Χάρτης από εδώ |
Περί
Χριστόφορου του Μυτιληναίου[1]
Του Αθανασίου Ι. Καλαμάτα
Δρ. Θεολογίας ΑΠΘ
Όσο
περισσότερο ασχολείται κανείς με τη βυζαντινή λογοτεχνία ως σύνολο, όλο και
περισσότερο εδραιώνεται η πεποίθησή του για πολιτισμική ενότητα τούτης της
εποχής, ενότητας πολυποίκιλης, που όμως δεν διασπάται. Για να εκτιμήσουμε
βέβαια, τη φύση της βυζαντινής λογοτεχνίας και γενικότερα τη βυζαντινής
παιδείας και λογιοσύνης, επιβάλλεται, νομίζω, να έχουμε διαρκώς υπόψη μας το
κοινό που την κατείχε. Στην προκειμένη περίπτωση, εκείνο που έχει μεγίστη
βαρύτητα και που άμεσα σχετίζεται με τη λογοτεχνική παραγωγή των βυζαντινών,
είναι το ερώτημα τι γλώσσα τούτοι χρησιμοποιούσαν. Χωρίς αμφιβολία, είναι
βέβαιο, ότι κάθε μορφωμένος βυζαντινός, μιλούσε και έγραφε, με ένα γλωσσικό
ιδίωμα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λόγιο και αρχαΐζον. Οι ίδιοι εξάλλου
βυζαντινοί χαρακτήριζαν τη γλώσσα αυτή ως αττική[2].
Ειδικότερα,
τώρα, στο χώρο της βυζαντινής ποίησης, στη μέχρι σήμερα έρευνα, είναι διάχυτη η
άποψη, ότι η βυζαντινή ποίηση, ως επί το πλείστον, δεν έχει να επιδείξει δικά
της θέματα και είδη.[3]
Αν εξαιρέσει κανείς τη βυζαντινή υμνογραφία, που κατά γενική παραδοχή,
πράγματι, υπήρξε η καλύτερη ποιητική παραγωγή των βυζαντινών, ποιητικά είδη
όπως η λυρική, η δραματική και η επική ποίηση, δεν έχουν να παρουσιάσουν κάτι
το πρωτότυπο. Εδώ, σαφέστατα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, ότι αρκετά απ’
αυτά τα ποιητικά είδη των βυζαντινών, κυριαρχούνται από δάνεια στοιχεία της
κλασσικής αρχαιότητας. Δύο ίσως παραδείγματα,
νομίζω, ότι αρκούν να καταστήσουν σαφές το γεγονός τούτο. Ο Θεόδωρος
Πρόδρομος, ποιητής του 12ου αιώνα, στο έργο του Κατομυομαχία, κατόρθωσε να μιμηθεί πολύ καλά τον τόνο της αρχαίας
τραγωδίας. Όπως επίσης, και η θεματολογία του θρήνου Χριστός Πάσχων,
πιθανόν έργο του παραπάνω ποιητή, είναι παρμένη από τη Μήδεια και τις Βάκχες
του Ευριπίδη[4].
Βρισκόμαστε έτσι, μπροστά στο φαινόμενο, ακόμη και θρησκευτική ποίηση, ολίγον
στερημένη βέβαια από δογματικό περιεχόμενο, να συνδέεται με το κάλλος του
αρχαιοελληνικού ποιητικού λόγου. Τι βέβαια συνηγορούσε σε μια τέτοια σύνδεση,
φρονώ ότι, ο γλωσσικός θησαυρός, η ευφάνταστη εικονοπλασία και η περίτεχνη
δραματικότητα που διέκριναν το λόγο αρχαίων και βυζαντινών ποιητών, είναι
στοιχεία που συντρέχουν γι’ αυτήν την ώσμωση.
Εκεί
όμως που διέπρεψαν οι βυζαντινοί ποιητές, ήταν η επιγραμματοποιία. Οι βραχείες
αυτές ποιητικές συνθέσεις, γραμμένες σε ιαμβικό δωδεκασύλλαβο στίχο[5],
μας είναι γνωστές από τον αρχαίο ελληνικό και αλεξανδρινό πολιτισμό, κατά τη
βυζαντινή εποχή βρέθηκαν σε ακμή για μια περίοδο, που χρονολογικά, καλύπτει
εννέα περίπου αιώνες (4ος -13ος αι.). Η εξέλιξή τους,
όπως αυτή διασώζεται σ’ έναν αρκετά μεγάλο αριθμό κειμένων, ακολούθησε σταθερή
πορεία. Από τον 4ο έως τον 6ο αι., οι βασικότεροι
επιγραμματοποιοί αντλούσαν τα θέματά τους, περισσότερο από την αλεξανδρινή
παράδοση. Η ανάμειξη παγανιστικών και χριστιανικών στοιχείων υπήρξε το κύριο
χαρακτηριστικό των επιγραμμάτων της περιόδου αυτής. Τυπικοί εκπρόσωποί τους
ήσαν, ο Χριστόφορος ο Αιγύπτιος, ο Παλλαδάς, ο Παύλος Σιλεντιάριος, ο Ιουλιανός
ο Αιγύπτιος, ο Λεόντιος ο Σχολαστικός και ο Αγαθίας. Από τον 7ο έως
τον 13ο αι., ο τόνος των επιγραμμάτων σπάνια υπερβαίνει τη
χριστιανική θεματολογία. Ξεχωριστή θέση
εδώ κατέχουν, ο Γεώργιος Πισίδης, ο Θεόδωρος Στουδίτης, ο Ιωάννης ο Γεωμέτρης ή
Κυριώτης, ο Ιωάννης Μαυρόπους, ο Θεόδωρος ο Πρόδρομος, ο Ιωάννης Φιλής και ο
υπό εξέταση στην παρούσα μελέτη Χριστόφορος Μυτιληναίος[6].
Το
ποιητικό έργο του Χριστόφορου Μυτιληναίου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Πρώτα απ’ όλα, γιατί η προσφορά του στο πεδίο του βυζαντινού ανθρωπισμού και
της βυζαντινής λογοτεχνικής δημιουργίας εν γένει, θεωρείται γενναία, παρότι
βέβαια αρκετά είδη της, όπως παραπάνω τονίστηκε, δεν κατάφεραν να μας
κληροδοτήσουν εντελώς ζωντανή και πρωτότυπη παραγωγή. Δεύτερον, γιατί το ύφος
του, είτε αυτό σχετίζεται με τα επιγράμματα, είτε με τα παραϋμνογραφικά κείμενά
του[7],
είναι λόγιο, πολλές φορές δε και πολύ κομψό, ανώτερο από το μέσο όρο[8].
Και τρίτον, γιατί ο Χριστόφορος Μυτιληναίος δρα σε μια περίοδο (11ος
αι.), όπου η βυζαντινή γραμματεία, μετά την εποχή του «πρώτου βυζαντινού
ουμανισμού», γνωρίζει νέα ακμή, προβάλλοντας μπροστά μας μια θαυμαστή
αναγέννηση που φτάνει έως τα χρόνια των Παλαιολόγων (μέσα 15ου αι.).
Περί του βίου του, οι σχετικές
πληροφορίες είναι πενιχρές. Σύμφωνα με τον Karl Krumbacher, ο Χριστόφορος Μυτιληναίος
έζησε το πρώτο μισό του 11ου αι[9].
Αν και στα ποιήματά του αποκαλείται Μυτιληναίος, δηλωτικό της οικογενειακής
καταγωγής του, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Από τις πιο χαρακτηριστικές
στιγμές του βίου του, υπήρξαν τα διοικητικά αξιώματα που έλαβε: ανθύπατος
(πολιτικός υπάλληλος θέματος, αξίωμα που εμφανίστηκε τον 9ο αι.,
αλλά γρήγορα κατέληξε να είναι απλός τιμητικός τίτλος), πατρίκιος (υψηλός
τιμητικός τίτλος που δημιουργήθηκε από τον Κωνσταντίνο τον Μεγάλο), γραμματεύς
του αυτοκράτορα (πρωτοασηκρήτης, δηλαδή προϊστάμενος της αυτοκρατορικής
γραμματείας, αξίωμα που το συναντούμε από τον 8ο αι., και μετά), και
κριτής της Παφλαγονίας (αξιωματούχος επαγγελματίας δικαστής που ανήκε στην
κεντρική διοίκηση της δικαιοσύνης). Η άρτια αυτή εξέλιξή του στη διοικητική
μηχανή του βυζαντινού κράτους, καταδεικνύει όχι μόνο πόσο σπουδαίος ποιητής υπήρξε,
αλλά και πόσο δυνατή πολιτική υπόληψη είχε, γεγονός όχι σπάνιο, μιας και πολλές
περιπτώσεις βυζαντινών λογίων παρουσιάζουν εμφανείς αναλογίες.
Πριν αποτολμήσει κανείς τη διατύπωση
μιας ουσιαστικής κρίσης για το ποιητικό έργο του Χριστόφορου Μυτιληναίου,
νομίζω ότι επιβάλλεται να υποβάλλει την παράδοση των ποιητικών κειμένων του,
εκδεδόμενα και ανέκδοτα, σε ακριβή έλεγχο. Τέτοιο τόλμημα, προς το παρόν, η
παρούσα σύντομη μελέτη, δεν φιλοδοξεί να κάμει. Από τις έως σήμερα όμως
κριτικές εκδόσεις του[10],
φαίνεται ότι Χριστόφορος Μυτιληναίος συνέγραψε μια σειρά ποιημάτων κοσμικής,
θρησκευτικής και παραϋμνογραφικής θεματολογίας, τα οποία δεν βρίσκονται σε
ισόρροπη σχέση, όπως γίνεται στην περίπτωση ενός άλλου ποιητή του 11ου
αι., του Ιωάννη Μαυρόποδα. Αυτό βέβαια, δεν αναιρεί το γεγονός της ποιοτικής
και ποσοτικής αξίας του έργου του. Πλείστα ποιήματά του, αφιερωμένα σε υψηλά
πρόσωπα της βυζαντινής αυλής, όπως οι αυτοκράτορες Ρωμανός Γ΄, Μιχαήλ Δ΄
Παφλαγόνας, Μιχαήλ Ε΄ Καλαφάτης Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος, ο πατριάρχης Μιχαήλ
Κηρουλάριος, δικαίως χαρακτηρίζονται για τον πνευματικό και ψυχικό πλούτο τους,
αλλά και για την καλλιτεχνική δεξιοτεχνία τους[11].
Δεν λείπουν βέβαια και οι ποιητικές συνθέσεις που η θεματολογία τους είναι
ποικίλη: σκωπτικά, σαρκαστικά ποιήματα, επιτύμβια και αινίγματα.
Κατά βάση, ωστόσο, ο Χριστόφορος
Μυτιληναίος εμφορείται, όπως και προγενέστεροι και μεταγενέστεροι ποιητές, και
από τη θρησκευτική ποίηση, όχι βέβαια κατά κανόνα υμνογραφικού περιεχομένου,
όπως ιδιαίτερα τούτη αναπτύχθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου.
Χωρίς αμφιβολία, είναι γεγονός, ότι οι τελευταίοι αιώνες της Βυζαντίου (11ος
- 15ος), στον τομέα της υμνογραφίας δεν έχουν να επιδείξουν τη
ζέση και την ακμή των μεγάλων υμνογράφων προηγούμενων αιώνων, όπως του Ρωμανού
Μελωδού, του Ανδρέα Κρήτης, του Κοσμά του Μελωδού, της Κασσιανή, του Ιωάννη
Δαμασκηνού κ.α. Και αυτό γίνεται γιατί, την υμνογραφία της εποχής κατά την
οποία ζει ο Χριστόφορος Μυτιληναίος, τη χαρακτηρίζει η άνθηση του μουσικού
στοιχείου, η οποία και λειτουργεί εις βάρος της ποιητικής σύνθεσης. Έτσι, εδώ
παρουσιάζεται το φαινόμενο της ανάπτυξης ενός ιδιαίτερου είδους θρησκευτικής
ποίησης που ονομάζεται παραϋμνογραφία, με αναμφισβήτητη ωστόσο λογοτεχνική και
αισθητική αξία[12].
Σε αυτό το είδος ο Χριστόφορος
Μυτιληναίος δείχνει να μην υστερεί σε ποιητική σύνθεση και παραγωγή. Θεωρείται
εισηγητής έμμετρων ημερολογίων και του προσγράφονται μια σειρά από στιχηρά
προσόμοια, 36 στον αριθμό, τα οποία καλύπτουν ολόκληρο το ενιαυτό. Στο ίδιο
μοτίβο επίσης, του προσγράφονται και μια σειρά από προσόμοιους κανόνες, 12 στον
αριθμό, έναν για κάθε μήνα. Αξιοσημείωτο στην περίπτωση αυτή, είναι το γεγονός,
ότι οι κανόνες αυτοί αποτέλεσαν το πρότυπο, πάνω στο οποίο, στηρίχθηκαν
μεταγενέστεροι βυζαντινοί στιχουργοί, όπως οι μοναχοί Σέργιος, Μιχαήλ,
Γρηγόριος, Θεοδόσιος, Αρσένιος και Σάββας[13].
Αν
και η παραπάνω ευσύνοπτη παρουσίαση του έργου του Χριστόφορου Μυτιληναίου, κατά
κύριο λόγο, για τον γράφοντα, αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια καταγραφής
βυζαντινών Λεσβίων λογίων, φρονώ ότι κάποτε πρέπει να ξεκινήσει η μελέτη ενός
καθορισμένου τμήματος γεγονότων και προσώπων, που αφορούν στη μακραίωνη ιστορία
της Λέσβου. Το εγχείρημα τούτο, βέβαια, προϋποθέτει και απαιτεί ένα επιτελείο
ειδικών επιστημόνων με σοβαρή παιδεία και κατάρτιση. Αξίζει και πρέπει να
επιχειρηθεί.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Δημοσιεύθηκε στο Λεσβιακό Ημερολόγιο 2001, Μυτιλήνη 2001, σσ. 184-187 και στα
Πρακτικά της δ΄ Συνάντησης Βυζαντινολόγων Ελλάδος και Κύπρου
(Θεσσαλονίκη 21-23 Σεπτεμβρίου 2002), Θεσσαλονίκη 2003.
[2] H. G. Beck, Ιστορία της Βυζαντινής Δημώδους Λογοτεχνίας, μτφρ., Νίκη Eideneier, εκδ.
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1993, σ. 31.
[3] A. Guillou, Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ., Paolo Odorico -
Σμαράγδα Τσοχανταρίδου, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996, σ. 407.
[4] H. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών,
μτφρ., Ιωάννης Βάσσης, τ. Β΄, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα
1992, σσ. 500-503.
[5] Ο ιαμβικός δωδεκασύλλαβος
στίχος στο Βυζάντιο χρησιμοποιήθηκε από τον 7ο αι. και μετά. Βλ.
P. Maas, «Der byzantinische zwolfsilder», Byzantinische
Zeitschrift 12(1903) 278-323.
[6] Τα σχετικά με τα βυζαντινά
επιγράμματα βλ. H.
Hunger,
Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική
γραμματεία των Βυζαντινών, μτφρ., Ιωάννης Βάσσης, τ. Β΄, σσ. 588-598 όπου
και η σχετική βιβλιογραφία. Πρβλ. F. H. Marshall, Η Βυζαντινή Φιλολογία, στον τόμο των N. H. Baynes - H. St. L. B. Moss,
Βυζάντιο. Εισαγωγή στο Βυζαντινό Πολιτισμό, μτφρ., Δημητρίου Σακκά, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα
1986, σσ. 343-344. Η άποψη του A.
Guillou,
Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, σ. 408, ότι
οι βυζαντινοί καταχράστηκαν το επίγραμμα, νομίζω ότι είναι υπερβολική.
[7] Ο όρος ανήκει στον Κ. Μητσάκη,
«Βυζαντινή και νεοελληνική παραϋμνογραφία», Κληρονομία
4(1972)303-364.
[8] Μ. Ανάστου, «Η κοσμική ποίηση
και η μη εκκλησιαστική θρησκευτική ποίηση», Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους, τ. 8ος, σσ. 239-240
[9] K. Krumbacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, μτφρ., Γεωργίου Σωτηριάδου, τ.
Β΄, Εν Αθήναις 1900, σ. 675. Ο K.
Krumbacher
διαθέτοντας πραγματικές φιλολογικές γνώσεις, και καταπληκτική γνώση των
βυζαντινών χειρογράφων, αποτελεί ακόμη σήμερα, αξιόπιστη πηγή άντλησης υλικού,
άμεσα σχετιζόμενου με τη λογοτεχνική παραγωγή των βυζαντινών. Η τρίτομη Ιστορία
της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, υπήρξε και παραμένει κλασικό έργο.
[10] L. Sternbach, «Christophorea» EOS
5(1898-1899)7-21. Του ιδίου, «Appendix Christophorea»
EOS
6(1900)53-74.
Του ιδίου, «Spicilegium Laurentianum»,
EOS 8(1902)65-86. E.
Kurtz, Die Gedichte des Christophoros
Mitylenaios, Λειψία
1903. Ε.
Follieri, I calentari in metro
innografico di Christoforo Mitylineo, ττ. 2, Βρυξέλλες
1980. Πρβλ. και τα
όσα αναφέρει ο K.
Krumbacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, τ.
Β΄, σσ. 676-681. Γενικότερα για το βίο του βλ. τη μελέτη του Ευ. Γιαννάκα,
«Χριστόφορος ο Μυτιληναίος», Λεσβιακά (1978)65-86.
[11] Κ. Άμαντου, «Βυζαντινά
ποιήματα» Νέα Εστία 8(Χριστούγεννα
1930)1243-1245.
[12] Κ. Μητσάκη, «Βυζαντινή και
νεοελληνική παραϋμνογραφία», Κληρονομία 4(1972)313-314.
[13] Αυτόθι σσ. 322-326, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου