ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Νικόλας Σεβαστάκης, «Με έναν Σοπενάουερ στην τσέπη» ή Ή η άλλη μισή αλήθεια

Πηγή: Η Αυγή 22-1-2012, ένθετο Ενθέματα, σελ.32

Στη Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων, το μυθιστόρημα του Ζαν Μισέλ Γκενασιά, ο αφηγητής Μισέλ Μαρινί είναι ένας έφηβος που διαβάζει λογοτεχνία με τέτοια αφοσίωση ώστε συχνά διασχίζει τους δρόμους του Παρισιού χωρίς να τραβάει τα μάτια του από τις σελίδες. Είναι η εποχή του πολέμου στην Αλγερία και των πρώτων δίσκων του ροκ εν ρολ, εποχή όπου οι πολιτικές απορίες και η ερωτική αφύπνιση συγκαταλέγονται στα υλικά της επερχόμενης εξέγερσης.
Να, λέω, αυτό το καλό έχει η λογοτεχνία: υπενθυμίζει, μεταξύ άλλων, τις δυνατότητες ελευθερίας που υπάρχουν κάτω από τα στρώματα μιας κοινής ζωής, ενός συνηθισμένου πεπρωμένου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται για νοσταλγική ανακατασκευή του παρελθόντος ή μιας νεότητας που κάποτε, πιθανόν, ήταν πιο ενδιαφέρουσα. Αυτός ο έφηβος που διάβαζε Κάφκα και Καμύ, Ντοστογιέφσκι και Γκόγκολ, υπήρξε στ’ αλήθεια. Δεν είναι μια στρατηγική εξιδανίκευσης, τέχνασμα μιας συγκαλυμμένης αυτοβιογραφίας. Το ανάλογό του στο πέρασμα του χρόνου είναι άλλωστε εκείνοι οι νεαροί Έλληνες που τα ονόματά τους τα πρωτοσυνάντησα σε κάποια τεύχη της Επιθεώρησης Τέχνης –τα είχε όλα ο πατέρας μου– όταν ήμουν δεκατεσσάρων. Και κάποιοι από αυτούς ευτυχώς επιμένουν ακόμα και τους διαβάζουμε σήμερα στις Σημειώσεις του σπουδαίου Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου. Παιδιά του Χαλανδρίου και της Κυψέλης του ’60, της Βέροιας ή της Χαλκίδας που διάβαζαν Κέστλερ, Τόμας Μαν και Λούκατς. Και άλλοι που εμφανίστηκαν στις κατοπινές γενιές, στη μεταπολίτευση –αυτή που την παρουσιάζουν ως ένα πασοκοειδές γκροτέσκο πράγμα–, στα μεταβατικά χρόνια του ’80 και μέχρι σήμερα. Σήμερα;
Μόνο που δέκα τόσα χρόνια στο πανεπιστήμιο, στις κοινωνικές επιστήμες μάλιστα, ζήτημα είναι αν έχω συναντήσει τρεις φοιτητές που να λάμπει το μάτι τους ακούγοντας το όνομα ενός συγγραφέα ή τον τίτλο ενός βιβλίου. Πάντα μειονότητες θα είναι οι Μισέλ Μαρινί του κόσμου τούτου, αλλά εδώ μιλώ για πραγματική κατάσταση σπάνης ή για θλιβερή απουσία. Και αυτό ισχύει ακόμα και για εκείνους τους ενταγμένους ή υποψιασμένους πολιτικά φοιτητές και φοιτήτριες.
Το έχω ξαναγράψει και ξέρω ότι παρεξηγείται στην Αριστερά ως πράγμα ανεπίκαιρο και εξωτικό: μου φαίνεται αδιανόητη μια πολιτικοποίηση χωρίς άλλα ερεθίσματα, χωρίς μια γερή δόση μύησης σε διαφορετικές και συχνά ασύμπτωτες μεταξύ τους αφηγήσεις της ανθρώπινης κατάστασης. Αυτές οι αφηγήσεις δεν εξαντλούνται στην τελευταία λέξη της μόδας που επικρατεί στη λεγόμενη ριζοσπαστική θεωρία. Ούτε πρέπει να τις επικαλούμαστε για να μας λύσουν το πρόβλημα του «πολιτικού σχεδίου», πόσο μάλλον το πρόβλημα του χρέους και της καπιταλιστικής κρίσης.
Η εργαλειακή και σχεδόν «από καθήκον» αντιμετώπιση της ανάγνωσης ως βιβλιογραφίας αθετεί την ουσία του πάθους το οποίο γίνεται όλο και πιο δυσεύρετο. Μιλώ για μια στάση η οποία δεν ψάχνει απλώς έναν μικρό χώρο βεβαιοτήτων, δεν γυρεύει ένα είδος διανοητικού στεκιού. Υπέροχα είναι τα στέκια και οι βεβαιότητές τους, αλλά ακόμα καλύτερη είναι η περιπλάνηση, η πρακτική της αμφιβολίας, όπως την προσφωνεί ο σχεδόν αιωνόβιος Ινγκράο.
Αλλά τι να το κάνω που ο άλλος θέλει «επιστροφή στον Λένιν» και όταν του μιλάς λ.χ. για τις Ιστορίες από την Κολιμά του Βαρλάμ Σαλάμοφ κοιτάει με μάτια απλανή λες και του αναφέρεις την ύπαρξη εξωγήινης ζωής;
Πρακτική της αμφιβολίας σημαίνει ότι πιάνεις στα χέρια σου κι εκείνα που θα σου πολλαπλασιάσουν τα ερωτήματα, κι αυτά που θα σου ραγίσουν τα έσω τοιχώματα ή θα σε βγάλουν, πολλές φορές με βίαιο τρόπο, έξω από τα οικεία και ανακουφιστικά λόγια με τα οποία πιστεύεις ότι ξεκλείδωσες τα μυστικά του κόσμου.
Ο τσέχος φιλόσοφος, ο Γιαν Πάτοτσκα, έλεγε ότι πνευματικός άνθρωπος είναι εκείνος που αποδέχεται να ζει με την «προβληματικότητα», συντροφιά με μια ορισμένη αίσθηση του κινδύνου στο βαθμό που αποστατεί από την προστασία του αυτονόητου και αυταπόδεικτου. Τα καθεστωτικά αυτονόητα τα ξέρουμε, χίλιες φορές τα έχουμε πει και σε αυτήν εδώ τη στήλη. Αλλά να που ο κομφορμισμός δεν έχει μόνο ένα πρόσωπο, δεν είναι μόνο «η εικόνα στις ειδήσεις», αλλά ζει και μέσα στο κίνημα, τρέφεται από τη μονομέρεια, από τον radical ακαδημαϊσμό, τον αιώνιο άταφο οικονομισμό.
Κάθε φορά που συναντώ αυτά τα προσωπεία, θυμάμαι τον Λειβαδίτη που ομολογεί:
ώ, αν μπορούσα να ξαναρχίσω απ’ την οδό Κεραμέων, τότε που περιδιάβαζα κάτω απ’ τις πιπεριές μ’ έναν Σοπενάουερ στην τσέπη
σ’ εκείνον το ρομαντικό ρόλο που «έπαιζα» τότε, ανακαλύπτω τώρα ότι υπήρξε ο πιο αληθινός εαυτός μου
Αυτός «ο Σοπενάουερ στην τσέπη» μπορεί να είναι η άλλη μισή αλήθεια.


*O Nικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου