Ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω ·
ἐδίψησε σε ἡ ψυχὴ μου,
ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου
ἐν γῆ ἐρήμω καὶ ἀβάτω καὶ ἀνύδρω
[Ψαλμῶν 62,2]
«Ο Θεός ο Θεός μου». Επαναλαμβάνει εδώ δυο φορές την λέξη προσθέτοντας εις την δεύτερη την γενική κτητική «μου». Είναι τόσο πυρωμένη η καρδιά του, είναι τόσο φλογισμένη από την αγάπη εις τον Θεόν, ώστε δεν μπορεί να αναπαυθεί. Προσπαθεί, και μόνον λέγοντας το όνομα του, να χορτάσει. Ο Ψαλμωδός, για να εκφράσει την προσωπική του επαφή με τον Θεόν, λέγει, Θεέ μου, Θεέ μου, με την ίδια αγάπη, την ίδια τρυφερότητα με την οποίαν ένα μικρό παιδί θα έλεγε, μαννούλα μου, μαννούλα μου.
Ο Ψαλμός είναι ένα ερωτικό άσμα. Ο Θεός του είναι μια πραγματικότης. Γι’ αυτό τον καλεί τον φωνάζει αλλά και τον αναζητεί· «μὴ ὅν ἠγάπησε ἡ καρδία μου εἴδετε;»[Ασμ.3,3]. Που είναι άραγε; Ένας παλμός δυνατός τον συνέχει. Γνώριμος του ήταν ο Θεός· τον ήξευρε, τον είχε συναντήσει πολλές φορές. Ήθελε να ζει διαρκώς μαζί του. Γι’ αυτό τον φωνάζει, τον ζητεί τόσο απλά, Θεέ μου, Θεέ μου.(...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου