Ιερώτατοι αδελφοί Αρχιερείς,
Εντιμότατε κ. Πρόξενε της Ελλάδος,
Εντιμολογιώτατοι Άρχοντες,
Ελλογιμώτατοι, Εντιμότατοι,
Προσφιλέστατα τέκνα εν Κυρίω,
Εορτάζει σήμερον η Εκκλησία του Χριστού, ως «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφεσ. 1, 23), την κατά σάρκα Περιτομήν του «πάντα δρακί περιέχοντος και εν σπαργάνοις ειληθέντος» Σωτήρος ημών και την ιεράν μνήμην του «ιεραρχίας στολαίς ηγλαϊσμένου» ουρανοφάντορος Βασιλείου του Μεγάλου, όστις «τη Εκκλησία δέδοται παρά Θεού, χαράκωμα και τείχος οχυρόν».
Εορτάζομεν ημείς, τα πιστά τέκνα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας εις την ευλογημένην γην των Πατέρων ημών, εν Φαναρίω, εις το Σεπτόν Κέντρον της Ορθοδοξίας, την ευχαριστίαν της πίστεως, της ελπίδος και της αγάπης, αισθανόμενοι ομοθυμαδόν, όπως γράφει επιφανής σύγχρονος θεολόγος, «σαν στο σπίτι μας», «παιδιά στο σπίτι του Πατέρα μας». Όντως, όπως προσθέτει άλλος σπουδαίος μύστης της ιεράς επιστήμης, «η βαθύτερη εμπειρία που έχουμε για την Εκκλησία είναι αυτή του ‘οίκου’». Είμεθα δεμένοι με την Εκκλησίαν «άμεσα, σωματικά, όπως δένεται το παιδί με τη μάνα του». Είναι «η ζωή» αυτό που συνδέει ημάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς με την Εκκλησίαν και «όχι οι ιδέες».
«Γενεά πορεύεται και γενεά έρχεται» (Εκκλ. 1, 4) και όλοι ημείς, τέκνα εν Κυρίω αγαπητά, φυλάσσομεν τον τόπον, ον ελάβομεν εις κληρονομίαν, τα όσια και τα ιερά του Γένους, επί των οποίων ο πανδαμάτωρ χρόνος δεν φαίνεται να έχη πραγματικήν εξουσίαν. Η αιωνιότης ευρίσκεται εκεί, όπου ο χρόνος δεν έχει και δεν ημπορεί να έχη δύναμιν. Δια τούτο δεν ισχύει δι’ ημάς το «χρόνου φείδου», αναφορικώς προς την διακονίαν και την προθυμίαν να φυλάσσωμεν τούτον τον τόπον. Βιούμεν την ζωήν ημών ως «πλήρωμα χρόνου, φυλακής και μαρτυρίας», ενδυναμούμενοι από την επαγγελίαν του Χριστού: «Και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20).
Το «φυλάσσειν τον ιερόν τόπον», τον οποίον γνωρίζομεν, επειδή ακριβώς τον αγαπώμεν, και αγαπώμεν επειδή τον γνωρίζομεν, είναι συνυφασμένον αρρήκτως με το «φυλάσσειν τον τρόπον του βίου», την Ορθοδοξίαν, την ορθήν λατρείαν και δοξολογίαν και την ορθοπραξίαν. Αυτός ο εκκλησιαστικός τρόπος ζωής εβιώθη και υμνήθη από ενθέους αγίους, από μάρτυρας και ασκητάς, κήρυκας του Ευαγγελίου του Χριστού, ποιητάς και μελωδούς, από αγιογράφους και χαρισματικούς τεχνίτας, από ευλογημένους χριστιανούς, διακόνους της φιλανθρωπίας. Είναι πίστις και δόγμα, αγάπη και ήθος, ελπίς εις Χριστόν και άσβεστος πόθος της αιωνιότητος, βιωμένη ελευθερία, δέσιμο με τον τόπον και εμπειρία οικειότητος, αλληλεγγύη και κοινωνία, αυθυπέρβασις και μαρτυρία ζωής εν Χριστώ.
Όλα αυτά συμπυκνώνονται και αποκαλύπτονται εις τας εορτάς, αι οποίαι δι’ ημάς αποτελούν τον άξονα της εκκλησιαστικής ζωής. «Ο πιστός ζει από γιορτή σε γιορτή», σημειώνει ο μακαριστός πατήρ Αλέξανδρος Σμέμαν. Πράγματι, η εορτή, η οποία είναι πάντοτε κάτι περισσότερον και πολυτιμότερον από τον «ελεύθερον χρόνον» και συνδέεται ουσιαστικώς και αναποσπάστως με την θείαν λατρείαν, είναι καιρός αποκαλύψεων. Η εορτή φωτίζει την πορείαν μας, απελευθερώνει την ζωήν από τας αντιφάσεις της, διαλύει την αχλύν των βιωτικών μεριμνών, πλαταίνει τον κόσμον, ανοίγει την διάστασιν του βάθους των πραγμάτων. Εορτή είναι η βίωσις της ζωής ως κοινωνίας και ευχαριστίας. Ο κλειστός άνθρωπος, ο άνθρωπος που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτόν του, δεν ημπορεί να εορτάση πραγματικά η εορτάζει μόνον τον εαυτόν του. Ο homo clausus δεν είναι δυνατόν να ζη ως homo festivus. Ο χρόνος της ζωής του δαπανάται δια την ατομικήν του ευδαιμονίαν, δια το έχειν του εαυτού του και όχι δια την κοινωνίαν, την κοινωνίαν μετά του Θεού και μετά των ανθρώπων.
Δεν είναι διόλου τυχαίον ότι κατά τας λεγομένας «αργίας» η κατά τον «ελεύθερον χρόνον», επιτείνεται η αίσθησις της ματαιότητος και η αγωνία ότι η ζωή περνά χωρίς να την ζήσουν οι άνθρωποι εις βάθος. Είμεθα προφανώς εποχή της ψυχαγωγίας και των διασκεδάσεων, αλλά όχι εποχή της εορτής. Αι σύγχρονοι «εορταί» είναι καιρός του έχειν, παγίδες αυτοπραγματώσεως, εκδιονυσιασμού της ζωής και επιδεικτικού καταναλωτισμού. Είναι χαρακτηριστικόν ότι τας εορτάς, το περιεχόμενον και την μορφήν των διαχειρίζονται σήμερον οι διαφημισταί, η τηλεόρασις, οι ταξιδιωτικοί πράκτορες και οι πωλούντες και αγοράζοντες.
Και το αρχαίον «βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος», τονίζει μεν την ανάγκην και το νόημα της εορτής δια τον οδοιπόρον άνθρωπον, ημπορεί όμως να κατανοηθή με την έννοιαν ότι το πανδοχείον είναι «ο οίκος» του ανθρώπου. Όταν οι Πατέρες της Εκκλησίας υπογραμμίζουν ότι «Τα παρόντα οδός εστιν» και ότι «Πανδοχείόν εστιν ο παρών βίος», τότε τοποθετούν την πατρίδα ημών εις την βασιλείαν του Θεού και θεωρούν τον παρόντα βίον πορείαν προς την αληθινήν ζωήν. Αυτήν την ζωήν υπενθυμίζουν αι εορταί, καθώς και την προσωρινότητα των παρόντων. Η εορτή έχει ουσιαστικήν εσχατολογικήν αναφοράν. Όχι μόνον δεν μας επιτρέπει να βλέπωμεν το «πανδοχείον» ως «οίκον», αλλά τρέφει την νοσταλγίαν της «πατρίδος». «Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13, 14). Αυτήν την ζωήν των εσχάτων υμνεί υπερεχόντως ο εορταζόμενος σήμερον Μέγας Βασίλειος, όστις «απέρριψεν των ουκ όντων τον πόθον» και «χαίρων ανεκήρυξεν το ευαγγέλιον της βασιλείας».
Ιερώτατοι, τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Η κακή αλλοίωσις των εορτών η ακόμη η λήθη του νοήματος του εορτάζειν δεν είναι κάτι νέον. Το παρελθόν δεν είναι «ο χαμένος παράδεισος». Όσον άτοπον είναι όμως να πιστεύωμεν ότι παλαιότερα ήσαν όλα καλύτερα, τόσον λανθασμένον είναι να κλείνωμεν τους οφθαλμούς έναντι όσων αρνητικών συμβαίνουν σήμερον.
Εμφανέστατα η εποχή μας απολυτοποιεί πλείστα όσα ασήμαντα και απαξιώνει πολλά σημαντικά. Παραλλήλως προς τας εκπληκτικάς προόδους, ζώμεν σήμερον την αδυσώπητον κοινωνικήν αδικίαν, την αλαζονίαν των ισχυρών, την καταστροφήν της φύσεως, την σχάσιν των σχέσεων και τόσα άλλα δεινά. Ζωτικαί αλήθειαι, αι οποίαι έδιναν νόημα εις την ζωήν των ανθρώπων, πολύτιμοι παραδόσεις αιώνων, περιφρονούνται και χλευάζονται. Απεδείχθη περιτράνως ότι κάθε βήμα προς τα εμπρός δεν αποτελεί πρόοδον.
Ισχύει, αντιστοίχως, ότι κάθε στροφή εις την παράδοσιν δεν αποτελεί οπισθοδρόμησιν. Έχομεν ημείς οι ορθόδοξοι μίαν παράδοσιν αληθείας, ελευθερίας και φιλανθρωπίας, η οποία τροφοδοτεί το παρόν και το μέλλον μας, μίαν παρακαταθήκην πίστεως, η οποία απελευθερώνει μέσα μας ανεξαντλήτους δυνάμεις κατ’ αλήθειαν ζωής και διακονίας. Δεν ανήκει το μέλλον εις τον αυτάρεσκον ατομιστήν, εις τον άνθρωπον «αυτοείδωλον», ο οποίος ζη αποκλειστικώς δια τον εαυτόν του και αρνείται να αναγνωρίση εις τον πλησίον τον «αδελφόν» του Χριστού, Εκείνου όστις απεκαλύφθη ως «Θεός μεθ’ ημών» και Θεός «υπέρ ημών».
Ο συγκαταβάς των γένει των ανθρώπων Σωτήρ ημών, ας χαρίζη εις όλους ημάς, πρεσβείαις του «εκ Καισαρείας και Καππαδόκων χώρας» ιεροφάντορος Μεγάλου Βασιλείου, ένα ευλογημένον και αγλαόκαρπον ενιαυτόν με υγείαν κατ’ άμφω και ας κατευθύνη τα διαβήματα ημών εις την οδόν της ειρήνης, της «πάντα νουν υπερεχούσης» (Φιλιππ. 4, 7).
Εντιμότατε κ. Πρόξενε της Ελλάδος,
Εντιμολογιώτατοι Άρχοντες,
Ελλογιμώτατοι, Εντιμότατοι,
Προσφιλέστατα τέκνα εν Κυρίω,
Εορτάζει σήμερον η Εκκλησία του Χριστού, ως «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφεσ. 1, 23), την κατά σάρκα Περιτομήν του «πάντα δρακί περιέχοντος και εν σπαργάνοις ειληθέντος» Σωτήρος ημών και την ιεράν μνήμην του «ιεραρχίας στολαίς ηγλαϊσμένου» ουρανοφάντορος Βασιλείου του Μεγάλου, όστις «τη Εκκλησία δέδοται παρά Θεού, χαράκωμα και τείχος οχυρόν».
Εορτάζομεν ημείς, τα πιστά τέκνα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας εις την ευλογημένην γην των Πατέρων ημών, εν Φαναρίω, εις το Σεπτόν Κέντρον της Ορθοδοξίας, την ευχαριστίαν της πίστεως, της ελπίδος και της αγάπης, αισθανόμενοι ομοθυμαδόν, όπως γράφει επιφανής σύγχρονος θεολόγος, «σαν στο σπίτι μας», «παιδιά στο σπίτι του Πατέρα μας». Όντως, όπως προσθέτει άλλος σπουδαίος μύστης της ιεράς επιστήμης, «η βαθύτερη εμπειρία που έχουμε για την Εκκλησία είναι αυτή του ‘οίκου’». Είμεθα δεμένοι με την Εκκλησίαν «άμεσα, σωματικά, όπως δένεται το παιδί με τη μάνα του». Είναι «η ζωή» αυτό που συνδέει ημάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς με την Εκκλησίαν και «όχι οι ιδέες».
«Γενεά πορεύεται και γενεά έρχεται» (Εκκλ. 1, 4) και όλοι ημείς, τέκνα εν Κυρίω αγαπητά, φυλάσσομεν τον τόπον, ον ελάβομεν εις κληρονομίαν, τα όσια και τα ιερά του Γένους, επί των οποίων ο πανδαμάτωρ χρόνος δεν φαίνεται να έχη πραγματικήν εξουσίαν. Η αιωνιότης ευρίσκεται εκεί, όπου ο χρόνος δεν έχει και δεν ημπορεί να έχη δύναμιν. Δια τούτο δεν ισχύει δι’ ημάς το «χρόνου φείδου», αναφορικώς προς την διακονίαν και την προθυμίαν να φυλάσσωμεν τούτον τον τόπον. Βιούμεν την ζωήν ημών ως «πλήρωμα χρόνου, φυλακής και μαρτυρίας», ενδυναμούμενοι από την επαγγελίαν του Χριστού: «Και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20).
Το «φυλάσσειν τον ιερόν τόπον», τον οποίον γνωρίζομεν, επειδή ακριβώς τον αγαπώμεν, και αγαπώμεν επειδή τον γνωρίζομεν, είναι συνυφασμένον αρρήκτως με το «φυλάσσειν τον τρόπον του βίου», την Ορθοδοξίαν, την ορθήν λατρείαν και δοξολογίαν και την ορθοπραξίαν. Αυτός ο εκκλησιαστικός τρόπος ζωής εβιώθη και υμνήθη από ενθέους αγίους, από μάρτυρας και ασκητάς, κήρυκας του Ευαγγελίου του Χριστού, ποιητάς και μελωδούς, από αγιογράφους και χαρισματικούς τεχνίτας, από ευλογημένους χριστιανούς, διακόνους της φιλανθρωπίας. Είναι πίστις και δόγμα, αγάπη και ήθος, ελπίς εις Χριστόν και άσβεστος πόθος της αιωνιότητος, βιωμένη ελευθερία, δέσιμο με τον τόπον και εμπειρία οικειότητος, αλληλεγγύη και κοινωνία, αυθυπέρβασις και μαρτυρία ζωής εν Χριστώ.
Όλα αυτά συμπυκνώνονται και αποκαλύπτονται εις τας εορτάς, αι οποίαι δι’ ημάς αποτελούν τον άξονα της εκκλησιαστικής ζωής. «Ο πιστός ζει από γιορτή σε γιορτή», σημειώνει ο μακαριστός πατήρ Αλέξανδρος Σμέμαν. Πράγματι, η εορτή, η οποία είναι πάντοτε κάτι περισσότερον και πολυτιμότερον από τον «ελεύθερον χρόνον» και συνδέεται ουσιαστικώς και αναποσπάστως με την θείαν λατρείαν, είναι καιρός αποκαλύψεων. Η εορτή φωτίζει την πορείαν μας, απελευθερώνει την ζωήν από τας αντιφάσεις της, διαλύει την αχλύν των βιωτικών μεριμνών, πλαταίνει τον κόσμον, ανοίγει την διάστασιν του βάθους των πραγμάτων. Εορτή είναι η βίωσις της ζωής ως κοινωνίας και ευχαριστίας. Ο κλειστός άνθρωπος, ο άνθρωπος που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτόν του, δεν ημπορεί να εορτάση πραγματικά η εορτάζει μόνον τον εαυτόν του. Ο homo clausus δεν είναι δυνατόν να ζη ως homo festivus. Ο χρόνος της ζωής του δαπανάται δια την ατομικήν του ευδαιμονίαν, δια το έχειν του εαυτού του και όχι δια την κοινωνίαν, την κοινωνίαν μετά του Θεού και μετά των ανθρώπων.
Δεν είναι διόλου τυχαίον ότι κατά τας λεγομένας «αργίας» η κατά τον «ελεύθερον χρόνον», επιτείνεται η αίσθησις της ματαιότητος και η αγωνία ότι η ζωή περνά χωρίς να την ζήσουν οι άνθρωποι εις βάθος. Είμεθα προφανώς εποχή της ψυχαγωγίας και των διασκεδάσεων, αλλά όχι εποχή της εορτής. Αι σύγχρονοι «εορταί» είναι καιρός του έχειν, παγίδες αυτοπραγματώσεως, εκδιονυσιασμού της ζωής και επιδεικτικού καταναλωτισμού. Είναι χαρακτηριστικόν ότι τας εορτάς, το περιεχόμενον και την μορφήν των διαχειρίζονται σήμερον οι διαφημισταί, η τηλεόρασις, οι ταξιδιωτικοί πράκτορες και οι πωλούντες και αγοράζοντες.
Και το αρχαίον «βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος», τονίζει μεν την ανάγκην και το νόημα της εορτής δια τον οδοιπόρον άνθρωπον, ημπορεί όμως να κατανοηθή με την έννοιαν ότι το πανδοχείον είναι «ο οίκος» του ανθρώπου. Όταν οι Πατέρες της Εκκλησίας υπογραμμίζουν ότι «Τα παρόντα οδός εστιν» και ότι «Πανδοχείόν εστιν ο παρών βίος», τότε τοποθετούν την πατρίδα ημών εις την βασιλείαν του Θεού και θεωρούν τον παρόντα βίον πορείαν προς την αληθινήν ζωήν. Αυτήν την ζωήν υπενθυμίζουν αι εορταί, καθώς και την προσωρινότητα των παρόντων. Η εορτή έχει ουσιαστικήν εσχατολογικήν αναφοράν. Όχι μόνον δεν μας επιτρέπει να βλέπωμεν το «πανδοχείον» ως «οίκον», αλλά τρέφει την νοσταλγίαν της «πατρίδος». «Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13, 14). Αυτήν την ζωήν των εσχάτων υμνεί υπερεχόντως ο εορταζόμενος σήμερον Μέγας Βασίλειος, όστις «απέρριψεν των ουκ όντων τον πόθον» και «χαίρων ανεκήρυξεν το ευαγγέλιον της βασιλείας».
Ιερώτατοι, τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Η κακή αλλοίωσις των εορτών η ακόμη η λήθη του νοήματος του εορτάζειν δεν είναι κάτι νέον. Το παρελθόν δεν είναι «ο χαμένος παράδεισος». Όσον άτοπον είναι όμως να πιστεύωμεν ότι παλαιότερα ήσαν όλα καλύτερα, τόσον λανθασμένον είναι να κλείνωμεν τους οφθαλμούς έναντι όσων αρνητικών συμβαίνουν σήμερον.
Εμφανέστατα η εποχή μας απολυτοποιεί πλείστα όσα ασήμαντα και απαξιώνει πολλά σημαντικά. Παραλλήλως προς τας εκπληκτικάς προόδους, ζώμεν σήμερον την αδυσώπητον κοινωνικήν αδικίαν, την αλαζονίαν των ισχυρών, την καταστροφήν της φύσεως, την σχάσιν των σχέσεων και τόσα άλλα δεινά. Ζωτικαί αλήθειαι, αι οποίαι έδιναν νόημα εις την ζωήν των ανθρώπων, πολύτιμοι παραδόσεις αιώνων, περιφρονούνται και χλευάζονται. Απεδείχθη περιτράνως ότι κάθε βήμα προς τα εμπρός δεν αποτελεί πρόοδον.
Ισχύει, αντιστοίχως, ότι κάθε στροφή εις την παράδοσιν δεν αποτελεί οπισθοδρόμησιν. Έχομεν ημείς οι ορθόδοξοι μίαν παράδοσιν αληθείας, ελευθερίας και φιλανθρωπίας, η οποία τροφοδοτεί το παρόν και το μέλλον μας, μίαν παρακαταθήκην πίστεως, η οποία απελευθερώνει μέσα μας ανεξαντλήτους δυνάμεις κατ’ αλήθειαν ζωής και διακονίας. Δεν ανήκει το μέλλον εις τον αυτάρεσκον ατομιστήν, εις τον άνθρωπον «αυτοείδωλον», ο οποίος ζη αποκλειστικώς δια τον εαυτόν του και αρνείται να αναγνωρίση εις τον πλησίον τον «αδελφόν» του Χριστού, Εκείνου όστις απεκαλύφθη ως «Θεός μεθ’ ημών» και Θεός «υπέρ ημών».
Ο συγκαταβάς των γένει των ανθρώπων Σωτήρ ημών, ας χαρίζη εις όλους ημάς, πρεσβείαις του «εκ Καισαρείας και Καππαδόκων χώρας» ιεροφάντορος Μεγάλου Βασιλείου, ένα ευλογημένον και αγλαόκαρπον ενιαυτόν με υγείαν κατ’ άμφω και ας κατευθύνη τα διαβήματα ημών εις την οδόν της ειρήνης, της «πάντα νουν υπερεχούσης» (Φιλιππ. 4, 7).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου