο όραμα της ενσαρκώσεώς Του, που ήταν προορισμένο να συντελεσθεί κατά τους έσχατους καιρούς. Οι άγγελοι δε φανερώνουν με την ανάβασή τους το μεγαλείο της θεότητας, ενώ με την κατάβασή τους την ταπεινότητα της ανθρωπότητας, την οποία ο Θεός-Λόγος συγκατατέθηκε να δεχθεί.
Δεύτερος, ο προφήτης του Θεού Μωυσής διδάχθηκε το περί αυτής μυστήριο, όταν είδε την φλεγομένη και μή καιομένη βάτο. Η βάτος αντιπροσωπεύει την αδυναμία της ανθρωπίνης φύσεως, επειδή το ίδιο το φυτό, ο θάμνος, είναι αδύναμος, εύθραυστος και γεμάτος παρακλάδια, όπως η ποικιλομορφία των αμαρτιών μας, ενώ η φωτιά που έφλεγε την βάτο αλλά δεν την έκαιγε, εκπροσωπεί την θεότητα του Μονογενούς Υιού του Υψίστου· καθώς «και γάρ ο Θεός ημών πύρ καταναλίσκον» τις αμαρτίες μας, όπως λέγει ο θείος απόστολος[15]. Αυτό το όραμα προανήγγειλε την τέλεια ένωση του Μονογενούς με την ανθρωπότητα, την οποία έλαβε διά της Παναγίας Θεομήτορος, όταν εγκαταστάθηκε μέσα της δίχως να την κάψει, διατηρώντας την άφθαρτη. Επίσης και ο Δανιήλ, που έλαβε χάρη από τον Θεό να μιλά περί των μυστηρίων, μας δίδαξε περιγράφοντας αυτήν ως όρος, από το οποίο αχειροποίητα αποκόπηκε ένας λίθος και κατεπλάκωσε την πολυσύνθετη εικόνα που ονειρεύτηκε ο βασιλέας Ναβουχοδονόσορ[16]. Περί αυτού του μυστηρίου και αυτού του όρους ο προπάτωρ της είπε: «Όρος του Θεού όρος πίον, όρος τετυρωμένον, όρος πίον»[17]. «Όρος πίον», δηλαδή μεστωμένο και εμπλουτισμένο με πνευματικά χαρίσματα, που όμοιό του ωραίο και αρεστό δεν υπάρχει, ώστε να κατοικήσει εκεί ο Υιός του Υψίστου. Αυτό δηλώνει ο θείος προφήτης, όταν λέγει: «Ίνα τι υπολαμβάνετε», άνθρωποι, άλλα «όρη τετυρωμένα»; Δεν υπάρχει, λέγει, άλλο βουνό εκτός από αυτό το θείο βουνό, δηλαδή την πάναγνη νεαρά παρθένο. Γι’ αυτό και προσθέτει: «Το όρος, ο ευδόκησεν ο Θεός κατοικείν εν αυτώ; Και γάρ ο Κύριος κατασκηνώσει εις τέλος»[18].
Αισχυνθείτε λοιπόν μαζί με τον αισχρό Κοπρώνυμο για την πίστη σας, επειδή ισχυρίζεσθε ότι αυτή στερήθηκε της αειπάρθενης δόξας και τιμής, όταν γέννησε τον προσκυνητό Εμμανουήλ. Καθώς «ο Θεός κατοικεί… εις τέλος», δηλαδή αυτή θα μείνει αχώριστη από την δόξα του μονογενούς Υιού της ως το τέλος. Ένας άλλος μυστικός κήρυκας την αποκαλεί ράβδο, «εκ της ρίζης Ιεσσαί, και άνθος εκ της ρίζης αναβήσεται»[19], και η προφητεία συνεχίζει, αλλά εγώ θα σταματήσω εδώ, για να μην καταστώ βαρετός.
Για ποιόν λόγο όμως ο προφήτης αποκάλεσε την Αειπάρθενο ράβδο; Επειδή ο σαρκωθείς Θεός, που γεννήθηκε από αυτήν, συνέτριψε όλες τις κεφαλές των φαρμακερών όφεων, τις διάφορες δηλαδή δαιμονικές πλάνες σε όλη την οικουμένη, διά των οποίων αυτοί οι ασεβείς υποδούλωναν και απομάκρυναν από τον Θεό το άσωτο γένος των ανθρώπων. Για τον λόγο αυτόν και ο γεννηθείς ασπόρως από αυτήν ονομάζεται άνθος, εξαιτίας της αγνότητας και της ευωδίας του Θεού-Λόγου. Αφού με τον ερχομό Του άνθισε η συγκροτηθείσα από τους εθνικούς εκκλησία, η ονομαζόμενη αλληγορικά έρημος, η οποία ήταν προηγουμένως ασθενής, εξαιτίας της αγνοίας του Θεού και κατακλυσμένη από την κάθε ασέβεια, όπως λέγει σαφώς ο ειρμός του τρίτου ψαλμού που ψάλλεται ως εξής: «Εξήνθησεν η έρημος, ωσεί κρίνον Κύριε, η των εθνών στειρεύουσα, Εκκλησία τη παρουσία σου, εν η εστερεώθη η καρδία μου». Γιατί όμως δεν λέγει ότι η έρημος άνθισε, σαν το ρόδο, αλλά σαν το κρίνο; Αφού και το ρόδο είναι πολύ ευωδιαστό και ωραίο στην όψη. Γιατί το κρίνο, εκτός από την πολύ ευχάριστη ευωδία του, έχει τρία φύλλα που συμβολίζουν τις τρεις υποστάσεις της αγίας Τριάδος, εν ονόματι των οποίων τελείται το θείο λουτρό της αιωνίας υπάρξεως –εννοώ το σωτήριο βάπτισμα– στο οποίο και διά του οποίου η πρώην έρημος, δηλαδή η αποτελουμένη από εθνικούς λαούς εκκλησία, εξαγνίσθηκε και άνθισε. Ανανεώθηκε σαν το άνθος δηλαδή που ονομάζεται κρίνο. Μολονότι δε το ρόδο ευωδιάζει και έχει όμορφη εμφάνιση, δεν αποτελεί σύμβολο της αγίας Τριάδος, διότι έχει πολλά φύλλα και φυτρώνει πάνω σε αγκαθωτό φυτό και ως εκ τούτου δεν αρμόζει να δηλώνει το μυστήριό της αγίας Τριάδας. Εξάλλου το αγκάθι στην αγία Γραφή μνημονεύεται ως σημάδι της αμαρτίας, όπως παραδείγματος χάριν: «Εστράφην εις ταλαιπωρίαν εν τώ εμπαγήναι άκανθαν»[20], δηλαδή αφού αμάρτησα, δεν αγνόησα την αμαρτία μου, δεν πέρασα αδιάφορος δίπλα της, αλλά οπλίσθηκα αμέσως εναντίον της με νηστεία, προσευχή, δάκρυα, αναστεναγμούς, αγρυπνίες και συχνές μετάνοιες, ταλαιπωρώντας τον εαυτό μου και βασανίζοντας την σάρκα μου.
Γι’ αυτό και συμβουλεύω εσάς, αδελφοί μου, στους οποίους εισχώρησε το τρομερό αγκάθι της βλασφημίας του αισχρού Κοπρώνυμου, να φροντίσετε να απομακρυνθείτε από αυτό και να εκβάλετε από την σκέψη σας αυτήν την βλασφημία ως εφεύρημα του εικονομάχου και σκληροτάτου διώκτη των ορθοδόξων και ως φαντασία των Ιουδαίων και πιο ορθώς του σατανά, επειδή αυτός ο θεομάχος δεν παύει ποτέ να σπείρει τα ζιζάνια της κακίας του ανάμεσα στην καλή σπορά, στο χωράφι του ουρανίου Γεωργού, και επιδιώκει, ο ασεβής, να εκτρέψει πάλι τον άνθρωπο από την ορθόδοξη πίστη στην αγία και προσκυνητή Τριάδα. Αφού γνωρίσατε την μεγάλη κακία και την ασυγκράτητη εναντίον σας μανία του, απομακρυνθείτε από αυτή την ασέβεια εναντίον της Παναγίας Θεοτόκου και από την φοβερή εναντίον της βλασφημία, ώστε και αυτή να σας πλησιάσει και να σας τηρήσει αβλαβείς από κάθε δόλο του πονηρού και να σας αξιώσει να σταθείτε εκ δεξιών του μονογενούς Υιού Της, στον Οποίον αρμόζει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση εις τον αιώνα των αιώνων. Αμήν.


[1] Ματθ. 23,16-19.
[2] Αριθ. 17,3.
[3] Ψαλμ. 44,10.
[4] Ψαλμ. 109, 1.3;88,37-38.
[5] Ψαλμ. 44,11-12.
[6] Ψαλμ. 44,13.
[7] Ψαλμ. 44,14.
[8] Παροιμ. 31,29-30.
[9] Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος [718-775] αυτοκράτορας τού Βυζαντίου, γιός τού Λέοντος Γ´τού Ισαύρου. Υπήρξε συνηδειτός εικονομάχος καί απεινής διώκτης τού μοναχισμού.
[10] Ψαλμ. 81,6.
[11] Α΄ Πέτρ. 1,16.
[12] Ψαλμ. 81,1.
[13] Ψαλμ. 45,5-6.
[14] «Εξίσταντο Αγγέλων αι δυνάμεις…Θεώ συνδοξάσθητι.» Όρθρος τής θ.Λειτουργίας τού Δεκαπενταυγούστου.
[15] Εβρ. 12,29.
[16] Δαν. 2,34.
[17] Ψαλμ. 67,16.
[18] Ψαλμ. 67,17.
[19] Ησ. 11,1.
[20] Ψαλμ. 31,4.