[Η μελέτη αναδημοσιεύεται εδώ με την άδεια του συγγραφέα]
Δρ. Ιωάννης Ν. Λίλης
εκλ. Λέκτορας Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας
της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης
Η έννοια των «ορίων» και της «σχετικότητας»
στα κείμενα
του Βυζαντινού πολιτισμού [1]
Ο Βυζαντινός πολιτισμός έχει να παρουσιάσει πληθώρα κειμένων, λαμπρών λογίων ανδρών, τα οποία τονίζουν συνεχώς τα όρια και τη σχετικότητα που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο όπως και κάθε δημιούργημα. Ο τονισμός αυτής της τραγικότητας, δηλαδή η έμφαση πως τα πάντα έχουν όρια και μέτρο γίνεται εμφανέστατος, κυρίως, όταν μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας και βυζαντινοί συγγραφείς περιγράφουν τον κόσμο και τον άνθρωπο.
Στα φιλοσοφικά κείμενα υπάρχουν μόνο δύο πραγματικότητες : το αισθητό και το νοητό στοιχείο, οι οποίες ονομάζονται γενητὸ και ἀγένητο αντίστοιχα. Το αισθητό, όπως το σώμα, στα έργα του Πλάτωνα Τίμαιος και Φαίδων είναι αυτό που συνεχώς μεταβάλλεται, διαλύεται, ενώ το νοητό, όπως η ψυχή και το θείο είναι αυτό που δεν διαλύεται και συνεχώς διατηρεί την ίδια μορφή. Και τα δύο υπάρχουν από πάντα. Και όταν ακόμα γίνεται λόγος για ότι υπάρχει δημιουργία, όπως στον Πλάτωνα λόγου χάρη, εννοείται πως η άμορφη γενητὴ ύλη παίρνει μορφή και κίνηση από το ἀγένητο νοητό στοιχείο [2]. Στα βυζαντινά κείμενα υπάρχει γλωσσικά το συγκεκριμένο σχήμα του γενητοῦ – ἀγενήτου αλλά με εντελώς και καινούργιο περιεχόμενο. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός, εκκλησιαστικός άνδρας και συγγραφέας του 8ου αιώνα, στο περιώνυμο έργο του Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, υπογραμμίζει πως το ἀγένητο (με ένα νη) είναι το ἄκτιστο και σημαίνει αυτό που δεν έχει γίνει από κανέναν, (ἀγέννητο, με δύο νη, σημαίνει αυτό που δεν έχει γεννηθεί), ενώ γενητὸ (πάλι με ένα νη) είναι το κτιστὸ και σημαίνει αυτό που έχει γίνει με το Λόγο του Δημιουργού[3]. Δεν υπάρχουν πλέον οι δύο πραγματικότητες αισθητό και νοητό των αρχαίων φιλοσόφων, αλλά μόνο οι δύο πραγματικότητες που λέγονται κτιστό και άκτιστο[4]. Και τα αισθητά και τα νοητά γίνονται πλέον (στη διατύπωση εννοείται) κτιστά, γενητά. Ἀγένητο, δηλαδή ἄκτιστο, από εδώ και πέρα, είναι μόνο ο Τριαδικός Θεός : ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα[5] . Όλα τα υπόλοιπα : άγγελοι, άνθρωποι, σώμα, ψυχή, ζώα, φυτά είναι κτιστά[6]. Βέβαια μεταξύ των κτισμάτων, όπως σημειώνει ο ίδιος ο Δαμασκηνός, υπάρχουν διαφορές˙ άλλο κτίσμα είναι ο άγγελος, άλλο κτίσμα ο άνθρωπος, διαφορετικά κτίσματα είναι τα ζώα, ο ουρανός και η γη, όμως όλα είναι κτίσματα[7].
Η διάκριση κτιστοῦ – ἀκτίστου δείχνει έντονα τα όρια που χαρακτηρίζουν τα δημιουργήματα. Ο άκτιστος Θεός δεν έχει δημιουργηθεί από κανέναν και από τη φύση του δεν έχει όρια[8]. Δεν θα μπορούσε κανείς να περιορίσει τη φύση του από τη στιγμή που δεν τη δημιούργησε κάποιος. Αντίθετα το κτιστό, επειδή έχει δημιουργό τον άκτιστο Θεό, έχει όρια, είναι περιορισμένο και ορίζεται από το Θεό που το δημιούργησε[9].
Οριακή κατάσταση σημαίνει πως ο άνθρωπος έχει όρια από τα οποία μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να εκπέσει. Οι βυζαντινοί συγγραφείς τονίζουν έντονα τη δημιουργία ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, ή ἐκ του μηδενός, ακριβώς για να υπογραμμίσουν την οριακή κατάσταση και την τρεπτότητα της κτίσης. Τα δημιουργήματα (κτιστό) δεν υπάρχουν από πάντα, αλλά έχουν αρχή. Υπάρχουν από κάποιο σημείο και μετά και αυτό σημαίνει πως συνεχώς τρέπονται[10], φθείρονται και αλλοιώνονται, όπως σημειώνουν πολύ χαρακτηριστικά οι Γρηγόριος Νύσσης και Κύριλλος Αλεξανδρείας[11]. Ήδη η αρχή, κατά Ιωάννη Δαμασκηνό, είναι μία τροπή[12] . Έτσι, ενώ δημιουργήθηκαν τα κτίσματα για να ζουν, να προχωρούν προς τα μπροστά, να προοδεύουν, να τελειωθούν και να θεωθούν, οποιαδήποτε στιγμή τα έλλογα κτιστά όντα μπορούν να επιστρέψουν προς το μὴ ὄν, προς το μηδέν, από το οποίο προήλθαν, στη φθορά και στον μηδενισμό. Υπάρχει βέβαια η δυνατότητα τροπής και αλλοίωσης των κτιστών όντων, η οποία όμως και προωθείται από την ελευθερία και το αυτεξούσιο που διαθέτουν τα λογικά όντα. Φυσικά μαζί τους μπορούν να παρασύρουν και όλη την άλογη δημιουργία. Ο άνθρωπος είναι ευμετάβλητος και γι’ αυτό πρέπει κάθε στιγμή να νικάει το μηδέν, δηλαδή να προσέχει αυτήν την οριακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται˙ η μεταβολή να μην γίνεται προς τα πίσω, προς τη φθορά και το μηδέν, αλλά προς την πρόοδο και την τελείωση. Για να εργαστεί κάποιος δημιουργικά πρέπει να νικήσει την οκνηρία και την τεμπελιά, η οποία οδηγεί στο μηδέν. Για να αγαπήσει πρέπει να νικήσει τον εγωισμό του, ο οποίος επίσης είναι μὴ ὄν και μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή. Άλλωστε και η υγεία στον άνθρωπο υπάρχει γιατί συνεχώς νικάει την αρρώστια, που φθείρει τον ανθρώπινο οργανισμό. Επομένως ο άνθρωπος πρέπει να προσέχει ανά πάσα στιγμή, με τη βοήθεια της άσκησης και του μέτρου, να καρπώνεται την πρόοδο και την τελείωση, και όχι το μηδέν, γιατί η αφετηρία της κάθε κίνησης όλων των κτισμάτων – και κατεξοχήν των λογικών – είναι η κατά φύση οριακή κατάσταση τους, που χαρακτηρίζεται για την αλλοίωση, τη φθορά και την τρεπτότητα.
Επιπλέον κυρίαρχο σημείο στα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας είναι η διήγηση του περιστατικού της πτώσεως των πρωτοπλάστων στον παράδεισο. Και σε αυτό το σημείο οι βυζαντινοί είναι χαρακτηριστικοί όσον αφορά το θέμα των ορίων και της φθοράς που χαρακτηρίζει τα δημιουργήματα. Οι πρωτόπλαστοι δεν εκτίμησαν σωστά τα όρια της κτιστότητος τους, με αποτέλεσμα να θέλουν να τα ξεπεράσουν. Αυτό φυσικά δεν μπορεί να συμβεί γιατί τα όρια των κτισμάτων πάντοτε υπάρχουν, και συνεχώς ζωοποιούνται και από τον άκτιστο Τριαδικό Θεό. Το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, του οποίου τον καρπό οι πρωτόπλαστοι δεν έπρεπε να δοκιμάσουν, σημαίνει γνώση της ανθρώπινης φύσης. Αυτή η γνώση όμως, για τα δημιουργήματα τα οποία έχουν αρχή – αρχή σημαίνει τροπή και όριο – είναι καλή για τους τέλειους αλλά κακή για τους ατελέστερους[14], όπως είναι κακή η στερεή τροφή για εκείνους που έχουν ανάγκη από γάλα[15] , κάνοντας επισφαλή την καλή αυτογνωσία[16]. Η κακή αυτογνωσία, δηλαδή η κακή γνώση που έχει ο άνθρωπος για τη φύση του, συγχέει τη γνώση του ανθρώπου σχετικά με το ποια είναι τα όρια της κτιστότητας του, κάνει επισφαλή τη θέση του Θεού στη ζωή του με τραγικά αποτελέσματα. Αντί ο άνθρωπος να πάρει το δρόμο της τελείωσης, βάζει στη θέση του Θεού τον εαυτό του[17]. Οι πρωτόπλαστοι δεν εκτίμησαν σωστά τα όρια της κτιστότητος τους, προσπάθησαν να τα ξεπεράσουν – κάτι που δεν μπορεί ποτέ να συμβεί, τα όρια πάντοτε μας ακολουθούν – με αποτέλεσμα να χάσουν ένα μελλοντικό αγαθό : την πρόοδο και την τελείωση.
Η έννοια των οριακής κατάστασης που χαρακτηρίζει τα δημιουργήματα γίνεται εμφανέστατη και μέσα από την αναφορά των Πατέρων της Εκκλησίας για τη δεκτικότητα των δημιουργημάτων. Ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, τον 14ο αι., σημειώνει πως όλα τα δημιουργήματα μετέχουν στις άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού ανάλογα με τη δεκτικότητα τους. Έτσι τα άψυχα όντα, για να υπάρχουν, μετέχουν στην ουσιοποιό ενέργεια του Θεού. Τα ζώα και τα φυτά για να υπάρχουν και να ζουν μετέχουν στην ουσιοποιό και στη ζωοποιό ενέργεια του Θεού. Τα ζωντανά έλλογα όντα, όπως π.χ. ο άνθρωπος και οι άγγελοι, μετέχουν και στην ουσιοποιό, και στη ζωοποιό και στη λογοποιό ενέργεια του Θεού για να έχουν την ύπαρξη, τη ζωή αλλά και το λόγο, με τον οποίο κατευθύνουν και την άλογη φύση. Όσα από τα κτιστά όντα που μετέχουν και στην λογοποιό ενέργεια του Θεού, όπως ο άνθρωπος ή ο άγγελος, το θελήσουν ελεύθερα μπορούν να μετέχουν τέλος και στη θεοποιό ενέργεια του Θεού[18]. Η άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού είναι μία και όχι τέσσερις. Τέσσερις είναι οι δεκτικότητες των δημιουργημάτων. Και στο παρόν σημείο της δεκτικότητας είναι εμφανέστατα τα όρια που διακρίνουν τα δημιουργήματα. Όσα από τα κτιστά μετέχουν μόνο στην ουσιοποιό ενέργεια δεν μπορούν ποτέ να μετέχουν και στη ζωοποιό. Αυτά είναι τα όρια τους τα οποία δεν ξεπερνιούνται. Τα άψυχα αντικείμενα απλώς υπάρχουν, μετέχουν και αυτά στο κοινό σώμα, δεν μπορούν ποτέ να έχουν ζωή, γιατί αυτά είναι τα όρια τους : να μετέχουν μόνο στην ουσιοποιό ενέργεια του Θεού. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τα ζώα και τα φυτά, τα οποία μετέχουν στην ουσιοποιό και στη ζωοποιό ενέργεια του Θεού. Δεν μπορούν ποτέ να έχουν το νου, το λόγο και το αυτεξούσιο καθώς δεν μπορούν να μετέχουν από τη φύση τους στη λογοποιό ενέργεια του Θεού.
Άλλωστε οι θεοφάνειες της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, εκτός από την παρουσία του Τριαδικού Θεού, διαμέσου του άσαρκου Λόγου, στην κτίση και στην ιστορία [19]θέλουν, εξίσου έντονα, να τονίσουν το μέτρο και τα όρια των ανθρώπων. «Ο Θεός σε ορισμένους αποκαλύπτεται με τη νεφέλη, τα όνειρα και τα οράματα, ενώ στο Μωυσή μιλάει στόμα κατά στόμα»[20]. Είναι όμως αλήθεια ότι όλοι οι θεόπτες, όπως και ο Μωϋσής, βλέπουν τη θεία δόξα ως ένα σημείο, σε περιορισμένα όρια α) γιατί η φύση κάθε δημιουργήματος δεν μπορεί να είναι απεριόριστη – ορίζεται από το Θεό που τη δημιούργησε και β) ποτέ δεν αναιρείται η διαφορά μεταξύ δημιουργού και δημιουργήματος. Το να γνωρίζει ο άνθρωπος τα όρια του δεν είναι μοιρολατρία αλλά ρεαλισμός και γνώση της πραγματικότητας. Ξέρει ποια είναι η φύση του.
Η έννοια των ορίων και του μέτρου διακρίνεται επίσης έντονα στην καταφατική και αποφατική θεολογία των βυζαντινών. Ο Θεός δεν μπορεί να ταυτιστεί με τίποτα το κτιστό, όμως συνεχώς είναι πανταχού παρών ουσιώνοντας και ζωοποιώντας την κτίση. Οι δύο αυτές αλήθειες – απόφαση και κατάφαση – ποτέ δεν απομονώνονται αλλά βρίσκονται πάντα λειτουργικά δεμένες. Το ότι δεν μπορούμε να βρούμε το Θεό σε τίποτα το κτιστό είναι η αποφατική θεολογία. Η κάθοδος των ακτίστων ενεργειών στη γη, η εμπειρία των λογικών όντων από αυτήν κάθοδο και η καταγραφή της από τον άνθρωπο είναι η καταφατική θεολογία[21]. Αποφατική και καταφατική θεολογία, πάντοτε λειτουργικά δεμένες, σώζουν το Θεό από την έκπτωση του σε οτιδήποτε το κτιστό και ταυτόχρονα δείχνουν τη ζωοποίηση και τη θεραπεία και της κτίσης[22]. Η παραπάνω διατύπωση των βυζαντινών Πατέρων είναι σαφής. Η γνώση του ανθρώπου για το Θεό έχει πάντοτε όρια, όσο και να θεωθεί ο άνθρωπος, γιατί όρια έχει η ίδια η κτιστή φύση του ανθρώπου. Η θεραπεία της φύσης και η θέωση έρχονται στον άνθρωπο, όμως και η διάκριση των ορίων μεταξύ κτιστού και ακτίστου ποτέ δεν αίρεται.
Η ίδια ακριβώς αλήθεια κρύβεται και πίσω από τη διατύπωση για τη διάκριση οὐσίας – ἐνέργειας στο Θεό, την οποία χρησιμοποιούν όλοι οι Πατέρες. Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τη φύση – οὐσία του Θεού, μπορούμε, όμως, να γνωρίσουμε τις ἐνέργειες του. Έχουμε εμπειρία του Θεού γιατί μετέχουμε στις ενέργειες του όμως δεν μετέχουμε ποτέ στην ουσία Του[23]. Και αυτή η διατύπωση, η οποία υπάρχει στην Αγία Γραφή με συμβολικές, παραβολικές εικόνες και στους Βυζαντινούς με τους συγκεκριμένους μεταπλασμένους φιλοσοφικούς όρους (διάκριση οὐσίας – φύσης και ἐνέργειας), θέλει να δείξει καθαρά πως η γνώση του Θεού, από την πλευρά του ανθρώπου, φτάνει ως ένα σημείο και έχει όρια. Ποτέ ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει πλήρως το Θεό.
Τα δημιουργήματα όμως δεν χαρακτηρίζονται μόνο για τα όρια τους, αλλά και για τη σχετικότητα που τα διακρίνει. Κατά τα κείμενα των Βυζαντινών μία από τις σημαντικές διαφορές μεταξύ κτιστοὺ και ἀκτίστου είναι πως το ἄκτιστο είναι απόλυτο, ενώ το κτιστὸ σχετικό. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός στο προαναφερθέν έργο του Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς όρθοδόξου πίστεως σημειώσει πως ο άγγελος είναι ασώματος κι άυλος μόνο όταν συγκρίνεται εμάς. Όταν, όμως, συγκρίνεται με το Θεό, τον μόνον ασώματο και άυλο, είναι και αυτός παχύς και υλικός. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για την ψυχή˙ αν την συγκρίνουμε με το σώμα είναι νοητή, αν τη συγκρίνουμε όμως με το Θεό είναι και αυτή υλική και σωματική[24]. Τα πάντα, όσον αφορά τη δημιουργία, νοητά και αισθητά, είναι σχετικά, τίποτα δεν είναι απόλυτο, (απόλυτος είναι μόνο ο άκτιστος Τριαδικός Θεός) και η αναφορά μας σε αυτά εξαρτάται από το τι τα συγκρίνουμε κάθε φορά.
Τα βυζαντινά κείμενα μας τονίζουν συνεχώς πως ο άνθρωπος είναι τρεπτός, σχετικός και έχει όρια. Τα πάντα μέσα στην κτίση – δημιουργία είναι τρεπτά και φθαρτά, αφού η ύπαρξη τους ξεκίνησε με τροπή – αρχή (αρχή = όρια), και γι’ αυτό θα πρέπει κάθε στιγμή ο άνθρωπος να θυμάται στη ζωή του την άσκηση και το μέτρο, έτσι ώστε όχι μόνο να εκτιμά τα δώρα που του χάρισε ο Δημιουργός, αλλά και να καρπώνεται, συνεχώς, την πρόοδο και την τελείωση.
Επιπλέον κυρίαρχο σημείο στα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας είναι η διήγηση του περιστατικού της πτώσεως των πρωτοπλάστων στον παράδεισο. Και σε αυτό το σημείο οι βυζαντινοί είναι χαρακτηριστικοί όσον αφορά το θέμα των ορίων και της φθοράς που χαρακτηρίζει τα δημιουργήματα. Οι πρωτόπλαστοι δεν εκτίμησαν σωστά τα όρια της κτιστότητος τους, με αποτέλεσμα να θέλουν να τα ξεπεράσουν. Αυτό φυσικά δεν μπορεί να συμβεί γιατί τα όρια των κτισμάτων πάντοτε υπάρχουν, και συνεχώς ζωοποιούνται και από τον άκτιστο Τριαδικό Θεό. Το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, του οποίου τον καρπό οι πρωτόπλαστοι δεν έπρεπε να δοκιμάσουν, σημαίνει γνώση της ανθρώπινης φύσης. Αυτή η γνώση όμως, για τα δημιουργήματα τα οποία έχουν αρχή – αρχή σημαίνει τροπή και όριο – είναι καλή για τους τέλειους αλλά κακή για τους ατελέστερους[14], όπως είναι κακή η στερεή τροφή για εκείνους που έχουν ανάγκη από γάλα[15] , κάνοντας επισφαλή την καλή αυτογνωσία[16]. Η κακή αυτογνωσία, δηλαδή η κακή γνώση που έχει ο άνθρωπος για τη φύση του, συγχέει τη γνώση του ανθρώπου σχετικά με το ποια είναι τα όρια της κτιστότητας του, κάνει επισφαλή τη θέση του Θεού στη ζωή του με τραγικά αποτελέσματα. Αντί ο άνθρωπος να πάρει το δρόμο της τελείωσης, βάζει στη θέση του Θεού τον εαυτό του[17]. Οι πρωτόπλαστοι δεν εκτίμησαν σωστά τα όρια της κτιστότητος τους, προσπάθησαν να τα ξεπεράσουν – κάτι που δεν μπορεί ποτέ να συμβεί, τα όρια πάντοτε μας ακολουθούν – με αποτέλεσμα να χάσουν ένα μελλοντικό αγαθό : την πρόοδο και την τελείωση.
Η έννοια των οριακής κατάστασης που χαρακτηρίζει τα δημιουργήματα γίνεται εμφανέστατη και μέσα από την αναφορά των Πατέρων της Εκκλησίας για τη δεκτικότητα των δημιουργημάτων. Ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, τον 14ο αι., σημειώνει πως όλα τα δημιουργήματα μετέχουν στις άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού ανάλογα με τη δεκτικότητα τους. Έτσι τα άψυχα όντα, για να υπάρχουν, μετέχουν στην ουσιοποιό ενέργεια του Θεού. Τα ζώα και τα φυτά για να υπάρχουν και να ζουν μετέχουν στην ουσιοποιό και στη ζωοποιό ενέργεια του Θεού. Τα ζωντανά έλλογα όντα, όπως π.χ. ο άνθρωπος και οι άγγελοι, μετέχουν και στην ουσιοποιό, και στη ζωοποιό και στη λογοποιό ενέργεια του Θεού για να έχουν την ύπαρξη, τη ζωή αλλά και το λόγο, με τον οποίο κατευθύνουν και την άλογη φύση. Όσα από τα κτιστά όντα που μετέχουν και στην λογοποιό ενέργεια του Θεού, όπως ο άνθρωπος ή ο άγγελος, το θελήσουν ελεύθερα μπορούν να μετέχουν τέλος και στη θεοποιό ενέργεια του Θεού[18]. Η άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού είναι μία και όχι τέσσερις. Τέσσερις είναι οι δεκτικότητες των δημιουργημάτων. Και στο παρόν σημείο της δεκτικότητας είναι εμφανέστατα τα όρια που διακρίνουν τα δημιουργήματα. Όσα από τα κτιστά μετέχουν μόνο στην ουσιοποιό ενέργεια δεν μπορούν ποτέ να μετέχουν και στη ζωοποιό. Αυτά είναι τα όρια τους τα οποία δεν ξεπερνιούνται. Τα άψυχα αντικείμενα απλώς υπάρχουν, μετέχουν και αυτά στο κοινό σώμα, δεν μπορούν ποτέ να έχουν ζωή, γιατί αυτά είναι τα όρια τους : να μετέχουν μόνο στην ουσιοποιό ενέργεια του Θεού. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τα ζώα και τα φυτά, τα οποία μετέχουν στην ουσιοποιό και στη ζωοποιό ενέργεια του Θεού. Δεν μπορούν ποτέ να έχουν το νου, το λόγο και το αυτεξούσιο καθώς δεν μπορούν να μετέχουν από τη φύση τους στη λογοποιό ενέργεια του Θεού.
Άλλωστε οι θεοφάνειες της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, εκτός από την παρουσία του Τριαδικού Θεού, διαμέσου του άσαρκου Λόγου, στην κτίση και στην ιστορία [19]θέλουν, εξίσου έντονα, να τονίσουν το μέτρο και τα όρια των ανθρώπων. «Ο Θεός σε ορισμένους αποκαλύπτεται με τη νεφέλη, τα όνειρα και τα οράματα, ενώ στο Μωυσή μιλάει στόμα κατά στόμα»[20]. Είναι όμως αλήθεια ότι όλοι οι θεόπτες, όπως και ο Μωϋσής, βλέπουν τη θεία δόξα ως ένα σημείο, σε περιορισμένα όρια α) γιατί η φύση κάθε δημιουργήματος δεν μπορεί να είναι απεριόριστη – ορίζεται από το Θεό που τη δημιούργησε και β) ποτέ δεν αναιρείται η διαφορά μεταξύ δημιουργού και δημιουργήματος. Το να γνωρίζει ο άνθρωπος τα όρια του δεν είναι μοιρολατρία αλλά ρεαλισμός και γνώση της πραγματικότητας. Ξέρει ποια είναι η φύση του.
Η έννοια των ορίων και του μέτρου διακρίνεται επίσης έντονα στην καταφατική και αποφατική θεολογία των βυζαντινών. Ο Θεός δεν μπορεί να ταυτιστεί με τίποτα το κτιστό, όμως συνεχώς είναι πανταχού παρών ουσιώνοντας και ζωοποιώντας την κτίση. Οι δύο αυτές αλήθειες – απόφαση και κατάφαση – ποτέ δεν απομονώνονται αλλά βρίσκονται πάντα λειτουργικά δεμένες. Το ότι δεν μπορούμε να βρούμε το Θεό σε τίποτα το κτιστό είναι η αποφατική θεολογία. Η κάθοδος των ακτίστων ενεργειών στη γη, η εμπειρία των λογικών όντων από αυτήν κάθοδο και η καταγραφή της από τον άνθρωπο είναι η καταφατική θεολογία[21]. Αποφατική και καταφατική θεολογία, πάντοτε λειτουργικά δεμένες, σώζουν το Θεό από την έκπτωση του σε οτιδήποτε το κτιστό και ταυτόχρονα δείχνουν τη ζωοποίηση και τη θεραπεία και της κτίσης[22]. Η παραπάνω διατύπωση των βυζαντινών Πατέρων είναι σαφής. Η γνώση του ανθρώπου για το Θεό έχει πάντοτε όρια, όσο και να θεωθεί ο άνθρωπος, γιατί όρια έχει η ίδια η κτιστή φύση του ανθρώπου. Η θεραπεία της φύσης και η θέωση έρχονται στον άνθρωπο, όμως και η διάκριση των ορίων μεταξύ κτιστού και ακτίστου ποτέ δεν αίρεται.
Η ίδια ακριβώς αλήθεια κρύβεται και πίσω από τη διατύπωση για τη διάκριση οὐσίας – ἐνέργειας στο Θεό, την οποία χρησιμοποιούν όλοι οι Πατέρες. Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τη φύση – οὐσία του Θεού, μπορούμε, όμως, να γνωρίσουμε τις ἐνέργειες του. Έχουμε εμπειρία του Θεού γιατί μετέχουμε στις ενέργειες του όμως δεν μετέχουμε ποτέ στην ουσία Του[23]. Και αυτή η διατύπωση, η οποία υπάρχει στην Αγία Γραφή με συμβολικές, παραβολικές εικόνες και στους Βυζαντινούς με τους συγκεκριμένους μεταπλασμένους φιλοσοφικούς όρους (διάκριση οὐσίας – φύσης και ἐνέργειας), θέλει να δείξει καθαρά πως η γνώση του Θεού, από την πλευρά του ανθρώπου, φτάνει ως ένα σημείο και έχει όρια. Ποτέ ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει πλήρως το Θεό.
Τα δημιουργήματα όμως δεν χαρακτηρίζονται μόνο για τα όρια τους, αλλά και για τη σχετικότητα που τα διακρίνει. Κατά τα κείμενα των Βυζαντινών μία από τις σημαντικές διαφορές μεταξύ κτιστοὺ και ἀκτίστου είναι πως το ἄκτιστο είναι απόλυτο, ενώ το κτιστὸ σχετικό. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός στο προαναφερθέν έργο του Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς όρθοδόξου πίστεως σημειώσει πως ο άγγελος είναι ασώματος κι άυλος μόνο όταν συγκρίνεται εμάς. Όταν, όμως, συγκρίνεται με το Θεό, τον μόνον ασώματο και άυλο, είναι και αυτός παχύς και υλικός. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για την ψυχή˙ αν την συγκρίνουμε με το σώμα είναι νοητή, αν τη συγκρίνουμε όμως με το Θεό είναι και αυτή υλική και σωματική[24]. Τα πάντα, όσον αφορά τη δημιουργία, νοητά και αισθητά, είναι σχετικά, τίποτα δεν είναι απόλυτο, (απόλυτος είναι μόνο ο άκτιστος Τριαδικός Θεός) και η αναφορά μας σε αυτά εξαρτάται από το τι τα συγκρίνουμε κάθε φορά.
Τα βυζαντινά κείμενα μας τονίζουν συνεχώς πως ο άνθρωπος είναι τρεπτός, σχετικός και έχει όρια. Τα πάντα μέσα στην κτίση – δημιουργία είναι τρεπτά και φθαρτά, αφού η ύπαρξη τους ξεκίνησε με τροπή – αρχή (αρχή = όρια), και γι’ αυτό θα πρέπει κάθε στιγμή ο άνθρωπος να θυμάται στη ζωή του την άσκηση και το μέτρο, έτσι ώστε όχι μόνο να εκτιμά τα δώρα που του χάρισε ο Δημιουργός, αλλά και να καρπώνεται, συνεχώς, την πρόοδο και την τελείωση.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Σύναξη, τριμηνιαία έκδοση σπουδής στην ορθοδοξία, στο τεύχος 104, Διάλογοι σε καιρούς φανατισμών, σελ. 45 – 52.
[2] Πλάτωνος, Τίμαιος 52 ab˙ Πλάτωνος Τίμαιος, 30a˙ Τίμαιος, 48a. Για το θέμα βλ. Νίκου Ματσούκα, Ιστορία της φιλοσοφίας (με σύντομη εισαγωγή στη φιλοσοφία) Ε΄ έκδοση Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993 σελ. 264 ε˙ Νίκου Ματσούκα, Λόγος και μύθος, με βάση την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 39. πρβλ. επίσης Ιωάννου Ζηζιούλα, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, η συνάντηση των δύο κόσμων, Αποστολική Διακονία 2003, σελ. 195. Βλ. Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, Η έννοια της θεότητας και η έννοια της Δημιουργίας κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας (Δύο σημεία σύγκρουσης της πατερικής σκέψης με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία) δημοσιευμένο στο έργο του συγγραφέα Ορθόδοξο Δόγμα και θεολογικός προβληματισμός, Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 64.
[3]Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς PG 94, 817AB.
[4]Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς, PG 94, 796A : «Πάντα τὰ ὄντα ἤ κτιστὰ ἐστιν ἤ ἄκτιστα».
[5] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής PG 94, 873B.
[6] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς, PG 94, 1113B.
[7] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Διαλεκτικά, α΄ Περὶ οὐσίας φύσεως καὶ μορφῆς 12 – 16 στην έκδοση B. Kotter, Walter – De Gruyter 1969, t. I (Patristische Texte und Studien 7) Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Dialectica Sive capita Philosophica, Die Schriften des Johannes von Damaskos . Για τους αρχαίους Έλληνες η ψυχή είναι ἀγένητη (ἄκτιστη), όπως το θείο, ο νους και γενικότερα το νοητό στοιχείο, βλ. Πλάτωνος, Φαίδωνος, 80b. Για τους βυζαντινούς, όμως, η ψυχή (όπως και όλος ο νοητός κόσμος) είναι και αυτή γενητή – κτιστή, ως δημιούργημα, αφού μόνο ο Τριαδικός Θεός, δηλαδή ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα ανήκουν στο ἀγένητο – ἄκτιστο.
[8]Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής PG 94, 869B : « Ἀόριστον γὰρ ἐστί φύσει μόνο τὸ ἄκτιστον». [5] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής PG 94, 873B.
[6] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς, PG 94, 1113B.
[7] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Διαλεκτικά, α΄ Περὶ οὐσίας φύσεως καὶ μορφῆς 12 – 16 στην έκδοση B. Kotter, Walter – De Gruyter 1969, t. I (Patristische Texte und Studien 7) Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Dialectica Sive capita Philosophica, Die Schriften des Johannes von Damaskos . Για τους αρχαίους Έλληνες η ψυχή είναι ἀγένητη (ἄκτιστη), όπως το θείο, ο νους και γενικότερα το νοητό στοιχείο, βλ. Πλάτωνος, Φαίδωνος, 80b. Για τους βυζαντινούς, όμως, η ψυχή (όπως και όλος ο νοητός κόσμος) είναι και αυτή γενητή – κτιστή, ως δημιούργημα, αφού μόνο ο Τριαδικός Θεός, δηλαδή ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα ανήκουν στο ἀγένητο – ἄκτιστο.
[9] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς, PG 94, 869B.
[10] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς PG 94, 960B : « Πᾶν γὰρ γενητόν καὶ τρεπτόν ἐστιν». Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς, PG 94, 924AB˙ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς, PG 94, 924B – 925A : « Ψυχὴ τοίνυν ἐστίν οὑσία ζῶσα ἀπλη, ἀσώματος, σωματικοῖς ὁφθαλμοῖς κατ’ οικείαν φύσιν ἀόρατος, λογική τε καὶ νοερὰ, ἀσχημάτιστος, ὀργανικῷ κεχρημένη σώματι καὶ τούτῳ ζωῆς αὐξήσεως τε καὶ αἰσθήσεως καὶ γεννήσεως παρεκτική, οὐχ ἔτερον ἔχουσα παρ’ ἐαυτήν τὸν νοῦν, ἀλλά μέρος αὐτῆς τὸ καθαρώτατον (ὥσπερ γὰρ ὁφθαλμός ἐν σώματι, οὕτως ἐν ψυχῇ νοῦς), αὐτεξούσιος, θελητικὴ τε καὶ ἐνεργητικὴ, τρεπτὴ ἥτοι ἐθελότρεπτος, ὅτι καὶ κτιστὴ, πάντα ταῦτα κατὰ φύσιν ἐκ τῆς τοῦ δημιουργήσαντος αὐτήν χάριτος εἰληφυῖα, ἐξ ἦς καὶ τὸ εἶναι καὶ τὸ φύσει οὕτως εἶναι εἴληφεν»˙ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς, PG 94, 961A : « Χρὴ (δε) γινώσκειν, ὅτι καὶ οἱ ἄγγελοι λογικοὶ ὄντες αὐτεξούσιοι ὑπάρχουσι καὶ ὡς κτιστοὶ καὶ τρεπτοί».
[11] Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου PG 44, 184C˙ Κυρίλλου Άλεξανδρείας, Εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον 1 PG 73, 88B.
[12] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς PG 94, 960C˙ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων διάλογος PG 94, 1568AB.
[13]Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής, PG 94, 913B : « …ή ὄτι δύναμιν ἐδίδου γνωστικὴν τοῖς μεταλαμβάνουσι τῆς οἰκείας φύσεως, ὄπερ καλὸν μὲν τοῖς τελείοις, κακὸν δὲ τοῖς ἀτελεστέροις».
[11] Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου PG 44, 184C˙ Κυρίλλου Άλεξανδρείας, Εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον 1 PG 73, 88B.
[12] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς PG 94, 960C˙ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων διάλογος PG 94, 1568AB.
[13]Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής, PG 94, 913B : « …ή ὄτι δύναμιν ἐδίδου γνωστικὴν τοῖς μεταλαμβάνουσι τῆς οἰκείας φύσεως, ὄπερ καλὸν μὲν τοῖς τελείοις, κακὸν δὲ τοῖς ἀτελεστέροις».
[14] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής, PG 94, 916D – 917A.
[15]Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής, PG 94, 913B.
[16] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής, PG 94, 917B.
[17]Για περισσότερες πληροφορίες επί του θέματος βλ. Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄ τόμος, (Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική χριστιανοσύνη), Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 205 κ. εξής.
[18]Γρηγορίου Παλαμά, Ἀντιρρητικός 5, Έκδοση Κοντογιάννη – Φανουργάκη, στη σειρά Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμᾶ συγγράμματα τόμος Γ΄, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 375˙ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Εἰσαγωγὴ δογμάτων, η΄ Περί ἐνεργείας PG 95, 109AB.
[15]Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής, PG 94, 913B.
[16] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής, PG 94, 917B.
[17]Για περισσότερες πληροφορίες επί του θέματος βλ. Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄ τόμος, (Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική χριστιανοσύνη), Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 205 κ. εξής.
[18]Γρηγορίου Παλαμά, Ἀντιρρητικός 5, Έκδοση Κοντογιάννη – Φανουργάκη, στη σειρά Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμᾶ συγγράμματα τόμος Γ΄, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 375˙ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Εἰσαγωγὴ δογμάτων, η΄ Περί ἐνεργείας PG 95, 109AB.
[19]Θεοφίλου Ἀντιοχείας, Πρὸς Αὐτόλυκον 2,10 PG 6, 1064C – 1065A˙ Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν 3,14 PG 26, 349C – 352AB˙ Μ. Βασιλείου, Κατ’ Εὐνομίου 2 PG 29, 609AB˙ Γρηγορίου Θεολόγου, Θεολογικός δεύτερος 2-3 PG 36, 28A – 29 AB˙ Θεολογικός δεύτερος 10, PG 36, 49CDI˙ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Εἰς τὴν Μεταμόρφωσιν PG 96, 968D.
[20]Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄ τόμος, Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 61.
[21]Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Γεωργίου Μαρτζέλου, Κατάφαση και απόφαση κατά τον Μάξιμο Ομολογητή. (Ανάτυπο εκ του τόμου Πρακτικά ΚΒ΄ Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα ο Άγιος Μάξιμος Ομολογητής Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 159 – 172), σελ. 168 – 169˙ Νίκου Ματσούκα, Κόσμος, άνθρωπος, κοινωνία στο Μάξιμο Ομολογητή, εκδόσεις Γρηγόρη 1980, σελ. 189 – 190˙ Δογματική και Συμβολική θεολογία Α΄ τόμος, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 207˙ Δογματική και Συμβολική θεολογία Γ΄ τόμος, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 133˙ Χρήστου Γιανναρά, Σχεδίασμα στη φιλοσοφία, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1994 (Β΄ επανέκδοση), σελ. 70, 93.
[22]Βλ. Μαξίμου Ὀμολογητοῦ, Περί διαφόρων ἀποριῶν PG 91, 1129C˙ Πρὸς Θαλάσσιον περὶ διαφόρων ἀπόρων PG 90, 380 C˙ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομάτων PG 3, 872A˙ Περί μυστικῆς θεολογίας PG 3, 1000B.
[23] Βλ. Μ. Ἀθανασίου, Περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 17, PG 25, 125AB˙ Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολή 234, 1 PG 32, 869 AB˙ Γρηγορίου Νύσσης, Πρὸς Εὐνόμιον 1 PG 45, 384D˙ Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περὶ ἀγάπης PG 90, 981 C. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής PG 94, 836A.
[24] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς, PG 94, 868A : «Ἀσώματος δε λέγεται καὶ ἄυλος, ὅσον πρὸς ἡμᾶς, πᾶν γὰρ συγκρινόμενον πρὸς Θεόν τὸν μόνον ἀσύγκριτον παχύ τε καὶ ὑλικόν εὐρίσκεται, μόνον γἀρ ὅντως ἄυλον τὸ θεῖον ἐστι καὶ ἀσώματον»˙ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας λόγοι τρεῖς 3 PG 94, 1345 A : «Ὁ μὲν γὰρ Θεὸς καὶ φύσει καὶ παντελῶς ἀσώματος˙ ἄγγελος δὲ καὶ ψυχὴ καὶ δαίμων πρὸς μὲν Θεὸν συγκρινόμενοι τὸν μόνον ἀσύγκριτον σώματα εἰσι, πρὸς δὲ τὰ ὑλικὰ σώματα ἀσώματοι. Μὴ θέλων οὖν ὁ Θεὸς παντελῶς ἀγνοεῖν ἡμᾶς τὰ ἀσώματα περιέθηκεν αὐτοῖς τύπους καὶ σχήματα καὶ εἰκόνας κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς φύσεως ἡμῶν σχήματα σωματικά ἐν ἀύλῳ ὁράσει νοὸς ὁρώμενα, κατὰ ταῦτα σχηματίζομεν καὶ είκονίζομεν, ἐπεὶ πῶς ἐσχηματίσθη καὶ εἰκονίσθη τὰ χερουβίμ; Ἀλλὰ καὶ Θεοῦ σχήματα καὶ είκόνας ἡ γραφὴ ἔχει»˙ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς, 94, 917D, 920A : « Οὕτω μὲν οὖν τὴν νοητὴν οὑσίαν ὑπεστήσατο ὁ Θεὸς, ἀγγέλους φημί καὶ πάντα τὰ κατ’ οὑρανόν τάγματα, - ταῦτα γὰρ ἀριδήλως νοερὰς ἐστι καὶ ὰσωμάτου φύσεως˙ «ἀσωμάτου» δε φημί συγκρινομένης πρὸς τὴν τῆς ὕλης παχύτητα. Μόνον γὰρ ὅντως τὸ θεῖον ἅυλον τε καὶ ἀσώματον». Την ίδια αλήθεια διατυπώνει και ο Μέγας Αθανάσιος περίπου 4 αιώνες πριν από τον Ιωάννη Δαμασκηνό, βλ. Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ Ἐλλήνων 41 PG 25,81C : «Τῶν μὲν γὰρ γενητῶν ἡ φύσις, ἅτε δὴ ἐξ οὐκ ὄντων ὑποστᾶσα, ρευστὴ τις καὶ ἀσθενὴς καὶ θνητὴ καθ’ ἑαυτὴν συγκρινομένη τυγχάνει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου