Ἰωάννης Ν. Λίλης
Διδάκτωρ Θεολογίας Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Διδάσκων Δογματική καί Συμβολική Θεολογία
στήν Ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστική Ἀκαδημία Ἡρακλείου Κρήτης
«ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΑΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΧΑΡΤΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ»[1]
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ἡ παροῦσα μελέτη φέρει τόν τίτλο «Δογματική διδασκαλία καί Ἱεροί
Κανόνες στόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης» καί ἔχει ὡς
σκοπό νά δείξει τήν παρουσία τῆς δογματικῆς διδασκαλίας καί τῶν ἱερῶν
κανόνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Κρητικῆς
Ἐκκλησίας, τό Ν.4149/1961. Οἱ ἱεροί κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζουν μέ
πρακτικό τρόπο τή δογματική της διδασκαλία καί ἑπομένως δέν νοεῖται
ἱερός κανόνας, ἀκόμα καί ὁ πιό πρακτικός, χωρίς τό δογματικό περιεχόμενο
τῆς πίστεως. Ὁ νομοθέτης τοῦ συγκεκριμένου Καταστατικοῦ Χάρτη ὄχι μόνο
τονίζει σέ πολλά σημεῖα τήν εὐθύνη τῶν ἀρχιερέων τῆς Κρήτης γιά τή
διατήρηση τή δογματικῆς διδασκαλίας, ἀλλά καί σέ ὅλα τά ἄρθρα τοῦ Ν.
4149/1961 στηρίζεται σέ συγκεκριμένους ἱερούς κανόνες γιά νά νομοθετήσει
γιά τήν Ἐκκκλησία. Φυσικά δέν ἀναφέρει ποτέ συγκεκριμένα ποιοί εἶναι
αὐτοί οἱ κανόνες, καθώς αὐτό δέν εἶναι τό ἀντικείμενο τοῦ νομοθέτη ἀλλά
τῶν εἰδικῶν νομικῶν καί τῶν θεολόγων. Ἡ μελέτη μέσα ἀπό τήν ἐξέταση τῶν
ἄρθρων τοῦ Ν. 4149/1961 ποῦ ἀναφέρονται στή σύγκληση τῆς Ἱερᾶς
Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, τήν ἐξέταση τῆς δικαιολογημένης ἀπουσίας τῶν
ἐπισκόπων ἀπό τίς συνεδριάσεις τῆς Συνόδου, τόν τρόπο ἐκλογῆς τῶν
ἀρχιερέων, τήν ἀμφίεση τῶν κληρικῶν καί τόν τρόπο τῆς μετακίνησής τους
σέ ξένες ἐπαρχίες, τήν περιουσία κληρικῶν καί μοναχῶν καί τή διαφύλαξη
τῆς μετά τόν θάνατο αὐτῶν καθώς καί τήν παρουσία τοῦ ἀφορισμοῦ μέσα στήν
Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, προσπαθεῖ νά κάνει ἐμφανεῖς τους ἱερούς κανόνες
στούς ὁποίους στηρίχτηκε ὁ νομοθέτης γιά νά συντάξει τό Ν. 4149/1961. Ἡ
ἐμφάνιση ὅμως τῶν ἱερῶν κανόνων εἶναι οὐσιαστικά ἡ ἔκθεση τῆς ἴδιας της
δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ποῦ ἀφήνει ἔκδηλα τά σημάδια της σέ
ὅλες τίς πτυχές τοῦ πολιτισμοῦ, μία ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων εἶναι σίγουρα ἡ
νομοθεσία ἑνός σύγχρονου εὐρωπαϊκοῦ κράτους.
1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ
(Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη καί ὁ πολίτης τοῦ Κράτους)
Ἡ Πολιτεία καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι δύο ἐντελῶς διαφορετικοί, μεταξύ
τους, θεσμοί. Ἡ μεγάλη τους διαφορά ἔγκειται στόν διαφορετικό τρόπο μέ
τόν ὁποῖο ἀντιμετωπίζουν καί ὑπηρετοῦν τόν ἄνθρωπο. Ἡ Πολιτεία
ἀντιμετωπίζει τόν ἄνθρωπο ὡς πολίτη καί ὑπάρχει γιά νά ἐξασφαλίζει καί
νά ἀποκαθιστᾶ τήν δημόσια τάξη καί ἀσφάλεια στήν χώρα, ἀπαραίτητη
προϋπόθεση γιά τήν εὐημερία τῶν πολιτῶν σέ κάθε πτυχή τῆς ζωῆς τους. Ἡ
Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει καί ὑπηρετεῖ τόν ἄνθρωπο ὡς ἑνιαία ὕπαρξη πού
ἀποτελεῖται ἀπό τό νοῦ, τό λόγο, τή βούληση, τή φρόνηση, τήν ἐλευθερία,
τό αὐτεξούσιο, λειτουργίες πού ἐκφράζονται μέ τό σῶμα, και επιδιώκει να
του παρέχει τον αγιασμό του Αγίου Πνεύματος.
Ἡ διαφορετική ἀντιμετώπιση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τούς δύο θεσμούς
καταδεικνύει καί τή μεγάλη τους διαφορά. Τό Ποινικό Δίκαιο λέγει πώς ἡ
πρόθεση δέν εἶναι ποτέ ἔγκλημα, γιατί τό ἔγκλημα ξεκινᾶ πάντοτε ἀπό τήν
πράξη καί μετά. Θέλουμε πράξη καί ἀπόδειξη τῆς πράξεως γιά νά
καταλογήσουμε σέ κάποιον τό ἔγκλημα. Ἡ ὁμολογία ἑνός μάρτυρα πώς μισοῦσε
τό θύμα καί ἤθελε νά τό σκοτώσει, ἀλλά κάποιος άλλος τον πρόλαβε
διαπράττοντας το φόνο, δέν ἔχει καμία βαρύτητα γιά τόν δικαστή, ἐφόσον ὁ
μάρτυρας παρουσιάζει ἰσχυρό ἄλλοθι γιά τήν ὥρα τοῦ ἐγκλήματος.
Ἀντιθέτως σύμφωνα μέ τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί μόνο ἕνας
λογισμός εἶναι ἱκανός καταστεῖ τρομερά καταστροφικός γιά τόν ἄνθρωπο,
ἀκριβῶς γιατί ἀντιμετωπίζει τόν ἄνθρωπο ὡς ἑνιαία ὕπαρξη ξεκινώντας ἀπό
τό νοῦ.
Ὁ Χριστός πολλές φορές στή δημόσια διδασκαλία τοῦ τόνισε αὐτό τό
λεπτό σημεῖο. Κάποτε εἶπε στόν ἀκροατές του πῶς σύμφωνα μέ τή δίδασκαλία
τῶν ἀρχαίων, δηλαδή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δέν πρέπει κάποιος νά κάνει
φόνο. Ὁ ἴδιος ὅμως τούς συμβούλεψε πώς καί μόνο πού θά ὀργισθεῖ κάποιος
ἐναντίον τοῦ ἀδεφοῦ τοῦ εἶναι ἔνοχος φόνου.[2]
Ἡ ἐν λόγω φράση τοῦ εἶναι πολύ ἀληθινή, γιατί λόγω τῆς ὑπαρξιακῆς
ἑνότητας τοῦ ἀνθρώπου ἄν ὁ ἄνθρωπος μολύνει τό λογισμό του μέ τό θυμό,
εἶναι πολύ εὔκολο κάποια στιγμή αὐτή ἡ μόλυνση νά ἐπεκταθεῖ σέ ὅλη τήν
ὑπόλοιπή ὕπαρξη του, συνεπῶς καί στό σῶμα, καί νά προβεῖ σέ φόνο. Ἄν ὁ
ἄνθρωπος δέν κόψει ἀμέσως τόν λογισμό καί τόν ἀφήσει νά ἐμφωλευθεῖ μέσα
του, θά διαβρώσει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή του καί ἀργά ἤ γρήγορα θά ἔρθει ἡ
τραγική κατάληξη, εἴτε ἐν βρασμῶ ψυχῆς εἴτε ὡς ἐκδήλωση τοῦ ἀπωθημένου.
Γί΄ αὐτό πολύ χαρακτηριστικά λέγει ὁ Χριστός πώς καί ἐκεῖνος πού θά
ἀποκαλέσει τόν ἀδερφό τοῦ «Ρακᾶ», δηλαδή ἀνόητο, θά πρέπει νά
παραπεμφθεῖ στό δικαστήριο, καθώς καί ἐκεῖνος πού θά πεῖ τόν ἀδερφό τοῦ
«Μωρέ» θά πρέπει νά παραδοθεῖ στήν πύρινη γέεννα.[3] Εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντική ἡ ἔκφραση τοῦ Χριστοῦ τῷ ἀδερφῶ αὐτοῦ. Ὅταν οἱ λέξεις μωρέ καί ρακά
διατυπώνονται πρός ἕναν ξένο, εἶναι λέξεις πού ἔφερε ἡ ἔνταση τῆς
στιγμῆς, ἐφόσον δέν γνωρίζονταν καί παλιότερα γιά νά ὑπάρχει προηγούμενη
ἐμπάθεια, ἑπομένως εἶναι λέξεις χωρίς οὐσία, γι’ αὐτό καί δέν εἶναι
διαβρωτικές γιά τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, δηλαδή δέν εἶναι ἁμαρτία. Ὅταν
ὅμως οἱ λέξεις αὐτές διατυπώνονται ἀπό κάποιον γιά τόν ἀδερφό του,
δηλαδή τόν ἄνθρωπο μέ τόν ὁποῖο συναναστρέφεται κάθε μέρα (τή σύζυγό
του, τά παιδιά του, τόν συνάδερφό του, τούς συγγενεῖς του, τό γείτονά
του), αὐτόν πού ἀποκαλεῖ ἡ Ἁγία Γραφή «ὁ πλησίον», τότε δέν εἶναι
καθόλου τυχαῖες ἐκφράσεις ἀλλά κρύβουν ἀπωθημένα μίας διαβρωμένης
ὕπαρξης πού, δοθείσης εὐκαιρίας, ξέρει νά πετάξει τό φαρμάκι πού κρύβει
μέσα της.
Ἐκτός ἀπό τό θυμό ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη μπορεῖ νά διαβρωθεῖ καί ἀπό τούς
σαρκικούς λογισμούς, οἱ ὁποῖοι ἐξίσου εὔκολα ἐκδηλώνονται γρήγορα στήν
ὑπόλοιπη ὕπαρξη καταλήγοντας στό σῶμα. Μόλις ὁ Χριστός τελείωσε τή
ἀναφορά του στό θυμό, αμέσως συμπλήρωσε πώς οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν ἐπίσης οὐ μοιχεύσεις, γιά νά προσθέσει ὁ ἴδιος πώς καί μόνο πού θά ἐπιθυμήσει ἕνας ἄνδρας μία ξένη γυναίκα «ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτήν ἐν τή καρδία αὐτοῦ»[4]. Πολύ χαρακτηριστικά ὁ 22ος
κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τονίζει αὐτό τό σημεῖο τῆς Ἁγίας
Γραφῆς, αναφερόμενος στην κάθαρση των σκέψεων στα πλαίσια της υπαρξιακής
ενότητος του ανθρώπου.[5]
Εἶναι προφανές πώς ἕνας σαρκικός λογισμός γιά μία ξένη γυναίκα δέν
εἶναι τό ἴδιο πράγμα μέ τήν ὁλοκληρωμένη σαρκική πράξη μέ αὐτήν. Ὅμως ἡ
ὁλοκληρωμένη ἐρωτική πράξη πού ἐκφράζεται μέ τή σάρκα, πάντοτε ξεκινᾶ
ἀπό ἕναν λογισμό, ὁ ὁποῖος ἐνῶ φαίνεται ἀθῶος δέν εἶναι καθόλου, γιατί
λόγω τῆς πλήρους ὑπαρξιακῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρώπου τό πέρασμα ἀπό τό
λογισμό στήν πράξη δέν εἶναι καθόλου δύσκολο, καταλήγοντας πολλές φορές
σέ τραγωδία.
Ἕνα ἀκόμα σημεῖο στό ὁποῖο φαίνεται χαρακτηριστικά πώς ἡ Ἐκκλησία
ἁγιάζει συνολικά τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη εἶναι τό θέμα τοῦ ὅρκου. Ὁ Χριστός
τονίζει πώς ὅταν ὁ ἄνθρωπος διατηρεῖ καθαρή καί τίμια τήν ὕπαρξη του,
τό ναί πού λέγει εἶναι πραγματικά ναι, καί τό οὔ εἶναι πραγματικά οὔ.
Αὐτό δέν ἐξασφαλίζεται τόσο μέ τήν ἐξωτερική νομική τήρηση τῶν ὅρκων, ἡ
ὁποία πολλές φορές εἶναι ὑποκριτική καί παραπλανητική, ὅσο κυρίως και μέ
τήν καθαρότητα τῆς ὑπάρξεώς του. Τήν τήρηση τοῦ νόμου ἐκμεταλλεύονταν
ὑποκριτικά οἱ Φαρισαῖοι βασιζόμενοι στά ἐξωτερικά σχήματα τοῦ Μωσαϊκοῦ
Νόμου, χωρίς τήν ἐσωτερική καθαρότητα τῆς ὑπάρξεώς τους, γιά νά δείξουν
φαινομενικά – ὑποκριτικά πώς εἶναι καθαροί. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός
ὑπογραμμίζει πῶς ὅταν ὁ λόγος μας δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα ναί ἤ ἕνα οὐ ἅλλά
προσπαθεῖ νά στηριχτεῖ σέ ἐξωτερικούς ὅρκους αὐτοῦ του κόσμου, ὅρκους
στόν οὐρανό ἤ στή γῆ ἤ στά Ἱεροσόλυμα τότε σίγουρα προέρχεται ἐκ τοῦ
πονηροῦ.[6]
Ἀντιθέτως ἄν ὑπάρχει ἡ ἐσωτερική καθαρότητα τοῦ ἀνθρώπου, τότε δέν
ἐνοχλεῖ καθόλου καί ἡ ἐξωτερική τήρηση τοῦ ὅρκου πού μπορεῖ νά ἐπιβάλει ἡ
ἑκάστοτε Πολιτεία.
Ὅπως ἡ διάβρωση τοῦ ἀνθρώπου ξεκινᾶ ἀπό τόν νοῦ ἔτσι καί ὁ ἁγιασμός τῆς ὑπάρξεως τοῦ ξεκινᾶ καί πάλι ἀπό τόν νοῦ.[7] Ἡ λέξη μετάνοια
δηλώνει τήν ἀλλαγή τοῦ νοῦ, ἡ ὁποία θά ἐπηρεάσει ὁλόκληρη τήν ὑπόλοιπή
του ὕπαρξη. Ἡ Ἐκκλησία ἀσχολεῖται μόνο μέ τούς λογισμούς τοῦ ἀνθρώπου
χωρίς νά ἐξετάζει ποτέ ἐξουσιαστικά τίς πράξεις του, γιατί εἶναι σίγουρη
πώς σέ ὅποια κατάσταση βρίσκεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἀνάλογες θά εἶναι
καί οἱ πράξεις του. Στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως ὁ πιστός
ἀναφέρει ὀνομαστικά τίς πράξεις του, εἴτε διαβρωμένες καί ξένες πρός τή
χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἴτε ἁγιασμένες μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, χωρίς νά ὑπάρχει κανένας ἀπολύτως μηχανισμός ἀπό τήν πλευρά
τῆς Ἐκκλησίας γιά νά ἐξακριβώσει ἄν αὐτά πού τοῦ λέγει ὁ ἐξομολογούμενος
εἶναι ἀλήθεια ἤ ψέματα. Ἀντιθέτως ὁ ἀνακριτής ἤ ὁ δικαστής τῆς
ὀργανωμένης Πολιτείας δέν βασίζεται ποτέ μόνο στά λεγόμενα τοῦ μάρτυρα ἤ
τοῦ κατηγορουμένου, ἀλλά πάντοτε ἔχει τόν ἀπαραίτητο κρατικό μηχανισμό
γιά νά διασταυρώσει καί νά ἐξακριβώσει τήν κατάθεση τοῦ μάρτυρα.
Ἐπειδή ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἁγιαστικός καί ὑπαρξιακός
καθίσταται πάντοτε σκάνδαλο γι’ αὐτόν τόν κόσμο. Αὐτός ὁ κόσμος σέ κάθε
ἐποχή θά ἀπορρίπτει τήν Ἐκκλησία ἤ θά τήν δέχεται μέ μεγάλη δυσκολία,
γιατί ὁ λόγος της, ἐφόσον δέν εἶναι νομικός ἤ πολιτικός πού ἐπιθυμεῖ νά
φέρει τή δημόσια τάξη, εἶναι βαρύς καί σκληρός. Ἀκόμα καί τή στιγμή πού ὁ
Χριστός ἑτοιμαζόταν νά πεῖ τό «Τετέλεσται», ἀπευθύνθηκε στόν ἐκ δεξιῶν
του ληστῆ, ἕναν μεγάλο κακοῦργο καί ἐγκληματία, καί τοῦ εἶπε πώς ἀπό
ἐκείνη τήν ὥρα θά ἦταν μαζί του στόν παράδεισο.[8]
Οἱ συγγενεῖς τῶν θυμάτων τοῦ ληστῆ ποῦ θά τό ἄκουσαν κάτω ἀπό τό
σταυρό, εἶναι ἀδύνατον, μέ τά κοσμικά μέτρα νά πίστεψαν στό Χριστό. Ἕνας
ἐγκληματίας σκότωσε ἤ βίασε τό παιδί τους, καί ἀκοῦν ἀπό τόν Ἰησοῦ ποῦ
ἐπαγγέλεται πῶς ἔφερε τή σωτηρία στόν κόσμο, πῶς ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα θά
τόν εἶχε μαζί του στόν παράδεισο. Μέ τά μέτρα αὐτοῦ του κόσμου ὁ
ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά τό δεχτεῖ καί στό σημεῖο αὐτό φαίνεται πόσο
σκανδαλῶδες γεγονός εἶναι ὁ ἁγιασμός τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως πού χαρίζει
ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά ἀκόμα καί ὁ ἴδιος ὁ λόγος της. Ἀντιθέτως ὁ πολιτικός
καί νομικός λόγος εἶναι πολύ εὔκολο νά γίνει εὐχάριστος, γιατί καθώς
θέλει νά φέρει τή δημόσια τάξη στή χώρα, προστατεύοντας τά δικαιώματά
του ἀνθρώπου (και όχι αγιάζοντας συνολικά τη φύση του) προσπαθεῖ νά
ἱκανοποιήσει ὅλους τους πολίτες.
Μία ἐπίσης σπουδαία διαφορά ἐκκλησιαστικοῦ καί πολιτικοῦ λόγου εἶναι
πώς στόν ἐκκλησιαστικό λόγο ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ ποτέ νά ξεγελάσει τόν
ἑαυτό του, ἐνῶ στόν νομικό μπορεῖ. Ἡ ὕπαρξη δέν λέγει ποτέ ψέματα. Ὁ
κάθε ἄνθρωπος, ἐνδόμυχα, γνωρίζει πολύ καλά γιά τόν ἑαυτό τοῦ ἄν ὄντως
λέγει ἀλήθεια, ἄν ὄντως εἶναι εὐτυχισμένος, ἄν ὄντως δέν ἔχει ἀδικήσει
τόν συνάνθρωπό του. Ἀντιθέτως στόν νομικό λόγο εἶναι πολύ εὔκολο ὁ
ἄνθρωπος νά πεῖ ψέματα ἀκόμα καί στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Στήν περίπτωση
πού ἔχει προβεῖ σέ μία ἐνέργεια πού ἠθικά εἶναι μεμπτή ἀλλά γιά τό νόμο
ἐντελῶς ἀδιάφορη ἤ νομικά ἔχει παραγραφεῖ, δέν θά νιώσει ποτέ ἄβολα
γιατί στό νομικό λόγο μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ τήρηση τοῦ γράμματος τοῦ νόμου
καί ὄχι οἱ ὑπαρξιακές του προεκτάσεις.
2.ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Τό Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο εἶναι οἱ νόμοι τοῦ κοσμικοῦ κράτους πού
ἀφοροῦν τήν Ἐκκλησία. Τό Κανονικό Δίκαιο εἶναι οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας
πού ἀφοροῦν τά μέλη της.[9]
Εἶναι προφανέστατη ἡ ριζική διάκριση τῶν δύο μορφῶν δικαίου. Τό
Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο ἀναφέρεται στόν ἄνθρωπο ὡς πολίτη ἑνός σύγχρονου
κράτους τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, ἐνῶ τό Κανονικό Δίκαιο ἀναφέρεται στόν
ἄνθρωπο ὡς ἑνιαία συνολική ὕπαρξη, ὅπως τήν διακονεῖ ἡ δογματική
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό τό Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο ἀφορᾶ μόνο
αὐτόν τόν κόσμο χωρίς νά περιέχει καμία μεταφυσική προέκταση, ὅπως
συμβαίνει άλλωστε μέ ὅλες τίς μορφές τοῦ Δικαίου,[10]
ἐνῶ τό Κανονικό Δίκαιο ἀφορᾶ τή συνολική ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καί σέ
αὐτή τήν κατάσταση τῆς ζωῆς, πού ἔχει ἀκόμα τό σῶμα, ἀλλά καί στήν
ἐπέκεινα τοῦ τάφου ζωῆς ὅπου συνεχίζει νά ζεῖ ἔχοντας ὅμως χάσει τό σῶμα
του, γιατί κατά τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἄνθρωπος
συνεχίζει νά ὑπάρχει κανονικά καί μετά τό θάνατο, ὅμως τώρα τοῦ λείπει
κάτι, τό σῶμα. Ἀναμφισβήτητα ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, κατά τήν
ὥρα τοῦ θανάτου, εἶναι πολύ τραγικός, ὅπως τόν περιγράφουν τόσο γραφυρά
τά ἰδιόμελα τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας, καθώς ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιά νά
μήν χωριστεῖ ποτέ στά δύο, ὅμως καί μετά ἀπό αὐτόν τόν τραγικό χωρισμό ὁ
ἄνθρωπος δέν παύει νά ὑπάρχει, ἔχοντας βέβαια χάσει ἕνα ὀργανικό
κομμάτι τῆς ὑπάρξεώς του, τό σῶμα.
Σύμφωνα μέ τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι δυνατό
ποτέ νά ὑπάρξει Κανονικό Δίκαιο καθώς οἱ ἐκκλησιαστικοί κανόνες,
ἀναφερόμενοι πάντοτε στή φύση τοῦ ἀνθρώπου, δέν ἀποτελοῦν Δίκαιο,[11]
ἀλλά ἁγιασμό καί θεραπεία, ὅμως ἐφόσον ὁ ὅρος πολιτογραφήθηκε ἤδη στήν
ἀκαδημαϊκή θεολογία (δάνειο ἀπό τά προτεσταντικά πανεπιστήμια) πέρασε
καί στήν καθημερινή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς νά εἶναι λάθος, ἐφόσον ὅμως
γίνεται πάντοτε ἡ ἀπαραίτητη διευκρίνιση τοῦ περιεχομένου του.
Οἱ Πηγές τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου χωρίζονται σέ διαπλαστικές καί διαγνωστικές ὅπως χωρίζονται καί οἱ Πηγές ὅλων τῶν μορφῶν τοῦ Δικαίου. Διαπλαστικές εἶναι οἱ πηγές πού παράγουν δίκαιο ἐνῶ διαγνωστικές εἶναι οἱ πηγές πού διαγιγνώσκουν τό δίκαιο.[12]
Οἱ διαπλαστικές πηγές τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου εἶναι καί Πολιτειακῆς
ἀλλά καί Ἐκκλησιαστικῆς προελεύσεως. Συνεπῶς καί ἡ Ἐκκλησία παράγει
κανόνες δικαίου, ἐφόσον προηγεῖται ἡ δική της ὀργανωμένη ἐσωτερική ζωή
πού ρυθμίζεται μέ κανόνες, καί κατόπιν ἔρχεται ἡ Πολιτεία νά νομοθετήσει
με βάση το πνεύμα των ιερών κανόνων, ὅμως οι κανόνες της Εκκλησίας
αφορούν μόνο τα μέλη της.[13] Να διευκρινίσουμε, όμως, πως καί τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας δεσμεύονται ἀπό τήν Εκκλησία, μέσω τοῦ Κανονικοῦ της Δικαίου, μόνο ὡς πιστοί, δηλαδή ὡς ἑνιαῖες ὑπάρξεις ποῦ καλοῦνται νά μετέχουν στόν ἁγιασμό του Τριαδικού Θεού, καί ὄχι ὡς πολίτες
ποῦ θέλουν νά θρησκεύουν σέ ἕνα σύγχρονο ὀργανωμένο κράτος, ὅπως
ἐνεργεῖ τό Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο. Οἱ ἱεροί κανόνες ἐπηρεάζουν τή ζωή τῶν
ἐκκλησιαστικῶν μελῶν μέσα στό σύγχρονο κράτος ἐπειδή τούς ἐπικυρώνει τό
Ἐκκλησιαστικό Δίκαιό του κοσμικοῦ αὐτοῦ κράτους, καί ὄχι ἀπό μόνοι τους.
Συνεπῶς καί γιά τούς ὀρθοδόξους τό Κανονικό Δίκαιο, ἐκ τῆς φύσεώς του,
ἔχει περιορισμένη ἰσχύ σέ σχέση μέ τό Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο μέσα στό
σύγχρονο κράτος α) γιατί δέν ἀναφέρεται σέ αὐτούς ὡς πολίτες, ἀλλά ὡς
ἀνεπανάληπτα πρόσωπα ποῦ ἔχουν τήν ἴδια ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία
χρειάζεται ἀγώνα καί ἄσκηση γιά νά καρπωθεῖ τόν ἁγιασμό, καί β) γιατί
ἀπό μόνο τοῦ δέν μπορεῖ νά ἐπιβληθεῖ σέ κανέναν ἄν δέν τό ἐπικυρώσει τό
Ἐκκλησιαστικό Δίκαιό του κράτους (ἄλλο θέμα εἶναι ἡ ἐλεύθερη ἀποδοχή καί
τήρηση τῶν ἱερῶν κανόνων ἀπό μέρους τῶν ἴδιων τῶν πιστῶν). Καί αὐτό
φαίνεται ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος : δέν ἔχει ποινές, ὅπως κάθε μορφῆς
κοσμικοῦ Δικαίου (συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ), ἀλλά μόνο
κανόνες ἐλευθερίας, οἱ ὁποῖοι δέν μποροῦν νά ἔχουν καθολική,
ὑποχρεωτική, ἰσχύ ὅπως οἱ νόμοι. Ποινές μπορεῖ νά ἐπιβάλλει μόνο τό
Ἐκκκλησιαστικό Δίκαιο ὡς τό δίκαιο αὐτοῦ του κόσμου γιά τήν Ἐκκλησία.
Στίς, Πολιτειακῆς προελεύσεως, διαπλαστικές πηγές ἀνήκει τό
Σύνταγμα, καί κυρίως τά ἄρθρα ποῦ ἀναφέρονται στήν ἐπικρατοῦσα θρησκεία
(ἄρθρο 3), στή θρησκευτική ἐλευθερία (ἄρθρο 13), στό σκοπό τῆς παιδείας
πού εἶναι σίγουρα καί ἡ καλλιέργεια τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως (ἄρθρο
16§2),[14]
στήν ἀπαγόρευση ἀπαλλοτρίωσης ἀγροτικῆς ἰδιοκτησίας συγκεκριμένων μονῶν
καί πατριαρχείων τοῦ ἐξωτερικοῦ ποῦ βρίσκονται στά ὅρια τοῦ ἑλληνικοῦ
κράτους (ἄρθρο 18§8), τήν ἐνσωμάτωση στό ἐσωτερικό ἑλληνικό δίκαιο
γενικά παραδεγμένων κανόνων διεθνοῦς δικαίου (ἄρθρο 28§1) καί τό ποιά
θέματα συζητοῦνται στή Βουλή πού σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 72§1 εἶναι καί τά
ἄρθρα 3 καί 13.[15]
Ἐπιπλέον στίς πολιτειακῆς προελεύσεως πηγές ἀνήκουν οἱ νόμοι τοῦ
ἑλληνικοῦ κράτους ἀλλά καί οἱ νόμοι πού ὑπῆρχαν πρίν τήν ἵδρυση τοῦ
νεότερου ἑλληνικοῦ κράτους (βέβαια σχεδόν ὅλοι ἀντικαταστάθηκαν μέ
νεότερες νομοθετικές ρυθμίσεις, πλήν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ἐλλείψει
νεότερων ρυθμίσεων) καθώς καί τό ἔθιμο[16].
Στις, Ἐκκλησιαστικῆς προελεύσεως, διαπλαστικές πηγές ἀνήκει ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ Ἱερά Παράδοση,[17]
οἱ ἱεροί κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ὅπως διατυπώθηκαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές
Συνόδους, ἀλλά καί οἱ κανονιστικές διατάξεις, ἀποφάσεις καί ἐγκύκλιοι
τῆς σύγχρονης θεσμικῆς Ἐκκλησίας πού δημοσιεύονται στό περιοδικό
«Ἐκκλησία» γιά τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί στό
περιοδικό «Ἀπόστολος Τίτος» γιά τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Κρήτης. Μάλιστα μέ αὐτές τίς κανονιστικές ἀποφάσεις καί ἐγκυκλίους
«τίθενται δευτερεύοντες κανόνες δικαίου» κατά τόν Καθηγητή Ἰωάννη
Κονιδάρη.[18] Ἑπομένως οἱ ἱεροί κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν σημαντικότατη διαπλαστική πηγή ἐκκλησιαστικῆς προελεύσεως γιά τό Ἐκκλησιαστικό Δίκαιό της Ἑλληνικῆς Πολιτείας.
Οἱ διαγνωστικές πηγές εἶναι ἔργα τοῦ παρελθόντος ἐπιφανῶν
ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, θεολόγων καί κανονολόγων ποῦ ἐπιχειροῦν νά
κωδικοποιήσουν τό ἐθιμικό Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο ἤ νά ἀπαντήσουν σέ
φλέγοντα ζητήματα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου. Ἐπίσης στίς διαγνωστικές
πηγές συγκαταλέγονται οἱ ἀποφάσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων τῆς
βυζαντινῆς περιόδου καθώς ἐπιστολές καί κείμενα δογματικά, ὁμιλητικά,
ἁγιολογικά καί ἀντιρρητικά ποῦ περιέχουν χρήσιμες πληροφορίες γιά τό
Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο.[19]
Συνεπῶς οἱ ἱεροί κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν πηγή Δικαίου. Οἱ
κανόνες ὅμως τῆς Ἐκκλησίας δέν μποροῦν ποτέ νά διαχωρισθοῦν ἀπό τή
δογματική της διδασκαλία, εφόσον μεταφράζουν πρακτικά το δόγμα στη ζωή
του χριστιανού καί ἀπορρέουν ἄμεσα ἀπό αὐτό. Ὁ Καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ
Δικαίου Παναγιώτης Μπουμῆς σημειώνει χαρακτηριστικά πώς «ἐκτός του ὅτι
πολλοί κανόνες ἔχουν δογματικό περιεχόμενο (ἰζ’, ἰη΄ τῆς Ἅ΄ Οἰκουμ., δ΄,
ι,΄ ἴδ΄, κ΄, κή΄, τῆς Δ΄ Οἰκουμ. κ.α.) ὅλοι σχεδόν οἱ κανόνες ἔχουν
στενή σχέση πρός τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας
ἀποτελοῦν καί πρακτική της ἐφαρμογή»[20]
Βέβαια εἶναι ἀλήθεια πώς στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας γίνεται ἡ διάκριση
μεταξύ δογματικῶν ὅρων καί ἱερῶν κανόνων, ὅμως ἡ ἐν λόγω διάκριση εἶναι
πρωτίστως τεχνητή καί ἑστιάζεται στή διατύπωση τούς : οἱ δογματικοί ὄροι
δέν ἀλλάζουν ποτέ, οὔτε ὡς πρός τό οὐσιαστικό τους περιεχόμενο, οὔτε ὡς
πρός τή διατύπωσή τους, ἐνῶ οἱ κανόνες δέν ἀλλάζουν ποτέ ὡς πρός τήν
ἅλήθεια ποῦ κρύβουν (ὁ ἁγιασμός καί ἡ θεραπεία πού πρόσφερε ἡ
ἐνανθρώπιση στήν ἀνθρώπινη φύση εἶναι πάντοτε οἱ ἴδιοι), μποροῦν νά
ἀλλάξουν, ὅμως, ὡς πρός τή διατύπωσή τους.[21]
Αὐτό συμβαίνει γιατί οἱ ἱεροί κανόνες, ἐπειδή μεταφράζουν τό δόγμα
πρακτικά στή ζωή τοῦ χριστιανοῦ, μποροῦν σέ αὐτήν τήν προσπάθειά τους νά
χρησιμοποιοῦν τά διαφορετικά ἐξωτερικά σχήματα κάθε ἐποχῆς (τά ὁποία
εἶναι προφανές πώς ἀλλάζουν ἀπό ἐποχή σέ ἐποχή), μία πρακτική ποῦ δέν
χρειάζεται ποτέ στό δογματικό ὄρο, ὁ ὁποῖος εἶναι μόνο ἡ διατύπωση τῆς
ἀλήθειας καί ὄχι ἡ πρακτική της ἐφαρμογή. Ἕνας κανόνας μπορεῖ νά
ἀναιρέσει ἕναν προηγούμενο σέ θέματα πρακτικῆς φύσεως γιατί ἄλλαξαν
κάποιες ἐξωτερικές συνθῆκες, ὅμως καί οἱ δύο αὐτοί κανόνες, διατυπωμένοι
μέ διαφορετικό τρόπο, ἀποσκοποῦσαν νά φέρουν στόν ἄνθρωπο τόν ἁγιασμό, ὁ
ὁποῖος εἶναι ἕνας : ὁ ἁγιασμός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἑπομένως ἡ διάκριση
δογματικῶν ὅρων καί ἱερῶν κανόνων, εἶναι χρήσιμη ὡς ἕνα σημεῖο, ὅμως
δευτερευούσης σημασίας. Ἄλλωστε στά κείμενα τῆς παραδόσεως πολλές φορές
οἱ λέξεις «κανών» καί «ὅρος» χρησιμοποιοῦνται μέ τήν ἴδια σημασία καί
ἐναλλάσονται μεταξύ τους.[22]
Γίνεται σαφές πώς ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, ὡς τό τρίτο κομμάτι τῆς
ὀρθοδόξου Δογματικῆς (ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπό τήν Τριαδολογία, τή
Χριστολογία καί τήν Ἐκκλησιολογία – καί οἱ τρεῖς κλάδοι συνδέονται
ὀργανικά μεταξύ τους) ἀποτελεῖ ἐγκυρότατη διαπλαστική πηγή
ἐκκλησιαστικῆς προελεύσεως τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου.
Στήν Ἑλλάδα οἱ Σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας διέπονται ἀπό τήν ἀρχή τῆς Νόμω Κρατούσης Πολιτείας, δηλαδή ἡ Πολιτεία μέ νόμο ἐπικρατεῖ στά ἐκκλησιαστικά πράγματα.[23]
Τό ἴδιο ἰσχύει φυσικά καί γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἔχει
δικό της Καταστατικό Χάρτη γεγονός ποῦ σημαίνει ἅ) ἡ Πολιτεία νομοθετεῖ
γιά τά ἐκκλησιαστικά πράγματα στήν Κρήτη καί β) πῶς ἡ Ἐκκλησία στήν
Κρήτη ὀργανώνεται διαφορετικά ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος : εἶναι
ἡμιαυτόνομη δηλαδή αὐτοδιοικεῖται ὅμως σέ περιορισμένο βαθμό ἔναντί του
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.[24]
Τά πρῶτα νομικά κείμενα πού ἔδειχναν τή σχέση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης
μέ τήν Πολιτεία ἦταν ἡ Σύμβαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τήν
Κρητική Πολιτεία (ἡ ὁποία δημιουργήθηκε τό 1898) τῆς 14ης Ὀκτωβρίου 1900
καί ὁ Ν. 276/1900 τῆς Κρητικῆς Πολιτείας.[25]
Ἐξέλιξη τῶν ἐν λόγω κειμένων εἶναι ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Κρήτης, δηλαδή ὁ Ν. 4149/1961, ὅπως τροποποιήθηκε σέ κάποια σημεῖα
ἀπό τον Α.Ν. 137/1967.[26]
Ἀπό τότε ἔχουν ἐκδοθεῖ βέβαια καί ἄλλα κείμενα, όπως Νομοθετικά
Διατάγματα καί Νόμοι τοῦ Κράτους, τά ὁποία τροποποιοῦν ἐλάχιστα τόν
Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, χωρίς ὅμως νά μεταβάλλονται
οἱ σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης.[27]
Ὅποιος καί ἄν εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὀργανώνονται οἱ σχέσεις τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης μέ τήν Πολιτεία, ἡ θεολογική διδασκαλία τῆς
Ἐκκλησίας παραμένει πάντοτε τό βασικό ὑπόβαθρο πάνω στό ὁποῖο τό κράτος
νομοθετεῖ γιά αὐτήν. Ὁ νομοθέτης φυσικά ποτέ δέν ἀναφέρει σέ ποιόν
κανόνα στηρίχτηκε γιά νά συντάξει ἕνα ἄρθρο τοῦ Ν. 4149/1961 καθώς αὐτό
δέν εἶναι ἀντικείμενο τοῦ νομοθέτη, ἀλλά τῶν εἰδικῶν θεολόγων καί
νομικῶν. Γι’ αὐτό τό λόγο ἡ παροῦσα μελέτη θά προσπαθήσει δείξει τους
συγκεκριμένους ἱερούς κανόνες πού χρησιμοποίησε ὁ νομοθέτης γιά νά
συντάξει τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Κρητικῆς Ἐκκλησίας. Δέν θά ἀναφερθεῖ
σέ ὅλα τά θέματα ποῦ ἀνακινεῖ ὁ Ν. 4149/1961, ἀλλά στά πιό ἐνδεικτικά,
πού δείχνουν εὐκρινῶς τή σχέση τῶν ἱερῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνων καί τοῦ
συγκεκριμένου νόμου τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους.
3.Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΧΑΡΤΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Ἐκκλησία σημαίνει δόγμα καί λατρεία.[28]
Τό δόγμα εἶναι ἡ συστηματική ἔκθεση καί ὁριοθέτηση τῆς πίστεως καί ἡ
λατρεία ὁ λειτουργικός πλοῦτος τῆς Ἐκκλησίας ποῦ ἐκφράζει τό δόγμα καί
παρέχει τήν ἁγιαστική – θεραπευτική ἐνέργειά του στά μέλη της. Ὁ
νομοθέτης τοῦ Κατασταστικού Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης ἔχει
ἀποσαφηνισμένη ἄποψη γιά τό περιεχόμενο τοῦ δόγματος, ὡς τό θεμέλιό της
Ἐκκλησίας, καθώς καί γιά τήν κύρια εὐθύνη ποῦ φέρει ὁ ἐπίσκοπος, ὡς ὁ
ἐγγυητής καί φύλακας τοῦ δόγματος, ἀπό τούς ἱερούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας
και γνωρίζοντας ἄριστα αὐτήν τήν ἐπιταγή τῶν κανόνων νομοθετεῖ ἀνάλογα.
Ὁ 34ος κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων[29]
τονίζει πώς οἱ ἐπίσκοποι κάθε ἐπαρχίας πρέπει νά δείχνουν σεβασμό σέ
αὐτόν ποῦ εἶναι πρῶτος ἀνάμεσά τους καί νά μήν ἐνεργοῦν γιά ὁτιδήποτε
χωρίς τή γνώμη του, γιατί μόνο ἔτσι θά ὑπάρχει ὁμόνοια καί θά δοξαστεῖ ὁ
Θεός διά Κυρίου ἐν Ἁγίω Πνεύματι : ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.[30] Ἡ ἴδια ἐπιταγή ὑπάρχει καί στόν 39ο κανόνα ἀλλά γιά τούς πρεσβυτέρους καί τούς διακόνους αὐτή τή φορά.[31] Ὁ 38ος
κανόνας τονίζει πώς ὁ ἐπίσκοπος ἔχει τή φροντίδα ὅλων τῶν
ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καί τά διαχειρίζεται γνωρίζοντας πάντοτε πώς ὁ
Θεός τόν ἐπιτηρεῖ,[32] ἀλήθεια πού σημειώνεται μέ ἔμφαση καί στόν 41ο κανόνα.[33]
Σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τῶν συγκεκριμένων ἱερῶν κανόνων ὁ σύγχρονος
νομοθέτης ἀποφαίνεται ἀνάλογα γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης. Στήν
παράγραφο 1 τοῦ ἄρθρου 10 τοῦ Καταστατικού της Χάρτη σημειώνεται ἡ
εὐθύνη τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Κρήτης νά «μεριμνᾶ» πρωτίστως
«περί τῆς τηρήσεως τῶν εἰς τήν πίστιν καί θείαν λατρείαν ἀφορώντων, κατά
τά ἀνέκαθεν ἐν τή Ἐκκλησία κρατοῦντα καί κεκανονισμένα ἐκδίδουσα
σχετικᾶς διατάξεις»,[34]
καί κατόπιν συνεχίζει στά ὑπόλοιπα καθήκοντά της. Τά πάντα ἀπορρέουν
ἀπό τήν τήρηση τοῦ ὀρθοῦ δόγματος, καί τήν εὐθύνη γιά τήν ἀνόθευτη
τήρηση τοῦ δόγματος στό ποίμνιο τῆς Κρήτης ἔχει ἡ Σύνοδος τῶν ἐπισκόπων
της. Ὅμως ἡ Ἱερά Σύνοδος, εἶναι ὑποχρεωμένη νά μεριμνᾶ γιά τήν «κατά τήν
Ὀρθόδοξον Χριστιανικήν διδασκαλίαν βίου τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας
Κρήτης διά τοῦ κηρύγματος τοῦ θείου λόγου, δί’ ἐκδόσεως
ἠθικοθρησκευτικῶν βιβλίων, περιοδικῶν καί ἄλλων ἐντύπων, διά
παραινετικῶν γραμμάτων καί διά παντός ἄλλου καταλλήλου τρόπου»,[35] ὅπως σημειώνεται στήν 9η
παράγραφο τοῦ συγκεκριμένου ἄρθρου. Μέ κάθε μέσον, ἐκτός ἀπό τό
πρώτιστο πού εἶναι βέβαια τό κήρυγμα τοῦ ἱεροῦ ἄμβωνος, ἡ Ἐκκλησία
φροντίζει γιά τή διάδοση τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Εἶναι εὔλογο πῶς
ἀμέσως ἑπόμενη παράγραφος, ἡ παράγραφος 10, τονίζει πώς ἡ ἴδια ἡ
Σύνοδος, εἶναι αὐτή πού θά ἀποφασίσει ἄν κάποιος δέν τηρεῖ τήν ὀρθή
διδασκαλία τοῦ εὐαγγελίου, δηλαδή εἶναι αἱρετικός, σύμφωνα μέ τούς
Ἱερούς Κανόνες καί τούς Νόμους τοῦ Κράτους.[36]
Ἡ τήρηση τοῦ δόγματος σημειώνεται καί στό Δ΄ κεφάλαιο τοῦ
Κατασταστικού Χάρτη περί «Ἐκλογῆς ἀρχιερέων» ἀριθμώντας ὁ νομοθέτης,
στήν παράγραφο 2 τοῦ ἄρθρου 22, ὡς πρῶτο ἀπαραίτητο προσόν γιά νά
ἐγγραφεῖ κάποιος κληρικός «ἐν τῷ καταλόγω τῶν πρός ἀρχιερατείαν
ἐκλογίμων» εἶναι «νά ἔχη ὀρθῶς καί ὑγιῶς περί τήν πίστην καί νά
διακρίνεται ἐπί συνέσει καί ἀνεπιλήπτω βίω»,[37] καί ὡς δεύτερο τήν ἀπαραίτητη ἰδιότητα τοῦ ἀγάμου κληρικοῦ.[38]
Ἡ συγκεκριμένη αριθμητική διαβάθμιση στό νόμο δέν ἔχει σχέση μέ τό
γεγονός ὅτι κάποτε οἱ ἐπίσκοποι μποροῦσαν νά εἶναι ἔγγαμοι, όπως το
διευκρινίζουν πολλοί κανόνες της Εκκλησίας,[39]
ἀλλά μέ τό ὅτι ἡ τήρηση τῆς ὀρθῆς καί ὑγιοῦς πίστεως εἶναι ἡ ἀπαραίτητη
προϋπόθεση γιά ὅλα τά μέλη της. Ἡ ὀρθή πίστη ἄλλωστε προηγεῖται καί τοῦ
συνετοῦ καί ἀνεπίληπτου βίου καθώς ὁ καθαρός καί ἄμεμπτος βίος, βασικό
σημεῖο τῆς ζωῆς κάθε χριστιανοῦ, μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀπόρροια τῆς
ἁγιασμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά τήν καρποφορία του οποίου απαιτείται η
σωστή δογματική διδασκαλία.
Οἱ διατάξεις τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη γιά τά «Καθήκοντα Ἀρχιερέων»
ὑποχρεώνουν ἐπίσης τόν ἐπίσκοπο νά τηρεῖ ἀπαρασάλευτα τή δογματική
διδασκαλία τῆς πίστεως. Στό κεφάλαιο Ε΄ πού ἀναφέρεται στά «καθήκοντα
Ἀρχιερέων» καί συγκεκριμένα στό ἄρθρο 27, σημειώνεται πώς ὁ ἀρχιερέας
στήν ἐκκλησιαστική του περιφέρεια «τελεί πάντα τά ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων
ἐπιβαλλόμενα καθήκοντα αὐτῶ», εἶναι ὑποχρεωμένος νά τελεῖ τά ἱερά
μυστήρια, νά κηρύττει τό θεῖο λόγο, νά καθιεροί τοῦς ἱερούς ναούς τῆς
ἐπαρχίας του, νά ἐποπτεύει τήν ἀκριβῆ τάξη καί εὐπρέπεια τῶν
ἱεροπραξιῶν.[40]
Ὁ νομοθέτης στά καθήκοντα τοῦ ἀρχιερέα σημειώνει πώς γιά νά τοποθετηθεῖ
εἰκόνα στούς ναούς τῆς ἐπαρχίας τοῦ «ἀπαραιτήτως πρέπει νά τυγχάνει τῆς
προτέρας ἐγκρίσεως αὐτοῦ»,[41]
ἔχοντας ὑπόψη τοῦ τό δογματικό περιεχόμενο τῆς εἰκόνων ὅπως
ἀποσαφηνίστηκε τόσο καθαρά κατά τήν ταραγμένη περίοδο τῆς εἰκονομαχίας
στό Βυζάντιο.
Ἡ ἐποπτεία τοῦ ἐπισκόπου γιά τήν πιστή τήρηση τοῦ δόγματος ἀπό τό
ποίμνιο τοῦ πρέπει νά εἶναι συνεχῶς ἄγρυπνη. Ἡ πρώτη παράγραφος τοῦ
ἄρθρου 28 ἔρχεται νά ἐπικυρώσει αὐτή τήν ἐποπτεία καί γι’αὐτό τοῦ
ἐπιτρέπει «περί παντός ἐλεγχομένου ὡς αἱρετικοῦ» δηλαδή ἀνθρώπου πού δέν
ζεῖ τήν ἐκκλησιαστική ἀλήθεια καί μέ δική του ὁμάδα πολεμᾶ καί
κομματιάζει τό ἐκκλησιαστικό σῶμα (ἡ αἵρεση δέν εἶναι ποτέ θεωρία ἀλλά
ὀργανωμένη ὁμάδα πού ματώνει τό σῶμα τῆς ἐκκλησίας) νά «διεξάγει
ἐνόρκους ἀνακρίσεις καί» νά «ὑποβάλλει ταύτας εἰς τῆς Ἱεράν Ἐπαρχιακήν
Σύνοδον, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ τά ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τόν Νόμων τοῦ
Κράτους ὁριζόμενα».[42]
Τήν ἴδια δυνατότητα παρέχει ὁ νόμος στόν ἐπίσκοπο μέ τήν παράγραφο 2
τοῦ ἴδιο ἄρθρου, ἀπέναντι στά βιβλία καί στόν Τύπο πού πραγματεύονται
θρησκευτικά θέματα. Μάλιστα ἡ συγκεκριμένη παράγραφος ὁρίζει πώς «ὁ
Ἀρχιερεύς ἐπαγρυπνεῖ ἐπί τοῦ περιεχομένου τῶν εἰς τήν χρῆσιν τοῦ Κλήρου
καί τῆς νεολαίας δημοσιευομένων βιβλίων, φυλλαδίων, πινάκων καί ἄλλων
ἐντύπων πραγματευομένων ἀντικείμενα θρησκευτικά. Ὁσάκις ἤθελε
παρατηρήσει ὅτι ταῦτα περιέχουσι τί ἀντικείμενον εἰς τά θεία δόγματα, τά
ἱερά Μυστήρια καί τούς Ἐκκλησιατικούς Κανόνας, τήν διδασκαλίαν, τάς
ἱερᾶς παραδόσεις, τάς ἱερᾶς τελετᾶς καί τά ἔθιμα τῆς Ὀρθοδόξου
Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἤ ἀνευλαβεῖς ἐκφράσεις κατά τῆς θρησκείας καί τῶν
λειτουργῶν αὐτῆς, ζητεῖ τήν ἐπέμβασιν τῶν ἁρμοδίων Πολιτικῶν Ἀρχῶν, πρός
ἐνέργειαν τῶν κατά τούς κειμένους Νόμους ὁριζομένων».[43]
Στήν παράγραφο 3 σημειώνεται πώς «ἀνάλογα ἰσχύουσι καί περί παντός
θεατρικοῦ ἤ κινηματογραφικοῦ ἔργου προσβάλλοντος ἤ χλευάζοντος τά
δόγματα καί τάς διατάξεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἤ τούς
λειτουργούς αὐτῆς ἤ τό ἱερατικόν αὐτῶν σχῆμα ἤ ἀπάδοντος εἰς τά χρηστή
ἤθη».[44]
Φυσικά ἡ ἐπαγρύπνηση τοῦ ἀρχιερέα γιά τήν ἀνόθευτη τήρηση τοῦ δόγματος
δέν μπορεῖ νά ἀπουσιάζει ἀπό τό ποίμνιό του, καί γι’ αὐτό στήν παράγραφο
4 τοῦ ἄρθρου 28 ὑπογραμμίζεται πώς «ὁ Ἀρχιερέας μεριμνᾶ περί τῆς ἠθικῆς
καί κατά τούς Ἱερούς Κανόνας βιοτής τῶν ὑπ’ αὐτόν χριστιανῶν, καί
φροντίζει διά τήν εἰς τήν εὐθείαν ὁδόν ἐπάνοδον τῶν ἐξ αὐτῆς
παρεκτρεπομένων».[45]
4. Η ΣΥΓΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Ἕνα ἀπό τά πιό καίρια θέματα γιά τά ὁποία λαμβάνει
μέριμνα ὁ νομοθέτης εἶναι ἡ σύγκληση τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου. Ἡ
σύγκληση τῆς Συνόδου σέ τακτά χρονικά διαστήματα μαρτυρᾶ τάξη καί
εὐπρέπεια τήν Ἐκκλησία. Τό ἄρθρο 3§1 ὁρίζει πώς ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης
συνέρχεται 3 φορές τό χρόνο, μία ἐκ τῶν ὁποίων αὐτοδικαίως τόν Ὀκτώβριο,
καί οἱ ὑπόλοιπες δύο στήν ἡμερομηνία πού θά ὁρίσει ἡ Σύνοδος στήν κατ’
Ὀκτώβριον συνεδρίασή της.[46]
Περί συγκλήσεως τῆς Συνόδου τόν Ὀκτώβριο ὁρίζουν καί οἱ ἱεροί κανόνες
τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ὅμως μιλοῦν γιά δύο φορές ἀντί τρεῖς. Ὁ 37ος
κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὁρίζει νά συγκαλεῖται ἡ Σύνοδος τῶν
ἐπισκόπων την πρώτη φορά κατά τήν τέταρτη ἑβδομάδα τῆς Πεντηκοστῆς,[47]
καί τή δεύτερη κατά τόν μήνα Ὀκτώβριο, συγκεκριμένα τή δωδέκατη μέρα
ἀπό τό μήνα Ὑπερβερεταῖο, ποῦ τοποθετεῖται μεταξύ 15 Σεπτεμβρίου μέχρι
15 Ὀκτωβρίου[48]. Ἀκριβῶς τό ἴδιο λέγει καί ὁ 20ος
κανόνας τῆς Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ρητῶς τίς 15 Ὀκτωβρίου : «τήν
δέ δευτέραν σύνοδον γίνεσθαι εἰδοῖς ὀκτωβρίαις, ἤτις ἐστί δεκάτη
Ὑπερβερεταίου»[49] (εἰδοί εἶναι 15η μέρα Μαρτίου, Μαΐου, Ἰουλίου καί Ὀκτωβρίου καθώς καί ἡ 13η ἡμέρα ὅλων τῶν ἄλλων μηνῶν[50]). Δύο φορές τό χρόνο σύγκληση τῆς Συνόδου ὁρίζει καί ὁ 19ος κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου[51]. Πολύ μεταγενέστερος κανόνας, ὁ 8ος
τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁρίζει νά γίνεται ἡ σύγκληση τῆς
Συνόδου μία φορά τό χρόνο, ἐκτιμώντας τίς δυσκολίες τῶν ἐπισκόπων λόγω
τῶν βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν ἀλλά καί διαφόρων ἄλλων αἰτιῶν (προφανώς
δυσκολίες μετακίνησης), ἐπιμένοντας ὅμως καί αὐτός ὁ κανόνας στόν μήνα
Ὀκτώβριο.[52] Ὁ 6ος κανόνας
τῆς Ζ΄ Οἰκουμενκῆς Συνόδου ἐπικυρώνει τόν συγκεκριμένο κανόνα κάνοντας
καί πάλι ἀναφορά γιά σύγκληση τῆς Συνόδου μία φορά τόν χρόνο ἐκτιμώντας
τίς δύσκολες συνθῆκες μετακίνησης ἐκείνης τῆς ἐποχῆς.[53]
4.1.ΑΙΤΙΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ
Ὁ μοναδικός λόγος γιά τόν ὁποῖο ἐπιτρέπεται νά
ἀπουσιάσουν οἱ ἀρχιερεῖς ἀπό τή σύγκληση τῆς Συνόδου εἶναι ἡ ἀσθένεια.
Ἕνα ἀπό τά πρῶτα ἄρθρα τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης,
τό ἄρθρο 5, τό ὑπογραμμίζει ρητῶς, χωρίς νά προβλέπει κάποιον ἄλλο λόγο.[54]
Τό ἴδιο ἀκριβῶς ἀναφέρουν καί οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἐκτός
ἀπό τούς λόγους ὑγείας λαμβάνουν ὑπόψη τους καί κάποιες ἀναπόφευκτες
δυσκολίες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης – πρωτόγονα μέσα μεταφορᾶς τῆς ἐποχῆς
ἐκείνης – κάτι ποῦ δέν ὑφίσταται σήμερα καί γι’ αὐτό ὁ σύχρονος
νομοθέτης προβλέπει μόνο τούς λόγους ὑγείας. Ὁ 19ος κανόνας τῆς Δ΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου λέγει πώς ἐπειδή ἔχει βάσιμες πληροφορίες ὅτι στίς
ἐπαρχίες δέν συνεδριάζουν οἱ ἐπίσκοποι, ὁρίζει, πώς ἄν ἡ ἀπουσία τους
δέν στηρίζεται σέ λόγους ὑγείας καί εἶναι ἐλεύθερη ἀπό κάποια ἀπαραίτητη
καί ἀναγκαία ἀσχολία, νά ἐπιπλήττονται ἀδερφικά.[55]
Γιά ἔκτακτο περιστατικό, ὡς μοναδική δικαιολογία ἀπουσίας ἐπισκόπου
ἀπό τή συνεδρίαση τῆς Συνόδου, κάνει λόγο καί ὁ 40ος κανόνας τῆς
Λαοδίκειας,[56]
ἐννοώντας καί αὐτός, προφανῶς, κυρίως τούς λόγους ὑγείας. Τό γεγονός
ὅτι ἱεροί κανόνες καί νόμος ὁρίζουν μόνο τούς λόγους ὑγείας ὡς βάσιμη
δικαιολογία τῶν ἀρχιερέων γιά τήν ἀπουσία τους ἀπό τή Σύνοδο, δέν εἶναι
καθόλου τυχαία καί ἔχει βαθύτατη δογματική βάση. Ἡ ποιμαντική διακονία
εἶναι ζήτημα ἁγιασμοῦ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, δηλαδή ζήτημα ζωῆς καί
θανάτου. Αν ὁ ἄνθρωπος χάσει τόν ἁγιασμό τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πέθανε,
γιατί ἡ παροχή τοῦ ἁγιασμοῦ δέν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπό τήν ἴδια τή ζωή. Ἡ
ἀπώλεια τοῦ ἁγιασμοῦ δέν μπορεῖ νά συμβεῖ ἀπό πλευρᾶς τοῦ Θεοῦ, καθώς ὁ
Θεός δέν μπορεῖ ποτέ νά ἀρνηθεῖ τό πλάσμα Του – τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ
εἶναι ἀμεταμέλητα – μπορεῖ ὅμως νά συμβεῖ ἀπό τήν πλευρά τοῦ
ἐλεύθερου ἀνθρώπου. Ὁ ποιμενάρχης δέν εἶναι δυνατόν ποτέ νά λήψει ἀπό
τήν Ἱερά Σύνοδο ποῦ συζητεῖ τόν τρόπο ἁγιασμοῦ καί θεώσεως καί τοῦ δικοῦ
του ἑαυτοῦ καί τοῦ ποιμνίου του (ὅσο καί ἄν φαίνεται παράξενο καί τά
καθαρῶς διοικητικά θέματα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου στόν ἁγιασμό τῆς φύσεως
ἀποσκοποῦν), παρά μόνο ἄν εἶναι βαριά ἄρρωστος.
4.2. ΕΚΛΟΓΕΣ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ
Οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρονται στό τρόπο τῆς
ἐκλογῆς τῶν ἀρχιερέων. Κανένας κανόνας τῆς ὀργανωμένης ἱστορικῆς
Ἐκκλησίας, ἀπό τόν 3ο μ.Χ. καί ἑξῆς, δέν ἐπιτρέπει ἐκλογή τῶν ἀρχιερεῶν
ἀπό τούς κληρικούς τῶν δύο πρώτων βαθμῶν, διακόνου καί πρεσβυτέρου, καί
τοῦ λαοῦ, παρά μόνο ἀπό τούς ἐπισκόπους. Ὁ λόγος εἶναι βαθύτατα
δογματικός – θεολογικός. Δέν πρόκειται οὐσιαστικά γιά ἐκλογή, ἀλλά γιά
παροχή τῆς πιό κεντρικῆς, και πρακτικά πιο χρήσιμης, διακονίας στό
ἐκκλησιαστικό σῶμα, τῆς ἀρχιερωσύνης. Μᾶς ἐνδιαφέρει πρωτίστως ἡ παροχή
τῆς ἀρχιερωσύνης, πού θά συνεχίσει νά παρέχει τόν ἁγιασμό στό λαό, καί
δευτερευόντως ἡ ἐκλογή. Συνεπῶς ἄν ἐκλέξουν τόν ἐπίσκοπο πρόσωπα ποῦ δέν
μποροῦν νά τοῦ παράσχουν τό χάρισμα τῆς ἀρχιερωσύνης, ὅπως εἶναι οἱ
λοιποί, πλήν τῶν ἐπισκόπων, κληρικοί καί οἱ λαϊκοί, ἡ ἐκλογή ἑνός
ἐπισκόπου παύει νά εἶναι ἐκκλησιολογικό γεγονός – παροχή τοῦ ἁγιασμοῦ –
καί γίνεται μόνο διοικητικό, ἐνῶ ὁ ἐπίσκοπος ἀναλαμβάνει πρῶτα τή
δυνατότητα νά παρέχει ὁ ἴδιος τόν ἁγιασμό στό ἐκκλησιαστικό σῶμα καί
κατόπιν νά διοικεῖ τό σῶμα αὐτό.[57]
Ὁ 4ος κανόνας τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου λέγει πώς ὁ
ἐπίσκοπος πρέπει νά ἐκλέγεται ἀπό ὅλους τους ἐπισκόπους της ἐπαρχίας καί
οἱ ἐπίσκοποι πού δέν μποροῦν νά παρευερεθοῦν στήν ἐκλογή «ἤ διά
κατεπείγουσαν ἀνάγκην, ἤ διά μῆκος ὁδοῦ» εἶναι ὑποχρεωμένοι νά πάρουν
μέρος στήν ψηφοφορία μέ ἐπιστολές. Μόνο τότε ἡ ἐκλογή θεωρεῖται ἔγκυρη
καί μπορεῖ νά ἀνακοινωθεῖ στόν οἰκεῖο μητροπολίτη.[58] Ἀκριβῶς τόν ἴδιο κανόνα μέ τήν ἴδια ἐκφραστική διατύπωση ἐπικυρώνει καί ὁ 3ος κανόνας τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπογραμμίζοντας τή συμμετοχή τῶν ἀποντων ἐπισκόπων μέ τήν ψῆφο τούς μέσω ἐπιστολῆς.[59]
Τήν συγκεκριμένη τακτική της συμμετοχῆς τῶν ἀπόντων ἐπισκόπων μέσω
ἐπιστολῆς χρησιμοποιεῖ καί σύγχρονος νομοθέτης γιά τήν ἐκλογή τῶν
μητροπολιτῶν τῆς Κρήτης. Τό ἄρθρο 21§3 τοῦ Καταστατικού Χάρτη τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης ποῦ ἀναφέρεται στήν ἐκλογή τῶν ἐπισκόπων λέγει πῶς
«τῶν μή μετεχόντων Ἀρχιερέων γενομένων συμψήφων διά ψηφοδελτίων
ἀποστελλομένων εἰς τόν Ἀρχιεπίσκοπον Κρήτης ἐπί ἀποδείξει».[60]
Στή συνέχεια τῆς συγκεκριμένης παράγραφου περιγράφεται λεπτομερῶς ὁ
τρόπος μέ τόν ὁποῖο διαφυλάσσεται τό ἀδιάβλητό της μυστικῆς ψήφου τῶν
ἀπόντων ἀρχιερέων.[61]
Εἶναι χαρακτηριστικό πῶς κατά τό νόμο ὁ Πρόεδρος τῆς Ἐπαρχιακῆς
Συνόδου, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, ρίχνει ἐντός της ψηφοδόχου, ἐνώπιον
ὅλων τῶν ἐπισκόπων, πρῶτα τά ψηφοδέλτια τῶν ἀπόντων ἀρχιερέων καί
κατόπιν ψηφίζουν οἱ παρόντες ἐπίσκοποι. Γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης
προβλέπονται τρία διαφορετική εἴδη ἐκλογῆς ἀρχιερέων : τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
Κρήτης, τῶν Μητροπολιτῶν καί τοῦ Βοηθοῦ Ἐπισκόπου της Ἀρχιεπισκοπῆς
Κρήτης.
Στήν ἐκλογή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης ἄμεσο λόγο ἔχει ἡ ἑκάστοτε
Κυβέρνηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους καθώς σύμφωνα μέ τήν παράγραφο 2 τοῦ
ἄρθρου 10 τοῦ Καταστατικού Χάρτη ἡ Ελληνική Κυβέρνηση προτείνει στήν
Ἱερά Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τρεῖς ἐκ τῶν ἐν ἐνεργεία
Μητροπολιτῶν τῆς Κρήτης, μέσα σέ σαράντα ἡμέρες ἀπό τήν ἐκδημία τοῦ
Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης, καί ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
μέσα σέ ἕνα μήνα πρέπει νά ἐκλέξει ἕνα ἐκ τῶν τριῶν ὡς Ἀρχιεπίσκοπο
Κρήτης.[62]
Ἡ ἀνάμειξη τῆς Κυβερνήσεως στήν ἐκλογή τοῦ Κρήτης ἴσως ξενίζει ὡς ἕνα
σημεῖο – ἀναμφισβήτητα τό καλύτερο θά ἦταν νά μήν ὑπῆρχε – ὅμως μπορεῖ
νά δικαιολογηθεῖ ἐπαρκῶς καί πολιτικά καί ἐκκλησιολογικά.
Πολιτικά, γιατί σέ ἕνα πολιτικό σύστημα ὅπου ἡ Πολιτεία νομοθετεῖ γιά
τά ἐκκλησιαστικά πράγματα, ἐκ τῶν πραγμάτων ἡ Πολιτεία ἔχει λόγο στά
ἐκκλησιαστικά δρώμενα, ἕνα ἐκ τῶν κορυφαίων εἶναι ἡ ἐκλογή ἑνός
ἱεράρχου, ἑπομένως μπορεῖ νά ἐκφράσει τή γνώμη της μέ τήν κατάρτιση τοῦ
τριπρόσωπου, ἑνός μόνο ἱεράρχη, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου – στό τριπρόσωπο τῶν
μητροπολιτῶν δέν ἔχει λόγο. Ἄλλωστε ἡ συμμετοχή τῆς Πολιτείας, ἀπό τήν
πλευρά της, στήν ἐκλογή ἑνός ἐπισκόπου ἐξασφαλίζει δημόσια τάξη καί
ἀσφάλεια στήν περιοχή, ἀρωγή ποῦ οὕτως ἤ ἄλλως καί πολλοί ἱεροί κανόνες
τήν ἐπικαλοῦνται (ὁ 17ος κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά
παράδειγμα ὁρίζει πῶς ἄν κάποιος ἐπίσκοπος ἀντιμετωπίζει πρόβλημα
ἀμφισβήτησης τῆς ἐπαρχίας του, γιά νά λύσει τό πρόβλημά του, νά
καταφεύγει πρῶτα στόν ἔξαρχο τῆς διοίκησης καί κατόπιν στόν πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως[63]).
Ἐκκλησιολογικά για δύο λόγους. Πρώτον γιατί ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ καί
σέβεται τίς ἀποφάσεις τῆς Πολιτείας. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου στήν Πρός Ρωμαίους ἐπιστολή πού σημειώνει πώς ἡ δημόσια τάξη πού φέρνει ἡ Πολιτεία, εἶναι τάξη πού θέλει καί ὁ Θεός,[64] ἡ ἐξουσία εἶναι κακή μόνο σέ ὅσους διαπράττουν τό κακό καί ποτέ στούς νομοταγεῖς πολίτες,[65] καθώς καί ὅτι ἡ ἐξουσία δέν κρατάει ποτέ τό σπαθί χωρίς λόγο[66].
Ἐφόσον ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διατυπώνει τίς παραπάνω ἀπόψεις γιά τή
ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, μποροῦμε μέ μεγαλύτερη ἔνταση νά διατυπώσουμε καί
ἐμεῖς τό ἴδιο, καθώς τά κράτη σήμερα εἶναι δημοκρατικά καί εὐνομούμενα.
Δεύτερον εἶναι μία ἔμμεση μετοχή καί τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου στήν ἐκλογή
ἑνός ἀρχιερέα, καθώς τήν ἑκάστοτε πολιτική ἡγεσία τοῦ Ὑπουργείου
Παιδείας ἀποτελοῦν βαπτισμένα μέλη τῆς Ἐκκλησίας πέρα ἀπό τό γεγονός ὅτι
εἶναι καί ἐκλεγμένη ἀπό πολίτες, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους εἶναι πιστοί
της Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐκλογή τῶν Μητροπολιτῶν τῆς Κρήτης γίνεται ἀπό ὑποψηφίους ποῦ εἶναι
ἐγγεγραμμένοι στόν κατάλογο τόν πρός Ἀρχιερατείαν ἐκλογίμων της
Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ὁ ὁποῖος καταρτίζεται μέ διαδικασίες ποῦ προβλέπει
ὁ νόμος. Σύμφωνα μέ τόν ἄρθρο 22 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Κρήτης γιά νά ἐγγραφεῖ ἕνας κληρικός στό συγκεκριμένο κατάλογο
πρέπει νά τόν προτείνει ὁ ἐπίσκοπός του στόν Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης,
τουλάχιστον 10 μέρες πρίν τή σύγκληση τῆς Συνόδου, καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
νά ἀποστείλλει τό ὄνομα ἤ τά ὀνόματα τῶν ὑποψηφίων στούς ἱεράρχες. Κατά
τή σύγκληση τῆς Συνόδου γίνεται ἡ ἐπίσημη ἐγγραφή τῶν συγκεκριμένων
ὀνομάτων στόν κατάλογο τόν πρός ἀρχιερατείαν ἐκλογίμων «διά μυστικῆς διά
ψηφοδελτίων ψηφοφορίας», στήν ὁποία ὁ κληρικός πού θά ἐγγραφεῖ πρέπει
νά συγκεντρώσει τά 2/3 τῶν μελῶν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχικῆς Συνόδου καί ὁ
κατάλογος ἀποστέλλεται στό Ὑπουργεῖο Παιδείας πρός γνῶσιν.[67]
Ἀπό τόν συγκεκριμένο κατάλογο γίνεται ἡ ἐκλογή τῶν Μητροπολιτῶν τῆς
Κρήτης, οἱ ὁποῖοι ἀναδεικνύονται σέ δύο ψηφοφορίες. Στήν πρώτη γίνεται ἡ
κατάρτιση τοῦ τριπρόσωπου, δηλαδή οἱ ἱεράρχες ἐκλέγουν τρεῖς ὑποψηφίους
πού πιστεύουν ὅτι μποροῦν νά ἀναδειχθοῦν σέ ἐπίσκοποι καί στή δεύτερη
ἀπό αὐτούς τούς τρεῖς ἐκλέγεται ἕνας[68] (μόνο στήν πρώτη μετέχουν καί οἱ ἀπόντες ἱεράρχες μέ τήν ἐπιστολή,[69] ἐφόσον δέν γίνεται ἐκ τῶν πραγμάτων νά μετέχουν καί στίς δύο ψηφοφορίες).
Ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ Ν. 590/1977, στό
ἄρθρο 20, τό ἀνάλογο ἄρθρο του γιά τήν ἐκλογή τῶν Μητροπολιτῶν τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀφήνει περιθώριο γιά ἔμμεση μετοχή καί τῶν λοιπῶν
κληρικῶν καί τῶν λαϊκῶν στήν ἐκλογή ἑνός ἐπισκόπου, καθώς ὁρίζει πῶς
κατά τήν ἐγγραφή κάποιου ὑποψηφίου στόν «προκαταρκτικό» ἤ τόν
«συμπληρωματικόν» πίνακα (ὁ δεύτερος ὑπάρχει σέ περίπτωση ὑποβολῆς
αἰτήσεως μετά τή δημοσίευση τοῦ προκαταρκτικοῦ πίνακα), πρίν ἀκόμα γίνει
ἡ ἐγγραφή διά μυστικῆς ψηφοφορίας στόν ἐπίσημο κατάλογο, μπορεῖ νά
ἀσκηθεῖ ἔνσταση, μέ ἐμπεριστατωμένη εἰσήγηση, ἀπό ὁποιοδήποτε κληρικό ἤ
λαϊκό στήν Ἀρχιγραμματεία. Μάλιστα κατά τήν παράγραφο 2 τοῦ ἄρθρου 20
τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος
εἶναι ὑποχρεωμένη νά διατάξει ἔνορκη ἐξέταση γιά νά διαπιστώσει τήν
ἔνσταση.[70]
Μία παρόμοια διάταξη ἀπουσιάζει ἐντελῶς ἀπό τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καί πιστεύω πώς θά ἦταν πολύ χρήσιμο νά ὑπάρχει,
γιατί προβλέπει τήν συμμετοχή τῶν λοιπῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν στήν ἐκλογή
τῶν ἱεραρχῶν μέσα σε σωστές ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις.
Σέ ξεχωριστό κεφάλαιο τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη ἀναφέρεται ὁ τρόπος
ἐκλογῆς τοῦ βοηθοῦ ἐπισκόπου. Ὁ βοηθός ἐπίσκοπος, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο
43, ἐκλέγεται ἀπό τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο τῆς Κρήτης ἐκ τριῶν κληρικῶν
πού προτείνει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐγγεγραμμένοι
στόν κατάλογο τῶν ἐκλογίμων.[71]
5. ΑΜΦΙΕΣΗ ΚΛΗΡΙΚΩΝ
Ὁ νομοθέτης ἔχει ἀποσαφηνισμένη ἄποψη καί γιά τήν ἐξωτερική ἐμφάνιση
τῶν κληρικῶν. Λίγο πρίν τήν ἀκροτελεύτια διάταξη τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης στό ἄρθρο 128 (ΙΗ΄ Κεφάλαιο περί Γενικῶν
Διατάξεων) ὁρίζεται πώς οἱ κληρικοί φέρουν «καθιερωμένην περιβολήν ἤ
ἀμφίεσιν», ἡ ὁποία ὁριζόταν «διά τοῦ 21 Ἰανουαρίου 1931 Διατάγματος
‘περί κανονικῆς περιβολῆς τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὀρθοδόξου Κλήρου’ ὡς καί τά
διακριτικά διάσημα, ὡς ταῦτα καθωρίσθησαν διά τοῦ ἀπό 15 Ἰουνίου 1856
Βασιλικοῦ Διατάγματος»[72].
Πράγματι τό Προεδρικό Διάταγμα τῆς 21/22 Ἰανουαρίου 1931 «Περί τῆς
κανονικῆς περιβολῆς τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὀρθοδόξου Κλήρου ὁρίζει πώς οἱ
κληρικοί ἔχουν σαφῶς διακριτική ἀμφίεση ἀπό τούς λαϊκούς, τήν ὁποία
φέρουν συνεχῶς χωρίς νά ἀποβάλλουν ποτέ. Συγκεκριμένα ὁρίζει πώς οἱ
κληρικοί ἐμφανίζονται «ἐκτός Ἐκκλησιαστικῆς ὑπηρεσίας», μέ τήν ἑξῆς
περιβολή : 1) «Χιτών (κοινῶς ἀντερί)…» 2) «Ζώνη περί τήν ὀσφύν,
συγκρατοῦσα τόν χιτώνα 3) «Ἱμάτιον βραχύ (κοινῶς κοντό ἤ κοντογούνι ἤ
κοντόρασσον) πού ὁρίζεται ἀκριβῶς τό σχῆμα τοῦ 4) ἱμάτιον μακρόν
(ράσσον, ἀνάλαβος) ποδῆρες, ἀνοικτόν ἔμπροσθεν, μετά χειρίδων μακρῶν καί
εὐρειῶν καί μικροῦ περιλαιμίου ὀρθίου, συνδεομένου δί’ ἑνός μόνου
κομβίου» καί 5) «Κάλυμμα τῆς κεφαλῆς (καλυμμαύχιον) ἐκ μέλανος ὀρθίου
κυλίδρου ἐκ καρτονίου ἐπενδεδυμένου ἔξωθεν διά μέλανος ὑφάσματος καί
ἔσωθεν διά ἁπλοῦ λεπτοῦ ὑφάσματος…»[73]
(Τό ἴδιο Προεδρικό Διάταγμα ὁρίζει καί τά ἄμφια πού
πρέπει νά φέρουν οἱ κληρικοί καί τῶν τριῶν βαθμῶν ἱερωσύνης κατά τή
διάρκεια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν[74]).
Ἑπομένως ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης δέχεται, καί
ἐπιτάσσει στούς κληρικούς τῆς Κρήτης, νά φέρουν τήν ἴδια ἀκριβῶς
περιβολή. Ἄλλωστε ἀναφορά στήν ἀμφίεση τῶν κληρικῶν κάνει καί ἕνα ἀπό τά
πρῶτα ἄρθρα τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, τό ἄρθρο
6, ποῦ ὁρίζει τήν ἐμφάνιση τῶν συνέδρων πού μετέχουν στήν Ἱερά Σύνοδο :
«Ἡ Ἱερά Σύνοδος συνεδριάζει τῶν συνέδρων φερόντων ἐγκόλπιον καί
ἐπανωκαλύμαυχον…»[75].
Ἐπίσης στό ἄρθρο 28§3 ὁρίζει πώς ὁ Ἀρχιερέας πρέπει νά μεριμνᾶ ὥστε
θεατρικά ἤ κινηματογραφικά ἔργα νά μήν προσβάλλουν ἤ χλευάζουν οὔτε τά
δόγματα καί τίς διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά οὔτε καί τούς λειτουργούς
της ἀλλά οὔτε καί τό ἱερατικό τους σχῆμα.[76]
Ἔμμεση ἀλλά σαφῆ ἀναφορά στό ἱερατικό σχῆμα κάνει καί τό ἄρθρο 121, πού
ἀνήκει στό κεφάλαιο ΙΕ ‘Περί μοναχών’, καθώς σημειώνει πῶς κανείς δέν
μπορεῖ νά φέρει τό μοναχικό ἔνδυμα, τό ὁποῖο δέν διαφέρει ἰδιαίτερα ἀπό
τό ἱερατικό, παρά μόνο οἱ μοναχοί καί οἱ δοκιμαζόμενοι νέοι».[77]
Εἰδικό ἔνδυμα φοροῦσαν καί οἱ κληρικοί τῶν βυζαντινῶν ἐτῶν (πού
διέφερε σαφῶς ἀπό τά ἐνδύματα τῶν λαϊκῶν), τά ὁποῖο δέν ἔπρεπε ποτέ νά
ἀποβάλλουν. Εἶναι αρκετά δύσκολο, μετά ἀπό τόσους αἰῶνες, νά φανταστοῦμε
ποιό θά μποροῦσε νά εἶναι ἀκριβῶς τό ἔνδυμα καί τῶν λαϊκῶν καί τῶν
κληρικῶν καθώς ὁ πολιτισμός τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἦταν πολύ διαφορετικός
ἀπό τόν σημερινό, εἴμαστε ὅμως σίγουροι πώς ὑπῆρχε σαφέστατη διαφορά. Ὁ
26ος κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς ἀναφέρει πώς κανένας
ἀπό αὐτούς πού ἐντάχθηκαν στόν κλῆρο δέν θά πρέπει νά φοράει ἔνδυμα
ἀνάρμοστο, οὔτε ὅταν βαδίζει στήν πόλη ἀλλά νά χρησιμοποιεῖ τίς στολές
ποῦ ἤδη ἔχουν καθιερωθεῖ γιά τούς κληρικούς : «μηδείς τῶν ἐν κλήρω
καταλεγομένων ἀνοίκειον ἐσθήτα ἀμφιεννύσθω, μήτε ἐν πόλει διάγων, μήτε
ἐν ὀδῶ βαδίζων, ἀλλά στολαῖς κεχρήσθω ταῖς ἤδη τοῖς ἐν κληρω
καταλεγομένοις ἀπονεμηθείσας».[78]
Εἶναι χαρακτηριστικό ὁ συγκεκριμένος κανόνας προβλέπει ἀφορισμό γιά μία
ἑβδομάδα γιά τόν κληρικό πού θά θά ἐμφανιστεῖ χωρίς τήν καθιερωμένη
ἱερατική περιβολή.[79]
6. ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ
Ὁ 33ος κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
ἀναφέρει πῶς κανένας ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος ἤ διάκονος ἀπό ξένη ἐπαρχία
δέν πρέπει νά γίνεται δεκτός χωρίς συστατικά γράμματα, ἀλλά καί στήν
περίπτωση ποῦ ὑπάρχουν αὐτά θά πρέπει ὁπωσδήποτε νά ἐξετάζονται.[80] Τό ἴδιο ἀκριβῶς ὑπογραμμίζει καί ὁ 7ος κανόνας τῆς Ἀντιόχειας («μηδένα ἄνευ εἰρηνικῶν δέχεσθαι τῶν ξένων»)[81] ὅπως καί ὁ 42ος κανόνας τῆς Λαοδίκειας («ὅτι οὐ δεῖ ἱερατικούς, ἤ κληρικούς ἄνευ κανονικῶν γραμμάτων ὀδεύειν»)[82], συμπληρώνοντας τόν 41ο κανόνα τῆς ἴδιας Συνόδου πού λέγει ὅτι ὁ ἱερωμένος ἤ ὁ κληρικός δέν πρέπει νά ταξιδεύει χωρίς τήν ἄδεια τοῦ ἐπισκόπου.[83] Ὁ 23ος
κανόνας τῆς Καρθαγένης ἀναφέρει πώς ἀπαγορεύεται νά ταξιδεύουν οἱ
ἐπίσκοποι πέρα ἀπό τή θάλασσα, ἐκτός ἄν ἔχουν λάβει ἀπό τόν Μητροπολίτη
κατ’ ἐξαίρεση ὑπογεγραμμένη ἐπιστολή του πού λέγεται «ἀπολυτικῆ», δηλαδή
«παράθεση»,[84] ἀλλά καί ὁ 71ος κανόνας τῆς Καρθαγένης ἀπαγορεύει στούς ἐπισκόπους νά λείπουν πολύ καιρό ἀπό τήν ἕδρα τους.[85] Φυσικά ὑπάρχουν πολλοί ἀκόμα κανόνες πού ὁρίζουν ἀκριβῶς τήν ἴδια τάξη.[86]
Οἱ ἱεροί κανόνες λαμβάνουν αὐτά τά μέτρα, ὥστε οἱ ἐπίσκοποι μέ τίς
μετακινήσεις τούς ἐκτός τῶν ὁρίων νά μήν φέρνουν σύγχυση στίς ἐκκλησίες
(«τούς ὑπέρ διοίκησιν ἐπισκόπους ταῖς ὑπερορίοις ἐκκλησίαις μή ἐπιέναι,
μηδέ συγχέειν τάς ἐκκλησίας»)[87],
ὅπως τό ἐξηγεῖ πολύ ὡραία ὁ 2ος κανόνας τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ὑπάρχει ὅμως καί η βαθύτερη ἐκκλησιολογική ἐξήγηση. Ἡ παροχή ἅπασάς της
χάριτος τῆς ἱερωσύνης ἀπό τόν ἀρχιερέα στόν ἱερεῖς, καί τοῦ ἁγιασμοῦ ἀπό
τούς ἱερεῖς στό λαό ἔχει οὐσιαστικό, πραγματικό, περιεχόμενο καί
ἐκφράζεται μέ πρακτικό τρόπο. Ὁ ἀρχιερέας μπορεῖ νά τελέσει κάτι πού
πρακτικά δέν μποροῦν νά τελέσουν ὅλοι οἱ ἱερεῖς μαζί (χειροτονεῖ τούς
κληρικούς), καί ὁ ἱερέας μπορεῖ νά τελέσει κάτι πού δέν πρακτικά δέν
μποροῦν νά τελέσουν ὅλοι οἱ λαϊκοί μαζί (τελεῖ τά ἱερά μυστήρια). Ἀλλά
καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης μπορεῖ νά τελέσει κάτι πού δέν μποροῦν
τελέσουν ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ἐκκλησίων μαζί
(ἑξαιροῦνται κάποιες Ἐκκλησίες) : τήν παρασκευή τοῦ μύρου, μέ τό ὁποῖο
ἐντάσσονται πραγματικά καί πρακτικά οἱ πιστοί στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Συνεπῶς γιά τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἡ χάρις τοῦ ἁγιασμοῦ
μπορεῖ νά εἶναι ἄκτιστη καί ἀόρατη, μεταδίδεται, ὅμως, μέ καθαρά
συγκεριμένο καί πρακτικό τρόπο ἀπό συγκεριμένα πρόσωπα, τούς κληρικούς.
Ἄν οἱ κληρικοί, ὁποιουδήποτε βαθμοῦ, ἀπουσιάζουν ἀπό τίς ἐπαρχίες τους,
δέν εἶναι δυνατόν νά μεταδοθεῖ πραγματικά ἡ ἁγιαστική χάρις τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος στό ἐκκλησιαστικό σῶμα. Γι’ αὐτό τό λόγο ἡ ἀπουσία τούς πρέπει
νά εἶναι λελογισμένη μέ καθαρή δικαιολογία πρός ὄφελος τοῦ ποιμνίου
τους.
Ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Κρητικῆς Ἐκκλησίας ἐπικυρώνει μέ ξεχωριστό
ἄρθρο τοῦ τήν παραπάνω ἐπιταγή τῶν ἱερῶν κανόνων. Σήμερα βέβαια εἶναι
ἐξαιρετικά σπάνιο κληρικοί, ἐξερχόμενοι τῶν ὁρίων τῆς μητροπόλεώς τους,
νά δημιουργήσουν τά προβλήματα τῆς βυζαντινῆς περιόδου, ὅπου
κυριαρχοῦσαν ἐντελῶς διαφορετικές συνθῆκες. Ὅμως ὁ νομοθέτης εἶναι
ὑποχρεωμένος νά λάβει ἐκ τῶν προτέρων ὅλα τά μέτρα γιά τήν ἐξασφάλιση
καί τῆς δημοσίας τάξεως, ἀλλά καί τῆς ἐπικύρωσης τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ
περιεχομένου τῶν ἱερῶν κανόνων. Τό ἄρθρο 35§2 τοῦ Κ.Χ. τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Κρήτης ὁρίζει πώς ὁ Μητροπολίτης εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἐξακριβώνει «τάς
συστατικᾶς ἐπιστολᾶς τῶν διά τῆς Μητροπόλεως αὐτοῦ διερχομένων
κληρικῶν» ὅπως ἐπίσης «καί νά ἀποπέμπη διά τῆς ἁρμοδίας Ἀρχῆς τούς ἄνευ
λόγου ἤ ἄνευ τῶν κεκανονισμένων ἐγγράφων προσερχομένους ἤ τούς πέραν τῆς
τεταγμένης ἀδείας παραμένοντας ἐν τή περιφερεία τῆς Μητροπόλεως αὐτοῦ
κληρικούς».[88]
Οἱ κληρικοί δέν μποροῦν νά φύγουν ἀπό τά ὅρια τῆς Μητροπόλεως τούς
χωρίς συστατική ἐπιστολή τοῦ Μητροπολίτη τους, ποῦ νά τούς παρέχει τήν
ἀνάλογη ἄδεια. Μάλιστα ὁ οἰκεῖος ἱεράρχης ἔχει ὑποχρέωση νά ἐξακριβώσει
ἄν οἱ ξένοι κληρικοί πού διέρχονται τά ὅρια τῆς Μητροπόλεως τοῦ ἔχουν τά
κανονικά καί νόμιμα ἔγγραφα πού ὁρίζουν τήν τεταγμένη ἄδειά τους, καί
στήν ἀντίθετη περίπτωση νά ἐνημερώσει τόν Μητροπολίτη τῶν ἐν λόγω
κληρικῶν. Τό ἴδιο ἀκριβῶς λέγεται καί στό ἄρθρο 130 § 1 τῶν Γενικῶν
Διατάξεων τοῦ Κ. Χ. τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ὅπου ὁρίζεται ἀναλυτικά τί
θά πρέπει νά περιέχει τό συστατικό γράμμα πού θά φέρουν μαζί τους οἱ
ξένοι κληρικοί, ὅλων τῶν βαθμίδων, καί τοῦ νησιοῦ ἀλλά καί οἱ ἐκτός
Κρήτης πού ἔρχονται σέ ξένη μητρόπολη. Ὁ κληρικός πού δέν θά προσκομίσει
τά ἀπαραίτητα ἔγγραφα πρέπει ἀποχωρήσει ἀπό τήν περιοχή. Μάλιστα στήν
περίπτωση αὐτή οἱ Ἀρχιερχεῖς καταγγέλλονται στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Κρήτης ἤ
στή Σύνοδο ποῦ ἀνήκουν καί οἱ λοιποί κληρικοί ἀπομακρύνονται μέ ἀπόφαση
τοῦ Μητροπολίτη ἐκτελουμένη διά Ἀστυνομικῆς Ἀρχῆς.[89]
Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τούς ἱεράρχες τῆς νήσου ἐκτός ἀπό τόν
Ἀρχιεπίσκοπο. Τό ἄρθρο 35 §1 τοῦ Κ.Χ. ὁρίζει πῶς κανένας ἀπό τούς
Μητροπολίτες δέν μπορεῖ νά διαμείνει στά ὅρια ξένης Μητροπόλεως ἤ τῆς
Ἀρχιεπισκοπῆς χωρίς τήν ἄδεια τοῦ οἰκείου ἱεράρχη. Ἡ συγκεκριμένη
παράγραφος αναφέρεται μόνο στους Μητροπολίτες και όχι στόν Ἀρχιεπίσκοπο
καθώς λέγει μόνο «οὐδείς τῶν Μητροπολιτῶν» χωρίς νά περιλαμβάνει τον
Ἀρχιεπίσκοπο. Ἄν ἐπιθυμεῖ κάποιος Μητροπολίτης νά ταξιδέψει ἐκτός Κρήτης
θά ζητήσει προηγουμένως ἄδεια ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο, ὡς Πρόεδρο τῆς
Συνόδου, καί ἄν ἐπιθυμεῖ νά ταξιδέψει ἐκτός τῶν συνόρων του Κράτους, ὁ
Ἀρχιεπίσκοπος θά τό ἀναφέρει στό Ὑπουργεῖο Παιδείας, τό ὁποῖο καί τελικά
θά ἀποφασίσει.[90]
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ζητᾶ ἄδεια προκειμένου νά ταξιδέψει ἐκτός τῶν ὁρίων τῆς
Ἑλλάδος ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἤ ὁποία κοινοποιεῖται στό
Ὑπουργεῖο Παιδείας.[91]
7.ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ
Ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, κινούμενος στό πνεῦμα
τῶν ἱερῶν κανόνων, προσπαθεῖ νά ρυθμίσει μέ ἰδιαίτερη μέριμνα τή σχέση
τῶν κληρικῶν καί μοναχῶν μέ τή χρηματική περιουσία. Ἡ παράγραφος 1 τοῦ
ἄρθρου 20 ὁρίζει πώς «ἅμα τή χηρεία Μητροπόλεως τινός ὁ Πρωτοσύγκελος ἤ
μή ὑπάρχοντος τοιούτου ὁ Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Αὐτῆς
προσλαμβάνων καί ἕναν ἀξιωματοῦχον κληρικόν τῆς Μητροπόλεως καλεῖ τόν
Εἰρηνοδίκην καί προβαίνει μετ’ αὐτοῦ εἰς τήν σφράγισιν καί ἐξασφάλισιν
τῶν τέ πραγμάτων καί ἀρχείων τῆς Μητροπόλεως, μέχρι οὐ ἐκλέγη ὁ νέος
Μητροπολίτης».[92]
Τά ἀντικείμενα καί τά ἀρχεῖα τῆς μητροπόλεως πρέπει νά βρίσκονται σέ
πλήρη διαφάνεια μπροστά σέ ὅλο τό λαό, κανένας κληρικός δεν έχει λόγο σε
αυτά, καί ὁ νομοθέτης, μέ τήν παρουσία τοῦ Εἰρηνοδίκη, κατοχυρώνει καί
νομικά αὐτήν τήν ἀντίληψη. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν κινητή περιουσία
ἡγουμένου ἤ ἁπλοῦ μοναχοῦ, πού θά βρεθεῖ στό κελλί τοῦ μετά τό θάνατό
του. Ἁρμόδια πρόσωπα πού ὁρίζει τό ἄρθρο 126, ὑποχρεοῦνται ἀπό τό νόμο
νά σφραγίσουν τήν περιουσία τοῦ μοναχοῦ.[93]
Παρατηροῦμε πώς σέ αὐτό τό κλίμα κινοῦνται καί οἱ ἱεροί κανόνες. Ὁ 22ος
κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπαγορεύει στούς κληρικούς ὕστερα
ἀπό τό θάνατο τοῦ ἐπισκόπου τους νά καρπωθούν τήν περιουσία του, ὅπως
βέβαια καί σέ αὐτούς πού θά παραλάβουν τήν ἐπισκοπή.[94] Ἄλλωστε ὁ 35ος
κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπαγορεύει στούς
μητροπολίτες νά ἀφαιρέσουν ἤ νά οἰκειοποιηθοῦν περιουσία ἐπισκόπου πού
τελοῦσε ὑπό τή δικαιοδοσία τους καί πέθανε πρόσφατα. Σύμφωνα μέ τό
συγκεκριμένο ἱερό κανόνα αὐτήν τήν περιουσία θά τή διαφυλάξουν οἱ
κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία ποίμαινε ὁ θανῶν ἐπίσκοπος, ἔτσι ὥστε ὁ
μητροπολίτης νά τά παραδώσει ἀκέραια στόν ἐπίσκοπο πού θά χειροτονηθεῖ.[95]
Ὁ νομοθέτης, γνωρίζοντας καλά τους ἱερούς κανόνες, περιέλαβε στόν
Καταστατικό Χάρτη τό συγκεκριμένο ἄρθρο γιά νά προλάβει ἀνάλογες
συμπεριφορές.
Με το ἄρθρο 118 ἀπαγορεύται στούς Μοναχούς «ἡ ἀνάληψις κοσμικῶν
φροντίδων, ἤτοι ἐπιτροπείας, κηδεμονίας, μισθώσεως κτημάτων, ἐγγυήσεις,
υἱοθεσίας, ἡ ἀναδοχή παίδων ἐκ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἡ παράστασις ἐν
γάμοις ὡς παρανύμφων…».[96] Ἀκριβῶς τό ἴδιο λέγει ὁ 3ος
κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ἀπαγορεύει στό ἑξῆς ἐπίσκοπος,
κληρικός ἤ μοναχός νά μισθώνει κτήματα καί νά περιπλέκεται σέ κοσμικές
ὑποθέσεις, ἐπειδή ἡ συγκεκριμένη Οἰκουμενική Σύνοδος πληροφορήθηκε πώς
κάποιοι κληρικοί προέβησαν σέ ἀνάλογες συμπεριφορές۠ ἔγιναν μισθωτές
ξένων κτημάτων καί ἀνέλαβαν διαχειρίσεις περιουσίων.[97]
Ὁ ἐν λόγω κανόνας ἀπαγορεύει ἐπίσης στόν κληρικό νά γίνει ἐπίτροπος
ἀνήλικου παιδιοῦ, κάνοντας μόνο μία ἐξαίρεση στήν περίπτωση πού κληθεῖ
ἀναγκαστικά ἀπό τούς νόμους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.[98] [Νά σημειώσουμε παρενθετικά πώς σύμφωνα μέ τόν 26ο
κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων οἱ κληρικοί δέν μποροῦν νά νυμφευθοῦν, μέ
ἐξαίρεση τούς κατώτερους κληρικούς δηλαδή τούς ἀναγνῶστες καί τούς
ψάλτες[99]۠ ὁ 1ος κανόνας τῆς Νεοκαισαρείας ὁρίζει πώς ὁ πρεσβύτερος πού παντρεύεται ἀποβάλλεται ἀπό τήν τάξη του.[100] Οἱ ἔγγαμοι κληρικοί, πρίν τή χειροτονία τους, μποροῦν νά παντρευτοῦν μία φορά, καθώς σύμφωνα μέ τόν 17ο
κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὁ χριστιανός πού μετά τό βάπτισμα τοῦ
παντρεύτηκε δύο φορές δέν μπορεῖ νά γίνει χειροτονηθεῖ κληρικός.[101]]
Ἕνας ἄλλος κανόνας πού θέλει νά ρυθμίσει τή σχέση κληρικῶν καί
μοναχῶν μέ τά χρήματα ἀλλά καί τήν πολιτική ἐξουσία εἶναι καί ὁ 12ος
κανόνας τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού λέγει πῶς ἄν βρεθεῖ ἐπίσκοπος ἤ
ὁ ἡγούμενος νά ἐκποιεῖ σέ ἄρχοντα ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλον, ἀγροτικά τμήματα
τῆς ἐπισκοπῆς ἤ τοῦ μοναστηριοῦ, ἡ ἀγοροπωλησία νά θεωρεῖται ἄκυρη
γιατί σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὁ ἐπίσκοπος δέν πρέπει
ποτέ νά ξεχνᾶ πώς ὁ Θεός τόν ἐποπτεύει. Δέν μπορεῖ νά οἰκειοποιεῖται
κάτι ἀπό αὐτά ἤ νά τά χαρίζει σέ συγγενεῖς του μέ τήν πρόφαση πώς εἶναι
φτωχοί. Μόνο στήν περίπτωση πού ὁ ἀγρός προκαλεῖ ζημιά θά πρέπει νά
πωλεῖται, ἀλλά σέ κληρικούς ἤ γεωργούς καί ποτέ σέ τοπικούς ἄρχοντες. Ἄν
κάποιος ἄρχοντας καταφέρει νά τό ἀγοράσει ἀπό τόν γεωργό ἤ τόν κληρικό
πού πωλήθηκε, πρέπει ἀμέσως νά τό ἐπιστρέψει.[102]
8. ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ
Στήν μακραίωνη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας βλέπουμε πώς ὁ
ἀφορισμός ἀφορᾶ τούς λαϊκούς καί ἡ καθαίρεση τούς κληρικούς. Μέ τήν
καθαίρεση ὁ κληρικός δέν διώχνεται ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀλλά ἀποβάλλει τήν
ἱερωσύνη, ἐνῶ μέ τόν ἀφορισμό καί ὁ πρώην κληρικός καί ὁ λαϊκός
ἀποβάλλονται ἐντελῶς ἀπό τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι εὐεξήγητο γιατί ἡ
Ἐκκλησία, στήν μακραίωνη παράδοσή της, μέ πολύ μεγάλη δυσκολία
προχωροῦσε στόν ἀφορισμό ἑνός λαϊκοῦ ἀπό ὅτι στήν καθαίρεση ἑνός
κληρικοῦ. Δέν θά πρέπει νά μᾶς ξεγελοῦν οἱ ὄντως πολλοί ἀφορισμοί τῆς
Βυζαντινῆς περιόδου, γιατί α) ὅλοι αὐτοί οἱ αἱρετικοί ἦταν κληρικοί
σχεδόν ποτέ λαϊκοί (καί μάλιστα ἀρκετοί ἦταν ἐπίσκοποι ἤ προκαθήμενοι
ἐκκλησιῶν), ὅποτε οὐσιαστικά δέν εἶναι ἀφορισμοί ἀλλά κυρίως καθαιρέσεις
καί β) ἦταν ὄντως αἱρετικοί, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας,
γιατί δέν διατύπωσαν ἁπλῶς μία λανθασμένη διδασκαλία, ἀλλά συγκρότησαν
ὁμάδα καί πολέμησαν τήν Ἐκκλησία κομματιάζοντας τό σῶμα της.[103]
Μία προσεκτική ματιά στούς ἱερούς κανόνες δείχνει ἀμέσως πώς ἡ Ἐκκλησία ἀφορίζει μόνο μετά ἀπό πολύ σκέψη τά μέλη της. Ὁ 5ος
κανόνας τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει πώς ὅσοι ἔχουν ἀφοριστεῖ θά
πρέπει νά ἐξετάζεται μήπως ἀφορίστηκαν ἐξαιτίας μικροψυχίας ἤ φιλονικίας
ἤ κάποιας παρόμοιας ἐμπάθειας τοῦ ἐπισκόπου : «ἐξεταζέσθω δέ, μή
μικροψυχία ἤ φιλονεικία, ἤ τινι τοιαύτῃ ἀηδίᾳ τοῦ ἐπισκόπου,
ἀποσυνάγωγοι γεγένηνται»[104] (ἀποσυνάγωγος εἶναι ὁ ἀφορισμένος[105]). Μάλιστα ὁ κανόνας προτείνει νά γίνονται δύο φορές τό χρόνο Σύνοδοι σέ κάθε ἐπαρχία γιά τέτοιου εἴδους ζητήματα.[106] Στό ἴδιο κλίμα κινεῖται καί ὁ 14ος
κανόνας τῆς Σαρδικῆς ποῦ ὁρίζει πῶς ἐπειδή κάποιος πρεσβύτερος ἤ
διάκονος μπορεῖ νά ἀφορίσθηκε ἀπό ὀξύθυμο ἐπίσκοπο θά πρέπει ὁ κληρικός
νά ἔχει τό δικαίωμα νά καταφύγει στόν ἐπίσκοπό της μητρόπολης τῆς ἴδιας
ἐπαρχίας καί νά ζητήσει ἀκρόαση, γιατί δέν θά πρέπει νά μήν γίνονται
δεκτοί ἐκεῖνοι πού ζητοῦν ἀκρόαση, «οὐ γάρ χρή μή ὑπέχειν τάς ἀκοᾶς τοῖς
ἀξιούσιν».[107]
Ὁ νομοθέτης γνωρίζει πολύ καλά γιά ποιό λόγο ὑπάρχει ὁ ἀφορισμός στήν
Ἐκκλησία, καί γί’ αὐτό τό λόγο δίνει στήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο τῆς
Κρήτης, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 10§10 τοῦ Καταστατικοῦ της Χάρτη, τό
δικαίωμα τοῦ ἀφορισμοῦ μόνο ὕστερα ἀπό ἔνορκες ἀνακρίσεις ὅπως ὁρίζουν
οἱ Ἱεροί Κανόνες καί οἱ Νόμοι τοῦ Κράτους. Μάλιστα ἡ συγκεκριμένη
παράγραφος τοῦ νόμου συνεχίζει πώς προσωπικός ἀφορισμός ἐκδίδεται ἀπό
τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο τῆς Κρήτης μόνο κατά αἱρετικοῦ προσώπου,
ὕστερα ἀπό προηγουμένη ἔγκριση τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας.[108]
Ἡ ὑπογραφή τοῦ ἁρμοδίου Ὑπουργοῦ Παιδείας γιά τήν ἐπικύρωση ἑνός
ἀφορισμοῦ, εἶναι ἀλήθεια πώς δέν βοηθᾶ στήν πλήρη διάκριση τῶν ρόλων
Ἐκκλησίας καί Πολιτείας – ὁ ὑπουργός δέν πρέπει μέ κανέναν τρόπο νά
ἀναμιγνύεται σέ μία καθαρά ἐκκλησιολογική πράξη – ὅμως α) κρίνεται
ἀπαραίτητη, γιατί ὁ ἀφορισμός ἑνός προσώπου καθώς εἶναι ἕνα ἰδιαιτέρως
σοβαρό ζήτημα εἶναι δυνατόν νά φέρει προβλήματα δημοσίας τάξεως, στά
ὁποῖα ἡ ἁρμόδια Πολιτεία θέλει νά παρέμβει πρίν τήν ἐκδήλωσή τους καί β)
δείχνει πῶς ὁ νομοθέτης λαμβάνει σοβαρά ὑπόψη τοῦ τή δυσκολία μέ τήν
ὁποία ἀφορίζουν οἱ ἱεροί κανόνες τῆς Ἐκκλησίας πράττοντας και αυτός το
ίδιο μέσα στόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης.
Ἡ παροῦσα μελέτη μέσα ἀπό τήν ἐξέταση βασικῶν θεμάτων ποῦ
περιλαμβάνει ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, προσπάθησε
νά δείξει τή σχέση μεταξύ τῶν ἱερῶν κανόνων καί τοῦ Ν.4149/1961 τοῦ
ἑλληνικοῦ κράτους. Τό δογματικό περιεχόμενο τῆς πίστεως ποῦ
περιλαμβάνουν οἱ ἱεροί κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι ποτέ ἀνιστορικό
καί ἐκτός πραγματικότητος, ἀλλά ἀφήνει ἔκδηλα τά σημάδια του σέ κάθε
πτυχή τοῦ πολιτισμοῦ μία ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων εἶναι σίγουρα ἡ νομοθεσία
τῶν σύγχρονων ἀνεπτυγμένων δημοκρατικῶν κρατῶν.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Ἡ θρησκευτική ἐλευθερία εἶναι ἕνα ἀπό τά πιό βασικά ἀνθρώπινα
δικαιώματα, ὄχι μόνο γιατί κυρίως μέ αὐτήν ἡ ζωή τῶν πολιτῶν καί τῶν
πιστῶν ἀποκτᾶ πλοῦτο καί νόημα, ἀλλά καί γιατί στήν ἱστορία τῶν
ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων οἱ ἀγῶνες γιά τή διεκδίκηση τῆς ἐμφανίστηκαν
πρῶτοι.[109]
Τή θρησκευτική ἐλευθερία δέν τή χρησιμοποιεῖ μόνο ὁ θρησκευόμενος
πολίτης, ἤ ὁ ἄθεος ἤ ὁ ἀγνωστικιστής ἤ ὁ ἀλλόθρησκος καί ὁ ἑτερόδοξος
ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία. Ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Κρήτης, ὅπως βέβαια καί ἐκεῖνος τῆς Ἑλλάδος, εἶναι ἀπόρροια τῆς
θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τῆς ἴδιας της Κρητικῆς Ἐκκλησίας προκειμένου νά
προστατέψει τήν παρουσία καί τά δικαιώματά της. Ἀπόψεις ποῦ θέλουν τόν
πλήρη χωρισμό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἐννοώντας την παντελή κατάργηση
τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας θά πρέπει νά διατυπώνονται με
μεγάλη προσοχή καθώς κινδυνεύουν νά παραβλέψουν και να παρακάμψουν αὐτό
τό πολύ βασικό δικαιῶμα τῆς Ἐκκλησίας ποῦ προστατεύεται ἀπό τό ἴδιο τό
Συνταγμα και ὅλες τίς διεθνεῖς συμβάσεις – ἄλλο θέμα μία ἐπιμέρους
ρύθμιση κάποιων τρωτῶν σημείων τοῦ ὑπάρχοντος νομοθετικοῦ πλαισίου ποῦ
δέν διευκρινίζουν πλήρως τή διάκριση τῶν δύο θεσμῶν.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στή δημόσια
ἐκπαίδευση. Ὁ νομοθέτης ἐπιτρέπει τήν παρουσία του στό δημόσιο σχολεῖο,
γιατί ὑπάρχει ἡ θρησκευτική ἐλευθερία ἐκείνων ποῦ θέλουν νά τό
διδαχθοῦν, ἀλλά καί ὁ σεβασμός, πάντοτε, πρός σέ ἐκείνους ποῦ δέν τό
θέλουν – ἐξοῦ καί ἡ ὑπεύθυνη δήλωση τῶν ἀλληθρήσκων καί ἑτεροδόξων γιά
τήν ἀπαλλαγή τους ἀπό τό μάθημα. Περιέργως, ἐδῶ καί χρόνια, ὑπάρχει μία
ἀντίληψη πῶς πλησιάζει ἡ ἐπικείμενη κατάργηση τοῦ μαθήματος τῶν
Θρησκευτικῶν ἀπό τά σχολεῖα, ἐνῶ συμβαίνει τό ἐντελῶς ἀντίθετο : τό
μάθημα πού δέν μπορεῖ ποτέ νά καταργηθεῖ εἶναι τά Θρησκευτικά καθώς ἡ
θρησκευτική ἐλευθερία δέν μπορεῖ ποτέ νά φύγει ἀπό τά μή ἀναθεωρητέα
ἄρθρα τοῦ Συντάγματος καί ἑπομένως πάντοτε θά παρέχεται ἡ διδασκαλία του
στούς μαθητές πού τήν ἐπιθυμοῦν. Ἁπλά εἶναι τό μόνο μάθημα πού δέν
μπορεῖ ποτέ νά διδαχθεῖ ὑποχρεωτικά σέ ὅλους τους μαθητές, καθώς εἶναι
πολύ πιθανόν σέ μία τάξη νά ὑπάρχουν ἀλλόθρησκοι καί ἑτερόδοξοι πού
ἐπιθυμοῦν νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό αὐτό.
Νά ὑπενθυμίσουμε πῶς τό 1987 ὅταν ὁ Νόμος του τότε ὑπουργοῦ Παιδείας
Ἀντώνη Τρίτση 1700/1988 προκάλεσε ἔντονους τριγμούς στίς Σχέσεις
Ἐκκλησίας καί Πολιτείας καί τελικά ὑπῆρξε ἡ ὑπογραφή τῆς ὁριστικῆς
Σύμβασης περί παραχωρήσεως στό δημόσιό της μοναστηριακῆς περιουσίας
(ὑπογράφηκε στίς 11 Μαΐου 1988 καί κυρώθηκε μέ τό Ν. 1811/13-10-1088)
ποῦ ἀντικατέστησε τό Νόμο τοῦ Τρίτση, κάποιες ἀπό τίς 149 μονές ποῦ
ἀρνήθηκαν νά προσχωρήσουν στή Σύμβαση, προσέφυγαν τόν Ἰούλιο τοῦ 1987
στό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων τοῦ Στρασβούργου γιά
ὑπερασπίσουν τήν περιουσία τους, ἐπικαλούμενες μόνο τή θρησκευτική τους
ἐλευθερία, ἐνῶ ἡ Ἑλληνική Πολιτεία ἐπικαλέστηκε τό ὅτι οἱ μονές εἶναι
Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου καί ἑπομένως ἡ περιουσία τούς ἀνήκει στό
Κράτος. Δικαιώθηκαν οἱ ἱερές μονές καθώς τό ἐν λόγω Δικαστήριο ἔκρινε
πώς ὁ Νόμος Τρίτση παραβίαζε τό ἄρθρο 6 § 1 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Σύμβασης
Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (1950) καθώς καί τοῦ Πρώτου Πρόσθετου
Πρωτοκόλλου (τοῦ 1952) ὅπου ὑπάρχει ἡ προστασία τοῦ δικαιώματος στήν
περιουσία καί στήν ἀδιατάρακτη ἀπόλαυσή της καί ὄχι ἡ Ἑλληνική Πολιτεία,
ἤ ὁποία ἀναγκάστηκε νά συμμορφωθεῖ ψηφίζοντας τό ἄρθρο 55 τοῦ Ν.
2413/1996, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο οἱ μονές πού δέν προσεχώρησαν στή Σύμβαση
δέν διέπονται ἀπό τό Νόμο Τρίτση καί ξαναγυρίζουν στό προηγούμενο
καθεστώς.[110]
Ἡ θρησκευτική ἐλευθερία εἶναι δικαίωμα ὅλων τῶν πολιτῶν καί φορέων καί
τῶν θρησκευτικά ἀδιάφορων ἀλλά καί τῶν θρησκευομένων. Ὅπως ἡ Ἐκκλησία
πρέπει νά σέβεται τούς ἀδιάφορους πρός σέ αὐτήν, ἔτσι καί ἡ ἴδια πρέπει
νά ἀπαιτεῖ τό σεβασμό τους καί νά ἀπαιτεῖ καί τά κεκτημένα δικαιώματά
της.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης θά πρέπει συνεχῶς νά ἐπικαλεῖται τή
συνταγματική κατοχύρωση τῆς θρησκευτικῆς της ἐλευθερίας, ὥστε νά
ὑπερασπίζει σθεναρά τά δικαιώματά της, ὅπως τή διατήρηση τοῦ
Καταστατικοῦ της Χάρτη ἤ τή βελτίωση κάποιων σημείων του, τήν παρουσία
τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στά δημόσια σχολεῖα, τή διατήρηση τῶν
χριστιανικῶν συμβόλων καί τῆς ἱερατικῆς ἀμφίεσης στούς δημόσιους χώρους,
τήν ἀξιοπρεπῆ μισθοδοσία τῶν κληρικῶν διεκδικώντας τήν ὑπεράσπιση τῶν
δικαιωμάτων της, πάντοτε βέβαια μέσα στά πλαίσια τοῦ Συντάγματος καί τῆς
νομιμότητος.
[1] Μελέτη ποῦ δημοσιεύθηκε στήν Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πέτρας καί Χερρονήσου, συλλογικό ἐπιστημονικό τόμο, ποῦ ἐκδίδεται προνοίᾳ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πέτρας καί Χερρονήσου κ. Νεκταρίου, τόμος Α΄, Νεάπολις 2010, σελ. 109 – 149
[2] Ματθ. 5,21.
[3] Ματθ. 5, 22-23.
[4] Ματθ. 5, 27 29.
[5] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων (μέ ἑρμηνεία τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀναθεωρημένη καί συμπληρωμένη), Ἐκδόσεις Ἀδερφῶν Κυριακίδη Α.Ε., Θεσσαλονίκη 19952, σελ. 204.
[6] Ματθ. 5, 33-34, 37.
[7] Γιά τήν ἑνότητα νοῦ, λογικοῦ μέ τήν ὑπόλοιπη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου βλ. Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, Ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί ἡ ἐλευθερία τοῦ Πατέρα κατά τήν πατερική παράδοση τοῦ Δ΄ αἰώνα, δημοσιευμένο στό Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Ἅ΄ τόμος, ἐκδόσεις Π. Πουρναρά Θεσσαλονίκη 1993, σέλ. 67 καί ἑξῆς۠ Ὁ ἀποφατικός χαρακτήρας τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῶν προσώπων τῆς Ἄγ. Τριάδος κατά τό Μ. Βασίλειο, δημοσιευμένο ἐπίσης στό Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Α΄ τόμος, σελ. 89 καί ἑξῆς۠ Λογικό καί αὐτεξούσιο κατά τόν Ἄγ. Ἰωάννη τό Δαμασκηνό, δημοσιευμένο στό Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Β΄ τόμος, ἐκδόσεις Π. Πουρναρά Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 113 καί ἑξῆς۠ Λογικό καί ἀποκάλυψη κατά τό Λούθηρο καί τήν Ὀρθόδοξη παράδοση, δημοσιευμένο στό Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Β΄ τόμος, σελ. 232 καί ἑξῆς. Νίκου Αθ. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄ τόμος (ἔκθεση τῆς ὄρθόδοξης πίστης σέ ἀντιπαράθεση μέ τή δυτική χριστιανοσύνη), ἔκδ. Π. Πουρναρά Θεσσαλονίκη 20043, σελ. 501 καί ἑξῆς.
[8] Λουκ. 23, 42-43.
[9]
Γιά τή σημασία τοῦ ὄρου «κανών» ἀπό τήν ὁποία προέρχεται τό Κανονικό
Δίκαιο Βλ. Παντελεήμονος Ροδόπουλου (Μητροπολίτου Τυρολόης καί
Σερεντίου), Ἐπιτομή Κανονικοῦ Δικαίου, ἔκδ. Μυγδονία Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 30.
[10] Γεωργίου Α. Πουλή, Τό ἰδεολογικό ὑπόβαθρο τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Κράτους, ἐκδόσεις Σάκκουλα, Ἀθήνα – Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 152 – 156.
[11] Πρβλ. ἐνδιαφέρουσες παρατηρήσεις στό συγκεκριμένο θέμα Παντελεήμονος Ροδόπουλου (Μητροπολίτου Τυρολόης καί Σερεντίου), Ἐπιτομή Κανονικοῦ Δικαίου, σελ. 21, 24, 32.۠ Νίκου Ἄθ. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄ τόμος, σελ. 409 – 410.
[12] Ἰωάννου Μ. Κονιδάρη, Ἐγχειρίδιο Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, ἔκδ. Ἀντώνη Ν. Σάκκουλα Ἀθήνα – Κομοτηνή 2000, σελ. 35.
[13] Ἰωάννου Μ. Κονιδάρη, Τό ἐρώτημα τοῦ χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Κράτους, Ἐπίκαιρες σκέψεις, δημοσιευμένο στό περιοδικό «Σύναξη» 75, Ἰούλιος – Σεπτέμβριος 2000, σελ. 51۠ Ἰωάννου Μ. Κονιδάρη, Ἐγχειρίδιο Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, σελ. 35.
[14] Βέβαια τό νομικό περιεχόμενο τῆς ἐκφράσεως θρησκευτική συνείδηση
δέν φορτίζεται μόνο μέ τήν ὀρθόδοξη χριστιανική διδασκαλία ἀλλά μέ τήν
ὁποιαδήποτε θρησκευτική διδασκαλία, μέ τήν πλήρη ἀδιαφορία πρός
ὁποιαδήποτε θρησκευτική πεποίθηση καί μέ τήν ἀθεΐα, ἀναλόγως σέ ποιοῦ
πολίτη τό δικαίωμα ἀναφέρεται. Εἶναι προφανές πῶς ὅταν ἀναφερόμαστε
στούς πολίτες πού εἶναι ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἡ φράση τοῦ ἄρθρου 16 τοῦ
Συντάγματος «καλλιέργεια τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως» σημαίνει
καλλιέργεια τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ φρονήματος, ὅπως τό διδάσκει ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Βλ. Χαράλαμπου Κ. Παπαστάθη, Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο, Τεῦχος Α΄, ἐκδόσεις Σάκκουλα, Ἀθήνα – Θεσσαλονίκη 20072, σελ. 86 και εξής. Ἰωάννου Μ. Κονιδάρη, Ἐγχειρίδιο Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, σελ. 49. Βλ. επίσης τή Συζήτηση μέ πρόσωπα πού ἔχουν ἀσχοληθεῖ ἰδιαίτερα μέ τό ζήτημα τοῦ χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Κράτους στή Σύναξη τεῦχος 110 Ἀπρίλιος – Ἰούνιος 2009 (Ἐκκλησία καί Κράτος۠ τό ζήτημα τοῦ χωρισμοῦ) σελ. 57 καί ἑξῆς.
[15] http://www.parliament.gr/politeuma/default.asp
[16] Βλ. Ἰωάννου Μ. Κονιδάρη, Ἐγχειρίδιο Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, σελ. 35.
[17]
Εἶναι χαρακτηριστικό πώς καί τό ἰσχῦον Σύνταγμα τῶν Ἑλλήνων ὑπαγορεύει
τήν πιστή τήρηση τῶν ἱερῶν παραδόσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας άρθρο 3 § 1
του Συντάγματος Βλ. http://www.parliament.gr/politeuma/default.asp
[18] Βλ. Ἰωάννου Μ. Κονιδάρη, Ἐγχειρίδιο Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, σελ. 37.
[19] Βλ. Ἰωάννου Μ. Κονιδάρη, Ἐγχειρίδιο Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, σελ. 38-41.
[20] Παναγιώτη Ι. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, ἔκδ. Γρηγόρη Ἀθήνα 20023, σελ. 20. Βλ. ἐπίσης καί Παντελεήμονος Ροδόπουλου (Μητροπολίτου Τυρολόης καί Σερεντίου), Ἐπιτομή Κανονικοῦ Δικαίου, σελ. 37. Πρβλ. ἐπίσης γιά τό θέμα Θ. Χ. Τσιβόλα, Ἡ συνταγματική προστασία τοῦ θρησκευτικοῦ περιβάλλοντος, δημοσιευμένο στό Νομοκανονικά (Ἐπιθεώρηση Ἐκκλησιαστικοῦ καί Κανονικοῦ Δικαίου), ἔτος
Ἡ΄, τεῦχος 1, ἔκδ. Ἄντ. Σάκουλα Ἀπρίλιος 2009, σελ. 60 : «Εἶναι
ἐνδιαφέρον νά σημειωθεῖ, ὅτι εἰδικῶς ὡς πρός τήν ἐπικρατοῦσα θρησκεία
(ἄρθρ. 3 Σ.), σύμφωνα μέ τήν πάγια νομολογία τοῦ ἀνωτάτου ἀκυρωτικοῦ,
τήν ὁποία προσφάτως φαίνεται νά ἀκολουθεῖ καί ἡ Ὁλομέλεια τοῦ Ἀρείου
Πάγου, οἱ ἱεροί κανόνες ἀπό κοινοῦ μέ τά δόγματα καί τίς ἱερές
παραδόσεις), τῶν ὁποίων τό Σύνταγμα ἐπιτάσσει ρητῶς τήν ἀπαρασάλευτη
τήρηση, συνιστοῦν ἐπαυξημένης ἰσχύος οὐσιαστικούς κανόνες δικαίου,
ἀνήκουν στούς θεμελιώδεις κανόνες καί ἀρχές πού κρατοῦν στή Χώρα καί
ἀπηχοῦν θρησκευτικές καί ἠθικές ἀντιλήψεις πού ἐπηρεάζουν τό βιοτικό
ρυθμό της…».
[21] Νίκου Ἄθ. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄ τόμος (ἔκθεση τῆς ὄρθόδοξης πίστης σέ ἀντιπαράθεση μέ τή δυτική χριστιανοσύνη), ἔκδ. Π. Πουρναρά Θεσσαλονίκη 20043,
σελ. 407. Δέν εἶναι τυχαῖο πώς στίς διαφωνίες, μεταξύ τῶν νομικῶν, πού
ἐγείρει τό θέμα τῆς συνταγματικῆς κατοχύρωσης τῶν ἱερῶν κανόνων, κανένας
νομικός δέν ἀμφισβητεῖ τήν ὕπαρξη συνταγματικοῦ κωλύματος στήν θέσπιση
νόμων ἀντίθετων στή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. βλ. Χαράλαμπου
Κ. Παπαστάθη, Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο, Τεῦχος Α΄, σελ. 62 – 63.
Καί ὁ συνταγματικός νομοθέτης, ἀπό τή δική του πλεῦρα, θέτει τό
ἀμετάβλητο τῶν δογματικῶν ὅρων σεβόμενος τή μακραίωνη παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας. Τό ἀμετάβλητο τῶν δογματικῶν ὅρων σέβονται καί ὅλες οἱ
χριστιανικές ὁμολογίες της Ευρώπης, ἀκόμα καί ἐκεῖ πού ὑπάρχουν πολύ
στενές σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ὅπως στήν Ἀγγλία. Ὁ ἑκάστοτε
βασιλιάς τῆς Ἀγγλίας, παρότι εἶναι ὁ ἀρχηγός τῆς Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας,
τό μόνο θέμα στό ὁποῖο δέν ἀναμιγνύεται ποτέ εἶναι τά δογματικά
ζητήματα. Βλ. Χαράλαμπου Κ. Παπαστάθη, Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο, Τεῦχος Α΄, σελ. 26 – 27۠ Κωνσταντίνου Γ. Παπαγεωργίου, Το φορολογικό καθεστώς των Θρησκευμάτων (Φορολογική ισότητα και θρησκευτική ελευθερία), ἐκδόσεις Σάκκουλα, Ἀθήνα – Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 315 – 317.
[22] Βλ. Παναγιώτη Ι. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, σελ. 20۠ πρβλ. Νίκου Ἄθ. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄ τόμος, σελ. 397.
[23]
Τό Σύνταγμα τῆς Ἐθνικῆς Συνελεύσεως στήν Τροιζήνα, τοῦ 1827, ἀναφέρεται
ρητῶς στήν παρουσία καί τήν εἰδική προστασία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας,
πού δέν ἐπεκτείνεται στά ἄλλα δόγματα καί θρησκεύματα, ὅμως δέν κάνει
καμία ἀναφορά γιά τό δικαίωμα τοῦ κράτους νά νομοθετεῖ γιά ἐκκλησιαστικά
ζητήματα. Ἡ Πολιτεία δέν θά ἐπενέβαινε στά ἐκκλησιαστικά ζητήματα,
ἐφόσον δέν θά νομοθετοῦσε γι’ αὐτά, καί θά συνεργαζόταν γιά τήν Ἐκκλησία
μόνο γιά θέματα κοινοῦ ἐνδιαφέροντος. Αὐτή ἡ ἄποψη ταιριάζει πολύ μέ
τήν ἔννοια τῆς ὁμοταξίας πού παρατηρεῖται σήμερα στήν Κύπρο, ὅπου αὐτή ἡ
ἀρχή διέπει τίς σημερινές Σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στην Κύπρο.
Βλ. Χαράλαμπου Κ. Παπαστάθη, Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο, Τεῦχος Α΄,
σελ. 48. Οἱ σημερινές σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας δέν εἶναι
κληροδότημα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1821 ἀλλά τῆς Βαυαροκρατίας, ἡ ὁποία ἔφερε
τήν πολιτειοκρατία, πού καθιερώθηκε συνταγματικά γιά πρώτη φορά τό
1844. Οἱ Βαυαροί βασιλεῖς, ὡς ἑτερόδοξοι, φοβούμενοι μήπως ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία ἐξελισσόταν σέ ἀντίπαλος δέος γι’ αὐτούς, λόγω τοῦ πολιτικοῦ
ρόλου πού διαδραμάτισε στήν Τουρκοκρατία, θέλησαν νά τήν ὑποτάξουν
ἐγκαθιδρύοντας τό σύστημα τῆς νόμω κρατοῦσης πολιτείας, τό ὁποῖο, μέ
διαφοροποιήσεις βέβαια, ὑπάρχει μέχρι σήμερα Βλ. Χαράλαμπου Κ.
Παπαστάθη, Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο, Τεῦχος A΄, σελ. 47 – 50.
Ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες γιά τό σπουδαῖο ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου κατά τήν Τουρκοκρατία βλ. Ἰωάννου Μ. Κονιδάρη, Τά «προνόμια» Μωάμεθ Β΄ τοῦ Πορθητῆ πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, στο δημοσιευμένο στό Νομοκανονικά (Ἐπιθεώρηση Ἐκκλησιαστικοῦ καί Κανονικοῦ Δικαίου), ἔτος Ἡ΄, τεῦχος 1, ἔκδ. Ἄντ. Σάκουλα Ἀπρίλιος 2009, σελ. 19 – 21.
[24]
Ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ὁ Ν. 4149/1961 τοῦ
ἑλληνικοῦ κράτους, σέ πολλά σημεῖα του καί μέ πολλούς τρόπους τονίζει τό
ἡμιαυτόνομο καθεστώς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης ἔναντί του Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου ὅπως στά ἄρθρα 1,4, 10 & 4 καί 5, 13, 25, 35 & 3,
89 & 2.
[25] Ἰωάννου Μ. Κονιδάρη, Ἐγχειρίδιο Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, σελ. 247۠ Χαράλαμπου Κ. Παπαστάθη, Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο, τεῦχος Ἅ΄, ἐκδόσεις Σάκκουλα, Ἀθήνα – Θεσσαλονίκη, 20072, σελ. 81.
[26]
Διαφορετικό περιεχόμενο ἔχει ἡ ἔκφραση «Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» καί
διαφορετικό περιεχόμενο ἡ ἔκφραση «Ἑλλαδική Ἐκκλησία». Ἡ «Ἐκκλησία τῆς
Ἑλλάδος» ἡ ὁποία εἰναι αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, περιλαμβάνει τίς ἐπαρχίες
Στερεᾶς Ἑλλάδας, Πελοποννήσου, Κυκλάδων, Ἑπτανήσου, Θεσσαλίας (ἐκτός ἀπό
τήν ἐπαρχία Ἐλασσόνος) καί τῆς Ἄρτας. Ἡ «Ἑλλαδική Ἐκκλησία»
περιλαμβάνει 1) τήν Ἤπειρο (ἐκτός ἀπό τήν Ἄρτα), τήν Ἐλασσόνα, τή
Μακεδονία, τή Θράκη καί τά νησιά τοῦ Αἰγαίου 2) τήν μεγαλόνησο Κρήτη πού
συνιστᾶ τήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης μέ ἡμιαυτόνομο καθεστώς ἔναντί του
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου 3) τά Δωδεκάννησα πού ἀνήκουν καί διοικητικά
καί πνευματικά στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο 4) τό Ἅγιον Ὅρος πού ἀνήκει
πνευματικά στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ὅμως μετά τά γεγονότα τῆς
πολεμικῆς περιόδου 1912 – 1922 ἡ Ἤπειρος (ἐκτός ἀπό τήν Ἄρτα), ἡ
Ἐλασσόνα, ἡ Μακεδονία, ἡ Θράκη καί τά νησιά τοῦ Αἰγαίου συνέχισαν νά
ἀνήκουν πνευματικά στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὅμως διοικητικά ἀνῆκαν
«ἐπιτροπικῶς» στήν αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Τό τμῆμα αὐτό τῆς
«Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας» ποῦ προσαρτήθηκε στήν «Ἐκκλησία της Ἑλλάδος»
ἀποτελεῖ τίς λεγόμενες Νέες Χῶρες. Μετά τό 1922 οἱ Νέες Χῶρες
διοικοῦνται ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐνῶ
πνευματικά δέν σταμάτησαν ποτέ νά ἀνήκουν στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Βλ. Χαράλαμπου Κ. Παπαστάθη, Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο, σελ. 79 – 82. Πρβλ. ἐπίσης Γ. Κ. Ἰατροῦ, Ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη τοῦ 1882, δημοσιευμένο στό Νομοκανονικά (Ἐπιθεώρηση Ἐκκλησιαστικοῦ καί Κανονικοῦ Δικαίου), ἔτος Ἡ΄, τεῦχος 1, ἔκδ. Ἄντ. Σάκκουλα Ἀπρίλιος 2009, σελ. 31 καί ἑξῆς.
[27]
Ὅπως τό Ν.Δ. 77/1974, τό ἄρθρο 43§7 τοῦ Ν. 2413/1996, τό Ν.Δ. 464/1970,
ὁ Ν. 1894/1990, τό ὑπ’ ἀριθμ. 257/1968 Β.Δ. (Φ.Ε.Κ. Α΄ 761), τό ὑπ.’
ἀριθμ. 986/1971 Ν.Δ. (Φ.Ε.Κ. Α’ 193), ὁ Ν. 449/1976 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 273), ὁ
Ν. 1041/1980 ἄρθρο 8, ὁ Ν. 2606/1989 ἄρθρο 16, ὁ Ν. 2492/2001 Βλ.
Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ –
Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία (Ἑλλάδος, Κρήτης, Δωδεκανήσων, Ἁγίου
Ὅρους, Κύπρου, Ἀλλοδαπῆς, κ.λ.π.) Ηράκλειον Κρήτης 2006, σελ. 570, 571, 572, 575 – 576, 589.
[28] Αὐτό ὑπογραμμίζεται χαρακτηριστικά στό ἄρθρο 1§1 της «Ε΄
Διακήρυξης τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν τῆς 25 Νοεμβρίου
1981 γιά τήν ἀπάλειψη κάθε μορφῆς μισαλλοδοξίας καί διακρίσεων
προερχομένων ἀπό τή θρησκεία ἤ τίς πεποιθήσεις». Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 26. Βλ. ἐπίσης Κωνσταντίνου Γ. Παπαγεωργίου, Φορολογία Θρησκειών και κοινωφελών νομικών προσώπων, πρότυπες Θεσσαλικές εκδόσεις Τρίκαλα – Αθήνα 2005, σελ. 79. Χαράλαμπου Κ. Παπαστάθη, Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο, τεῦχος Ἅ΄, σελ. 66, 99 – 100.
[29]
Ἡ συγκεκριμένη συλλογή κανόνων δέν ἔχει σχέση μέ τούς Ἀποστόλους τοῦ
Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Βλ. Παντελεήμονος Ροδόπουλου (Μητροπολίτου
Τυρολόης καί Σερεντίου), Ἐπιτομή Κανονικοῦ Δικαίου, σελ. 46 – 48.
[30] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 30.
[31] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 32.
[32] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 32.
[33] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 34.
[34] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 563.
[35] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 564.
[36] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 564.
[37] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 570.
[38] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 570.
[39]
Κάποιοι κανόνες τῆς πρώτης Ἐκκλησίας δείχνουν καθαρά πώς στήν ἀρχή οἱ
ἐπίσκοποι μποροῦσαν νά εἶναι ἔγγαμοι, ὅπως οἱ κανόνες 5, 17, 40, τῶν
Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ κανόνας 3 τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Βλ. Πρόδρομου
Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 20.
[40] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 573.
[41] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 573.
[42] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 573.
[43] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 573.
[44] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 573.
[45] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 573.
[46] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 562.
[47] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 32.
[48] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 693.
[49] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 244.
[50] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 669.
[51] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 90.
[52] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 114.
[53] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 190.
[54] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 562.
[55] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 90.
[56] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 270 και 282.
[57]
Πολύ ἐνδιαφέρουσες καί ἐκκλησιολογικά τεκμηριωμένες ἀπόψεις γιά τή
συμμετοχή τῶν πρεσβυτέρων καί λαϊκῶν στήν ἐκλογή τῶν ἐπισκόπων βλ. Σεβ.
Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Σαββάτου Τό αἴτημα τῆς συμμετοχῆς τῶν πρεσβυτέρων καί τῶν λαϊκῶν στήν ἐκλογή τῶν ἐπισκόπων, δημοσιευμένο στό Θεολογία τόμος 80, Τεῦχος 2ο Ἀπρίλιος Ἰούνιος 2009 «Ὁ Συνοδικός θεσμός», σελ. 148 – 150.
[58] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 50.
[59] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 184.
[60] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 568.
[61] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 568 – 569.
[62] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 567.
[63] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 88 – 90.
[64] Ρωμ. 13, 1.
[65] Ρωμ. 13, 3.
[66] Ρωμ. 13, 4. Σχετικά μέ τή θέση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀπέναντι στήν κρατική ἐξουσία ὅπως διατυπώνεται στήν Πρός Ρωμαίους ἐπιστολή βλ. George H. Sabine, Ἱστορία τῶν πολιτικῶν θεωριῶν, (μετάφραση Μάνθου Κρίσπη), Ἀτλαντίς, σελ. 202 – 205.
[67] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 571.
[68] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 569.
[69] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 568 – 569.
[70] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 54 – 55.
[71] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 577.
[72] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 606.
[73] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 96 – 97.
[74] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 97.
[75] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 562.
[76] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 573.
[77] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία,
σελ. 604. Σχετικά μέ τήν ἐνδυμασία τοῦ κλήρου στή σύγχρονη κοινωνία,
τήν ἐκκλησιολογική τοῦ σημασία καθώς καί σέ ποιές περιπτώσεις
ἐπιτρέπεται ἀπό τό νομοθέτη ἡ προσωρινή ἀποβολή τοῦ κατόπιν τῆς κατ’
οἰκονομία συγκατάθεσης τῆς Ἐκκλησίας, σέ συνδυασμό μέ τήν 2812 τῆς 14ης
Ἀπριλίου 2005 ἐγκύκλιο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί
τό ἔγγραφο Φ. 3θ΄/394/25-4-2007 Ἱερᾶς Μητροπόλεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος Βλ. Γνωμοδότηση Νομικοῦ Συμβουλίου τοῦ Κράτους Ἀριθ. 463/2007 Ὁλομ. δημοσιευμένο στό Νομοκανονικά (Ἐπιθεώρηση Ἐκκλησιαστικοῦ καί Κανονικοῦ Δικαίου), σελ. 189 – 198 καί κυρίως τή σελίδα 197.
[78] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 129.
[79] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 128.
[80] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 30.
[81] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 236.
[82] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 282.
[83] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 282.
[84] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων,
σελ. 308. Ὁ ὅρος «παράθεσις» ἐκτός ἀπό α) τά ἐπικήδεια ἄσματα καί β)
τίς εὐχές γιά τούς κατηχούμενους σημαίνει ἐπίσης καί τήν «ἀπολυτική
ἐπιστολή» δηλαδή τήν ἐπιστολή πού δίνεται ἀπό τόν ἐπίσκοπο στόν κληρικό,
ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ νά μεταβεῖ σέ ἄλλη ἐπαρχία. Βλ. Πρόδρομου Ι.
Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 664 και 686.
[85] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 348.
[86] Οἱ 15ος καί 35ος κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ 2ος κανόνας τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ 20ος κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ 13ος κανόνας τῆς Ἀντιόχειας. Βλ. Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 24, 30, 62, 124, 240.
[87] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 62.
[88] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 574.
[89] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 606.
[90] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 574.
[91] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 575.
[92] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 568.
[93] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία,
σελ. 605. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ 40ος κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
λέγει, καί σέ μία ἐποχή μάλιστα πού οἱ ἐπίσκοποι μποροῦσαν νά εἶναι
ἔγγαμοι, πώς ὅταν ἡ περιουσία τοῦ ἐπισκόπου δέν εἶναι καθαρή ἡ Ἐκκλησία
παθαίνει ζημιά. Βλ. Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 32.
[94] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 92.
[95] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 136.
[96] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 603.
[97] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 80.
[98] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 80-82.
[99] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 26.
[100] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 218.
[101] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 24.
[102] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 194 – 196.
[103] Σύμφωνα μέ τόν 6ο
κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου αἱρετικοί εἶναι ὅσοι προσποιοῦνται
ὅτι ὁμολογοῦν τήν ἀληθινή πίστη ἀλλά ἔχουν ἀποσχιστεῖ καί προβαίνουν σέ
συναθροίσεις πού ἀντιτίθενται στούς κανονικούς ἐπισκόπους ἤς Ἐκκλησίας.
Βλ. Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 66.
[104] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 52.
[105] Βλ. Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 664.
[106] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 52.
[107] Πρόδρομου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων, σελ. 264.
[108] Γεωργίου Κων. Ἀποστολάκη, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία, σελ. 564.
[109] Χαράλαμπου Κ. Παπαστάθη, Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο, σελ. 83.
[110] Κωνσταντίνου Γ. Παπαγεωργίου, Τό φορολογικό καθεστώς τῶν Θρησκευμάτων (Φορολογική ἰσότητα καί θρησκευτική ἐλευθερία), σελ. 180 – 182۠ Ἐυάγγελου Βενιζέλου, Δώδεκα σημεῖα γιά τίς σχέσεις Κράτους καί Ἐκκλησίας, δημοσιευμένο στό περιοδικό Σύναξη τεῦχος 75 «Ἐρωτήματα γιά τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους», Ἰούλιος – Σεπτέμβριος 2000, σελ. 85.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ἀκανθόπουλου Ἰ. Πρόδρομου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων (μέ ἑρμηνεία τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀναθεωρημένη καί συμπληρωμένη), Ἐκδόσεις Ἀδερφῶν Κυριακίδη Α.Ε., Θεσσαλονίκη 19952
- Ἀποστολάκη Κων. Γεωργίου, Βασικαί διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ – Κανονικοῦ Δικαίου και Νομολογία (Ἑλλάδος, Κρήτης, Δωδεκανήσων, Ἁγίου Ὅρους, Κύπρου, Ἀλλοδαπῆς, κ.λ.π.) Ηράκλειον Κρήτης 2006
- Βενιζέλου Εὐάγγελου, Δώδεκα σημεῖα γιά τίς σχέσεις Κράτους καί Ἐκκλησίας, δημοσιευμένο στό περιοδικό Σύναξη τεῦχος 75 «Ἐρωτήματα γιά τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους», Ἰούλιος – Σεπτέμβριος 2000, σελ. 84 – 89.
- Ἰατροῦ Κ. Γ., Ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη τοῦ 1882, δημοσιευμένο στό Νομοκανονικά (Ἐπιθεώρηση Ἐκκλησιαστικοῦ καί Κανονικοῦ Δικαίου), ἔτος Ἡ΄, τεῦχος 1, ἔκδ. Ἄντ. Σάκουλα Ἀπρίλιος 2009 σελ. 23 – 41
- Κονιδάρη Μ. Ἰωάννου, Ἐγχειρίδιο Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, ἔκδ. Ἀντώνη Ν. Σάκκουλα Ἀθήνα – Κομοτηνή 2000
- Τό ἐρώτημα τοῦ χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Κράτους, Ἐπίκαιρες σκέψεις, δημοσιευμένο στό περιοδικό «Σύναξη» 75, Ἰούλιος–Σεπτέμβριος 2000 σελ. 51–58
- Τά «προνόμια» Μωάμεθ Β΄ τοῦ Πορθητῆ πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, στο δημοσιευμένο στό Νομοκανονικά (Ἐπιθεώρηση Ἐκκλησιαστικοῦ καί Κανονικοῦ Δικαίου), ἔτος Ἡ΄, τεῦχος 1, ἔκδ. Ἄντ. Σάκουλα Ἀπρίλιος 2009 σελ. 11 – 22
- Μαρτζέλου Δ. Γεωργίου, Ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί ἡ ἐλευθερία τοῦ Πατέρα κατά τήν πατερική παράδοση τοῦ Δ΄ αἰώνα, δημοσιευμένο στό Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Α΄ τόμος, ἐκδόσεις Π. Πουρναρά Θεσσαλονίκη 1993 σελ. 57 – 83
- Ὁ ἀποφατικός χαρακτήρας τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῶν προσώπων τῆς Ἄγ. Τριάδος κατά τό Μ. Βασίλειο, δημοσιευμένο ἐπίσης στό Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Α΄ τόμος σελ. 83 – 100
- Λογικό καί αὐτεξούσιο κατά τόν Ἄγ. Ἰωάννη τό Δαμασκηνό, δημοσιευμένο στό Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Β΄ τόμος, ἐκδόσεις Π. Πουρναρά Θεσσαλονίκη 2000 σελ. 107 – 127
- Λογικό καί Ἀποκάλυψη κατά τό Λούθηρο καί τήν Ὀρθόδοξη παράδοση, δημοσιευμένο στό Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Β΄ τόμος σελ. 219 – 246
- Ματσούκα Ἀθ. Νίκου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄ τόμος (ἔκθεση τῆς ὄρθόδοξης πίστης σέ ἀντιπαράθεση μέ τή δυτική χριστιανοσύνη), ἔκδ. Π. Πουρναρά Θεσσαλονίκη 20043
- Μπούμη Ι. Παναγιώτου, Κανονικόν Δίκαιον, ἔκδ. Γρηγόρη Ἀθήνα 20023
- Παπαγεωργίου Γ. Κωνσταντίνου, Το φορολογικό καθεστώς των Θρησκευμάτων (Φορολογική ισότητα και θρησκευτική ελευθερία), ἐκδόσεις Σάκκουλα, Ἀθήνα – Θεσσαλονίκη 2005
- Φορολογία Θρησκειών και κοινωφελών νομικών προσώπων, Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις, Τρίκαλα – Αθήνα 2005
- Παπαστάθη Κ. Χαράλαμπου, Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο, Τεῦχος Α΄, ἐκδόσεις Σάκκουλα, Ἀθήνα – Θεσσαλονίκη 20072
- Πουλή Α. Γεωργίου, Τό ἰδεολογικό ὑπόβαθρο τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Κράτους, ἐκδόσεις Σάκκουλα, Ἀθήνα – Θεσσαλονίκη 2007
- Ροδόπουλου Παντελεήμονος (Μητροπολίτου Τυρολόης καί Σερεντίου), Ἐπιτομή Κανονικοῦ Δικαίου, ἔκδ. Μυγδονία Θεσσαλονίκη 2005
- Σαββάτου Χρυσοστόμου Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας, Τό αἴτημα τῆς συμμετοχῆς τῶν πρεσβυτέρων καί τῶν λαϊκῶν στήν ἐκλογή τῶν ἐπισκόπων, δημοσιευμένο στό Θεολογία τόμος 80, Τεῦχος 2ο Ἀπρίλιος Ἰούνιος 2009 «Ὁ Συνοδικός θεσμός», σελ. 143 – 151
- Sabine H. George, Ἱστορία τῶν πολιτικῶν θεωριῶν (μετάφραση Μάνθου Κρίσπη), Ἀτλαντίς
- Τσιβόλα Χ. Θ., Ἡ συνταγματική προστασία τοῦ θρησκευτικοῦ περιβάλλοντος, δημοσιευμένο στό Νομοκανονικά (Ἐπιθεώρηση Ἐκκλησιαστικοῦ καί Κανονικοῦ Δικαίου), ἔτος Ἡ΄, τεῦχος 1, ἔκδ. Ἄντ. Σάκουλα Ἀπρίλιος 2009, σελ. 41 – 69
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου