Πηγή: ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Βιβλιοθηκαρίου Ἱ. Σκήτης Καυσοκαλυβίων. Μ. Τh.
Βιβλιοθηκαρίου Ἱ. Σκήτης Καυσοκαλυβίων. Μ. Τh.
Κοσμᾶ
Βεστήτορος τοῦ Φιλοσόφου
‘‘Ἐγκώμιον εἰς τόν ἅγιον Ἰωάννην τόν
Χρυσόστομον’’
καί ἡ ἀνέκδοτη παράφρασή του ἀπό τόν μοναχό Ἰάκωβο
Νεασκητιώτη
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Λεπτομέρεια φορητῆς εἰκόνας τῆς ὕστερης παλαιολόγειας περιόδου. Κυριακό Καυσοκαλυβίων (πηγή: ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ) |
Δέν
εἶναι ἀπολύτως γνωστό πότε ἀκριβῶς ἔδρασε ὁ βυζαντινός ἐκκλησιαστικός
ρήτορας Κοσμᾶς ὁ Βεστήτωρ , πού, σύμφωνα μέ ἐσωτερικές μαρτυρίες ἀπό τά
ἔργα του, ἦταν μοναχός. Οἱ περισσότεροι πάντως ἐρευνητές θεωροῦν τήν
περίοδο μεταξύ 730 καί 850 ὡς τήν πιθανότερη γιά τήν συγγραφική
δραστηριότητα τοῦ Κοσμᾶ, ὁ ὁποῖος βάσει τῶν εὑρεθέντων ἔργων του μᾶς
εἶναι γνωστός μόνο ὡς συντάκτης Ἐγκωμιαστικῶν Λόγων.
Μέχρι σήμερα ἔχουν ἐπισημανθεῖ τά ἑξῆς ἔργα τοῦ Κοσμᾶ Βεστήτορος:
1) Ἐγκώμιον εἰς τούς Ἰωακείμ καί Ἄνναν .
2) Τρεῖς Λόγοι Ἐγκωμιαστικοί εἰς τόν ἅγιον προφήτην Ζαχαρίαν, τόν πατέρα τοῦ Προδρόμου καί βαπτιστοῦ Ἰωάννου .
3) Ἐγκώμιον εἰς τήν ἁγίαν Βαρβάραν .
4) Τέσσερις Λόγοι εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου. Σώζονται μόνο σέ λατινική μετάφραση στόν κώδ. Augiensis LXXX τῆς Καρλσρούης .
5)
Τελευταῖα ἀνάμεσα στά εὑρισκόμενα ἔργα τοῦ Κοσμᾶ Βεστήτορος, ἀφήσαμε τά
ἔξι Ἐγκώμια, πού συνέθεσε πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου,
ὁ ὁποῖος στάθηκε καί τό πρότυπο τῶν ἐκκλησιαστικῶν ρητόρων ὅλων τῶν
ἐποχῶν. Πιό συγκεκριμένα, σώζονται πέντε Ἐγκώμια στήν ἀνακομιδή τῶν
ἱερῶν λειψάνων του καί ἕνα Ἐγκώμιον εἰς τόν αὐτόν ἅγιον .
Τοῦ
τελευταίου αὐτοῦ Ἐγκωμίου ἀνέκδοτη παράφραση δημοσιεύουμε στήν παρούσα
μελέτη, πού υἱικῶς τήν ἀφιερώνουμε στό μεγάλο αὐτό οἰκουμενικό διδάσκαλο
τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, μέ ἀφορμή τά χίλια
ἐξακόσια χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του (407-2007), τά ὁποῖα ἑόρτασε
πρόσφατα ἡ Ἐκκλησία μας.
Τό κείμενο πού πρωτοεκδίδουμε σήμερα
βρίσκεται στόν κώδικα Καυσοκαλυβίων 105 (Χαρτ. 0,22 Χ 0,155) , πού
περιέχει ὑμναγιολογικά κείμενα καί εἶναι γραμμένος ἀπό διάφορους
γραφεῖς, ἀπό τά μέσα τοῦ ΙΘ΄ ὥς τίς ἀρχές τοῦ Κ΄αἰ. Ἔχει συνολικό ἀριθμό
φύλλων 89, πού προέρχονται ἀπό συστάχωση ἐπιμέρους χειρογράφων.
Ἡ παράφραση βρίσκεται στά φ. 52α-56β καί ἐπιγράφεται:
Φιλοσόφου Κοσμᾶ Βεστήτορος Ἐγκώμιον εἰς τόν ἅγιον Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον, μεταφρασθέν εἰς ἁπλῆν φράσιν παρά Ἰακώβου Μοναχοῦ.
Στό
φ. 56β καί μετά τό τέλος τοῦ κειμένου, ὁ Ἰάκωβος παραθέτει –κατά τή
συνήθειά του- τούς ἑξῆς Στίχους, διαγεγραμμένους ὅμως ἀπό ἕτερο χέρι
μεταγενεστέρως:
"Στίχοι.
Υἱέ Θεοῦ, κλέος σου τό κράτος / ὅτι πέρας
τῇδε ἔθου σου τῇ βίβλῳ / ᾳωμθ΄ / Ἰάκωβος Μοναχός ἔγραψε· τῷ αἰτήσαντι
Προκοπίῳ θύτῃ εἰς αὐτοῦ καί τῶν τυγχανόντων ὠφέλειαν".
Συντάκτης τῆς
παραφράσεως αὐτῆς -σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή τοῦ κειμένου, τούς στίχους
ἀλλά καί ἀπό σημείωση, πρίν τήν κεφαλίδα τοῦ κειμένου, πού ἀναγράφεται
στόν κώδικα- εἶναι ὁ μοναχός Ἰάκωβος, ὁ ὁποῖος θά πρέπει νά ταυτιστεῖ μέ
τόν λόγιο Ἁγιορείτη μοναχό τοῦ 19ου αἰ., Ἰάκωβο Νεασκητιώτη.
Τήν
ἐποχή πού συντάχθηκε ἡ παράφραση αὐτή, τά μέσα τοῦ 19ου αἰ., δροῦσαν στό
Ἅγιον Ὄρος -ἐκτός ἀπό τόν Ἰάκωβο Νεασκητιώτη- καί ἄλλοι λόγιοι πού
ἔφεραν τό ὄνομα τοῦ Ἰακώβου ὅπως: α) Ἰάκωβος Βατοπαιδινός. Γεννήθηκε τό
1812, ἔγινε μοναχός στή μονή Βατοπαιδίου τό 1833 καί ἐκοιμήθη τό 1885. Ὁ
Ἰάκωβος Βατοπαιδινός εἶναι ὅμως γνωστός ὡς κωδικογράφος (φέρεται νά
ἔχει γράψει πάνω ἀπό πενήντα κώδικες πού βρίσκονται στή Βιβλιοθήκη τῆς
μονῆς Βατοπαιδίου) ἐνῶ δέν μᾶς εἶναι γνωστό προσωπικό συγγραφικό του
ἔργο. β) Ἰάκωβος ὁ ἐπιλεγόμενος ‘‘Κωφός’’. Ἡ παρουσία τοῦ Ἰακώβου αὐτοῦ
μᾶς εἶναι γνωστή ἀπό τήν παρακάτω κτητορική σημείωση: «Καί τόδε σύν τοῖς
ἄλλοις ὑπάρχει κἀμοῦ Ἰακώβου μοναχοῦ τοῦ ἐπιλεγομένου Κωφοῦ» (κώδ.
Βατοπαιδίου 689, φ. 1α, πού στό φ. 24α ὑπάρχει ἡ σημείωση «ἐτελειώθη
1842 ἔτος»). Ἐπιπλέον, στόν κώδικα αὐτό ὁ Ἰάκωβος ὁ Κωφός, ἀναφέρεται
κυρίως ὡς κάτοχος τοῦ κώδικα παρά ὡς γραφέας αὐτοῦ. Ὁρισμένοι ἐρευνητές
ταυτίζουν ἐσφαλμένα τόν Ἰάκωβο Κωφό μέ τόν Ἰάκωβο Νεασκητιώτη· κάτι πού
εἶναι εὔκολο νά διαπιστωθεῖ ἀφοῦ ἡ γραφή τῆς κτητορικῆς σημείωσης τοῦ
κώδικα Βατοπαιδίου 689 διαφέρει ἀπό τή γραφή τοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου.
Ἐπιπλέον
τῶν παραπάνω, τό φιλολογικό ὕφος καί τά ἐκφραστικά μέσα τοῦ κειμένου
καθώς καί ἡ γλῶσσα, παραπέμπουν σέ ἀνάλογα ἔργα τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου
Νεασκητιώτου.
Ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης εἶναι ἕνας ἀπό τούς
σημαντικότερους Ἁγιορεῖτες λογίους τοῦ 19ου αἰ. Γεννήθηκε περί τό 1800
στά Κύθηρα καί ἦταν ἀνεψιός τοῦ γνωστοῦ λογίου ἱερομονάχου Θεοδωρήτου
Ἀθανασίου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων (+περ. 1823-6) , προηγουμένου τῆς Μεγίστης
Λαύρας καί ἀργότερα ἡγουμένου καί ἀνακαινιστή τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου
(1800-1814). Ὁ Ἰάκωβος ἀσκήθηκε σέ διάφορα μέρη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως ἡ
μονή Ἐσφιγμένου, στήν ὁποία, τό πιθανότερο, ἔγινε μοναχός, ἡ βατοπαιδινή
Σκήτη Ἁγίου Δημητρίου, ἡ μονή Βατοπαιδίου καί κυρίως ἡ Νέα Σκήτη.
Ὁ
Ἰάκωβος Νεασκητιώτης εἶναι γνωστός στή βιβλιογραφία τόσο γιά τό
ἁγιολογικό, ὑμνογραφικό του ἔργο ὅσο καί, κυρίως, γιά τήν ἰδιότητά του
ὡς κωδικογράφου, ἀφοῦ τά χειρόγραφά του, πού μέχρι σήμερα ἔχουν
ἐπισημανθεῖ ἐντός καί ἐκτός Ἁγίου Ὄρους, ξεπερνοῦν τή μία ἑκατοντάδα. Σέ
ὁρισμένα ἀπ’ αὐτά ἔχει ἀσχοληθεῖ μέ τήν ἁγιορειτική ἱστορία καί
λειτουργική ζωή, ἐνῶ οἱ θεολογικές καί κυρίως οἱ ἀντιρρητικές του
πραγματεῖες τόν ἔφεραν στό προσκήνιο τῆς ἁγιορειτικῆς πνευματικῆς
κίνησης, στήν ἐποχή πού ἀκολούθησε τήν ‘’Περί τῶν μνημοσύνων ἔριδα’’ τοῦ
δεύτερου μισοῦ τοῦ 18ου αἰ. καί τό κίνημα τῶν Κολλυβάδων, γνωστότερο
καί ὡς Φιλοκαλική Ἀναγέννηση, πού χρωμάτισε τήν ἀθωνική πολιτεία τήν
ἴδια ἐποχή μέχρι καί τή δεύτερη δεκαετία τοῦ 19ου αἰ. Ἐκοιμήθη τό
πιθανότερο τό 1869.
Μία ἀπό τίς προσφιλέστερες συγγραφικές
ἐνασχολήσεις τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου ἦταν καί οἱ μεταφράσεις ἤ καλύτερα θά
λέγαμε παραφράσεις στήν ἁπλούστερη γλῶσσα τῆς ἐποχῆς του τόσο Βίων ἁγίων
ὅσο καί Ἐγκωμιαστικῶν Λόγων πρός τιμήν δεσποτικῶν καί θεομητορικῶν
ἑορτῶν ἤ ἑορτῶν ἁγίων.
Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τά ἑξῆς μεταφραστικά ἔργα τοῦ Ἰακώβου:
1)
Βίος τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἀνδρέου τοῦ Διά Χριστόν Σαλοῦ τοῦ ἐν
Βυζαντίῳ διανύσαντος τό στάδιον. Ἀντιγραφείς ἀπό τοῦ παλαιοῦ χειρογράφου
καί μεταφρασθέν εἰς τήν ἁπλῆν διάλεκτον διά τήν τῶν ἁπλουστέρων
ὠφέλειαν (Κώδ. Μονῆς Ὀλυμπιωτίσσης 126, σ. 1-288)
2) Βίος θαυμάσιος
καί ἐξαίσια ὑπερφυῆ θαυμάσια καί ἡρωϊκά κατορθώματα τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρός
ἡμῶν Γρηγεντίου Ἀρχιεπισκόπου Αἰθιοπίας. Συγγραφείς μέν ἑλληνιστί παρά
Παλλαδίου Σχολαστικοῦ Ἀλεξανδρέως, ὅν ὁ Πάπας Προτέριος δέδωκε τῷ Ἁγίῳ
[...] ἀπιόντι εἰς Αἰθιοπίαν. Μεταφρασθείς δέ εἰς ἁπλῆν φράσιν παρά
μοναχοῦ οἰκτροῦ Ἰακώβου (Κώδ. Καυσοκαλυβίων 154 τοῦ ἔτους 1854, σ.
49-349).
3) Βίος ἔνθεος τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Εὐθυμίου τοῦ Νέου,
παλαιοῦ Ἀθωνίτου ἀσκήσαντος ἐν Ἄθω ἐπί τῆς βασιλείας Μιχαήλ καί
Θεοδώρας· ἐν ἔτει 840. Συγγραφείς παρά Βασιλείου φιλοσόφου μαθητοῦ
αὐτοῦ, Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης ὕστερον γενομένου. Μεταφρασθείς εἰς
ἁπλοῦν ὕφος παρά Μοναχοῦ Ἰακώβου (Κώδ. Καυσοκαλυβίων 154 τοῦ ἔτους 1854,
σ. 351-383).
4) Βίος καί πολιτεία τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Λαζάρου τοῦ
θαυματουργοῦ, τοῦ ἐν τῷ Γαλησίῳ ὄρει. Συγγραφείς παρά τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ
Γρηγορίου κελαρίτου. Μετεφράσθη δέ εἰς τό ἁπλοῦν παρά μοναχοῦ
Ἰακώβου(Κώδ. Καυσοκαλυβίων 154 τοῦ ἔτους 1854, σ. 501-732).
5) Βίος
ἔνθεος καί ἡρωϊκά παλαίσματα τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Σάββα τοῦ
Βατοπαιδινοῦ, συγγραφείς μέν παρά τοῦ Παναγιωτάτου Πατριάρχου Φιλοθέου,
μεταφρασθείς δέ εἰς κοινήν φράσιν παρά μοναχοῦ Ἰακώβου εἰς κοινήν
ὠφέλειαν (Κώδ. Καυσοκαλυβίων 154 τοῦ ἔτους 1854, σ. 817-939).
Τίς
μεταφράσεις τῶν κειμένων στήν ἁπλούστερη γλώσσα τῆς ἐποχῆς του ὁ Ἰάκωβος
τίς ἔκανε εἴτε κατόπιν παραγγελίας, ὅπως συμβαίνει καί μέ τήν σήμερα
ἐκδιδόμενη ὅσο καί μέ δική του πρωτοβουλία, γιά τήν ὠφέλεια τῶν
‘’ἐντυγχανόντων’’, ὅπως ὁ ἴδιος σέ πολλές περιπτώσεις σημειώνει.
Στή
συγκεκριμένη περίπτωση, ὅπως προκύπτει, τόσο ἀπό τήν κεφαλίδα, τόν τίτλο
ἀλλά καί τούς στίχους, πού ἀκολουθοῦν τό τέλος τοῦ κειμένου, ὁ Ἰάκωβος
συνέταξε τήν παράφραση αὐτή, κατόπιν αἰτήσεως τοῦ ἱερομονάχου Προκοπίου,
τό 1849. Σύμφωνα μάλιστα μέ σημείωση πρίν τήν κεφαλίδα, τό κείμενο
συντάχθηκε στίς 27 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους αὐτοῦ.
Τό τμῆμα τοῦ κώδικα
πού παραδίδει τό κείμενο δέν εἶναι αὐτόγραφο τοῦ Ἰακώβου καί ἀποτελεῖ
ἀντίγραφο κώδικα τοῦ Ἰακώβου, πού δέν ἔχει ἐντοπίσει ἡ μέχρι σήμερα
ἔρευνά μας .
Γενικά πάντως τά ἔργα τοῦ Κοσμᾶ Βεστήτορος φαίνεται ὅτι
ἦταν γνωστά στόν Ἰάκωβο. Ἔτσι γιά παράδειγμα, στόν ἀνέκδοτο Ἐγκωμιαστικό
του Λόγο ‘‘Εἰς τόν πανένδοξον θεοπτικώτατον Προφήτην Δανιήλ’’, ὁ
Ἰάκωβος παραθέτει ἀπόσπασμα ἔργου τοῦ ‘‘μακαρίου Κοσμᾶ Βεστήτορος’’
σχετιζόμενο μέ τή γενεαλογία τοῦ Προφήτου Ζαχαρίου, πατρός τοῦ Τιμίου
Προδρόμου ὡς ‘‘ξυμαρτυρίαν πρός πίστωσιν’’ τῶν (ὑπό τοῦ Ἰακώβου)
γραφομένων. Καί συμπληρώνει ὁ Ἰάκωβος, μετά τό τέλος τοῦ ἀποσπάσματος:
«Ταῦτα τοῦ μακαρίου Κοσμᾶ Βεστήτορος ἐγράφησαν πρός πληροφορίαν, ἵνα μή
συγχέηται ἡ ταυτονομία τῶν πέντε συνωνύμων Ζαχαρίων...» (Κώδ.
Καυσοκαλυβίων 154, σ. 1035-37). Προφανῶς ὁ Ἰάκωβος ἀναφέρεται σέ κάποιον
ἀπό τούς τρεῖς Ἐγκωμιαστικούς Λόγους «εἰς τόν ἅγιον Προφήτην Ζαχαρίαν,
τόν πατέρα τοῦ Προδρόμου καί βαπτιστοῦ Ἰωάννου», πού συνέταξε ὁ Κοσμᾶς
Βεστήτωρ.
Οἱ παραφράσεις πατερικῶν καί ἁγιολογικῶν κειμένων στήν
καθομιλουμένη δημώδη γλῶσσα, πού καθιστοῦσε προσιτά τά νοήματά τους,
συνέβαλαν σημαντικά στήν πνευματική ζωή τοῦ ὑπόδουλου ἑλληνισμοῦ καθώς
καί στή διατήρηση τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς του συνείδησης. Μέσα ἀπό
αὐτές, οἱ πρόγονοί μας ἔρχονταν σέ ἐπαφή μέ τήν πατερική σκέψη,
ἀποκτῶντας μέ τόν τρόπο αὐτό πνευματικά στηρίγματα ὥστε νά μποροῦν νά
ἀντιμετωπίζουν τήν καταπίεση ἀπό τήν καταδυναστική ὀθωμανική κυριαρχία
καί τήν πίεση ἀπό τήν ὁλοένα καί αὐξανόμενη προσχώρηση στό
μουσουλμανισμό κάποιων ἀπό τούς συμπατριῶτες τους.
Τοῦ
φιλοσόφου Κοσμᾶ Βεστήτορος, ἐγκώμιον εἰς τόν ἅγιον Ἰωάννην τόν
Χρυσόστομον. Μεταφρασθέν εἰς ἁπλῆν φράσιν παρά Ἰακώβου μοναχοῦ.
Εὐλόγησον Πάτερ!
Καθώς τά σκαψίματα καί ἀνοίγματα τῶν μετάλλων, ὁποῦ εὑρίσκονται εἰς τά βάθη τῆς γῆς, μέ ὅλον ὁποῦ εἶναι πολλά κοπιαστικά καί ἐπικίνδυνα, ἐνεργοῦνται ὅμως ἀπό τούς φιλοχρύσους ἐπιθυμητικῶς διά τήν ἐλπίδα τῆς ἀπολαύσεως τοῦ χρυσίου. Ἐπειδή καί οἱ τοιοῦτοι φιλόχρυσοι μέ τό νά κεντοῦνται ὡσάν ἀπό κάποιον κεντρί ἀπό τόν πόθον τοῦ χρυσίου καί πλούτου, καταγίνονται εἰς τήν ἐργασίαν, σκάπτοντες, χωρίς νά λογιάζωσι τόν κόπον ποσῶς. Οὕτω λοιπόν καί ὅστις κατατολμᾷ ἐγκωμιάσῃ τόν ἐνάρετον βίον τοῦ θαυμαστοῦ πατρός καί οἰκουμενικοῦ διδασκάλου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, μέ τό νά ἐπιποθῇ τόν ἔμψυχον πλοῦτον τοῦ χρυσοῦ πατρός, ἐπιτηδεύει τόν λόγον του ἰχνηλατικῶς σκάπτων τό βάθος τῶν ἐπαίνων τῶν ἐγκωμίων του εἰς τό βάθος τῶν ἐνθέων κατορθωμάτων αὐτοῦ πρῶτον, καί οὕτω νά ἀπολαύσῃ τόν οὐράνιον τοῦτον θησαυρόν. Μέ ὅλον ὁποῦ ὁ ἐπίγειος οὗτος ἄγγελος καί οὐράνιος ἄνθρωπος, δέν δέχεται ἐπαίνους καί ἐγκώμια, / / ὡς οὐρανόφρων καί θεοδόξαστος. Πλήν ἐπειδή καί ὁ ὕψιστος Θεός ἀνενδεής ὤν, συγκατανεύει νά ὑμνεῖται ἀπό τά αὐτοῦ πονήματα, οὐχί ἀξιοπρεπῶς· διότι κατά τό γεγραμμένον, οὐδείς δύναται δοξολογῆσαι τόν Θεόν ἐπαξίως, καθώς ὅπου ὑπάρχει· καθότι τίς εἶδε τό Θεόν, καί νά δυνηθῇ διηγηθῆναι τήν δόξαν αὐτοῦ καί λαμπρότητα; ἤ ποῖος δύναται νά κατανοήσῃ ὡς ἐγνωσμένον τόν Ὕψιστον; βέβαια οὐδείς δύναται φθάσαι εἰς τό νά κατανοήσῃ τόν ἀκατανόητον, ὅσον καί ἄν ἤθελε νά καταλάβῃ τήν ἀκαταληψίαν τοῦ Θεοῦ, τοσοῦτον ὁ Ὕψιστος θέλει μείνῃ ἀκατανόητος περισσότερον ἐρευνούμενος καί ἐξεταζόμενος. Ὅθεν, οὕτω πρέπον εἶναι νά ἀποδώσωμεν καί εἰς τόν θεῖον Χρυσόστομον τόν ἔπαινον, μή δυνάμενοι νά φθάσωμεν τόν ἔπαινον, ὁ ὁποῖος ἁρμόζει εἰς τά μεγάλα αὐτοῦ κατορθώματα, τῆς τῶν θριάμβων αὐτοῦ ἐντεύξεως κατά τήν ὑπόσχεσιν. Πλήν ἐάν καί τά μεγάλα τῶν ἀρετῶν κατορθώματα χρειάζονται καί μεγάλα ἐγκώμια, πλήν μέ ὅλον τοῦτο ἐγώ θέλω ἐκτείνω καί τόν πόδα τῆς προπετείας μου, ἐπειδή ἐξεύρω πάνυ καλῶς, ὅτι ὁ θεῖος Χρυσόστομος εἰς τούς λόγους του, εἶναι πολλά συγκαταβατικός. Ὅθεν καί οἱ οἰκτιρμοί αὐτοῦ εὑρίσκονται καί εἰς τό ἔργον ἡμῶν, μέ τό νά ἠξεύρῃ καί νά ὑστερῆται καί νά περισσεύηται· καθώς ὁ ἴδιος μᾶς διδάσκει ἀποστολικῶς. Γινώσκει, λέγω, ὁ θεῖος Πατήρ νά ἀγαπᾷ, καί ποθεῖ νά συμπάσχῃ μέ ἡμᾶς· δέν ζητεῖ τά ἑαυτοῦ μόνον, ἀλλά καί τά τοῦ ἑτέρου, κατά τόν Ἀπόστολον· καί μᾶς πιστοποιεῖ, ἐν ταὐτῷ καί πληροφορεῖ / / ὅτι δέν ἐντροπιάζει τήν ἀγάπην, ὁποῦ εἰς αὐτόν προσφέρομεν εἰλικρινῶς, ἀλλά σπεύδει, καί προσπαθεῖ εἰς τό νά δεχθῇ τό προσφερόμενον ὡς εὐπρόσδεκτον καί ἄξιον. Εἰς αὐτά λοιπόν θαῤῥήσας καί ἐγώ, δέν δειλιάζω νά μετρῶ τά ἀερόβατα ὕψη τοῦ θείου τούτου Πατρός. Ἀλλά ἐλπίζω, ὅτι, εἰ μέν καί ἤθελον δυνηθῆναι νά περιπατήσω τόν πρός τά ὕψη ὁδόν ὀρθοποδῶν, καί νά παρασταθῶ εἰς τήν θεωρίαν τοῦ σταδίου ἀνεπαισχύντως, ἄς εἶναι δεδοξασμένον τό ὄνομα τοῦ Ὑψίστου, καί τοῦ θείου τούτου πατρός, τοῦ καταξιοῦντος ἡμᾶς ἐκ τῶν αὐτοῦ λόγων καί διδαχῶν εἰς τό νά πλησιάζωμεν πρός αὐτόν. Εἰ δέ πάλιν καί ὁ ἀργός ἡμῶν νοῦς ἤθελεν ἀποκάμει ὡς ἀγύμναστος, καί ἀπορήσῃ τελείως, καί μείνῃ ἐξεστηκώς, ἀμποθούμενος νοητῶν, καί δέν δυνηθῇ νά φθάσῃ εἰς τάς θύρας τῶν λεγομένων ἱππικῶν (καββαλαρίων) καί ἤθελε ποιήσειν ἀθεράπευτον τόν θεραπευτήν· πλήν καί οὕτω πάλιν ὑπερυψοῦμεν αὐτόν τόν ἱερόν διδάσκαλον. Ἐπειδή ὡς καλός Πατήρ καί φιλότεκνος ὁποῦ εἶναι, δέν θέλει ἀποβάλῃ τούς κόπους τῶν μαθητῶν του· ἄλλά θέλει τούς δεχθῇ εὐμενῶς, ἐπιδιορθούμενος τό ἐλλεῖπον, καί τό πρός ἔπαινον αὐτοῦ ἐπιτηδευθέν. Διό καί θέλω ἀρχίσειν τήν ὑπόθεσιν τοῦ λόγου μου, ὅπως ἤθελε φωτίσῃ τόν νοῦν μου τόν ἀσθενῆ ἡ χάρις τοῦ Ἱεράρχου, καί καθώς ἤθελε μοῦ δοθῇ λόγος παρά τῆς ἐπουρανίου δωρεᾶς, ἐν ἀνοίξει τοῦ ἀπαιδεύτου στόματός μου, ὁ σοφίζων τούς ἀμαθεῖς, ὅπως ἐγκωμιάσω τόν μέγαν Χρυσόστομον Ἰωάννην, καί ἀξίως τιμήσω αὐτόν ἐν ὕμνοις θριαμβικοῖς // τόν πλοῦτον ὄντα τῆς χάριτος, καί τοῦ Θεοῦ δοξολόγου. Διότι ὅποιος σπουδάσει νά θησαυρίσῃ τόν Θεόν εἰς τοῦ λόγου του, αὐτός κοπιάζει μέ πόθον διά νά ὠφεληθῇ ἀπό τάς διδασκαλίας τοῦ θείου πατρός, αὐτός φιλοπονεῖ τά κέρδη τῶν διδασκαλιῶν τοῦ χρυσοῤῥήμονος οὐχί ὅτι χαρίζομεν τίποτες εἰς τόν θεῖον Χρυσόστομον· ἀλλά μάλιστα τόν ἑαυτόν μας εὐεργετοῦμεν περισσότερον, τοῦτο ποιοῦντες. Καθώς τό πάλαι καί ἡ Σαραφθεία ἐκείνη χήρα, ὁποῦ προσέφερε τήν πίταν εἰς τόν Ἡλίαν ἐκείνη εὐηργετήθη περισσότερον, τρεφομένη μετά τῶν τέκνων της. Ὁμοίως καί ἡ Σωμανίτης, ὁποῦ προσέφερε τό ἔλαιον, καί ἐγέμισαν ὅλα τά πιθάρια ἐλαίους. Καί αὐτή ἡ Σαμαρείτης γυνή διά τῆς δόσεως τοῦ παρηγορητικοῦ τῆς ἀνθρωπίνης δίψης ὕδατος ἐῤῥόφησε τό ζῶν ὕδωρ τό ἁλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον. Καί ἡ χήρα ἐκείνη, ὁποῦ μακαρίζεται εἰς τό Εὐαγγέλιον, ἥτις μέ τό [πού] ἔβαλε δύο λεπτά εἰς τό Γαζοφυλάκιον διά τήν καλήν της προαίρεσιν ὑπερέβη τούς πλουσίους.
Καθώς λοιπόν αὗται αἱ μακάριαι γυναῖκες ἠξιώθησαν λαβεῖν χιλιοπλασίως ὅσων ἔδωσαν, οὕτω καί ὁ τόν θεῖον Χρυσόστομον ἐπαινεῖν παῤῥησιαζόμενος πλέον τῶν προσφερομένων εἰς ἐκεῖνον διά τῶν λόγων τῆς αὐτοῦ εὐφημίας, θέλει καταξιωθῇ κατατρυφήσας τῶν χαρίτων, τῶν ἑαυτοῦ στόματος τοῦ διδασκάλου ἐκχυθέντων. Διότι τοσαύτη χάρις ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ θεόβρυτος ἐξεχύθη, ὥστε ὁποῦ ὁ Χρυσόστομος ηὐλογήθη εἰς τόν αἰῶνα, καί ὁ γλυκύλαλος φθόγγος τῆς διδασκαλίας αὐτοῦ καταλάμπει διαπαντός τούς ἀναγινώσκοντας. Διότι ἐπ’ ἀληθείας λόγους πολλούς ἐξηρεύξατο, τούς ὁποίους ἡ θεοδίδακτος αὐτοῦ καρδία / / ἐλάλησε, καί ἡ γλῶσσα αὐτοῦ ὡς κάλαμος θαυμαστοῦ ὀξυγράφου ἐπέτυχεν ὡς κάλαμος τῆς ἐπιῤῥοῆς. Ἀλλά ποῖος ἆρά γε εἶναι ὁ γραμματεύς οὗτος τοῦ ὀξυγράφου καλάμου; Πάντως ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, ὁ Λόγος τῆς πατρικῆς φωνῆς, ὁ ἐν σοφίᾳ κατασκευάσας τήν σύμπασαν κτίσιν· οὐχί ὡς κάλαμος γραμματέως διά μελάνης γράφων, τά πάντα δημιουργήσας· ἀλλ’ ἐν ῥοπῇ ὀφθαλμοῦ καί ἀτόμου διαβάσεως ῥιπῇ ἀτόμου, τῷ λόγῳ τά πάντα ἐτελεσιούργησε· μέ ἕνα λόγον μόνον δηλαδή τά πάντα ἐκ τοῦ μή ὄντος παρήχθησαν εἰς τό εἶναι καί οὐχί νά λαληθῶσιν ἕνα πρός ἕνα· οὔτε πάλιν κατά μέρος προσθέτων περικοπήν τῶν κτισμάτων· οὔτε ἀπό ὕλην αὐτόματον προϋπάρχουσαν, καθώς οἱ αἱρετικοί ἐφαντάσθησαν, ὅτι νά συνεβοήθησεν εἰς τόν Θεόν ὕλη προϋπάρχουσα. Ἀλλά νεύματι τοῦ Πατρός, παρά τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ τά πάντα θεουργικῶς ἐκτίσθησαν. Ἐκ τοῦ ὁποίου καί ὁ Χρυσόστομος Ἰωάννης ἤντλησε τήν χάριν μέ τά χείλη αὐτοῦ. Διότι κατά τό γεγραμμένον, ὅτε ἀνοίξει τό στόμα αὐτοῦ ἕλκει πρός ἑαυτόν τό πνεῦμα τό ἅγιον, καί λαλῶν εἰς ὅλους χαριέντως, ὡς ὁ κιθαρωδός Φρῆνις κατανοεῖται, ῥητορεύων σοφῶς μέ τήν διδασκαλίαν αὐτοῦ, καί ἰδιωτεύων μέ τήν παράδοσιν τῶν λόγων, κοινωφελής εἰς τούς μαθητευομένους ἐπιγινώσκεται. Οὐχ ὅτι δέν γινώσκει νά φιλοσοφῇ, ἀλλά καρποφορήσας πάντας ζητῶν καί ὄχι ὅτι ἐπιποθεῖ νά ἐμποδίσῃ τόν ἑαυτόν του ἀπό τοῦ νά ἐντρυφᾷ εἰς τό κάλλος τῶν νοημάτων· ἀλλά διότι θέλει ὡς ταπεινόφρων, ἵνα τρυγῶσι πάντες τήν ταπεινοφροσύνην καί οὐχί μόνον / / ὡς ποταμός ἐν γῇ ποτίζων τούς διψῶντας ὁρᾶται, ἀλλά θάλασσαν ἑρμηνείας ὑπερεκχέων εἰς ἔρημον ἀπαιδευσίας φρενῶν ἀμαθῶν, καί γῆν ἄνυδρον τῶν ἀκροατῶν εἰς διεξόδους ὑδάτων διδακτικῶν ὀμβρίζει ὁ τρισόλβιος πατήρ.
Καί καθώς εἶπεν ἡ γυνή ἐκείνη πρός τόν Κύριον, «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καί μαστοί οὕς ἐθήλασας», λέγομεν καί ἡμεῖς ἀναφορικῶς πρός τόν Χρυσόστομον: «Μακαρία μέν ὑπάρχει ἡ τοῦ στόματός σου φωνή, καί μακάριος ὁ νοῦς ὅν ἐξήσκησας. Καί «μενοῦν γε· μακάριοι καί οἱ κατέχοντες καί ἀντλοῦντες λόγους τούς σούς».
Ἀλλά δεόμεθά σου Πάτερ ἱερώτατε· μετάδος καί εἰς τάς ἀνυδροκεκαυμένας καρδίας ἡμῶν τήν δρόσον τῶν σῶν θεοπνεύστων διδαχῶν καί γνώρισον εἰς τάς ἀσθενεῖς ἡμῶν διανοίας τήν δύναμιν τῶν σῶν ὀμβροτόκων λόγων τῶν χειλέων σου. Διότι, ἰδού, ἀφήσαντες πᾶσαν βιωτικήν μέριμναν, ἐδράμομεν ὥσπερ διψῶσα ἔλαφος εἰς τόν χειμάῤῥουν τῆς τρυφῆς τῶν λόγων σου. Ἀλλά μή δυνηθέντες ἐξ ἀμελείας καί ῥαθυμίας ἡμῶν λαβεῖν σταγόνα κατανύξεως παρά σοῦ τοῦ κηρύττοντος τήν μετάνοιαν, καί δάκρυα κατανύξεως, ἀπερχόμεθα εὔκαιροι, καί κατακεκριμένοι εἰς τό νά διψῶμεν ψυχικῶς μή ἐνδείξαντες μετάνοιαν ἀληθινήν ὡς διδάσκεις ἡμᾶς.
Καί ἰδού ἀπέρασεν ὁ χρόνος τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν ματαιότητι, εἰς μερίμνας καί φροντίδας βιωτικάς καταγινόμενοι, ὡς καί πρό τοῦ μονάσαι, καί ἀπαρνήσασθαι τά τοῦ κόσμου. Ἀλλά σύ, ὦ Πάτερ, μετάτρεψον τήν ἀκρότομον πέτραν τῆς σκληρᾶς καί ἀμετανοήτου καρδίας ἡμῶν εἰς λίμνας ὑδάτων κατανύξει / / καί σοφίας πνευματικῆς· ὅπως σπείρωμεν τάς κεχερσωμένας ἀρούρας τῶν ψυχῶν ἡμῶν, καί φυτεύσωμεν ἀμπελῶνας πνευματικούς τρυγῶντες [τά] σαφηνίσματα τῶν θείων Γραφῶν, καί λάβωμεν καρπούς τοῦ πνεύματος τελεσφορητικῶν γεννημάτων.
Βοήθησον ἡμῖν, ὦ Πάτερ, πτωχοῖς καί πένησιν οὖσιν, καί δός ἡμῖν σύνεσιν πνευματικήν. Διότι ἡ πηγή σου, ὦ Χρυσόστομε, ὑπάρχει Μωσαϊκή, ἐκβλύζουσα τήν πίστιν τοῦ ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ κατά τῆς πονηρίας τοῦ διαβόλου. Καί ὡς ἡ ὑδρία ἐκείνη, ἥν εὐλόγησεν ὁ Ἐλισσαῖος, καί ἰάτρευσε τά ἀτεκνοῦντα ὕδατα, ἥτις ἡλατίσθη μέ τό ἀποστολικόν ἅλας, καί πλουτίζει πλουσίως τήν κοινωφελῆ σωτηρίαν, περί ἧς λέγει Κύριος, «Ἰῶμαι τούς ἐξηντληκότας ἀκροατάς τῶν λόγων τοῦ Χρυσοστόμου, καί οὐκ ἔσται ἔτι ἀτεκνούμενος ἐν αὐτοῖς». Καί εἶναι ἁρμόδιον νά λέγωμεν εἰς τοῦτο ὅτι καθώς ἐν τῇ ἐπιφοιτήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τότε ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, ὅτε οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι ἐλάλουν μέ ξέναις γλώσσαις τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, εἰς τούς ἀπό πανταχόθεν συναχθέντας τότε ἐν τῇ Ἱερουσαλήμ λαούς, ὡς ἤκουεν ἕκαστος μέ τήν γλῶσσαν, ὁποῦ ἔμαθεν ἀπό γεννήσεώς του τά λαλούμενα παρά τῶν Ἀποστόλων. Καί ἐμερίσθη εἰς τήν ἀκοήν καί λαλιάν τοῦ καθ’ ἑνός ἡ λαλιά τῶν Ἀποστόλων, μέ τό νά ἐχάρισεν εἰς ὅλους τούς ὄχλους τήν ἀκοήν τῆς ξένης λαλιᾶς καί ἤκουον ὅλοι τά παρά τῶν Ἀποστόλων λαλούμενα.
Οὕτω λοιπόν ἀπαραλλάκτως ἔγινε καί εἰς τήν διδασκαλίαν τοῦ θείου Χρυσοστόμου. Διότι κάμνει τούς διδασκομένους εἰς τό νά νοήσωσι ταχέως, καί νά / / κατανοήσωσιν εὐκόλως, καί μερίζει εἰς ὅλους ὡς ὄμβρος ἐπ’ ἀγροῖς. Καθώς ἡ βροχή ὁποῦ πίπτει εἰς τόν χόρτον καί εὐεργετεῖ κοινῶς, οὕτω καί ἡ διδασκαλία τοῦ Χρυσοστόμου προξενεῖ εἰς ὅλους κατάνυξιν, πρός εὐκαρπίαν τοῦ Πνεύματος.
Ὅθεν ὅλον τόν κόσμον κατέστησε χρεώστην αὐτοῦ διά τῶν διδαχῶν του καί ὅλην τήν οἰκουμένην ἔπλησε τῶν συγγραμμάτων του. Ἐπειδή ὁ Θεός εἶπε πρός αὐτόν, «Πλάτυνον τό στόμα σου καί πληρώσω αὐτό», καθώς ἐκ Θεοῦ διεμοιράσθη εἰς πᾶσαν πόλιν καί χῶραν ὁ πλοῦτος τῶν διδασκαλικῶν αὐτοῦ βίβλων. Διότι ποῖος ἄλλος ἐλάλησεν οὕτω διδάσκων τήν ζωοποιόν διδασκαλίαν τοῦ θεανθρώπου Ἰησοῦ, καθώς ἐλάλησεν ὁ Χρυσόστομος; ὁ κατανυκτικός ἐξηγητής τῆς Ἐκκλησίας καί κατηχητικός διορθωτής τῶν ἀμελῶν καί ποθητός ἑρμηνευτής τῶν Γραφῶν; Πρός τούς ὁποίους καί ἔτι ὡς λογιάζω βοῶσι τά παρ’ αὐτοῦ γεγραμμένα τόν ἀγνώριστον αὐτοῦ στολισμόν, ἄν καί τινάς ἀπό αὐτούς εὑρίσκεται μή γνωρίζων αὐτά. Τά παρ’ αὐτοῦ ὅμως γεγραμμένα συγγράμματα βοῶσι καί λέγουσι, «Δεῖξόν μοι τήν ὄψιν σου καί ἀκούσομαι τῆς φωνῆς σου, ὅτι ἡ φωνή σου εἶναι γλυκεῖα καί ὡραία ἡ ὄψις σου», κατά τό ἆσμα. «Σύ ὁ τήν γλῶτταν χρυσοῦς διά τήν τιμιότητα τοῦ Χριστοῦ καί χρυσοῦς ὑπάρχων διά τήν λαμπρότητα τοῦ φωτισμοῦ τοῦ στόματος τοῦ Χριστοῦ. Σύ ὁ ἐν στόματι χρυσῷ συρματώσας τούς λόγους· τό ὁποῖον ἤθελε φανῇ καί χωνευτήριον ῥημάτων χρυσῶν, καί παλάμας πλούτου μετά δόξης διανέμουσα. Ὦ Πάτερ Ἰωάννη Χρυσόστομε! Οὗ ὁ φθόγγος τῶν ῥημάτων ἐξάκουστος εἰς τά τῆς οἰκουμένης πέρατα ἐγένετο· ὁ ἔμψυχος ὄντως αὐλός τῆς πίστεως· ὁ ὀρθόδοξος ἦχος τῶν οὐρανίων· ἡ βροντή τῆς θεολογίας / / ἡ βροντῶσα κατά τῶν αἱρετικῶν τῷ Κυρίῳ. Λύρα ἡ εὔτονος τοῦ πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας· ἡ εὔλαλος κιθάρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῆς δωδεκαχόρδου φωνῆς τῶν ἐν σώματι κατά τό γεγραμμένον· καί ἁρμονία ἔναρθρος ἐν τοῖς ἀνθρώποις· ἐντολή τῶν νενευρωμένων δεκαλόγων· ὁ ὀφθαλμός τῆς ὀξυβλεψίας τῶν δογμάτων ὁ ἔξυπνος· ὁ ἐγκάρδιος ὄμβρος τῆς κατανύξεως, ὁ ὑψηλός βαθμός τῆς ταπεινοφροσύνης, ἡ χρυσεπώνυμος παρηγορία, ἡ πολυκτήμων παρηγορία τοῦ κόσμου· ὁ ὑπερόβρυτος καθαρός νοῦς· ὁ ἀπαραχάρακτος λογισμός· ὁ ἀνεπιβούλευτος θησαυρός· ὁ κεκλεισμένος κῆπος καί ἄσυλος τῶν ἀκραίων φρονημάτων καί τοῖς μετά πρώτην καί δευτέραν φοράν νουθεσίαν ἀπειθέσιν αἱρετικοῖς παραίτησις, κατά τόν Ἀπόστολον· ἡ ἐσφραγισμένη πηγή· ὁ ἐπιθυμητός συμπολίτης τοῦ παντός· τό στόμα τό γλυκύτερον μέλιτος· τό ἡδύπνοον γλεῦκος τῆς Ἐκκλησίας· τό τερπνόν νᾶμα τῶν ἁπλουστέρων λόγων, τό προχέον τό ποτιστικόν καί στερεόν τῶν τελειοφρόνων φαγητῶν· ὁ σπόγγος ὁ ἐ[ ]ατικός τῆς θείας Γραφῆς· ἡ δρόσος τοῦ Ἀερμών ἡ δροσιστική· ἡ φιλόπονος βιβλιοθήκη τῶν ὠφελίμων νουθεσιῶν· ἡ θρεπτική ἀποθήκη τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος· τό φιλόπτωχον βαλάντιον τῆς ἐλεημοσύνης· ἡ φιλότιμος δεξιά τῆς συμπαθείας, ὁ χορτάσας τάς κοιλίας τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου καί ποιῆσαι αὐτούς τοῦ μή πεινᾶσαι τόν Χριστόν· ὁ σωφρονιστής πρός τό πῦρ τῆς φιλαργυρίας καί παρέχων ἔλαιον τῶν ἀσβέστων λαμπάδων τῆς ψυχῆς· / / ὁ τῆς μετανοίας καθημερινός ἀντιφωνητής· διότι διά τῶν λόγων αὐτοῦ διδάσκει πάντας τό, «ὁσάκις ἄν πέσῃς, ἐπίστρεψον καί ἀφεθήσεταί σοι’’.
Ναί λοιπόν, ὦ Πάτερ, σοί λέγομεν: σύ εἶσαι ἡ ζήτησις τῆς τριαδικῆς ὁλομελείας, τήν ὁποίαν ἡ πέτρα τῆς Ἐκκλησίας ἀρτοκοπήσασα θέλει διαθρέψῃ τόν εὐσεβῆ τοῦ Κυρίου λαόν καθώς ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ ἐν λειμῶνι λόγου σου διδάσκεις ἡμᾶς.
Ἀλλ’ ὦ Πάτερ πατέρων, καί ποιμήν ποιμένων, ὁ παριστάμενος τῷ θρόνῳ τῆς ζωαρχικῆς ἑνιαίας Τριάδος, πεπλουτισμένος χάριν τήν ὑπερτάτην δυσώπησον αὐτήν ὑπέρ ἡμῶν τῶν τέκνων σου, ὡς πλουτῶν θεόθεν τῶν αἰτημάτων τήν ἐκπλήρωσιν.
Ὕψωσον δεόμεθα τάς κορυφάς τῶν πανηγυριστῶν σου. Καί διά τῆς ἐνταῦθα εἰρηνικῆς ζωῆς, πρός τήν ἐκεῖθεν μετακόμισον εἰρήνην τήν μόνιμον καί ἀστασίαστον. Ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, τῇ ἀληθινῇ τῶν σωζομένων εἰρήνῃ τε καί χρηστότητι· ὦ πρέπει δόξα, τιμή καί κράτος, σύν τῷ Πατρί καί Ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
Στίχοι
Υἱέ Θεοῦ, κλέος σου τό κράτος
Ὅτι πέρας τῇδε ἔθου σοῦ τῇ βίβλῳ.
ᾳωμθ’
Ἰάκωβος Μοναχός ἔγραψε, τῷ αἰτήσαντι Προκοπίῳ θύτη, εἰς αὐτοῦ καί τῶν τυχόντων ὠφέλειαν.
Εὐλόγησον Πάτερ!
Καθώς τά σκαψίματα καί ἀνοίγματα τῶν μετάλλων, ὁποῦ εὑρίσκονται εἰς τά βάθη τῆς γῆς, μέ ὅλον ὁποῦ εἶναι πολλά κοπιαστικά καί ἐπικίνδυνα, ἐνεργοῦνται ὅμως ἀπό τούς φιλοχρύσους ἐπιθυμητικῶς διά τήν ἐλπίδα τῆς ἀπολαύσεως τοῦ χρυσίου. Ἐπειδή καί οἱ τοιοῦτοι φιλόχρυσοι μέ τό νά κεντοῦνται ὡσάν ἀπό κάποιον κεντρί ἀπό τόν πόθον τοῦ χρυσίου καί πλούτου, καταγίνονται εἰς τήν ἐργασίαν, σκάπτοντες, χωρίς νά λογιάζωσι τόν κόπον ποσῶς. Οὕτω λοιπόν καί ὅστις κατατολμᾷ ἐγκωμιάσῃ τόν ἐνάρετον βίον τοῦ θαυμαστοῦ πατρός καί οἰκουμενικοῦ διδασκάλου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, μέ τό νά ἐπιποθῇ τόν ἔμψυχον πλοῦτον τοῦ χρυσοῦ πατρός, ἐπιτηδεύει τόν λόγον του ἰχνηλατικῶς σκάπτων τό βάθος τῶν ἐπαίνων τῶν ἐγκωμίων του εἰς τό βάθος τῶν ἐνθέων κατορθωμάτων αὐτοῦ πρῶτον, καί οὕτω νά ἀπολαύσῃ τόν οὐράνιον τοῦτον θησαυρόν. Μέ ὅλον ὁποῦ ὁ ἐπίγειος οὗτος ἄγγελος καί οὐράνιος ἄνθρωπος, δέν δέχεται ἐπαίνους καί ἐγκώμια, / / ὡς οὐρανόφρων καί θεοδόξαστος. Πλήν ἐπειδή καί ὁ ὕψιστος Θεός ἀνενδεής ὤν, συγκατανεύει νά ὑμνεῖται ἀπό τά αὐτοῦ πονήματα, οὐχί ἀξιοπρεπῶς· διότι κατά τό γεγραμμένον, οὐδείς δύναται δοξολογῆσαι τόν Θεόν ἐπαξίως, καθώς ὅπου ὑπάρχει· καθότι τίς εἶδε τό Θεόν, καί νά δυνηθῇ διηγηθῆναι τήν δόξαν αὐτοῦ καί λαμπρότητα; ἤ ποῖος δύναται νά κατανοήσῃ ὡς ἐγνωσμένον τόν Ὕψιστον; βέβαια οὐδείς δύναται φθάσαι εἰς τό νά κατανοήσῃ τόν ἀκατανόητον, ὅσον καί ἄν ἤθελε νά καταλάβῃ τήν ἀκαταληψίαν τοῦ Θεοῦ, τοσοῦτον ὁ Ὕψιστος θέλει μείνῃ ἀκατανόητος περισσότερον ἐρευνούμενος καί ἐξεταζόμενος. Ὅθεν, οὕτω πρέπον εἶναι νά ἀποδώσωμεν καί εἰς τόν θεῖον Χρυσόστομον τόν ἔπαινον, μή δυνάμενοι νά φθάσωμεν τόν ἔπαινον, ὁ ὁποῖος ἁρμόζει εἰς τά μεγάλα αὐτοῦ κατορθώματα, τῆς τῶν θριάμβων αὐτοῦ ἐντεύξεως κατά τήν ὑπόσχεσιν. Πλήν ἐάν καί τά μεγάλα τῶν ἀρετῶν κατορθώματα χρειάζονται καί μεγάλα ἐγκώμια, πλήν μέ ὅλον τοῦτο ἐγώ θέλω ἐκτείνω καί τόν πόδα τῆς προπετείας μου, ἐπειδή ἐξεύρω πάνυ καλῶς, ὅτι ὁ θεῖος Χρυσόστομος εἰς τούς λόγους του, εἶναι πολλά συγκαταβατικός. Ὅθεν καί οἱ οἰκτιρμοί αὐτοῦ εὑρίσκονται καί εἰς τό ἔργον ἡμῶν, μέ τό νά ἠξεύρῃ καί νά ὑστερῆται καί νά περισσεύηται· καθώς ὁ ἴδιος μᾶς διδάσκει ἀποστολικῶς. Γινώσκει, λέγω, ὁ θεῖος Πατήρ νά ἀγαπᾷ, καί ποθεῖ νά συμπάσχῃ μέ ἡμᾶς· δέν ζητεῖ τά ἑαυτοῦ μόνον, ἀλλά καί τά τοῦ ἑτέρου, κατά τόν Ἀπόστολον· καί μᾶς πιστοποιεῖ, ἐν ταὐτῷ καί πληροφορεῖ / / ὅτι δέν ἐντροπιάζει τήν ἀγάπην, ὁποῦ εἰς αὐτόν προσφέρομεν εἰλικρινῶς, ἀλλά σπεύδει, καί προσπαθεῖ εἰς τό νά δεχθῇ τό προσφερόμενον ὡς εὐπρόσδεκτον καί ἄξιον. Εἰς αὐτά λοιπόν θαῤῥήσας καί ἐγώ, δέν δειλιάζω νά μετρῶ τά ἀερόβατα ὕψη τοῦ θείου τούτου Πατρός. Ἀλλά ἐλπίζω, ὅτι, εἰ μέν καί ἤθελον δυνηθῆναι νά περιπατήσω τόν πρός τά ὕψη ὁδόν ὀρθοποδῶν, καί νά παρασταθῶ εἰς τήν θεωρίαν τοῦ σταδίου ἀνεπαισχύντως, ἄς εἶναι δεδοξασμένον τό ὄνομα τοῦ Ὑψίστου, καί τοῦ θείου τούτου πατρός, τοῦ καταξιοῦντος ἡμᾶς ἐκ τῶν αὐτοῦ λόγων καί διδαχῶν εἰς τό νά πλησιάζωμεν πρός αὐτόν. Εἰ δέ πάλιν καί ὁ ἀργός ἡμῶν νοῦς ἤθελεν ἀποκάμει ὡς ἀγύμναστος, καί ἀπορήσῃ τελείως, καί μείνῃ ἐξεστηκώς, ἀμποθούμενος νοητῶν, καί δέν δυνηθῇ νά φθάσῃ εἰς τάς θύρας τῶν λεγομένων ἱππικῶν (καββαλαρίων) καί ἤθελε ποιήσειν ἀθεράπευτον τόν θεραπευτήν· πλήν καί οὕτω πάλιν ὑπερυψοῦμεν αὐτόν τόν ἱερόν διδάσκαλον. Ἐπειδή ὡς καλός Πατήρ καί φιλότεκνος ὁποῦ εἶναι, δέν θέλει ἀποβάλῃ τούς κόπους τῶν μαθητῶν του· ἄλλά θέλει τούς δεχθῇ εὐμενῶς, ἐπιδιορθούμενος τό ἐλλεῖπον, καί τό πρός ἔπαινον αὐτοῦ ἐπιτηδευθέν. Διό καί θέλω ἀρχίσειν τήν ὑπόθεσιν τοῦ λόγου μου, ὅπως ἤθελε φωτίσῃ τόν νοῦν μου τόν ἀσθενῆ ἡ χάρις τοῦ Ἱεράρχου, καί καθώς ἤθελε μοῦ δοθῇ λόγος παρά τῆς ἐπουρανίου δωρεᾶς, ἐν ἀνοίξει τοῦ ἀπαιδεύτου στόματός μου, ὁ σοφίζων τούς ἀμαθεῖς, ὅπως ἐγκωμιάσω τόν μέγαν Χρυσόστομον Ἰωάννην, καί ἀξίως τιμήσω αὐτόν ἐν ὕμνοις θριαμβικοῖς // τόν πλοῦτον ὄντα τῆς χάριτος, καί τοῦ Θεοῦ δοξολόγου. Διότι ὅποιος σπουδάσει νά θησαυρίσῃ τόν Θεόν εἰς τοῦ λόγου του, αὐτός κοπιάζει μέ πόθον διά νά ὠφεληθῇ ἀπό τάς διδασκαλίας τοῦ θείου πατρός, αὐτός φιλοπονεῖ τά κέρδη τῶν διδασκαλιῶν τοῦ χρυσοῤῥήμονος οὐχί ὅτι χαρίζομεν τίποτες εἰς τόν θεῖον Χρυσόστομον· ἀλλά μάλιστα τόν ἑαυτόν μας εὐεργετοῦμεν περισσότερον, τοῦτο ποιοῦντες. Καθώς τό πάλαι καί ἡ Σαραφθεία ἐκείνη χήρα, ὁποῦ προσέφερε τήν πίταν εἰς τόν Ἡλίαν ἐκείνη εὐηργετήθη περισσότερον, τρεφομένη μετά τῶν τέκνων της. Ὁμοίως καί ἡ Σωμανίτης, ὁποῦ προσέφερε τό ἔλαιον, καί ἐγέμισαν ὅλα τά πιθάρια ἐλαίους. Καί αὐτή ἡ Σαμαρείτης γυνή διά τῆς δόσεως τοῦ παρηγορητικοῦ τῆς ἀνθρωπίνης δίψης ὕδατος ἐῤῥόφησε τό ζῶν ὕδωρ τό ἁλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον. Καί ἡ χήρα ἐκείνη, ὁποῦ μακαρίζεται εἰς τό Εὐαγγέλιον, ἥτις μέ τό [πού] ἔβαλε δύο λεπτά εἰς τό Γαζοφυλάκιον διά τήν καλήν της προαίρεσιν ὑπερέβη τούς πλουσίους.
Καθώς λοιπόν αὗται αἱ μακάριαι γυναῖκες ἠξιώθησαν λαβεῖν χιλιοπλασίως ὅσων ἔδωσαν, οὕτω καί ὁ τόν θεῖον Χρυσόστομον ἐπαινεῖν παῤῥησιαζόμενος πλέον τῶν προσφερομένων εἰς ἐκεῖνον διά τῶν λόγων τῆς αὐτοῦ εὐφημίας, θέλει καταξιωθῇ κατατρυφήσας τῶν χαρίτων, τῶν ἑαυτοῦ στόματος τοῦ διδασκάλου ἐκχυθέντων. Διότι τοσαύτη χάρις ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ θεόβρυτος ἐξεχύθη, ὥστε ὁποῦ ὁ Χρυσόστομος ηὐλογήθη εἰς τόν αἰῶνα, καί ὁ γλυκύλαλος φθόγγος τῆς διδασκαλίας αὐτοῦ καταλάμπει διαπαντός τούς ἀναγινώσκοντας. Διότι ἐπ’ ἀληθείας λόγους πολλούς ἐξηρεύξατο, τούς ὁποίους ἡ θεοδίδακτος αὐτοῦ καρδία / / ἐλάλησε, καί ἡ γλῶσσα αὐτοῦ ὡς κάλαμος θαυμαστοῦ ὀξυγράφου ἐπέτυχεν ὡς κάλαμος τῆς ἐπιῤῥοῆς. Ἀλλά ποῖος ἆρά γε εἶναι ὁ γραμματεύς οὗτος τοῦ ὀξυγράφου καλάμου; Πάντως ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, ὁ Λόγος τῆς πατρικῆς φωνῆς, ὁ ἐν σοφίᾳ κατασκευάσας τήν σύμπασαν κτίσιν· οὐχί ὡς κάλαμος γραμματέως διά μελάνης γράφων, τά πάντα δημιουργήσας· ἀλλ’ ἐν ῥοπῇ ὀφθαλμοῦ καί ἀτόμου διαβάσεως ῥιπῇ ἀτόμου, τῷ λόγῳ τά πάντα ἐτελεσιούργησε· μέ ἕνα λόγον μόνον δηλαδή τά πάντα ἐκ τοῦ μή ὄντος παρήχθησαν εἰς τό εἶναι καί οὐχί νά λαληθῶσιν ἕνα πρός ἕνα· οὔτε πάλιν κατά μέρος προσθέτων περικοπήν τῶν κτισμάτων· οὔτε ἀπό ὕλην αὐτόματον προϋπάρχουσαν, καθώς οἱ αἱρετικοί ἐφαντάσθησαν, ὅτι νά συνεβοήθησεν εἰς τόν Θεόν ὕλη προϋπάρχουσα. Ἀλλά νεύματι τοῦ Πατρός, παρά τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ τά πάντα θεουργικῶς ἐκτίσθησαν. Ἐκ τοῦ ὁποίου καί ὁ Χρυσόστομος Ἰωάννης ἤντλησε τήν χάριν μέ τά χείλη αὐτοῦ. Διότι κατά τό γεγραμμένον, ὅτε ἀνοίξει τό στόμα αὐτοῦ ἕλκει πρός ἑαυτόν τό πνεῦμα τό ἅγιον, καί λαλῶν εἰς ὅλους χαριέντως, ὡς ὁ κιθαρωδός Φρῆνις κατανοεῖται, ῥητορεύων σοφῶς μέ τήν διδασκαλίαν αὐτοῦ, καί ἰδιωτεύων μέ τήν παράδοσιν τῶν λόγων, κοινωφελής εἰς τούς μαθητευομένους ἐπιγινώσκεται. Οὐχ ὅτι δέν γινώσκει νά φιλοσοφῇ, ἀλλά καρποφορήσας πάντας ζητῶν καί ὄχι ὅτι ἐπιποθεῖ νά ἐμποδίσῃ τόν ἑαυτόν του ἀπό τοῦ νά ἐντρυφᾷ εἰς τό κάλλος τῶν νοημάτων· ἀλλά διότι θέλει ὡς ταπεινόφρων, ἵνα τρυγῶσι πάντες τήν ταπεινοφροσύνην καί οὐχί μόνον / / ὡς ποταμός ἐν γῇ ποτίζων τούς διψῶντας ὁρᾶται, ἀλλά θάλασσαν ἑρμηνείας ὑπερεκχέων εἰς ἔρημον ἀπαιδευσίας φρενῶν ἀμαθῶν, καί γῆν ἄνυδρον τῶν ἀκροατῶν εἰς διεξόδους ὑδάτων διδακτικῶν ὀμβρίζει ὁ τρισόλβιος πατήρ.
Καί καθώς εἶπεν ἡ γυνή ἐκείνη πρός τόν Κύριον, «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καί μαστοί οὕς ἐθήλασας», λέγομεν καί ἡμεῖς ἀναφορικῶς πρός τόν Χρυσόστομον: «Μακαρία μέν ὑπάρχει ἡ τοῦ στόματός σου φωνή, καί μακάριος ὁ νοῦς ὅν ἐξήσκησας. Καί «μενοῦν γε· μακάριοι καί οἱ κατέχοντες καί ἀντλοῦντες λόγους τούς σούς».
Ἀλλά δεόμεθά σου Πάτερ ἱερώτατε· μετάδος καί εἰς τάς ἀνυδροκεκαυμένας καρδίας ἡμῶν τήν δρόσον τῶν σῶν θεοπνεύστων διδαχῶν καί γνώρισον εἰς τάς ἀσθενεῖς ἡμῶν διανοίας τήν δύναμιν τῶν σῶν ὀμβροτόκων λόγων τῶν χειλέων σου. Διότι, ἰδού, ἀφήσαντες πᾶσαν βιωτικήν μέριμναν, ἐδράμομεν ὥσπερ διψῶσα ἔλαφος εἰς τόν χειμάῤῥουν τῆς τρυφῆς τῶν λόγων σου. Ἀλλά μή δυνηθέντες ἐξ ἀμελείας καί ῥαθυμίας ἡμῶν λαβεῖν σταγόνα κατανύξεως παρά σοῦ τοῦ κηρύττοντος τήν μετάνοιαν, καί δάκρυα κατανύξεως, ἀπερχόμεθα εὔκαιροι, καί κατακεκριμένοι εἰς τό νά διψῶμεν ψυχικῶς μή ἐνδείξαντες μετάνοιαν ἀληθινήν ὡς διδάσκεις ἡμᾶς.
Καί ἰδού ἀπέρασεν ὁ χρόνος τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν ματαιότητι, εἰς μερίμνας καί φροντίδας βιωτικάς καταγινόμενοι, ὡς καί πρό τοῦ μονάσαι, καί ἀπαρνήσασθαι τά τοῦ κόσμου. Ἀλλά σύ, ὦ Πάτερ, μετάτρεψον τήν ἀκρότομον πέτραν τῆς σκληρᾶς καί ἀμετανοήτου καρδίας ἡμῶν εἰς λίμνας ὑδάτων κατανύξει / / καί σοφίας πνευματικῆς· ὅπως σπείρωμεν τάς κεχερσωμένας ἀρούρας τῶν ψυχῶν ἡμῶν, καί φυτεύσωμεν ἀμπελῶνας πνευματικούς τρυγῶντες [τά] σαφηνίσματα τῶν θείων Γραφῶν, καί λάβωμεν καρπούς τοῦ πνεύματος τελεσφορητικῶν γεννημάτων.
Βοήθησον ἡμῖν, ὦ Πάτερ, πτωχοῖς καί πένησιν οὖσιν, καί δός ἡμῖν σύνεσιν πνευματικήν. Διότι ἡ πηγή σου, ὦ Χρυσόστομε, ὑπάρχει Μωσαϊκή, ἐκβλύζουσα τήν πίστιν τοῦ ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ κατά τῆς πονηρίας τοῦ διαβόλου. Καί ὡς ἡ ὑδρία ἐκείνη, ἥν εὐλόγησεν ὁ Ἐλισσαῖος, καί ἰάτρευσε τά ἀτεκνοῦντα ὕδατα, ἥτις ἡλατίσθη μέ τό ἀποστολικόν ἅλας, καί πλουτίζει πλουσίως τήν κοινωφελῆ σωτηρίαν, περί ἧς λέγει Κύριος, «Ἰῶμαι τούς ἐξηντληκότας ἀκροατάς τῶν λόγων τοῦ Χρυσοστόμου, καί οὐκ ἔσται ἔτι ἀτεκνούμενος ἐν αὐτοῖς». Καί εἶναι ἁρμόδιον νά λέγωμεν εἰς τοῦτο ὅτι καθώς ἐν τῇ ἐπιφοιτήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τότε ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, ὅτε οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι ἐλάλουν μέ ξέναις γλώσσαις τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, εἰς τούς ἀπό πανταχόθεν συναχθέντας τότε ἐν τῇ Ἱερουσαλήμ λαούς, ὡς ἤκουεν ἕκαστος μέ τήν γλῶσσαν, ὁποῦ ἔμαθεν ἀπό γεννήσεώς του τά λαλούμενα παρά τῶν Ἀποστόλων. Καί ἐμερίσθη εἰς τήν ἀκοήν καί λαλιάν τοῦ καθ’ ἑνός ἡ λαλιά τῶν Ἀποστόλων, μέ τό νά ἐχάρισεν εἰς ὅλους τούς ὄχλους τήν ἀκοήν τῆς ξένης λαλιᾶς καί ἤκουον ὅλοι τά παρά τῶν Ἀποστόλων λαλούμενα.
Οὕτω λοιπόν ἀπαραλλάκτως ἔγινε καί εἰς τήν διδασκαλίαν τοῦ θείου Χρυσοστόμου. Διότι κάμνει τούς διδασκομένους εἰς τό νά νοήσωσι ταχέως, καί νά / / κατανοήσωσιν εὐκόλως, καί μερίζει εἰς ὅλους ὡς ὄμβρος ἐπ’ ἀγροῖς. Καθώς ἡ βροχή ὁποῦ πίπτει εἰς τόν χόρτον καί εὐεργετεῖ κοινῶς, οὕτω καί ἡ διδασκαλία τοῦ Χρυσοστόμου προξενεῖ εἰς ὅλους κατάνυξιν, πρός εὐκαρπίαν τοῦ Πνεύματος.
Ὅθεν ὅλον τόν κόσμον κατέστησε χρεώστην αὐτοῦ διά τῶν διδαχῶν του καί ὅλην τήν οἰκουμένην ἔπλησε τῶν συγγραμμάτων του. Ἐπειδή ὁ Θεός εἶπε πρός αὐτόν, «Πλάτυνον τό στόμα σου καί πληρώσω αὐτό», καθώς ἐκ Θεοῦ διεμοιράσθη εἰς πᾶσαν πόλιν καί χῶραν ὁ πλοῦτος τῶν διδασκαλικῶν αὐτοῦ βίβλων. Διότι ποῖος ἄλλος ἐλάλησεν οὕτω διδάσκων τήν ζωοποιόν διδασκαλίαν τοῦ θεανθρώπου Ἰησοῦ, καθώς ἐλάλησεν ὁ Χρυσόστομος; ὁ κατανυκτικός ἐξηγητής τῆς Ἐκκλησίας καί κατηχητικός διορθωτής τῶν ἀμελῶν καί ποθητός ἑρμηνευτής τῶν Γραφῶν; Πρός τούς ὁποίους καί ἔτι ὡς λογιάζω βοῶσι τά παρ’ αὐτοῦ γεγραμμένα τόν ἀγνώριστον αὐτοῦ στολισμόν, ἄν καί τινάς ἀπό αὐτούς εὑρίσκεται μή γνωρίζων αὐτά. Τά παρ’ αὐτοῦ ὅμως γεγραμμένα συγγράμματα βοῶσι καί λέγουσι, «Δεῖξόν μοι τήν ὄψιν σου καί ἀκούσομαι τῆς φωνῆς σου, ὅτι ἡ φωνή σου εἶναι γλυκεῖα καί ὡραία ἡ ὄψις σου», κατά τό ἆσμα. «Σύ ὁ τήν γλῶτταν χρυσοῦς διά τήν τιμιότητα τοῦ Χριστοῦ καί χρυσοῦς ὑπάρχων διά τήν λαμπρότητα τοῦ φωτισμοῦ τοῦ στόματος τοῦ Χριστοῦ. Σύ ὁ ἐν στόματι χρυσῷ συρματώσας τούς λόγους· τό ὁποῖον ἤθελε φανῇ καί χωνευτήριον ῥημάτων χρυσῶν, καί παλάμας πλούτου μετά δόξης διανέμουσα. Ὦ Πάτερ Ἰωάννη Χρυσόστομε! Οὗ ὁ φθόγγος τῶν ῥημάτων ἐξάκουστος εἰς τά τῆς οἰκουμένης πέρατα ἐγένετο· ὁ ἔμψυχος ὄντως αὐλός τῆς πίστεως· ὁ ὀρθόδοξος ἦχος τῶν οὐρανίων· ἡ βροντή τῆς θεολογίας / / ἡ βροντῶσα κατά τῶν αἱρετικῶν τῷ Κυρίῳ. Λύρα ἡ εὔτονος τοῦ πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας· ἡ εὔλαλος κιθάρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῆς δωδεκαχόρδου φωνῆς τῶν ἐν σώματι κατά τό γεγραμμένον· καί ἁρμονία ἔναρθρος ἐν τοῖς ἀνθρώποις· ἐντολή τῶν νενευρωμένων δεκαλόγων· ὁ ὀφθαλμός τῆς ὀξυβλεψίας τῶν δογμάτων ὁ ἔξυπνος· ὁ ἐγκάρδιος ὄμβρος τῆς κατανύξεως, ὁ ὑψηλός βαθμός τῆς ταπεινοφροσύνης, ἡ χρυσεπώνυμος παρηγορία, ἡ πολυκτήμων παρηγορία τοῦ κόσμου· ὁ ὑπερόβρυτος καθαρός νοῦς· ὁ ἀπαραχάρακτος λογισμός· ὁ ἀνεπιβούλευτος θησαυρός· ὁ κεκλεισμένος κῆπος καί ἄσυλος τῶν ἀκραίων φρονημάτων καί τοῖς μετά πρώτην καί δευτέραν φοράν νουθεσίαν ἀπειθέσιν αἱρετικοῖς παραίτησις, κατά τόν Ἀπόστολον· ἡ ἐσφραγισμένη πηγή· ὁ ἐπιθυμητός συμπολίτης τοῦ παντός· τό στόμα τό γλυκύτερον μέλιτος· τό ἡδύπνοον γλεῦκος τῆς Ἐκκλησίας· τό τερπνόν νᾶμα τῶν ἁπλουστέρων λόγων, τό προχέον τό ποτιστικόν καί στερεόν τῶν τελειοφρόνων φαγητῶν· ὁ σπόγγος ὁ ἐ[ ]ατικός τῆς θείας Γραφῆς· ἡ δρόσος τοῦ Ἀερμών ἡ δροσιστική· ἡ φιλόπονος βιβλιοθήκη τῶν ὠφελίμων νουθεσιῶν· ἡ θρεπτική ἀποθήκη τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος· τό φιλόπτωχον βαλάντιον τῆς ἐλεημοσύνης· ἡ φιλότιμος δεξιά τῆς συμπαθείας, ὁ χορτάσας τάς κοιλίας τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου καί ποιῆσαι αὐτούς τοῦ μή πεινᾶσαι τόν Χριστόν· ὁ σωφρονιστής πρός τό πῦρ τῆς φιλαργυρίας καί παρέχων ἔλαιον τῶν ἀσβέστων λαμπάδων τῆς ψυχῆς· / / ὁ τῆς μετανοίας καθημερινός ἀντιφωνητής· διότι διά τῶν λόγων αὐτοῦ διδάσκει πάντας τό, «ὁσάκις ἄν πέσῃς, ἐπίστρεψον καί ἀφεθήσεταί σοι’’.
Ναί λοιπόν, ὦ Πάτερ, σοί λέγομεν: σύ εἶσαι ἡ ζήτησις τῆς τριαδικῆς ὁλομελείας, τήν ὁποίαν ἡ πέτρα τῆς Ἐκκλησίας ἀρτοκοπήσασα θέλει διαθρέψῃ τόν εὐσεβῆ τοῦ Κυρίου λαόν καθώς ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ ἐν λειμῶνι λόγου σου διδάσκεις ἡμᾶς.
Ἀλλ’ ὦ Πάτερ πατέρων, καί ποιμήν ποιμένων, ὁ παριστάμενος τῷ θρόνῳ τῆς ζωαρχικῆς ἑνιαίας Τριάδος, πεπλουτισμένος χάριν τήν ὑπερτάτην δυσώπησον αὐτήν ὑπέρ ἡμῶν τῶν τέκνων σου, ὡς πλουτῶν θεόθεν τῶν αἰτημάτων τήν ἐκπλήρωσιν.
Ὕψωσον δεόμεθα τάς κορυφάς τῶν πανηγυριστῶν σου. Καί διά τῆς ἐνταῦθα εἰρηνικῆς ζωῆς, πρός τήν ἐκεῖθεν μετακόμισον εἰρήνην τήν μόνιμον καί ἀστασίαστον. Ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, τῇ ἀληθινῇ τῶν σωζομένων εἰρήνῃ τε καί χρηστότητι· ὦ πρέπει δόξα, τιμή καί κράτος, σύν τῷ Πατρί καί Ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
Στίχοι
Υἱέ Θεοῦ, κλέος σου τό κράτος
Ὅτι πέρας τῇδε ἔθου σοῦ τῇ βίβλῳ.
ᾳωμθ’
Ἰάκωβος Μοναχός ἔγραψε, τῷ αἰτήσαντι Προκοπίῳ θύτη, εἰς αὐτοῦ καί τῶν τυχόντων ὠφέλειαν.
Τό κείμενο τοῦ π. Παταπίου δημοσιεύθηκε στόν Βυζαντινό Δόμο, 16 (2007-2008), σ. 421-433.
SUMMARY
Kosmas’s
Vestitor, the Philosopher, ‘’Encomium in honoure of St John the
Chrysostom’’ and its unpublished paraphrase, written by monk Jacob
NeaskitiotisBy monk Patapios Kausokalyvitis,
Librarian of the Skete of Kausokalyvia, Mount Athos. (M. Th.)Kosmas
Vestitor, a byzantin orator whose the writing activity is estimated to
be dated to the period from 730 AD to 850 AD is known as author of
Panegyric Speeches. Among these pieces of work are included one Encomium
in honour to St John the Chrysostom (+ 407 AD) and five Encomiums to
the Removal of the Relics of this saint. The paraphrase of this last
Encomium, which was composed in 1849 by Mt Athos monk Jacob Neaskitiotis
(19th century), is published for the first time in this present
treatise. The publication of the text is made by the codex 105 (f.f.
52r-56v) of the Library of the Skete of Kausokalyvia, Mount Athos.
The text is inscribed as follows: <>.
The
paraphraces of Church Fathers texts just as the Saints Lives to the
Greek spoken language, which made the meaning more accessible,
contributed considerably to the spiritual life of enslaved Hellenism
just as to the preservation of its national and religious conscience
during Ottoman occupation.
Η μελέτη του π. Παταπίου δημοσιεύθηκε ηλεκτρονικά στις 30-5-2011, στο Ιστολόγιο ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ,
στον ακόλουθο σύνδεσμο:
http://agioritikoslogos.blogspot.com/2011/05/blog-post_140.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου