ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Άλαν: από Αυστραλία μέσω… Ινδίας!


Το πνευματικό ταξίδι ενός σύγχρονου νέου αναζητητή, που συνάντησε μια σπουδαία γυναίκα

φωτό: από εδώ & εδώ


Η μορφωμένη Κωνσταντινουπολίτισσα Αυρηλία Παπαγιάννη (1897-1992) ανέτρεψε τη ζωή και την επαγγελματική της σταδιοδρομία και ταξίδεψε στην Ινδία και σε άλλες φτωχές περιοχές του πλανήτη (αλλά και στην Ελλάδα), προσφέροντας αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες της ως νοσηλεύτρια, φυσιοθεραπεύτρια και εκπαιδεύτρια φυσιοθεραπευτών. Επιθυμία της, εμπνευσμένη από το ευαγγέλιο και τη χριστιανική της πίστη, ήταν να υπηρετήσει εκείνους που θεωρούσε «τους πιο δυστυχισμένους ανθρώπους της Γης». Κατά τις περιπλανήσεις της, είχε εναποθέσει εντελώς τη ζωή και την ασφάλειά της στην προστασία του Θεού. Σε μεγάλη ηλικία έγινε μοναχή από τον άγιο Γέροντα της Πάτμου Αμφιλόχιο Μακρή, με το όνομα Γαβριηλία, και είναι πλέον μια «Γερόντισσα», δηλ. μια ορθόδοξη πνευματική δασκάλα και οδηγός.

Την ιστορία του νεαρού ταξιδευτή και ερευνητή από την Αυστραλία αφηγείται παρακάτω η ίδια η Γερόντισσα:




Α΄



Μια φορά στην Ινδία ήταν ένας πολύ μεγάλος «Δάσκαλος», απ’ αυτούς που λένε Γκουρού (εγώ τότε εργαζόμουν στο μικρό νοσοκομείο που ανήκε στο ashram του). Μια μέρα λοιπόν, ήρθε ένας νέος 26 χρονών από την Αυστραλία πολύ χαρούμενος και φέρνοντας μαζύ του ένα μεγάλο κιβώτιο. Παρουσιάστηκε εκεί που ήταν ο μεγάλος αυτός Δάσκαλος και είχε γύρω του κόσμο που τον άκουγε να μιλά…

Όταν μπήκε αυτός ο νέος, ήταν κατακόκκινος από την χαρά και την συγκίνησή του. κοίταζε τον Δάσκαλο, όπως κοιτάζουμε, τι να σας πω, μιαν Εικόνα Αγίου! Αφού λοιπόν ο «Δάσκαλος» τον κοίταξε καλά-καλά, του λέει: «Ώστε εσύ είσαι που ήρθες από την Αυστραλία; Τι μας έφερες;». Αυτός ο καημένος από την συγκίνηση δεν μπορούσε να μιλήσει. Κι ο άλλος να επιμένει: «Μας έφερες μπανάνες; Μας έφερες φρούτα; Μας έφερες γλυκά; Τι μας έφερες;»…

Αρχίζει το δύστυχο το παιδί να ανοίγει το κιβώτιο. Και βγάζει χαρτιά, και δεύτερα χαρτιά, και τρίτα χαρτιά… «Ε, δείξε μας πια, τι θα μας χαρίσεις;». Στο τέλος έβγαλε ταινίες και το μαγνητόφωνο που είχε φέρει για να ηχογραφήσει την φωνή του μεγάλου αυτού Δασκάλου. «Μπα!... Αυτά είναι όλα; Τίποτε άλλο δεν έφερες;… Πηγαίνετε να του δείξετε το δωμάτιό του!».

Πάει ο καημένος στο δωμάτιό του και κάθεται και κλειδώνεται και δεν ήθελε πια να βγει έξω καθόλου. Έπαθε σοκ! Περίμενε να δει έναν άνθρωπο που τον είχε σχεδόν θεοποιήσει και τον βλέπει τώρα να περιμένει μπανάνες και φρούτα σαν κοινός θνητός, και στο τέλος να του λέει και να πάει στο δωμάτιό του, μια και δεν έφερε τίποτε... Ενώ ο δύστυχος είχε έρθει να αποθανατίσει την φωνή του γκουρού και να την στείλει στην Αυστραλία (…κι όλοι να θαυμάσουν το κατόρθωμά του, γιατί βέβαια, μέσα σ’ όλα αυτά, υπήρχε λιγάκι και το Εγώ)… Το παιδί, όπως καταλαβαίνετε, έπαθε πραγματικό σοκ. Την άλλη μέρα προσπάθησαν να τον βγάλουν από το δωμάτιό του, να πάει ν’ ακούσει τις διδασκαλίες, αλλά αυτός δεν ήθελε.

Μια μέρα τον βρήκα να περπατά στο δάσος. Του λέω: «Καλημέρα σας. Θα θέλατε να περπατήσουμε λίγο, να μιλήσουμε;» «Κάποτε θα γίνει κι αυτό. Όχι όμως τώρα!» μου απάντησε κι έφυγε.

Εν τω μεταξύ, μου λέει ο δάσκαλος της γυμναστικής: «Εσύ που πιάνεις εύκολα φιλίες, πήγαινε να του μιλήσεις λίγο»… Την άλλη μέρα, πάλι τον συναντώ. «Πώς πάτε; Συνηθίσατε λίγο εδώ;» «Όχι!» «Θέλετε να μιλήσουμε λιγάκι; Έρχομαι κι εγώ από ξένο μέρος». «Κάποια άλλη στιγμή ίσως»… Τι να κάνω, δεν ήξερα. Κάθησα ήσυχα στο δωμάτιό μου και είπα: «Αχ Θεέ μου! Τώρα που αυτό το παιδί Σου πάει κάθε πρωί στον Γάγγη, αν σκόνταφτε λιγάκι, κι αν είχε λίγο ανάγκη από μασάζ στο πόδι του, τότε εγώ θα μπορούσα ίσως να του μιλήσω»… Και ω του θαύματος! Την άλλη μέρα το πρωί με φωνάζουν: «Ο Άλαν πήγε στον Γάγγη να κάνει μπάνιο και στραμπούληξε το πόδι του. Ελάτε αμέσως!» «Πηγαίνετέ τον στο δωμάτιό μου κι έρχομαι» τους είπα.

Ξέρετε, είναι ψυχολογικό… Ό,τι έχει σχέση με το σώμα του ανθρώπου, έχει σχέση και με την ψυχή του. αυτή την στιγμή όμως, εγώ ήξερα τι είχε πάθει το παλληκάρι, γιατί είχα δει πώς έγινε. Άρχισα λοιπόν τη θεραπεία και δεν μιλούσα καθόλου. Μα καθόλου. «Ε, δεν λέτε τίποτα;» «Όχι. Ήρθα μόνο για να δω το πόδι σου». «Καλά, κάθε μέρα που συναντιόμασταν, εσείς με ρωτούσατε για τις εντυπώσεις μου για εδώ. Τώρα δεν σας ενδιαφέρουν;» «Τώρα, θα κοιτάξουμε το πόδι σου».

Αυτό το έκανα επίτηδες, γιατί ήξερα ότι αν του έλεγα «Πες μου», εκείνος δεν θα έλεγε τίποτε. Άμα όμως κάνεις τον αδιάφορο, ο άλλος έχει ανάγκη να σου πει τον πόνο του, γιατί είναι πονεμένος μέσα του και θ’ αρχίσει να σου μιλάει. Έτσι και το παιδί. Άρχισε να μιλάει και να λέει… Ότι αυτός ο δάσκαλος είχε μεγάλο κύκλο στην Αυστραλία. Ότι τον στείλανε από κει οι φίλοι του για να ηχογραφήσει τις ομιλίες του, και να γίνει πιο γνωστή η διδαχή του και δεν ξέρω τι… Και να μου λέει: «Δεν θέλω πια να τον βλέπω! Δεν θέλω! Ούτε την ομιλία του θέλω να μαγνητοφωνήσω, ούτε τίποτα! Τι να κάνω;».

Αφού τελειώσαμε την θεραπεία του ποδιού, του λέω: «Πάμε. Θα σε πάω σ’ ένα γεροντάκι που ξέρω πολύ καλά, κι αυτός θα σου πει αυτά που θέλεις να μάθεις από την Ινδική Φιλοσοφία. Αλλά συγχρόνως θα σου μιλήσει και για τον…». «Εγώ, να ξέρεις, δεν θέλω ν’ ακούσω για Χριστιανισμό και τέτοια!». «Πάμε εκεί και θα δεις».

Αυτό το γεροντάκι ήταν πολύ σοφό. Είχε σπουδάσει και σε Χριστιανικά Σχολεία. Δίδασκε την Ινδική Φιλοσοφία, αλλά δεν έκανε προσηλυτισμό όταν ερχόταν κανένας Χριστιανός. μόλις τον πήγα, του λέει: «Θέλεις να μείνεις κοντά μου;». Το παιδί τον θαύμασε γιατί ήταν πολύ ταπεινός και έμοιαζε σαν Προφήτης από την Παλαιά Διαθήκη. Λέει: «Ναι». «Ε, φέρε τότε και την Βίβλο σου να την μελετήσουμε μαζύ… Την διαβάζεις;» «Όχι». «Α, κρίμα, γιατί τότε δεν μπορώ να σου πω “άρον τον κράβατόν σου και περιπάτει”… Παρ’ όλ’ αυτά, φέρε τον σάκκο σου κι έλα να καθήσεις εδώ». Και το παιδί, στο αδιέξοδο που ήταν, το ’κανε και πήγε και κάθησε λίγο με το γεροντάκι αυτό. Συχνά όμως τον έβλεπα και συζητούσαμε.



H εικόνα της φωτογραφίας βρισκεται στον Ι.Ναό του αγίου Ιννοκεντίου του Ιρκούτσκ που υπάγεται στο Πατριαρχείο Μόσχας και βρίσκεται στο Ντητρότιτ των ΗΠΑ. Από αριστερά προς τα δεξιά εικονίζονται η αγία Μαρία Σκόμπτσοβα, η τυφλή οσία της Μόσχας Ματρώνα και η γερόντισσα Γαβριηλία Παπαγιάννη (πηγή Misha  & Νεκρός για τον κόσμο).

Β΄



Μια φορά λοιπόν μου λέει: «Εσύ μου λες ότι όταν θέλει ο Θεός κάτι, γίνεται, κι ότι όταν αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερα στα Χέρια του Θεού, σου το κάνει, κι ότι ο μόνος τρόπος να φτάσεις στον Θεό είναι μέσω του Χριστού, ο Οποίος σε παίρνει από το χέρι και σε διαπαιδαγωγεί και σε πάει εκεί όπου πρέπει, φθάνει ν’ αφεθείς». «Ναι» του λέω, «πρέπει όμως ν’ αφεθείς πραγματικά!»

Κάποια άλλη μέρα μου λέει: «Εσύ λες ότι πρέπει ν’ αφεθούμε τελείως στο Χέρι του Θεού κι ότι τότε… Ωραία! Ας πάμε λοιπόν οι δυο μας, χωρίς χρήματα, σ’ ένα βουνό, σ’ ένα άγνωστο μέρος, να δούμε… Θα βρούμε τροφή και κατοικία όπως μου λες;».

«Και βέβαια θα βρούμε! Ρωτάς;» «Ώστε είσαι βεβαία;» «Είμαι βεβαία». «Αν το δω αυτό, θα πιστέψω στον Χριστό και θα παρατήσω όλους τους Δασκάλους κι όλους τους γκουρού».

Όμως, παιδιά μου, στην Αγία Γραφή λέει: μη εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου και: μη ζητάς σημείο [=θαύμα]. Αλλά εγώ τότε, είχα μια τέτοια λαχτάρα και βεβαιότητα ότι αυτό το παιδί πρέπει να μην χάσει τον Χριστό του, αφύ γεννήθηκε σε Χριστιανική χώρα. Τι μπορούσε να γίνει τώρα; Οπότε του λέω: «Ναι. Θα φύγουμε».

Είχαμε μαζύ μας χρήματα για το τραίνο και για τον ύπνο το πρώτο βράδυ κάτι πολύ λίγο, ένα ρούπι (κάτι σαν εκατό δραχμές). Την άλλη μέρα, θα περιμέναμε πια τι θα γίνει. Είχα μια τέτοια βεβαιότητα! Σαν να πήγαινα σε γνωστό μέρος… Λοιπόν, το παιδί αυτό είχε μερικά φρούτα και τα πήραμε μαζύ μας.

Την άλλη μέρα το πρωί, ξεκινάμε για το βουνό. Κι ανεβαίνουμε, κι ανεβαίνουμε, κι ανεβαίνουμε… Κι έγινε μεσημέρι. Κάποια στιγμή, καθίσαμε σ’ ένα λόφο να ξεκουραστούμε. Μου λέει: «Δεν έγινε κανένα θαύμα ακόμα». Του λέω: «Πολύ βιάζεσαι. Εγώ σου είπα ότι απόψε, αν θέλει ο Θεός, θα βρούμε πού να μείνουμε». «Καλά» λέει. Ο ήλιος όμως σε λίγο άρχισε να πέφτει, γιατί εκεί ήταν βουνό και χαμήλωνε γρήγορα. Βλέπαμε κάτω την κοιλάδα και, να σας πω την αλήθεια, είχα αρχίσει να σκέπτομαι ότι κάπως… άργησαν τα θαύματα που περίμενα, αλλά κι ότι έχει ο Θεός… Γυρίζει και μου λέει: «Και τώρα, τι λες εσύ;». «Λέω ότι απόψε θα κοιμηθούμε εκεί που θέλει ο Θεός». Και δεν περνά λίγη ώρα και, κοντά στο δειλινό πια, την ώρα που θα έφευγε ο ήλιος, βλέπουμε κάτω απ’ τον λόγγο να ανεβαίνει σιγά-σιγά πρώτα ένα τροπικό καπέλο, ύστερα ένα πρόσωπο, ύστερα δυο φιγούρες Ινδές. Σε λίγο διακρίναμε ότι το πρόσωπο με το τροπικό καπέλο ήταν γυναικείο, με γυαλιά, ηλικιωμένο κι Ευρωπαϊκό. Οι δύο Ινδές ήταν νέες κοπέλες. Ανεβαίνουν, ανεβαίνουν τα πρόσωπα και φθάνουν κοντά μας.

«Καλησπέρα σας» «Καλησπέρα». «Από πού έρχεστε;» «Ερχόμαστε από κάτω». «Και πού πάτε;» «Σε φίλους». Αυτός με αγριοκοίταξε. Σου λέει, γιατί λέει ψέματα αυτή; «Κι από πού είσαστε;» «Είμαι από την Ελλάδα κι ο νέος από την Αυστραλία».

Λέει: «Εγώ είμαι από την Ολλανδία. Είμαι μεγαλωμένη στην Αμερική κι αυτές οι δύο Ινδές που βλέπετε είναι δύο από τις έξι κόρες που έχω υιοθετημένες εδώ και τις σπούδασα και είναι νοσοκόμες. Εσείς τι δουλειά κάνετε;». Λέω: «Διδάσκουμε φυσιοθεραπεία και τώρα μόλις τέλειωσα από κάποιο Νοσοκομείο». «Αχ! Ο Θεός σε έστειλε. Μήπως είσαι ελεύθερη να έρθεις απόψε στο σπίτι μας; Τα δυο αυτά κορίτσια μου έχουν άδεια για ένα μήνα κι αν ήθελες να τους μάθαινες λιγάκι…». Λέω: «Ευχαρίστως. Αλλά έχω κι αυτόν τον νέο μαζύ μου και πηγαίναμε…» «Έχω υιοθετημένο και ένα αγόρι. Θα μοιραστούνε το δωμάτιό του, κι απόψε θα είμαστε μια οικογένεια». «Ευχαριστώ κι εσάς και τον Θεό που μας έφερε κοντά»…

Ο νέος από την Αυστραλία, πραγματικά δηλαδή, είχε τελείως αποσβολωθεί… Ο Θεός είχε κάνει το θαύμα Του κι εγώ πετούσα! Είχα έναν ενθουσιασμό τότε, που δεν λέγεται.

Η Ινδία ήταν η μεγάλη Περιπέτειά μου με την πίστη του Θεού. Γιατί είχα πάει χωρίς να ξέρω τίποτα. σε μια ξένη χώρα και σε ξένη γλώσσα. Τέλος πάντων, φθάσαμε στο σπιτάκι τους στο βουνό. Ένα ωραίο σπίτι πάνω σε ένα λόφο. Εκείνη μου διηγήθηκε πώς είχε φύγει νέα, πώς έζησε τόσα χρόνια εκεί, πώς οι φίλοι μόνο την συντηρούσαν, γιατί δεν ανήκε σε καμιά Οργάνωση, κι όλα αυτά, και πώς ο Θεός την είχε ευλογήσει.

Εκείνο το βράδυ, το παιδί από την Αυστραλία είχε τόσο πολύ συγκινηθεί, που με δάκρυα στα μάτια μού λέει: «Αδελφή μου Λίλα [υποκοριστικό του Αυρηλία, του βαφτιστικού ονόματος της γερόντισσας], κάτσε στο πιάνο να παίξουμε όλα τα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια! Ο Χριστός μόλις γεννήθηκε μέσα μου!» Και κάθομαι στο πιάνο κι αρχίζουμε και τραγουδάμε, κατακαλόκαιρα, όλα τα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια! Κι αρχίζουν να τραγουδούν και τα κορίτσια μαζύ με την μητέρα και τον γιο και όλοι… Κι αυτό το παιδί, ο Άλαν, ήταν κυριολεκτικά μέσα στην ευδαιμονία του Θεού!

Αλλά, βλέπετε, ο Θεός κάνει τα θαύματά Του εκεί που πρέπει να τα κάνει. Γιατί αυτό το παιδί ήταν τόσο παραστρατημένο σε άλλες κατευθύνσεις… Κι επειδή ο Θεός τον ήθελε, μας έκανε όλα αυτά. Κι εγώ είχα μια τέτοια βεβαιότητα ότι δεν μπορεί να χαθεί έτσι, στα 26 του, μ’ όλα αυτά τα γυμνάσματα [σ.σ. προφανώς εννοεί τη γιόγκα] που φέρνουν αλλοιθωρισμούς κι ένα σωρό άλλα πράγματα, όταν δεν είναι… Τέλος πάντων. Μείναμε εκεί δεκαπέντε μέρες. Έδειξα στα κορίτσια αυτά που θέλαν, κι ύστερα αυτός πήγε πίσω στην Αυστραλία. Αυτή η κυρία ιεραπόστολος έκτοτε με προσκαλούσε κάθε καλοκαίρι και πέρναγα ένα διάστημα κοντά της. Δεν ξέχασαν ποτέ αυτήν την ιστορία, ειδικά όταν τους διηγήθηκα τι έγινε μ’ αυτό το παιδί αργότερα…



Γ΄



Γιατί δεν τελείωσε εκεί η ιστορία του. Πέρασε άλλος ένας χρόνος, κι άλλος ένας, και ξαναγυρίζει στα γυμνάσματα και τους άλλους εκεί. Εγώ τότε είχα φύγει μακρυά, πάνω σ’ ένα βουνό, και δεν μπορούσε κανένας να με βρει. Όπως μου έλεγε αργότερα, θυμήθηκε τι του έλεγα και σκέφθηκε: «Όπως η αδελφή Λίλα λέει ναι άμα την προσκαλούν, έτσι κι εγώ, αυτή τη φορά θα πω ναι, κι όπου με βγάλει η άκρη!». Γιατί δεν ήταν παλι ευχαριστημένος μέσα του, εκεί. Σηκώνεται λοιπόν και πάει εκεί που νόμιζε ότι θα με βρει – εκεί που είχαμε ξανασυναντηθεί. Αλλά του είπαν «Δεν θα ’ρθει εδώ φέτος, είναι πάνω στο βουνό».

Κοιτάξτε τώρα «σύμπτωση»! Έρχεται κάποιος εκεί που ήμουν και μου λέει: «Ξέρεις, ο Άλαν από την Αυστραλία είναι στο τάδε μέρος». «Αχ» σκέφθηκα, «να του στείλω ένα γράμμα να έρθει εδώ», χωρίς να ξέρω την καινούργια περιπέτεια που είχε πάθει… Κι εκεί που αυτός περίμενε να του έρθει από κάποιον άλλο μια πρόσκληση για μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή του και δεν ξέρω τι… έρχεται το γράμμα μου. ήταν η μόνη πρόσκληση που του έγινε! Και παίρνει δρόμο κι έρχεται σ’ εκείνο το βουνό όπου δεν υπήρχαν Ευρωπαίοι, παρά μόνο εκείνος κι εγώ. Κι έρχεται και μου λέει: «Όλα καλά και άγια όσα γίνανε τότε. Εν τω μεταξύ όμως, είδα ένα σωρό πράγματα να μη γίνονται έτσι όπως τα λες. Γι’ αυτό ήρθα πάλι αναζητώντας την Αλήθεια στην Ινδία».

«Μα αφού σοου είπα, παιδί μου, ότι η Αλήθεια δεν είναι μια θεωρία, είναι ο Χριστός που είπε: Εγώ είμαι η Αλήθεια. Τι άλλο θέλεις; Μήπως θέλεις κι άλλα θαύματα;» «Μα εσύ λες ότι ζεις πάντα μέσ’ στα θαύματα». «Ναι, ζω στο θαύμα. Γιατί το ότι είσαι ζωντανός και ξανάρχεσαι, το ότι έχουμε τα μάτια μας και τα πόδια μας, όλα αυτά είναι θαύμα. Βλέπεις εδώ που δουλεύω με τους Λεπρούς; Βλέπεις εκεί τους Τυφλούς; Τους βλέπεις όλους αυτούς εδώ τους άρρωστους ανθρώπους; Γιατί αυτοί κι όχι εμείς; Το ρώτησες ποτέ; Κατά Χάριν τα έχουμε όλα! Κατά Χάριν! Παρ’ όλη την αμαρτία μας! Κατά Χάριν είμαστε όπως είμαστε. Με το Αίμα της Θυσίας του Χριστού! Δεν το καταλαβαίνεις αυτό;»

Κι εκεί πάνω που μιλούσαμε, έρχεται ένας γέρος όλο κλάματα… Τρέξτε, στο Νοσοκομείο έιναι βαρειά του παιδί μου. Ελάτε!» Και πηγαίνουμε. Το χωριουδάκι αυτό ήταν πολύ μικρό και το Νοσοκομείο βέβαια δεν ήταν και πολύ… Μου λέει ο Γιατρός: «Ήρθατε να δείτε το παιδί. Έπεσε από μια σκαλωσιά και μου φαίνεται ότι έσπασε η σπονδυλική του στήλη κι ότι ώς το πρωί θα έχει πεθάνει». Βλέπουμε το παιδί. Ήταν δεκαοκτώ χρονών. Κι εγώ τόσο πολύ συγκινήθηκα που είδα αυτό το παιδί που άρχισα να του χαϊδεύω το μέτωπο λιγάκι. Και λέω στον πατέρα του: «Όχι. Τα θαύματα του Θεού είναι μεγάλα! Το παιδί θα ζήσει. Μη σε μέλει».

Τότε βοήση, και ο Θεός εισακούσεταί σου· έτι λαλούντος σου ερεί· ιδού πάρειμι. Ησαΐας 58:9 [τότε θα φωνάξεις και ο Θεός θα σε ακούσει· ενώ ακόμα θα μιλάς, θα πει: Να, ήρθα].

Εκείνη την ώρα το παιδί άνοιξε λίγο τα μάτια του (σημ. της βιογράφου της: ήταν το μεγάλο θαύμα που έκανε ο Θεός με την προσευχή και τη συμπόνια της, για να το δει ο Άλαν). Ο πατέρας περίμενε ότι θα πεθάνει. Όταν όμως άκουσε ότι μπορεί και να ζήσει το παιδί του, γυρίζει και μου λέει: «Ε, αφού θα ζήσει το παιδί μου, δος μου λίγα χρήματα να πάω να φάω, γιατί πεινώ». Το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως!... Λέω: «Εγώ δεν έχω χρήματα, θα σου δώσει αυτό το παιδί» [ήταν πάντα άφραγκη]. Και το παιδί από την Αυστραλία του έδωσε.

Φύγαμε. Την άλλη μέρα το πρωί μου λέει: «Πάμε να δούμε αν ζει το παιδί». Μόλις πήγαμε, βρίσκουμε στην πόρτα τον Γιατρό και μας λέει: «Θα σας πω ένα πράγμα να απορήσετε. Η Φύσις κάνει κάποτε τέτοια παιχνίδια! Το παιδί έγινε καλά και σήμερα το πρωί ξεκίνησε με τα πόδια με τον πατέρα του για το χωριό τους που είναι δέκα μίλια μακρυά!». Ε, ο Αυστραλός αυτή τη φορά κόντεψε να πέσει κάτω! Ήταν πραγματικά συγκλονισμένος. Γυρίζει και μου λέει: «Τώρα, πιστεύω στην Παντοδυναμία του Θεού! Πιστεύω στον Χριστό! Είμαι Χριστιανός μέσα στην ψυχή μου! Φεύγω πίσω στην Αυστραλία! Βρήκα αυτό που ζητούσα!».



Δ΄



Φεύγει το παιδί… Τα χρόνια περνούν. Φεύγω κι εγώ από την Ινδία… Πάω στη Βηθανία, γίνομαι Δόκιμη και μια μέρα παίρνω ένα γράμμα απ’ αυτό το παιδί, όπου μου λέει: «Η μεγάλη μου υπερηφάνεια με έφερε σε απόγνωση. Τρεις νέες κόντεψαν να πνιγούν την ώρα που κολυμπούσα, κι επειδή ήμουν πολύ καλός κολυμβητής, έπεσα στο νερό και τις έσωσα. Έπαθα όμως τόσο μεγάλη έπαρση, που το διατυμπάνισα σε όλον τον κόσμο και στο τέλος έχασα το νου μου και με κλείσανε σε Νευρολογική Κλινική. Βγήκα μετά, είμαι, λένε, καλά, αλλά εγώ μέσα μου δεν αισθάνομαι καλά. Τώρα, τι με συμβουλεύεις να κάνω;».

Εγώ τότε είχα γνωρίσει στην Ινδία τον Πατέρα Λάζαρο Μουρ, τον Άγγλο Ορθόδοξο. Του λέω: «Πήγαινε πάλι στην Ινδία. Αυτή τη φορά όμως, κατευθείαν στον Πατέρα Λάζαρο, σε παρακαλώ». Κάθομαι και γράφω στον Πατέρα Λάζαρο. Πήγε το παιδί…

Όταν μου έγραψε ο Πατήρ Λάζαρος μου είπε ότι ένα ολόκληρο χρόνο τον κοίταζε μόνο. Παρακολουθουσε κάθε μέρα την Θεία Λειτουργία και δεν του μιλούσε καθόλου. Ήταν ένα αίνιγμα. Κι ένα πρωί του λέει: «Πάτερ, τόσα χρόνια γνωρίζω την αδελφή Λίλα, αλλά εκείνη δεν με ρώτησε ποτέ εάν είμαι βαπτισμένος, ούτε εάν είμαι Χριστιανός. θα νόμισε ότι, εφόσον ήμουν γεννημένος στην Αυστραλία, θα ήμουν. Αλλά δεν είμαι βαπτισμένος. Δεν είμαι ούτε και Χριστιανός! Σε παρακαλώ, βάπτισέ με!». Η χαρά του Πατέρα Λάζαρου ήταν μεγάλη. Τον βάπτισε κι από Άλαν τον ονόμασε Αδριανό. Πήρε την Ευλογία του κι έφυγε και έγινε Ιεραπόστολος… Αυτά είναι τα μεγάλα και συγκλονιστικά Θαύματα του Θεού!



Από το βιβλίο Η Ασκητική της Αγάπης, εκδ. Τάλαντο, Αθήνα 132000, σελ. 182-189.

Δείτε και: 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου