ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Νικόλας Σεβαστάκης, Δυο καλοκαίρια: 2004/2011


To καλοκαίρι του 2004, το μεγάλο γεγονός των Ολυμπιακών Αγώνων επιλέχτηκε ως σύμβολο της δημοκρατίας του επιτεύγματος, ως ενσάρκωση της ιδέας της ισχυρής Ελλάδας. Την περίοδο εκείνη, ένα σημαντικό τμήμα των ελίτ έσπευδε να χαιρετήσει την «ωρίμανση» του έλληνα πολίτη, τη συμφιλίωση ανάμεσα στις εμπειρίες της υλικής ευημερίας και σε μια νέα αίσθηση ευθύνης η οποία, λεγόταν, κλείνει τους λογαριασμούς με την κουλτούρα των διχασμών και των «παράλογων» φόβων. Το καλοκαίρι του 2004 ήταν, θα μπορούσε να πει κανείς, η υλική και πολιτιστική προέκταση της φασματικής ύπαρξης του λεγόμενου μεσαίου χώρου. Και συγχρόνως συμπύκνωνε τους κοινούς τόπους του εκσυγχρονιστικού «νέου πατριωτισμού».
Το καλοκαίρι του 2011, η επίκληση της συναίνεσης έχει αλλάξει τελείως πρόσημο και χαρακτήρα. Ό, τι έχει απομείνει από το μπλοκ της ορθοφροσύνης του 2004 ανακαλύπτει τώρα το μεγάλο κακό: ότι ο πολίτης δεν έχει ωριμάσει, ότι ο διεκδικητικός «παιδισμός» δεν έχει κατανικηθεί, ότι, κοντολογίς, ο λαός παραμένει ανεπίτρεπτα λαϊκιστής. Η παλιά σύνθεση δημοκρατικού ηδονισμού και εκσυγχρονισμού μοιάζει πλέον με ένα πολύ μακρινό παρελθόν. Η (ψευδής) θετικότητα, μαραζωμένη ήδη εδώ και χρόνια, καταπλακώθηκε απότομα από την επίγνωση της αμαρτίας, της πτώσης και της ανάγκης για εξιλέωση. Για αυτό και οι νέοι τόνοι της ορθοφροσύνης δεν περιγράφουν κάποια χώρα μεταλλίων αλλά έναν τόπο μαρτυρίου. Από την Ελλάδα μεγάλο θεματικό πάρκο περάσαμε στην Ελλάδα σωφρονιστική αποικία. Από τις ρητορικές της αυτοπεποίθησης φτάσαμε σε έναν, σχεδόν σαδιστικό, στιγματισμό του Έλληνα ως ανερμάτιστου απατεωνίσκου.
Το 2004, ο τόνος ήταν ευφορικός, αντι-απαισιόδοξος, φιλικός προς τον χρήστη, όπως εκείνα τα καταιγιστικά διαφημιστικά μηνύματα των τραπεζών και της κινητής τηλεφωνίας της εποχής. Ήταν ο «φιλελευθερισμός» της χορηγίας, της προσδοκίας για success stories, της επιδεικτικής γαλανόλευκης κατάφασης. Το 2011 ο καθώς πρέπει δημόσιος λόγος αρχίζει με αυστηρές προειδοποιήσεις και καταλήγει στις ανοιχτές απειλές. Σα να λέει: τέρμα πια τα δημοκρατικά σας παραμύθια, τέλος πια με τα δικαιώματα· ήλθε η ώρα της «υποχρέωσης». Κάποια χρόνια μετά τον εξαναγκασμό στην ευωχία βρισκόμαστε στην απηνή καταδίωξη της χαράς, στην επικυριαρχία των θλιμμένων παθών, στην ιερή επιταγή για θυσία και πόνο. Και η οικονομική των Μνημονίων γίνεται ένα είδος πρακτικής θεολογίας για ένα έθνος ασώτων και παραπλανημένων. Στη θέση της «ματαιωμένης» καταναλωτικής θετικότητας υψώνεται μια θεολογική κακεντρέχεια σύμφωνα με την οποία κάθε ατομική επιθυμία και κάθε κοινωνικό συναίσθημα είναι πλέον ύποπτα πράγματα απλώς και μόνο επειδή εξακολουθούν να υπάρχουν. Η αναζήτηση των ανθρώπων στις πλατείες για υλική αξιοπρέπεια, για μια αξιοβίωτη ζωή δίχως οικονομική βία εκλαμβάνεται ως κάποια ανάρμοστη επιθυμία για «βόλεμα», αν όχι ως υπεράσπιση των παλιών προνομίων.
Τόσο όμως το θριαμβικό καλοκαίρι του 2004 όσο και η σημερινή στιγμή της «τιμωρίας» αντλούν από το ίδιο ιδεολογικό πεδίο. Στην πρώτη περίπτωση τα πλήθη προσκαλέστηκαν σε μια μειλίχια χαζοχαρούμενη συναίνεση. Τώρα το πλήθος εγκαλείται να αποδεχτεί την καταθλιπτική πραγματικότητα της αυτοτιμωρίας του. Εις το διηνεκές ή για απροσδιόριστο διάστημα. Ο νέος τόνος αποστρέφεται έτσι την παλιότερη εμφάνισή του. Γίνεται αντι-φιλελεύθερος, ελάχιστα ανεκτικός, θυμωμένος με τον τρόπο που ήταν από πάντα οργισμένος ένας Γιάννης Μαρίνος και ένας Αλέκος Παπαδόπουλος. Δεν συνομιλεί πια με το κοινό του -αυτό το κοινό που είχε καλεστεί στο πανηγύρι του 2004- αλλά βρίζοντας το κοινό του όπως στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Πέτερ Χάντκε. Ορκίζεται στις θυσίες, όπως την περίοδο 2000-2004 ορκιζόταν στις ευκαιρίες και στα «ανοίγματα» εναντίον όλων όσων δεν μάθαμε ποτέ να απολαμβάνουμε τη στιγμή.
Η στροφή αυτή δεν συνιστά όμως μια απλή αλλαγή διάθεσης στον λόγο των ελίτ. Δεν έχει σχέση με τις ιδιοσυγκρασίες κάποιων αρθρογράφων και σχολιαστών. Αντίθετα στεγάζει κάτι πολύ σοβαρό και επικίνδυνο. Η όψιμη επίκληση των αξιών της «εργασίας», της «αριστείας», της «σοβαρότητας» κλπ. καλλιεργεί την ιδέα μιας δημοκρατίας χωρίς ίχνος χαράς, μιας ζωής χωρίς γενναιόδωρα ανοίγματα, μιας καθημερινότητας συρρικνωμένης σε άθλιες «στρατηγικές επιβίωσης». Αν σταθούμε για λίγο στο γλωσσάρι της τωρινής ορθοφροσύνης βλέπουμε άλλωστε ότι στερείται παντελώς οποιασδήποτε θετικής υπόσχεσης. Από τις ανταμοιβές στις ποινές, από την απόλαυση στην καταστολή της. Και το πνεύμα είναι ένα: «Θα δείτε τι θα πάθετε αν…». Προειδοποίηση, κλήτευση, καχυποψία. Σαν το πνεύμα που διαπότιζε τις εγκυκλίους τις οποίες έστελνε καθημερινά στα πανεπιστήμια ο απελθών υφυπουργός Παιδείας.
Οι κυρίαρχες δυνάμεις προτείνουν τον εξορθολογισμό ως γενική αστυνόμευση των συμπεριφορών. Πριν από δέκα-δεκαπέντε χρόνια με την ίδια ένταση εγκωμίαζαν την απενοχοποίηση της μεσοαστικής ευημερίας. Το ζητούμενο για ένα κίνημα «πραγματικής δημοκρατίας» είναι στο εξής να υπερβεί και τα δυο παραδείγματα. Και αυτό διότι η στιγμή του 2004 -ύστατη κορύφωση του κύματος ρηχού ευημερισμού- και η αντιδημοκρατική υστερία των σημερινών καλόγερων της «εθνικής ανάνηψης» συνιστούν δυο όψεις της ίδιας αυταπάτης: ότι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με υπαγορευμένη «ευθυμία του κοινού» ή επιβεβλημένη «μιζέρια» μπορεί να εξασφαλιστεί η συναίνεση. Αυτή η αυταπάτη δεν είναι άλλο από την κατάργηση της πολιτικής ως υπόθεσης όλων· μια κατάργηση της πολιτικής που μπορεί να λαμβάνει διαφορετικές μορφές μέσα στο χρόνο: από τη φαντασμαγορία των Ολυμπιακών Αγώνων του χθες μέχρι τις επιτροπές σοφών για το «δημοψήφισμα» του ερχόμενου Σεπτέμβρη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου