Πηγή: Red NoteBook &
Στους
κοινωνικούς τριγμούς και στο συναγερμικό κλίμα των ημερών, η νέα
επίκληση της «ευθύνης όλων» λειτουργεί με παράδοξο τρόπο. Φαίνεται να
αξιοποιεί μια συγκεκριμένη διάγνωση της κατάστασης των πραγμάτων,
διάγνωση η οποία παρουσιάζεται φιλοφρονητικά ως υπερκομματική,
υπερβατική και ειλικρινά αυτοκριτική. Αλλά πολλά σε τούτη την διάγνωση
και στο «δια ταύτα» που την συνοδεύει δεν είναι καθόλου αποχρωματισμένα.
Παρατηρούμε μάλλον ότι ένας γνώριμος δημόσιος λόγος, ο οποίος έχει ως
αιχμή το ζήτημα των σάπιων ηθών και των κακών νοοτροπιών προσαρτάται
στον κυβερνώντα «μονόδρομο». Η ρητορική περί κρίσης των αξιών και ηθικής
ασφυξίας φαίνεται να επιλέγει το νεοθατσερικό πρόγραμμα για την
«ανασυγκρότηση» της χώρας . Σε αυτό το πλαίσιο οι διαφορετικές φωνές του
λόγιου-πνευματικού ανθρώπου και του τεχνοκράτη συγκλίνουν σε μια μορφή
αναγεννητικού και εξυγιαντικού προσκλητηρίου.
Η σωτηριολογική πρόθεση δεν ανθίζει φυσικά μόνο στην πλευρά των «αντι-λαϊκιστών». Από άλλες πλευρές αντηχούν οι παιάνες της ομοψυχίας απέναντι στην ξενική υποδούλωση του έθνους. Ρεαλιστές και ιδεοκράτες του πνευματικού μας κόσμου μοιράζονται στις δυο πλευρές αναζητώντας, καθένας με τους όρους του, τη μεγάλη υπέρβαση: οι φίλοι του δρόμου της ευθύνης και της σύνεσης προσδοκούν ουσιαστικά την άτεγκτη και αποτελεσματική επιτροπεία η οποία θα «εξορθολογίσει», έστω με το καμτσίκι, τη χώρα και θα πατάξει τους δαίμονές της· οι άλλοι βυθίζονται στο νεφελώδες μιας πάνδημης αφύπνισης που θα φέρει την οικονομική αυτάρκεια και την ελληνική αυτοεπιβεβαίωση.
Στο βάθος, ωστόσο, ένα άλλο επικίνδυνο κύμα ανεβαίνει: η παλιά καλή ιδέα της ολιγαρχίας. Η ιδέα δηλαδή ότι αυτό που χρειαζόμαστε εφεξής είναι μια απερίσπαστη στις αποφάσεις της ομάδα άξιων επιτελικών της οικονομικής διαχείρισης και της «χρηστής» διακυβέρνησης. Και από την άλλη πλευρά, η πεποίθηση ότι μια αυθεντικά φωτισμένη πνευματική ηγεσία μπορεί να τερματίσει με την παρέμβασή της το τέλμα και την παρακμή.
Ενίοτε οι δυο ιδέες και οι άνθρωποι που τις συμμερίζονται περνούν από το ένα στο άλλο μετερίζι. Καθαρολόγοι εκσυγχρονιστές συναντούν συγγραφείς του αιώνιου ρωμέικου στον ίδιο καημό: εναντίον της «ήσσονος προσπάθειας», υπέρ της Ελλάδας των «αξίων», υπέρ του πολιτισμού των «ικανών». Σε μια χώρα με εκατοντάδες χιλιάδες νέους ανέργους και ραγδαία υποβάθμιση των βιοτικών όρων για πολύ περισσότερους, κάποιοι προτείνουν προκλητικά «να δουλέψουμε περισσότερο». Αναπαράγουν, έτσι, τη στερεότυπη αντιδραστική εκδοχή περί δυο κοινωνιών, της κοινωνίας των χρήσιμων και της κοινωνίας των παράσιτων ή αχρείαστων τεμπέληδων.
Προφανώς και η ευθύνη είναι ζωτικής σημασίας όρος για τη δημόσια αντιπαράθεση, τις ατομικές στάσεις ζωής και την πολιτική συνείδηση. Αλλά η ψευδώς υπερβατική και μετα-ιδεολογική της αμφίεση δεν πείθει. Στο πεδίο του τι πρέπει να κάνουμε ισχύει πάντοτε ένας βαθμός μεροληψίας και συγκεκριμένης δέσμευσης. Δεν μπορούμε να είμαστε μαζί, ακόμα και αν σε κάποια πράγματα μπορεί και να συμπίπτουμε. Και αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε σχέση με την υπαρκτή κοινωνική-οικονομική συνθήκη, το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και τη γενικότερη στάση έναντι του κυρίαρχου προστάγματος «εξορθολογισμού». Σε αυτό το σκληρό έδαφος οι συμπτώσεις, έστω και με τη μορφή υπογραφών σε ένα κείμενο, δεν είναι διόλου αθώες.
Επιστρέφουμε λοιπόν στο αφετηριακό πρόβλημα ουσίας: ποιο νόημα δίνουμε στο περίφημο τέλος των κύκλων ή των φάσεων της «Μεταπολίτευσης»; Τι αντιλαμβανόμαστε ως έξοδο από την χρεοκοπία και την κοινωνική κρίση; Τι επιθυμεί ακριβώς όποιος επικαλείται κάποια τολμηρή ηγεσία; Και εν τέλει ποιο κοινό άραγε μπορεί να έχει μια αριστερή εξόφληση λογαριασμών με το ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης με τις διατριβές της Μιράντας Ξαφά ή τις υποδείξεις του Γιάννη Στουρνάρα;
Αυτά τα ερωτήματα θα ήταν αδύνατο να βρουν απόκριση με ασκήσεις αυθυπέρβασης και στις δυο εκδοχές της, την εκδοχή του προσαρμοστικού «ρεαλισμού» και την εκδοχή του ηρωικού «ιδεαλισμού» των οπαδών κάποιου αυτοδύναμου εθνικού δρόμου.
Το πεδίο στο οποίο έχει θέση και περισσότερο νόημα μια αριστερή πολιτική του πνεύματος είναι η υπεράσπιση των κοινών αγαθών, η ριζοσπαστική δημοκρατία και η απόκρουση των νέων ολιγαρχικών και ταξικών παραδειγμάτων «διακυβέρνησης». Επείγει, πάνω από όλα, η απόσταση από το μύθο κάποιου διευθυντηρίου το οποίο θα υποδυθεί μια Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας του μέλλοντός μας.
Σε κάθε περίπτωση το όραμα μιας εξουσίας «σοφών μανδαρίνων» την οποία ευχόταν πριν από πολλά χρόνια ο Γκουστάβ Φλωμπέρ, δεν μπορεί να είναι η απάντηση στην ηθικοπολιτική κατάρρευση του δικού μας πολιτικού συστήματος και των παραδοσιακών του κοινωνικών ερεισμάτων.
*Ο Ν. Σεβαστάκης διδάσκει στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Το άρθρο δημοσιεύεται παράλληλα στο Red Notebook και τα «Ενθέματα» της «Κυριακάτικης Αυγής», αρ.φ. 11125 / 5.6.2011, σελ. 34 (http://enthemata.wordpress.com/2011/06/05/sevastakis-17/).
Η σωτηριολογική πρόθεση δεν ανθίζει φυσικά μόνο στην πλευρά των «αντι-λαϊκιστών». Από άλλες πλευρές αντηχούν οι παιάνες της ομοψυχίας απέναντι στην ξενική υποδούλωση του έθνους. Ρεαλιστές και ιδεοκράτες του πνευματικού μας κόσμου μοιράζονται στις δυο πλευρές αναζητώντας, καθένας με τους όρους του, τη μεγάλη υπέρβαση: οι φίλοι του δρόμου της ευθύνης και της σύνεσης προσδοκούν ουσιαστικά την άτεγκτη και αποτελεσματική επιτροπεία η οποία θα «εξορθολογίσει», έστω με το καμτσίκι, τη χώρα και θα πατάξει τους δαίμονές της· οι άλλοι βυθίζονται στο νεφελώδες μιας πάνδημης αφύπνισης που θα φέρει την οικονομική αυτάρκεια και την ελληνική αυτοεπιβεβαίωση.
Στο βάθος, ωστόσο, ένα άλλο επικίνδυνο κύμα ανεβαίνει: η παλιά καλή ιδέα της ολιγαρχίας. Η ιδέα δηλαδή ότι αυτό που χρειαζόμαστε εφεξής είναι μια απερίσπαστη στις αποφάσεις της ομάδα άξιων επιτελικών της οικονομικής διαχείρισης και της «χρηστής» διακυβέρνησης. Και από την άλλη πλευρά, η πεποίθηση ότι μια αυθεντικά φωτισμένη πνευματική ηγεσία μπορεί να τερματίσει με την παρέμβασή της το τέλμα και την παρακμή.
Ενίοτε οι δυο ιδέες και οι άνθρωποι που τις συμμερίζονται περνούν από το ένα στο άλλο μετερίζι. Καθαρολόγοι εκσυγχρονιστές συναντούν συγγραφείς του αιώνιου ρωμέικου στον ίδιο καημό: εναντίον της «ήσσονος προσπάθειας», υπέρ της Ελλάδας των «αξίων», υπέρ του πολιτισμού των «ικανών». Σε μια χώρα με εκατοντάδες χιλιάδες νέους ανέργους και ραγδαία υποβάθμιση των βιοτικών όρων για πολύ περισσότερους, κάποιοι προτείνουν προκλητικά «να δουλέψουμε περισσότερο». Αναπαράγουν, έτσι, τη στερεότυπη αντιδραστική εκδοχή περί δυο κοινωνιών, της κοινωνίας των χρήσιμων και της κοινωνίας των παράσιτων ή αχρείαστων τεμπέληδων.
Προφανώς και η ευθύνη είναι ζωτικής σημασίας όρος για τη δημόσια αντιπαράθεση, τις ατομικές στάσεις ζωής και την πολιτική συνείδηση. Αλλά η ψευδώς υπερβατική και μετα-ιδεολογική της αμφίεση δεν πείθει. Στο πεδίο του τι πρέπει να κάνουμε ισχύει πάντοτε ένας βαθμός μεροληψίας και συγκεκριμένης δέσμευσης. Δεν μπορούμε να είμαστε μαζί, ακόμα και αν σε κάποια πράγματα μπορεί και να συμπίπτουμε. Και αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε σχέση με την υπαρκτή κοινωνική-οικονομική συνθήκη, το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και τη γενικότερη στάση έναντι του κυρίαρχου προστάγματος «εξορθολογισμού». Σε αυτό το σκληρό έδαφος οι συμπτώσεις, έστω και με τη μορφή υπογραφών σε ένα κείμενο, δεν είναι διόλου αθώες.
Επιστρέφουμε λοιπόν στο αφετηριακό πρόβλημα ουσίας: ποιο νόημα δίνουμε στο περίφημο τέλος των κύκλων ή των φάσεων της «Μεταπολίτευσης»; Τι αντιλαμβανόμαστε ως έξοδο από την χρεοκοπία και την κοινωνική κρίση; Τι επιθυμεί ακριβώς όποιος επικαλείται κάποια τολμηρή ηγεσία; Και εν τέλει ποιο κοινό άραγε μπορεί να έχει μια αριστερή εξόφληση λογαριασμών με το ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης με τις διατριβές της Μιράντας Ξαφά ή τις υποδείξεις του Γιάννη Στουρνάρα;
Αυτά τα ερωτήματα θα ήταν αδύνατο να βρουν απόκριση με ασκήσεις αυθυπέρβασης και στις δυο εκδοχές της, την εκδοχή του προσαρμοστικού «ρεαλισμού» και την εκδοχή του ηρωικού «ιδεαλισμού» των οπαδών κάποιου αυτοδύναμου εθνικού δρόμου.
Το πεδίο στο οποίο έχει θέση και περισσότερο νόημα μια αριστερή πολιτική του πνεύματος είναι η υπεράσπιση των κοινών αγαθών, η ριζοσπαστική δημοκρατία και η απόκρουση των νέων ολιγαρχικών και ταξικών παραδειγμάτων «διακυβέρνησης». Επείγει, πάνω από όλα, η απόσταση από το μύθο κάποιου διευθυντηρίου το οποίο θα υποδυθεί μια Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας του μέλλοντός μας.
Σε κάθε περίπτωση το όραμα μιας εξουσίας «σοφών μανδαρίνων» την οποία ευχόταν πριν από πολλά χρόνια ο Γκουστάβ Φλωμπέρ, δεν μπορεί να είναι η απάντηση στην ηθικοπολιτική κατάρρευση του δικού μας πολιτικού συστήματος και των παραδοσιακών του κοινωνικών ερεισμάτων.
*Ο Ν. Σεβαστάκης διδάσκει στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Το άρθρο δημοσιεύεται παράλληλα στο Red Notebook και τα «Ενθέματα» της «Κυριακάτικης Αυγής», αρ.φ. 11125 / 5.6.2011, σελ. 34 (http://enthemata.wordpress.com/2011/06/05/sevastakis-17/).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου