πηγή: Το Βήμα 7-4-2011, αναδημ. Ανανεωτική
Το προσχέδιο νόμου που παρουσίασε η κυβέρνηση σχετικά με τη δωρεά και τη
μεταμόσχευση οργάνων, και το οποίο προβλέπει ότι όλοι οι πολίτες είναι
δυνάμει δότες, εκτός εάν έχουν ρητώς εκφράσει τη βούλησή τους ότι δεν
επιθυμούν να χρησιμοποιηθούν τα όργανά τους για μεταμόσχευση, προσπαθεί
να αντιμετωπίσει την αυξημένη ζήτηση μοσχευμάτων. (Ενας άλλος τρόπος που
έχει υιοθετηθεί στο παρελθόν και ο οποίος προτείνεται από ορισμένους
και για το μέλλον είναι να αλλάξει ο ορισμός του θανάτου και να
μετατεθεί π.χ. νωρίτερα ώστε να μεγαλώσει ο αριθμός των δυνάμει δοτών.)
Η ρύθμιση της κυβέρνησης προϋποθέτει τη λεγόμενη εικαζόμενη συναίνεση των δυνάμει δοτών. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτεία υποθέτει ότι οι πολίτες επιθυμούν να είναι δότες αλλά, για συγκυριακούς λόγους, παρέλειψαν να το δηλώσουν. Εικάζει, επομένως, ότι η σιωπή τους συνιστά έκφραση της συναίνεσής τους. Με ποια έννοια όμως μπορεί να εκλαμβάνεται η σιωπή ως συναίνεση ειδικά μάλιστα όταν στη μη εικαζόμενη αλλά πραγματική συναίνεση απαιτούμε τεκμήρια που να δείχνουν ότι η συναίνεση δίδεται ελεύθερα και μετά την κατάλληλη ενημέρωση; Επιπλέον, πώς τεκμαίρεται ότι οι πολίτες θα ήθελαν πράγματι να είναι δότες ώστε να εικάζεται η συναίνεσή τους;
Συνήθως γίνεται αναφορά σε έρευνες γνώμης όπου οι πολίτες εκφράζονται θετικά γενικά για τη μεταμόσχευση οργάνων. Ωστόσο αυτή η αφηρημένη επιδοκιμασία δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκην ότι επιθυμούν να γίνουν και οι ίδιοι δότες οργάνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ τα ποσοστά όσων διάκεινται θετικά προς τις μεταμοσχεύσεις οργάνων είναι πολύ υψηλά, πολύ λίγοι καταγράφουν τη βούλησή τους να γίνουν οι ίδιοι δωρητές σώματος. Εχουν μάλιστα παρατηρηθεί σημαντικές διαφορές ανάμεσα στο ποσοστό που δηλώνει στις έρευνες ότι είναι οι ίδιοι δότες και στα επίσημα στοιχεία. Αυτό δεν οφείλεται σε λάθος ή αμέλεια. Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος έχει ακόμη, για διάφορους λόγους, δικαιολογημένους ή όχι, πολλούς δισταγμούς να δωρίσει τα όργανά του ενώ αναγνωρίζει την ευρύτερη σημασία μιας τέτοιας δωρεάς. Αλλωστε, αυτή η ερμηνεία είναι και ο λόγος που, κατά τη γνώμη μου, αντιστρέφεται η ως τώρα πρακτική.
Στόχος της νέας ρύθμισης δεν είναι η ικανοποίηση της εικαζόμενης επιθυμίας των πολιτών αλλά η μεγιστοποίηση της γενικής ωφέλειας. Ομως η πολιτεία εκτός από τη μέριμνα που πρέπει να επιδεικνύει για τη γενική ωφέλεια, οφείλει να σέβεται την αυτονομία των πολιτών και το δικαίωμα να ορίζουν το σώμα τους έστω και όταν η συμπεριφορά τους δεν συνάδει με μια ορισμένη έννοια ηθικής. Δεν είναι απαραίτητο δηλαδή να φέρονται ηθικά ώστε να δικαιούνται να ορίζουν το σώμα τους. Βεβαίως υπάρχουν περιπτώσεις όπου αυτό το δικαίωμα περιορίζεται (π.χ., η πολιτεία δεν επιτρέπει να μεταχειριζόμαστε το σώμα μας ως εμπόρευμα), και θα πρέπει να εκτιμηθεί κατά πόσον, και σε αυτή την περίπτωση, είναι δικαιολογημένη, και με ποιους όρους, η παρέμβαση της πολιτείας. Δεν πρέπει πάντως να αντικατασταθεί η έννοια της ατομικής δωρεάς από την έννοια του κοινού πλουτοπαραγωγικού πόρου προς διάθεση.
Το σχέδιο αυτό φέρνει στην επιφάνεια και πολλά άλλα φιλοσοφικά ζητήματα: τι είναι θάνατος και τι ζωή, σε τι συνίσταται η προσωπική μας ταυτότητα, σε ποιον ανήκει το σώμα μας και τι σημαίνει ότι ανήκει, έχουμε και τι είδους υποχρεώσεις απέναντι στους νεκρούς, αν μπορούν οι νεκροί να υποστούν βλάβη, πώς σταθμίζεται η γενική ωφέλεια απέναντι στα ατομικά δικαιώματα, κ.λπ.
Η κυρία Βάσω Κιντή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η ρύθμιση της κυβέρνησης προϋποθέτει τη λεγόμενη εικαζόμενη συναίνεση των δυνάμει δοτών. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτεία υποθέτει ότι οι πολίτες επιθυμούν να είναι δότες αλλά, για συγκυριακούς λόγους, παρέλειψαν να το δηλώσουν. Εικάζει, επομένως, ότι η σιωπή τους συνιστά έκφραση της συναίνεσής τους. Με ποια έννοια όμως μπορεί να εκλαμβάνεται η σιωπή ως συναίνεση ειδικά μάλιστα όταν στη μη εικαζόμενη αλλά πραγματική συναίνεση απαιτούμε τεκμήρια που να δείχνουν ότι η συναίνεση δίδεται ελεύθερα και μετά την κατάλληλη ενημέρωση; Επιπλέον, πώς τεκμαίρεται ότι οι πολίτες θα ήθελαν πράγματι να είναι δότες ώστε να εικάζεται η συναίνεσή τους;
Συνήθως γίνεται αναφορά σε έρευνες γνώμης όπου οι πολίτες εκφράζονται θετικά γενικά για τη μεταμόσχευση οργάνων. Ωστόσο αυτή η αφηρημένη επιδοκιμασία δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκην ότι επιθυμούν να γίνουν και οι ίδιοι δότες οργάνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ τα ποσοστά όσων διάκεινται θετικά προς τις μεταμοσχεύσεις οργάνων είναι πολύ υψηλά, πολύ λίγοι καταγράφουν τη βούλησή τους να γίνουν οι ίδιοι δωρητές σώματος. Εχουν μάλιστα παρατηρηθεί σημαντικές διαφορές ανάμεσα στο ποσοστό που δηλώνει στις έρευνες ότι είναι οι ίδιοι δότες και στα επίσημα στοιχεία. Αυτό δεν οφείλεται σε λάθος ή αμέλεια. Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος έχει ακόμη, για διάφορους λόγους, δικαιολογημένους ή όχι, πολλούς δισταγμούς να δωρίσει τα όργανά του ενώ αναγνωρίζει την ευρύτερη σημασία μιας τέτοιας δωρεάς. Αλλωστε, αυτή η ερμηνεία είναι και ο λόγος που, κατά τη γνώμη μου, αντιστρέφεται η ως τώρα πρακτική.
Στόχος της νέας ρύθμισης δεν είναι η ικανοποίηση της εικαζόμενης επιθυμίας των πολιτών αλλά η μεγιστοποίηση της γενικής ωφέλειας. Ομως η πολιτεία εκτός από τη μέριμνα που πρέπει να επιδεικνύει για τη γενική ωφέλεια, οφείλει να σέβεται την αυτονομία των πολιτών και το δικαίωμα να ορίζουν το σώμα τους έστω και όταν η συμπεριφορά τους δεν συνάδει με μια ορισμένη έννοια ηθικής. Δεν είναι απαραίτητο δηλαδή να φέρονται ηθικά ώστε να δικαιούνται να ορίζουν το σώμα τους. Βεβαίως υπάρχουν περιπτώσεις όπου αυτό το δικαίωμα περιορίζεται (π.χ., η πολιτεία δεν επιτρέπει να μεταχειριζόμαστε το σώμα μας ως εμπόρευμα), και θα πρέπει να εκτιμηθεί κατά πόσον, και σε αυτή την περίπτωση, είναι δικαιολογημένη, και με ποιους όρους, η παρέμβαση της πολιτείας. Δεν πρέπει πάντως να αντικατασταθεί η έννοια της ατομικής δωρεάς από την έννοια του κοινού πλουτοπαραγωγικού πόρου προς διάθεση.
Το σχέδιο αυτό φέρνει στην επιφάνεια και πολλά άλλα φιλοσοφικά ζητήματα: τι είναι θάνατος και τι ζωή, σε τι συνίσταται η προσωπική μας ταυτότητα, σε ποιον ανήκει το σώμα μας και τι σημαίνει ότι ανήκει, έχουμε και τι είδους υποχρεώσεις απέναντι στους νεκρούς, αν μπορούν οι νεκροί να υποστούν βλάβη, πώς σταθμίζεται η γενική ωφέλεια απέναντι στα ατομικά δικαιώματα, κ.λπ.
Η κυρία Βάσω Κιντή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου