Του Θεόδωρου Ι. Ρηγινιώτη
Εικόνα από εδώ. |
Αγαπημένο σύνθημα της εποχής μας: η επιστήμη είναι ένα εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε για καλό είτε για κακό. Γιατί όμως χρησιμοποιείται κατ’ εξοχήν «για κακό»; Ακόμη και η εξερεύνηση του διαστήματος ή του υποατομικού κόσμου εξυπηρετεί οικονομικά συμφέροντα, όχι βέβαια του απλού πολίτη.
Όταν
ήμουν νεώτερος, πίστευα μαζί με χιλιάδες άλλους πως η βιομηχανική και η
τεχνολογική εξέλιξη είναι ένα θετικό βήμα στην ανθρώπινη ιστορία. Έτσι με είχαν
διδάξει στο σχολείο και στα ΜΜΕ… Εδώ και μερικά χρόνια το αμφισβητώ έντονα αυτό
– το θεωρώ αποτέλεσμα προπαγάνδας και σύγχυσης για το τι είναι πραγματικά καλό
και κακό. Μερικές σκέψεις γι’ αυτό το θέμα (χωρίς αξιώσεις αυθεντίας και
«αλαθήτου») θα ’θελα να μοιραστώ μαζί σας μ’ αυτό το άρθρο.
Επιστήμη και ηθική
Χωρίς
αμφιβολία, η δημιουργία της νεώτερης επιστήμης είναι ένα μεγαλούργημα. Ένα
επίτευγμα του ανθρώπινου πνεύματος, που έσωσε και σώζει χιλιάδες ανθρώπους από
τη δυστυχία και το θάνατο, αν και (πρέπει να το προσθέσουμε) παράλληλα
προκάλεσε και προκαλεί τη δυστυχία και το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων, ανάλογα με
τη χρήση των εφαρμογών της.
Τούτο
όμως έχει προϋποθέσεις καθαρά πνευματικές. Οφείλεται κατ’ αρχάς στο ότι η
σύγχρονη επιστήμη, διαχωρισμένη ακόμα και από τη φιλοσοφία, είναι «ηθικά
ουδέτερη», παράγει γνώση, δε δημιουργεί σχέση με τα όντα, γι’
αυτό η γνώση που παράγει υπόκειται στη σχέση που έχει με τα όντα ο εκάστοτε
διαχειριστής της. Και, επειδή η «αντικειμενικότητά» της υπερτιμήθηκε και η ηθική
σχετικοποιήθηκε, σ’ έναν κόσμο κυριαρχούμενο από κύκλους οικονομικών και
πολιτικών συμφερόντων, δε θεωρείται απαραίτητο ο διαχειριστής της επιστημονικής
γνώσης να αγαπά τον άνθρωπο και τα άλλα πλάσματα και πράγματα του κόσμου.
Απαραίτητο θεωρείται να είναι «αποτελεσματικός» στο έργο που καλείται κάθε φορά
να παραγάγει.
Το
αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου –ολόκληρων κοινωνιών, σε παγκόσμια κλίμακα–
οφείλεται επίσης στον προσανατολισμό που δόθηκε στη ζωή μας, για τον οποίο δεν
είναι άμοιρο ευθυνών όχι η ίδια η επιστήμη αλλά το ουμανιστικό πνεύμα που
γέννησε και την επιστήμη. Σκοπός των προσπαθειών μας είναι η επίγεια
ευημερία, η οικονομική ανάπτυξη, η επαρκής περίθαλψη, η «ποιότητα ζωής». Σ’
αυτά εξαντλείται ο σκοπός του δυτικού ανθρώπου (που θεωρείται πλέον ο μόνος
«πολιτισμένος άνθρωπος», γι’ αυτό όλες οι χώρες του κόσμου προσπαθούν ή
ονειρεύονται να γίνουν «δυτικές χώρες»· μάλιστα οι δικές μας, παραδοσιακά
ορθόδοξες, χώρες των Βαλκανίων και της ανατολικής Ευρώπης έχουν πλέον σχεδόν
ολοκληρώσει τον πολιτισμικό και κοινωνικό μετασχηματισμό τους).
Ο
δυτικός άνθρωπος θεωρεί αυτονόητο ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος γνώσης εκτός
από τις μεθόδους των δυτικών επιστημών (συνεπώς, αφού οι μέθοδοι αυτές δε
σε βοηθούν να γνωρίσεις το Θεό, «δεν μπορούμε να μάθουμε αν υπάρχει Θεός») και
ότι ο ίδιος δεν έχει άλλες πνευματικές ανάγκες, εκτός από εκείνες που μπορεί
να ικανοποιήσει με την τέχνη, τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία. Αυτές άλλωστε
οι τρεις πολιτισμικές αδελφές γεννούν στον άνθρωπο το θεϊκό αίσθημα του
δημιουργού, και τη συνακόλουθη πλάνη ότι μπορεί να γίνει «θείος» με την
εξάσκησή τους. Η «θρησκεία» λοιπόν τοποθετείται στα αζήτητα, αφού μπορούμε να
ερμηνεύσουμε το σύμπαν χωρίς Δημιουργό και να νιώσουμε ευτυχισμένοι και
ολοκληρωμένοι «πιστεύοντας» μόνο «στον άνθρωπο».
Η
χριστιανική αγιότητα, ως σκοπός σπουδαιότερος από την οικονομική ευημερία και
την ποιότητα ζωής, ακόμη και από το αίσθημα της ολοκλήρωσης, θεωρείται
αυταπάτη ή και απάτη. Κανείς δεν ενδιαφέρεται πια γι’ αυτήν. Φυσικά ο δυτικός
κόσμος έχει ακόμη πολλές πληγές (τα τραύματα του μεσαίωνα και των πάσης φύσεως
«ιερών πολέμων»), που δεν τον αφήνουν να δει πέραν του τάφου, και την αγιότητα
την εννοεί με τα στυγνά ηθικιστικά κριτήρια του μεσαίωνα και του
προτεσταντισμού και τη συνδέει με υποκριτές, συμπλεγματικούς και παχύσαρκους
μοναχούς δυτικών μοναστηριών. Όσο για το δικό μας κόσμο, έχει γίνει πλέον
σχεδόν ολοκληρωτικά δυτικός και νομίζει πως η περίπτωση «άγιος» είναι
παραμύθια των γιαγιάδων.
Στην
ορθοδοξία όμως όλα τα πράγματα και οι συνθήκες επιδέχονται άλλο νόημα, όταν
μεταμορφωθούν από την αγάπη στο Θεό, που είναι πάντα και αγάπη στο συνάνθρωπο,
δε γνωρίζει κανόνες και δε δεσμεύεται από τις συνθήκες. Ενώ, για παράδειγμα, η
φτώχεια είναι ένας από τους πιο αρνητικούς παράγοντες στη ζωή του ανθρώπου,
αιτία δυστυχίας και θανάτου, κάποιοι χριστιανοί μοίρασαν τα υπάρχοντά τους και
έγιναν φτωχοί, θεωρώντας ότι έτσι απελευθερώνονται από την αγάπη προς τον
πλούτο και εκτινάσσονται με την ένταση που θέλουν προς την αγάπη στο Θεό.
Αφθονία και αμαρτία
Σήμερα
το να κερδίσεις ένα τεράστιο ποσό σε τηλεπαιχνίδι είναι όνειρο εκατομμυρίων
ανθρώπων. Οι ορθόδοξοι άγιοι θα σου έλεγαν πως δεν είναι καλό να κερδίσεις
πολλά χρήματα χωρίς να δουλέψεις και πως έτσι φορτώνεσαι ένα σωρό έγνοιες,
που μειώνουν το χώρο της καρδιάς σου που θα μπορούσες να διαθέσεις για το Θεό
και το συνάνθρωπο. Η ιδέα πως θα μπορούσες ν’ απαλλαγείς από ένα σωρό
έγνοιες και να δώσεις μεγαλύτερη έμφαση στο συνάνθρωπο –αν αυτό σκέφτεστε–
είναι αυταπάτη. Ο πλούτος δημιουργεί είδωλο στην καρδιά (γι’ αυτό και ο
απόστολο Παύλος χαρακτηρίζει ειδωλολατρία την πλεονεξία, προς Κολοσσαείς, κεφ.
3, στίχ. 5). Άλλωστε, αν δεν ασχοληθείς με τον πλούτο σου, θα τον χάσεις. Και,
προσέξτε με, δε θες να τον χάσεις. Οχυρώνεσαι πίσω απ’ αυτόν, γίνεται η
ασφάλειά σου, όχι για να μην πεθάνεις –γιατί σίγουρα θα πεθάνεις– αλλά
τουλάχιστον για να πεθάνεις αγκαλιασμένος μ’ αυτόν. Ενώ, τολμούν οι
άγιοι να πουν, αν πεθάνεις αγκαλιασμένος με το Θεό, δε θα πεθάνεις.
Εικόνα από εδώ |
Η
αγία Ματρώνα η Χιοπολίτιδα, μια κοπέλα του 15ου αιώνα που μοίρασε
την περιουσία της στους φτωχούς και εγκαταβίωσε σ’ ένα μοναστήρι, όπου, ενώ
ήταν απλή μοναχή (όχι ηγουμένη), αναδείχτηκε σε μεγάλη πνευματική μητέρα του
λαού, όταν έκανε επέκταση στο μοναστήρι με τα τελευταία χρήματα που της είχαν
απομείνει, ανακάλυψε ένα θησαυρό. Τότε παρακάλεσε το Θεό, αν της το είχε
στείλει ο διάβολος για να τη διαφθείρει, να το πάρει από κοντά της. Και το
χρυσάφι μετατράπηκε σε κάρβουνα. Αυτή είναι η χριστιανική αντιμετώπιση του
πλούτου και η αγία Ματρώνα ίσως πρέπει να καθιερωθεί ως προστάτιδα αγία του
χρηματιστηρίου και των επιχειρήσεων.
Ο
νεώτερος άνθρωπος, φουσκωμένος από αυτάρκεια και αυταρέσκεια, αποφεύγει το
μήνυμα αυτής της ιστορίας καταδικάζοντάς την να θεωρείται μύθος. Εγώ όμως έχω
σοβαρούς λόγους να τη θεωρώ αληθινή: οι μαρτυρίες για θαύματα είναι αμέτρητες,
έχω και στην προσωπική μου ζωή, όμως, εκτός απ’ αυτό, έχω δύο περιπτώσεις
ανθρώπων στο χωριό μου (η μία μάλιστα στην οικογένειά μου) που έσκαψαν
παρακινημένοι από όνειρα. Ο ένας, που το κράτησε μυστικό (όπως ορίζει η
παράδοση), βρήκε μια κουδούνα με χρυσαφικά, ενώ ο άλλος, που το διατυμπάνισε,
βρήκε ένα κιούπι με κάρβουνα! Αν ξέρετε ένα λόγο να θάψει κάποιος ένα κιούπι
με κάρβουνα, ίσως με πείσετε ότι δεν ήταν νομίσματα μεταμορφωμένα. Ξέρω ότι
αυτό είναι «παράλογο», αλλά μια μαρτυρία είναι πάντοτε μια μαρτυρία. Είστε
υποχρεωμένοι, για να διασφαλίσετε τις λογικές σας βεβαιότητες, να θεωρήσετε
σίγουρο ότι αυτές οι δύο ιστορίες είναι ψεύτικες. Εγώ όμως ξέρω ότι είναι
αληθινές. Λοιπόν;
Έχουμε
άλλωστε και στην εποχή μας αρκετές περιπτώσεις (κρυμμένες επιμελώς από το
βλέμμα μας) απλών χριστιανών, που ζουν σχεδόν σε απόλυτη φτώχεια κι όμως,
επειδή είναι πλούσιοι σε θεία χάρη, όχι μόνο δεν δυστυχούν, αλλά γίνονται και
σοβαροί πνευματικοί δάσκαλοι. Δύο τέτοιες περιπτώσεις είναι η Στέλλα Μιτσακίδου, το «Σπουργιτάκι του Θεού», που έζησε άστεγη στο κέντρο της Αθήνας και σκοτώθηκε
σε τροχαίο το 2005, και η Ταρσώ, που ζούσε στην ύπαιθρο κοντά στο μοναστήρι της
Παναγίας της Πευκοβουνογιάτρισσας, στην Κερατέα. Και οι δύο θεωρήθηκαν τρελές
και δεν έκαναν προσπάθειες να το αποφύγουν. Όμως έχουν για πνευματικά παιδιά
ευυπόληπτους πολίτες, που μαρτυρούν ακόμη και το διορατικό τους χάρισμα.
Αγνοείστε τους, δεν υπάρχουν. Άλλωστε ξέρετε τόσες ιστορίες για ψεύτικα θαύματα
– αυτές φυσικά τις πιστεύετε, γιατί ταιριάζουν στην κοσμοθεωρία σας. Αν εγώ
θεωρήσω αυτές τις ιστορίες εξ ορισμού ψεύτικες;
Από
ορθόδοξης πλευράς, το ότι επιμένουμε να χρησιμοποιούμε συσκευές που
καταστρέφουν το περιβάλλον (π.χ. ψυγεία ή μπαταρίες), το ότι «παράγουμε» τόσους
τόνους σκουπίδια, επίσης καταστροφικά, το ότι ζούμε σε καταναλωτική αφθονία ενώ
εκατομμύρια συνάνθρωποί μας λιμοκτονούν, και δεν απαιτούμε να θεσπιστούν νόμοι
που να μας επιβάλλουν τον αυτοπεριορισμό των αναγκών μας και τη συνετή
και δίκαιη παγκόσμια διαχείριση των αγαθών –πράγμα που φυσικά δε γίνεται, λόγων
των πανίσχυρων οικονομικών συμφερόντων– δεν είναι απλώς παράλογο. Συνιστά
σύμπτωμα νόσου. Πρόκειται για τη διατάραξη της σχέσης μας με την κτίση, το
συνάνθρωπο, το Θεό και τον εαυτό μας, που λέγεται, στην εκκλησιαστική γλώσσα, αμαρτία.
Ο
ορθόδοξος μοναχισμός είναι η πιο δραστική –ακτιβιστική, αν μου επιτρέπετε– κίνηση
ανθρώπων να θεραπεύσουν αυτή τη διάσπαση, πρώτα στον εαυτό τους και στη
συνέχεια σε όλο το κομμάτι της κτίσης, με το οποίο έρχονται σε επαφή. Γι’ αυτό
οι μοναχοί, καθώς προχωρούν στην αγιότητα –όσοι προχωρούν, έστω και λίγο– δε
ζουν απλώς σε αρμονία με τη φύση, αλλά απολαμβάνουν μια επικοινωνία με τα
ζώα, που φαίνεται υπερφυσική: λιοντάρια, αρκούδες, λύκοι, ελάφια, πουλιά
και άλλα ζωντανά πλάσματα πρωταγωνιστούν σε πλήθος επεισοδίων στις βιογραφίες
των αγίων, παλαιών και σύγχρονων.
Φυσικά
η ιδέα του μέσου ανθρώπου ότι ο μοναχισμός είναι μια ανέραστη, εσωστρεφής και
ως εκ τούτου νοσηρή κατάσταση, είναι πέρα για πέρα εσφαλμένη. Ο μοναχός μένει
μόνος (χωρίς σύζυγο), επειδή επιχειρεί την απόλυτη διεύρυνση της καρδιάς του,
για να περιλάβει στην αγάπη του όλα τα όντα και φυσικά και το Θεό. Ο έγγαμος,
αναγνωρίζοντας την αδυναμία του για την προσπάθεια του μοναχού, επιχειρεί πρώτα
μια μικρή διεύρυνση, για να περιλάβει τον ένα άλλο άνθρωπο (το σύζυγό
του), και μαζί του στη συνέχεια να προχωρήσουν προς το Θεό. Ο γάμος, στο
χριστιανισμό, δεν υπηρετεί τη «διαιώνιση του είδους» (αυτό υπηρετείται και από
την απλή συμβίωση), αλλά την απόλυτη ένωση των δύο σε έναν, για την από κοινού
πορεία τους προς την αγιότητα. Αυτός ο σκοπός του γάμου (αλλά, ώς ένα
βαθμό, και του μοναχισμού) λησμονήθηκε σήμερα, γι’ αυτό ο γάμος απαξιώθηκε και
εξισώθηκε με τις παντός τύπου, εκτός Εκκλησίας (δηλαδή εκτός της απόπειρας
προσέγγισης του Θεού διά του Χριστού), «ερωτικές συμβιώσεις».
Επιδημία δυσπιστίας
Το
να ζήσει κάποιος σε μια σπηλιά επειδή εκεί μπορεί να προσεύχεται καλύτερα
θεωρείται σύμπτωμα νοητικής διαταραχής. Αν όμως πει ότι το κάνει γιατί οι
συνθήκες εκεί μέσα θα βελτιώσουν τη σωματική του υγεία, όλοι θα το θεωρήσουν
απόλυτα φυσικό. Πώς όχι, αφού ο σύγχρονος άνθρωπος δεν εμπιστεύεται πια όσους
του μιλούν για το Θεό και δεν πιστεύει πια ότι ο Θεός υπάρχει ή ότι, κι αν
υπάρχει, είναι «έτσι, όπως Τον παρουσιάζουν». (Μα πώς Τον παρουσιάζουν; Ο Θεός
είναι αγάπη –αυτό όμως είναι ένα άλλο ζήτημα). Πολλοί άγιοι έπασχαν από
αναπηρίες ή χρόνιες ασθένειες και ποτέ δε θεώρησαν ότι έχασαν την αξιοπρέπειά
τους στα μάτια του Θεού. Σήμερα το αίτημα για έναν «αξιοπρεπή» θάνατο οδηγεί
πολλούς στην επιλογή της ευθανασίας, δηλαδή σε μια ανοιχτή πρόσκληση στο
μηδέν, το μόνο ορατό τέρμα για τα μάτια του δυτικού ανθρώπου, που βλέπει
την πραγματικότητα από μια συγκεκριμένη οπτική.
Αυτή
η επιδημία δυσπιστίας δεν οφείλεται στο ότι οι άνθρωποι «μορφώθηκαν» και έγιναν
πιο καχύποπτοι ή κατάλαβαν ότι τα ιερατεία τούς εξαπατούσαν. Και σήμερα
υπάρχουν δεισιδαιμονίες, μερικές μάλιστα παιδαριώδεις, και πολύ έντονες
μεταφυσικές αναζητήσεις, απλώς στρέφονται σε κατευθύνσεις μη χριστιανικές.
Άλλωστε, αν η πίστη συμβάδιζε με το άδειο στομάχι, δε θα υπήρχαν τόσες
εκατοντάδες άνθρωποι που απαρνήθηκαν τον πλούτο τους κι έγιναν μοναχοί, ούτε
τόσοι βασιλιάδες που αγίασαν, είτε αποποιούμενοι το στέμμα τους (όπως ο άγιος
Σέββι της Αγγλίας ή οι άγιοι Σάββας και Συμεών της Σερβίας) είτε όχι (όπως οι
άγιοι Βλαδίμηρος και Όλγα της Ρωσίας ή οι αγίες Θεοδώρα και Θεοφανώ, οι
βυζαντινές αυγούστες). Στην περίπτωση αυτών των ανθρώπων η θρησκεία δεν
χρησιμοποιήθηκε ως υποστύλωμα της εξουσίας τους.
Η
επιδημία της δυσπιστίας οφείλεται στον όλο φιλοσοφικό προσανατολισμό των
τελευταίων αιώνων, που ξεκίνησε από τη δυτική Ευρώπη και κυριάρχησε
παγκόσμια, κι αυτός με τη σειρά του οφείλεται στις ακραίες παρενέργειες του
μεσαίωνα, που προκλήθηκαν από την παρερμηνεία ή παραχάραξη του πατερικού
χριστιανισμού παρερμηνεία που εξαρτάται άμεσα από την κατάληψη της ορθόδοξης
δυτικής Ευρώπης από τους Φράγκους, τις κοσμοκρατορικές φιλοδοξίες του
Καρλομάγνου, τη, μετά θάνατον, χρήση της σκέψης του αγίου Αυγουστίνου ως
αποκλειστικής έκφρασης της χριστιανικής θεολογίας στη δύση, των νεοπλατωνικών
επιρροών και των ερμηνευτικών σφαλμάτων του αγίου Αυγουστίνου ως προς την Αγία
Γραφή –που οδήγησαν στο δυαλισμό πνεύματος και σώματος και κατά συνέπεια στο
περίφημο cogito του
Καρτέσιου– κ.τ.λ. [βλ. σχετικά, μεταξύ πολλών, π. Νικολάου Λουδοβίκου,
«Οντολογικές και κοσμολογικές συναντήσεις φυσικών επιστημών και θεολογίας»,
περ. Αναλόγιον, έκδ. ιεράς
μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης, τ. 5, καλοκαίρι 2003, Μάριου Μπέγζου, Ελευθερία ή θρησκεία; – Οι απαρχές της εκκοσμίκευσης στη φιλοσοφία
του δυτικού μεσαίωνα, Γρηγόρης 1991, επισκόπου Ιωάννη Ζηζιούλα, Η
Ορθοδοξία και ο σύγχρονος κόσμος, στο http://www.oodegr.com/oode/orthod/genika/ekkl_kosmos_1.htm,
κ.λ.π.].
Φορητή εικόνα της Αγίας Όλγας. Εκ του Αγιογραφείου της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού. | Πηγή: Vatopaidi |
Η βιομηχανική επανάσταση και εμείς
Υπενθυμίζω
ότι και η Γαλλική Επανάσταση κατέληξε στο λουτρό αίματος που έμεινε στην
ιστορία ως «Περίοδος της Τρομοκρατίας», η Αμερικανική Επανάσταση έδωσε τη θέση
της στη δουλεία των μαύρων και την αδίστακτη γενοκτονία των ινδιάνων, ενώ η
βιομηχανική επανάσταση, το θεμέλιο του πολιτισμού μας, βασίστηκε στην απώλεια
της ζωής, της αξιοπρέπειας και πιθανόν της ψυχής χιλιάδων ανθρακωρύχων και βιομηχανικών
εργατών, ανθρώπων κάθε ηλικίας και φύλου. Κανείς δεν τίμησε και δεν τιμά στη
συνείδησή του αυτά τα θύματα, που δε φαντάστηκαν ποτέ τι θα απολαμβάναμε εμείς
εξαιτίας της αμείλικτης εξόντωσής τους (άραγε, αν το φαντάζονταν, θα
θυσιάζονταν ευχαρίστως; – ρητορικό ερώτημα).
Αν η
ανάλγητη αστική τάξη του 19ου αιώνα σεβόταν τις ζωές τους, θα
υπήρχε ο πολιτισμός μας; Ή μήπως η βιομηχανική επανάσταση θα είχε ανασταλεί
και θα είχαμε παραμείνει σε προτεχνολογικό στάδιο; Αν επίσης οι αποικιοκράτες
των τελευταίων πέντε αιώνων σέβονταν τους πληθυσμούς που εξανδραπόδιζαν και
απομυζούσαν με το μαστίγιο, ποια θα ήταν η ιστορική εξέλιξη και η σημερινή
μορφή του δυτικού κόσμου; Τέλος, αν οι σημερινές πολυεθνικές σέβονταν τους
πληθυσμούς των απλήρωτων εργατών που εκμεταλλεύονται, τι δυνατότητες θα
είχαμε να απολαμβάνουμε από τα απλά επώνυμα καταναλωτικά αγαθά μέχρι τα
προϊόντα της ψηφιακής τεχνολογίας;
Μήπως
τελικά αυτός ο πολιτισμός, σε όλες τις φάσεις του, χτίζεται με τη λάσπη από το
αίμα ανθρώπων, πάνω στα μπάζα από τους σκελετούς τους; Αξίζει τον κόπο η θυσία
τόσων αμνών; Σύμφωνα με το πνεύμα του ευαγγελίου, η απάντηση είναι σαφής: όχι,
ούτε ένας άνθρωπος δεν πρέπει να θυσιάζεται για οποιοδήποτε σκοπό, εκτός αν το
κάνει με τη θέλησή του. Εδώ έχουμε εκατόμβες θυμάτων, επί των οποίων
θεμελιώθηκε ο αστικός μας πολιτισμός, ο καπιταλισμός, η καταναλωτική μας
ευδαιμονία, ολόκληρος ο τρόπος ζωής μας.
Η
αναλγησία της ιστορίας –αλλά και η δική μας– απέναντι σ’ αυτή τη φρικτή
ανθρωποθυσία οφείλεται στην ίδια την ανθρωπολογία του ουμανισμού, που είναι
πλέον δεύτερη φύση μας. Απορρίπτοντας το χριστιανισμό (που, επαναλαμβάνω, ποτέ
δεν τον γνώρισε στην αυθεντική εκδοχή του), ο ουμανισμός κατέληξε σε δύο μορφές
ανθρωπολογίας και συνεπώς ηθικής: την ανακήρυξη του ανθρώπου σε «αυταξία», ιδέα
είναι εντελώς αυθαίρετη, που εύκολα παρακάμπτεται από κάθε ασυνείδητο ατομιστή,
και την ωφελιμιστική θέαση των πραγμάτων, που καταλήγει στο ότι το «κοινωνικό
σύνολο», ένα φανταστικό μόρφωμα, υπερτερεί του ανθρώπινου προσώπου, επομένως
μπορούμε να σκοτώσουμε έναν εγκληματία για χάρη του συνόλου ή να αγνοήσουμε
κάποιους ταλαίπωρους, αν η δυστυχία τους είναι στατιστικά αμελητέα ή είναι
ασύμφορο να καταπολεμηθεί. Ωσαύτως, μπορούμε και να στηρίξουμε την ευημερία του
συνόλου στη θυσία μερικών ανθρώπινων θυμάτων, είτε εγχώριων είτε εξ αποικιών.
Και
στις δύο περιπτώσεις το ενδιαφέρον κατευθύνεται στον αφηρημένο «Άνθρωπο» και
όχι στο συγκεκριμένο πρόσωπο –στο μπακάλη μου π.χ.– που μπορεί και να μου
είναι αντιπαθές. «Δε βλέπω το λόγο να είναι αθάνατος ο μπακάλης μου» είχε πει,
λένε, ο Ρενάν, όταν ρωτήθηκε αν πιστεύει στην αθανασία της ψυχής. Δε θα το
έλεγε προφανώς για το Μπετόβεν. Όμως στο δικό μας (ορθόδοξο χριστιανικό)
πολιτισμό, ο μπακάλης, ο κουρέας, ο Μπετόβεν και ο φιλόσοφος (ακόμη και ο
άσωτος, ο εγκληματίας, ο κατάδικος, ο άθεος ή ο αιρετικός – άσχετα αν πολεμάμε τις
ιδέες τους) έχουν ακριβώς την ίδια αξία [«η μάχη με τις αιρέσεις γίνεται
για την ανόρθωση του αιρετικού κι όχι για την κατάπτωσή του», όπως λέει ο άγ.
Ιωάννης ο Χρυσόστομος, P.G. 50, 841-842 – και ο άγ.
Νεκτάριος προσθέτει: «η διαφορά στο δόγμα δεν είναι δικαιολογία για να μην
εφαρμόζεται η εντολή της αγάπης»].
Το
να «αγαπάς όλο τον κόσμο» είναι εύκολο, το να αγαπάς το γείτονά σου όμως είναι
σχεδόν ακατόρθωτο, για να θυμηθώ (αν και κοινότοπο) την ειρωνεία του Ιβάν
Καραμάζωφ στους Αδελφούς Καραμάζωφ του Ντοστογιέφσκυ. Το αστείο είναι
ότι αυτή η ιδέα μάς επιστρέφει τόσο πίσω, στη ρωμαϊκή εποχή, ώστε στηλιτεύεται
ήδη στην Καινή Διαθήκη, άμεσα με την παραβολή του απολωλότος προβάτου (Λουκ.
15, 1-10: ο βοσκός τρέχει να σώσει το ένα
πρόβατο που χάθηκε) και έμμεσα με την μνεία της ρήσης του αδίστακτου Καϊάφα
«συμφέρει ημίν ίνα είς άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού» (Ιω. 11, 50 και 18, 14).
Ο
απλός πολίτης (του δυτικού κόσμου) είναι ευγνώμων που μπορεί να έχει
ηλεκτρισμό, να μετακινείται γρήγορα, να τρώει και να πίνει καθημερινά, να
δέχεται τόσες πληροφορίες από το διαδίκτυο, να έχει πρόσβαση στην παγκόσμια
αγορά, να περιθάλπεται αποτελεσματικά όταν ασθενεί. Οι παρενέργειες όλων
των παραπάνω (εξάντληση των φυσικών πόρων, μόλυνση του περιβάλλοντος και του
ανθρώπινου οργανισμού, θανατηφόρα ατυχήματα, παγκόσμια παρακολούθηση κ.τ.λ.),
με αποκορύφωμα την εκμετάλλευση των λαών του τρίτου κόσμου (που τους
κρύβουμε κάτω απ’ το χαλί της μνήμης μας όταν κάνουμε τα ψώνια μας –ή
τουλάχιστον εγώ έτσι κάνω) και τη διαρκώς επιδεινούμενη παράνοια του
ανθρώπου των δυτικών μεγαλουπόλεων (που ζει σε εικονική διαδικτυακή
πραγματικότητα ή διασκεδάζει με προσομοίωση φόνων, τους οποίους εκτελεί ο ίδιος
σε ψηφιακά παιχνίδια ή οι διάφοροι τηλεοπτικοί και κινηματογραφικοί ήρωες,
πολλοί από τους οποίους είναι υπερπροικισμένα όντα με δαιμονικές μορφές),
θεωρούνται το αναπόφευκτο τίμημα, που καλό είναι να καταβάλλεται
αδιαμαρτύρητα, γιατί τα πράγματα δεν αλλάζουν. Και καλό είναι να μην
αλλάξουν, γιατί η μόνη πιθανή αλλαγή που φαντάζεται ο σύγχρονος άνθρωπος (και
αποκλείεται, ευτυχώς, να συμβεί) είναι μια εφιαλτική επιστροφή στο μεσαίωνα,
εποχή άγνοιας, τρομοκρατίας, δεισιδαιμονίας, υποσιτισμού και υψηλής
θνησιμότητας –δηλαδή ακριβώς οι συνθήκες, στις οποίες ζουν όσοι άνθρωποι του
πλανήτη δεν είναι δυτικοί καταναλωτές.
Ειλικρινά,
ξεκίνησα αυτό το κείμενο με πρόθεση να απαριθμήσω τις θετικές συνέπειες των
επιστημονικών εφαρμογών –δεν ξέρω πώς μου βγήκε μια τόσο απαισιόδοξη κραυγή, τη
στιγμή μάλιστα που εγώ ο ίδιος είμαι παιδί αυτού του πολιτισμού και
πληκτρολογώ τα γραπτά μου σ’ έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, προφανώς
κατασκευασμένο από μικρά κίτρινα ανθρωπάκια που αμείβονται με μισθούς πείνας
για λογαριασμό μιας τερατώδους εταιρίας που δεν τους αντιμετωπίζει ως
ανθρώπους, ούτε εκείνους ούτε εμάς, τους υποκριτικά «ανυποψίαστους» καταναλωτές
των προϊόντων της. Και τι να κάνουμε; Χωρίς ψηφιακή τεχνολογία δε μπορεί πια να
προχωρήσει η επιστημονική έρευνα σε κανένα τομέα. Ούτε και η ζωή μας. Δηλώνουμε
λοιπόν υποταγή – γράψτε ελεύθερα, τα γραπτά μας, ευτυχώς, δε μπορούν ν’
ανατρέψουν το κατεστημένο.
Δεν
υπάρχει άλλο κατεστημένο, αν ανατραπεί το παρόν. Γι’ αυτό, παίξτε όσο θέλετε το
παιχνίδι της διαμαρτυρίας, για να εκτονώσετε τις συνειδησιακές και
συναισθηματικές ορμές σας, αλλά σε δεδομένη στιγμή θα δηλώσετε υποταγή. Έτσι
πρέπει.
Πρόταση;
Ας
το παραδεχτούμε. Η βιομηχανική επανάσταση δεν ήταν, όπως υποκρινόμαστε, ένα
άλμα προόδου στην ιστορία και τον πολιτισμό της ανθρωπότητας, αλλά ένα άλμα
του ανθρώπου προς την αυτοκτονία του και τη δολοφονία του πλανήτη. Φυσικά,
αναφέρομαι στη βιομηχανική επανάσταση με τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε. Όμως,
παρά τον τρόμο που προκαλούν σήμερα οι μακροπρόθεσμες συνέπειές της (που τις
γευόμαστε), συνεχίζουμε να την αγιοποιούμε στη συνείδησή μας, μη τολμώντας να
αναγνωρίσουμε τα λάθη μας και κυρίως να «μετανοήσουμε» γι’ αυτά, δηλαδή να τα
διορθώσουμε (όπου μετα-νοώ, στη γλώσσα της ορθοδοξίας, σημαίνει αλλάζω τρόπο
σκέψης).
Από
τη στιγμή που ανοίχτηκε η πρώτη στοά λιγνιτωρυχείου και τέθηκε σε λειτουργία η
πρώτη μηχανή εσωτερικής καύσης, άρχισε η ταχύτατη αντίστροφη μέτρηση για τη ζωή
στον πλανήτη μας. Όλος ο πλανήτης υποτάχτηκε σε έργα «ανάπτυξης», μα κατ’
ουσίαν δολοφονείται γιατί επιμένουμε στην απληστία μας – που την καλλιεργούν οι
εταιρίες για να γεμίζουν τα θησαυροφυλάκιά τους.
Όπως
σωστά διαπιστώνουν οι μελετητές, η «ανθρωπότητα» (στην πραγματικότητα, ο λευκός
δυτικός άνθρωπος) άρχισε να βαδίζει σ’ αυτό το δρόμο όταν «χειραφετήθηκε» από
τη θρησκεία, όταν εκτόπισε το Θεό από τη Γη στον ουρανό, όταν «κατάλαβε» ότι ο
κόσμος δεν είναι κτίση, αλλά «φύση», επομένως δεν είναι ιερός και συνεπώς
μπορούμε να τον εκμεταλλευτούμε όσο θέλουμε, όταν έθεσε κέντρο του
ενδιαφέροντός του το σήμερα κι όχι τον παράδεισο, όταν «πίστεψε στον άνθρωπο»
και απίστησε στο Θεό, όταν εμπιστεύτηκε τους επιστήμονες κι όχι τους αγίους
(τους οποίους καταδίκασε σε ανυπαρξία).
Σε
κανένα άλλο τόπο και χρόνο, εκτός από την Ευρώπη και την Αμερική των τελευταίων
αιώνων, που γεννήθηκε από τις ορθολογιστικές λάσπες του μεσαίωνα και ανατράφηκε
με την ουμανιστική ηθική (και δυτικοποιεί, σαν ιός, σιγά σιγά όλες τις
κοινωνίες του κόσμου εξαπλώνοντας την άπληστη και κατακτητική ματιά της στις
καρδιές όλων των ανθρώπων), δε θα μπορούσε να συμβεί αυτό το έγκλημα κατά
της ανθρωπότητας και κάθε ζωντανού πλάσματος της Γης – ατράνταχτη απόδειξη, το
ότι σε κανένα άλλο τόπο και χρόνο δε συνέβη η βιομηχανική επανάσταση και δεν
αναπτύχθηκε ο καπιταλισμός και τα ιδεολογικά και κοινωνικά υποπροϊόντα του, όχι
βέβαια γιατί η αρχαία Ελλάδα, η Κίνα, η Ινδία, η αραβική αυτοκρατορία και φυσικά
το Βυζάντιο ήταν απολίτιστα, αλλά γιατί η αρχαία σοφία που χαρακτήριζε τον
πολιτισμό τους δεν θα επέτρεπε στους ανθρώπους αυτών των κοινωνιών να
θεωρήσουν ηθικά νόμιμο να κάνουν πειράματα πάνω σε ζωντανά ζώα π.χ. ή να
κατεδαφίζουν τα αιωνόβια δάση, να στραγγίζουν τον υδροφόρο ορίζοντα (και
μάλιστα σε χώρους όπου ζουν φυλές άμεσα εξαρτώμενες από το νερό, όπως γύρω από
τον Αμαζόνιο), να μολύνουν τις θάλασσες με τόνους αποβλήτων.
Υπήρξαν
πολλοί κατακτητές σε όλους τους ισχυρούς λαούς, όμως εμείς έχουμε υπερβεί κάθε
όριο: αποσιωπούμε ότι ο πολιτισμός μας θεμελιώθηκε στην αποικιοκρατία, στη
δουλεία των νέγρων, στην εξόντωση των βιομηχανικών εργατών και στην εκμύζηση
της φύσης, και ότι η σημερινή μας άνεση συντηρείται με τη εκμετάλλευση των λαών
του Τρίτου Κόσμου από τις παντοδύναμες εταιρίες.
Ως
ορθόδοξος χριστιανός, ξέρω ότι οι άγιοι δάσκαλοι της παράδοσής μου δίδαξαν την
αγάπη προς όλα τα όντα. Ως σύγχρονος άνθρωπος είμαι παγιδευμένος στον παγκόσμιο
ιστό: ζω με τον τρόπο που καταγγέλλω. Αν δεν τολμήσω το άλμα (ευτυχώς
κάποιοι το τολμούν), χλευάστε την κατάντια μου, μου αξίζει.
Χωρίς
περιστροφές, η δική μας πρόταση είναι η επιστροφή της Δύσης στις αρχαίες (ορθόδοξες)
χριστιανικές ρίζες της. Και τούτο, για δύο λόγους: πρώτον, γιατί ο αρχαίος
χριστιανισμός (αντίθετα από τον αιρετικό μεσαιωνικό και προτεσταντικό) περιέχει
τη σοφή θεραπευτική οδό ενάντια στα εσωτερικά πάθη, που μπορεί να γιατρέψει τον
άνθρωπο από την απληστία, την ανασφάλεια, την απελπισία και τα συμπλέγματά του…
Και δεύτερον, γιατί είναι ο δρόμος προς τη βασιλεία των ουρανών, όπως
αντιλαμβάνονται όσοι μελετούν τους αγίους διδασκάλους της Ορθοδοξίας, και
πολλοί απ’ αυτούς βρίσκουν το θάρρος να μπουν οι ίδιοι σ’ αυτό το δρόμο
εγκαταλείποντας τις προηγούμενες ιδέες τους και να επιστρέψουν στο πνευματικό
σπίτι τους, δηλ. να γίνουν ορθόδοξοι χριστιανοί.
Αναλυτικότερα
για την πρόταση της επιστροφής εις Χριστόν του δυτικού κόσμου βλ. στο άρθρο μας
«Ορθοδοξία και Δύση».
Θοδωρή, αφού σε ευχαριστήσω πολύ, θα ήθελα να παραθέσω ένα μικρό "θύραθεν" απόσπασμα:
ΑπάντησηΔιαγραφή"Ο πολιτικός εθνικισμός της Γαλλικής Επανάστασης χαρακτηριζόταν από μια βίαιη εκκοσμίκευση (secularization). Τη θρησκεία αντικαθιστά η λατρεία του έθνους, η “πολιτική” θρησκεία, η λατρεία του Υπέρτατου όντος. Με τη Γαλλική επανάσταση καθιερώθηκε μια νέα πρόσληψη του χρόνου, που αρχίζει με αφετηρία μια απόφανση, δηλαδή μια επαναστατική πράξη(έτος ένα της Γαλλικής επανάστασης)"(Π. Θεοδωρίδη, Οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας, σελ. 52-53).
Περισσότερα γι'αυτό το βιβλίο έχουμε γράψει στις "Αναγνώσεις῾