Δημιουργία: Πίστη και γνώση
(αποσπάσματα)
Ομιλία στο ομώνυμο Διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο
που έλαβε χώρα στις 2-3/10/1996. Η ομιλία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Επίσκεψις, τ.536, σελ.23. (βλ. ολόκληρο το κείμενο στο: Λόγος Διαλόγου, εκδ.Καστανιώτη, Αθήνα 1997,σελ. 113-131).
α) Η νέα ριζοσπαστική βάση προσεγγίσεως του θέματος από την επιστήμη υπήρξε
αποτέλεσμα όχι βεβαίως αυτοδύναμων συμπερασμάτων της επιστημονικής
έρευνας(...).Αντίθετα ο χαρακτηρισμός της θρησκευτικής πίστεως ως ασυμβίβαστης
προς την επιστήμη διακηρύχθηκε προδρομικά
από τους φιλοσόφους του δυτικοευρωπαϊκού
Διαφωτισμού μέσα στα πλαίσια της δικής τους αγωνιώδους αναζητήσεως για τη
θεμελίωση μιας ανθρωποκεντρικής αθεϊστικής βιοθεωρίας και κοσμοθεωρίας με κύριο
σκοπό τη χειραφέτηση και της επιστήμης από τη θρησκευτική πίστη. Η επιστήμη,
όπως και η τέχνη, συμβιβάστηκε πολλές φορές με τους προβληματισμούς του
ιδεολογικού και του κοινωνικού φιλοσοφικού στοχασμού χωρίς και να τους
δημιουργήση η ίδια, γι’ αυτό και τα επιμέρους πορίσματα της επιστήμης στο χώρο
της έρευνας τα εκμεταλλεύεται για το σκοπό αυτό η φιλοσοφία και η ιδεολογία.
β) Το περιεχόμενο της θρησκευτικής πίστεως βρίσκεται βεβαίως πέρα από τα
πλαίσια της συγκεκριμένης αποδεικτικής μεθοδολογίας της επιστημονικής
αναζητήσεως και γνώσεως, όχι όμως μόνο
για την αποδεικτική δυσχέρεια επιβεβαιώσεως της υπάρξεως ή της αποδοχής του
περιεχομένου της, αλλά και για την αντίστοιχη δυσχέρεια επιστημονικής
απορρίψεως του υπερβατικού περιεχομένου της πίστεως. Όπως δηλαδή ο επιστήμονας
δεν μπορεί μέσα από τη μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας να αποδείξη με
θετικό τρόπο, έτσι δεν μπορεί με την ίδια διαδικασία και να απορρίψη
επιστημονικά το υπερβατικό στοιχείο της πίστεως.
γ) Το θέμα της σχέσεως θρησκευτικής πίστεως και επιστημονικής γνώσεως, το
οποίο τέθηκε στο ιστορικό παρελθόν ως ειδικό φιλοσοφικό ερώτημα προτεραιότητας
της μιας έναντι της άλλης, δεν εξαντλείται με τους συνήθεις μονομερείς
ιδεολογικούς ή φιλοσοφικούς αφορισμούς. Η θρησκευτική πίστη είναι αναντίρρητα
μια από τις λειτουργίες του γενικώτερου ανθρωπολογικού στοιχείου της γνώσεως.
Γι’ αυτό και η βαθύτερη σχέση των δυο μεγεθών, της πίστεως δηλαδή και της
γνώσεως, δεν μπορεί να κριθή αξιολογικά με μόνη βάση μιαν αυθαίρετη επιλογή δυο
άσχετων λειτουργιών τους. Στην καθολική βάση των δυο ανθρωπολογικών μεγεθών της
πίστεως και της γνώσεως θα ήταν πράγματι αδιανόητη οποιαδήποτε διχοτομία, γιατί και τα δυο περιχωρούν
και ενυπάρχουν σε άλληλα για όλες τις πτυχές του καθημερινού ανθρώπινου βίου.
Πράγματι κανείς επιστήμονας δεν θα μπορούσε να αποχωρίση το στοιχείο της
γνώσεως από το στοιχείο της πίστεως, όχι βεβαίως της ειδικής θρησκευτικής
λειτουργίας της, ακόμη και στην πλέον εξειδικευμένη επιστημονική ή γνωστική
αναζήτηση, γιατί ο άνθρωπος ενεργοποιεί πάντοτε τη διπλή αυτή ικανότητα του
προσώπου του με συνεχή αμφίδρομη πληρότητα(...)
δ) Το πρόβλημα της σχέσεως θρησκευτικής πίστεως και επιστημονικής γνώσεως,
που απασχόλησε με αντιθετικό πνεύμα κυρίως τον δυτικοευρωπαϊκό μεσαίωνα εξ
αιτίας των αρχών της σχολαστικής φιλοσοφίας ή θεολογίας, δεν τέθηκε ποτέ με την
ίδια οξύτητα ή με ανάλογο πνεύμα στο χώρο της Ορθοδοξίας, γιατί η επιστημονική
έρευνα δεν βιώθηκε ποτέ σε αντιθετική έννοια με την ορθόδοξη πίστη.(...)
ε) Η ανάδειξη από τη νεώτερη φιλοσοφία της ανθρώπινης υποκειμενικότητας σε
απόλυτη αρχή για την κατανόηση του «είναι»
κατέληξε στην αρχή της ενδοκοσμικότητας (Immanentismus), η οποία αποκλείει a priori την υπερβατική αρχή και εντάσσει το είναι του ανθρώπου σε μια απλή
λειτουργία του ιστορικού γίγνεσθαι. Ο ριζοσπαστικός ανθρωποκεντρισμός οδήγησε
στην απόρριψη της θρησκείας, γιατί η κατάφαση της υπερβατικής αρχής κατανοήθηκε
ή ως στοιχείο της ιστορικής αλλοτριώσεως του ανθρώπου (Μαρξισμός) ή ως έκφραση
της νευρωτικής απογοητεύσεως (Φροϋδισμός) ή ως απουσία της μόνης πραγματικής,
της επιστημονικής γνώσεως (λογικός Θετικισμός) ή ως άρνηση του ανθρώπινου λόγου
(A. Camus) κ.α. (...).
πρ. Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, Λόγος Διαλόγου,εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1997, σελ.120-123.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου