ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Τρίτη 22 Ιουνίου 2010

Ο εγχώριος εθνοφυλετισμός

Θεόδωρος Ζιάκας

Εισήγηση στο επιλεγόμενο μάθημα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας του καθηγητή του Α.Π.Θ. Λάμπρου Σιάσιου. Θεσσαλονίκη 1999.
Πηγή:  Αντίφωνο





Αναλύοντας  την νεωτερική νοηματοδότηση  της εθνικής ταυτότητας την προηγούμενη φορά[1] διαπιστώσαμε ότι έχει δύο πόλους: τον εθνομηδενισμό και τον εθνοφυλετισμό. Παρατηρήσαμε ότι στο πλαίσιο της νεωτερικής αντίληψης μόνο ο εθνοφυλετισμός καλύπτει τις τρεις στερεότυπες παραδοχές της εθνικής ιδεολογίας (υπάρξεως, αξίας και αποκλειστικότητας). Αποδελτιώσαμε κατόπι τη ριζικά διαφορετική αντίληψη περί εθνικής ταυτότητας που κομίζει η προνεωτερική ελληνική παράδοση. Ας δούμε τώρα τι ακριβώς συμβαίνει επ’ αυτών στον σύγχρονο Ελληνισμό.
Ο σύγχρονος  Ελληνισμός είναι ο νεωτερικός Ελληνισμός, δηλαδή η ταυτότητά του νοηματοδοτείται  από τη νεωτερική παράδοση. Το γεγονός  όμως ότι έχουμε προνεωτερική ιστορία  χιλιάδων χρόνων κάνει τα πράγματα εξαιρετικά πολύπλοκα.
Η νεωτερική  νοηματοδότηση κυριαρχεί, συναρθρωνόμενη όμως με τις προνεωτερικές παραδόσεις, με αποτέλεσμα να διαφοροποιείται κι αυτή η ίδια. Ο ελληνικός εθνομηδενισμός διαφέρει από τον δυτικό, όπως επίσης κι ο ελληνικός εθνοφυλετισμός. Η γενική διάταξη της επιρροής τους αναπαράγεται βέβαια και εδώ: ο πρώτος είναι κυρίαρχος και ο δεύτερος έξω από τα κέντρα της πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας.
Ας  αφιερώσουμε τη σημερινή συνάντηση  στον ελληνικό εθνοφυλετισμό, όπως εμφανίζεται σήμερα.

1. Η ψευδώνυμη εθνικοποίηση

Δεν έχουμε μια «καθαρή» εισαγωγή της νεωτερικής παράδοσης, μια ανόθευτη αποδοχή  του νεωτερικού κοσμοπολιτισμού  και εθνοφυλετισμού. Η εισαγωγή υπακούει στον νόμο της μισγάγγειας των  παραδόσεων, -στην αμοιβαία αλλοίωση, την κακεκτυπία του εισαγόμενου και την αλλοτρίωση του κυριαρχούμενου. Η εισαγωγή της νεωτερικής παράδοσης και οι μορφές συνάρθρωσής της με τις ντόπιες παραδόσεις, είναι ένα πρόβλημα που μόλις τελευταία έχει αρχίσει να ερευνάται. Μπορούμε να κάνουμε τρεις σχετικά διαφωτιστικές παρατηρήσεις, χωρίς να επεκταθούμε σε ιστορικές λεπτομέρειες.
Η πρώτη αφορά τη βίαιη απόσπαση της ελλαδικής Εκκλησίας από τη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την ανακήρυξή της σε «αυτοκέφαλη». Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ δεν είναι αν η αυτονόμηση ήταν «σωστή» και «νόμιμη», ή όχι, αλλά το γεγονός ότι η  «εθνικοποίηση» της ελλαδικής Εκκλησίας, που επετεύχθη με τον τρόπο αυτό, ήταν ψευδώνυμη. Η ανακήρυξη του «αυτοκεφάλου» συνοδεύτηκε από ένα κύμα θρησκευτικού αφελληνισμού (εκδυτικισμού), που σάρωσε κάθε τι που θύμιζε παραδοσιακή ελληνική Ορθοδοξία. Η «εθνικοποίηση» εξόρυξε τις όποιες οικουμενικές κεραίες είχε αφήσει στην ελληνική θρησκευτικότητα η μακρά νύχτα της τουρκοκρατίας, προκαλώντας σοβαρότατη πνευματική αλλοίωση, στον ίδιο τον πυρήνα της εθνικής αυτοσυνειδησίας. Η παράδοξη «ταύτιση» Ελληνισμού και χριστιανισμού, το ιδεολόγημα του «ελληνο-χριστιανισμού», οι εθνικο-θρησκευτικοί χιλιασμοί, που όλα μαζί κρυσταλλώθηκαν στην εθνοφυλετική νοηματοδότηση της νεωτερικής μας θρησκευτικότητας, με εφιαλτικά πρακτικά συμπαρομαρτούντα την ευλογία των όπλων του Εμφυλίου από την ελλαδική εκκλησιαστική Ιεραρχία, θα ήταν αδιανόητα δίχως τις βαθιές αυτές αλλοιώσεις. Δεν θέλουμε να πούμε πως η πατριαρχική εκκλησιαστική διοίκηση θα ήταν ή όχι καλύτερη από την ελληνική. Μένουμε στην ιστορική διαπίστωση ότι ο αφελληνισμός έγινε στο όνομα της εθνικοποίησης.
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου καταδίκη του εθνοφυλετισμού (1872). Τούτο είναι ένα στοιχείο σημαντικό, καθώς μας κάνει το μόνο (απ’ όσο ξέρω) σύγχρονο έθνος που έχει στο ενεργητικό του μια επίσημη καταδίκη του νεωτερικού εθνοφυλετισμού. Η καταδίκη αυτή ήταν πράξη αντίστασης στην απομάκρυνση των βαλκανικών λαών από το οικουμενικό πνεύμα της Ορθόδοξης παράδοσής τους. Ήταν κριτική στην εθνικιστική τους αλλοτρίωση. Βεβαίως ήταν πράξη με συμβολική απλώς σημασία. Δεν κατόρθωνε να αναδείξει με έναν ολοκληρωμένο τρόπο την αντιφυλετική και συγχρόνως την αντικοσμοπολίτικη (αντι-εθνομηδενιστική) αντίληψη της Ορθόδοξης παράδοσης. Ούτε θεμελίωνε μια παρέμβαση στα βαλκανικά δρώμενα ικανή να αρθεί πάνω από τη σύγκρουση ελλαδικού και βουλγαρικού εθνικισμού. Η συνοδική καταδίκη του εθνοφυλετισμού έχει τη σημασία της, ιδιαίτερα σήμερα που η Δύση θέλει να θεωρεί ως πηγή του σερβικού ή του ελληνικού εθνικισμού την Ορθοδοξία.
Η τρίτη παρατήρηση αφορά την εμφάνιση και την κυριαρχία στον ελλαδικό χώρο, δύο εισαγόμενων πολιτικο-θρησκευτικών ρευμάτων, που δίχασαν βαθιά την ελλαδική κοινωνία, ως τις μέρες μας. Το ένα ρεύμα, εμφορούμενο από ευσεβιστικό μεταρρυθμιστικό πνεύμα, συνδέθηκε στενά με το καθεστώς της Προστασίας. Πυρήνας του οι λεγόμενες «παρεκκλησιαστικές οργανώσεις». Το άλλο ρεύμα, συνοψίζοντας κολεκτιβιστικά/κρατιστικά χιλιαστικά οράματα, συνδέθηκε με τη σοβιετική επιρροή και συγκροτήθηκε σ’ ένα εξ ίσου ισχυρό κομμουνιστικό κίνημα. Το πρώτο εκβάλλει στον εθνοφυλετισμό. Το δεύτερο στον προλεταριακό διεθνισμό, τη μαρξιστική αυτή εκδοχή εθνομηδενισμού. Η διεθνιστική ρητορική δεν εμπόδισε, βέβαια, αυτόν τον τελευταίο να γίνει το όχημα μιας δεύτερης μορφής εξάρτησης και εθνικής αλλοτρίωσης. Τα δύο αυτά ρεύματα πόλωσαν βαθιά τη νεοελληνική κοινωνία. Ο παρατεταμένος και πολύμορφος εμφύλιος πόλεμος, στον οποίο έριξαν τον τόπο, κατέστρεψε σχεδόν όλα τα επιτεύγματα της νεοελληνικής αναγέννησης. Ανέσκαψε τα ίδια τα θεμέλια του νεώτερου Ελληνισμού.
Όλα αυτά παρήλθαν, αλλά οι συνέπειές τους έμειναν. Ανάμεσα στις ιδεολογικές επιπτώσεις τους είναι και το ιδεολόγημα του  αναδελφισμού, στους κόλπους του  οποίου έχει καταφύγει ο εγχώριος εθνοφυλετισμός.

2. Είμαστε έθνος  ανάδελφο;[2]

Η άποψη  ότι είμαστε «έθνος ανάδελφο»  διατυπώθηκε από τον τέως πρόεδρο  της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Χ. Σαρτζετάκη. Κατ' αρχάς φάνηκε σαν  παραδοξολόγημα και προκάλεσε τα σκωπτικά σχόλια των εθνομηδενιστών. Αποδείχτηκε όμως στη συνέχεια ότι εκφράζει μια διαδεδομένη μαζική αίσθηση. Τη έχει επαναλάβει κατά καιρούς και ο Μίκης Θεοδωράκης.
Εννοιολογικά  «ανάδελφος» είναι εκείνος που  δεν έχει συγγενείς. Υοτίθεται ότι  τα "ανάδελφα" έθνη είναι αυτά ακριβώς που δεν έχουν "συγγενείς" ("αδέλφια", "ξαδέλφια" ή ίσως και επιζώντες "γονείς"). Στην ιδιότητα του "αναδελφισμού" δίδεται μάλιστα ένα μόνιμο - διαχρονικό περιεχόμενο: Πάντοτε ήμασταν ανάδελφο έθνος. Τι αξία θα είχε η αναδελφοσύνη αν δεν ήταν μόνιμη ιδιότητα; Ο αναδελφισμός αναγορεύεται έτσι σε διαχρονικό χαρακτηριστικό της «Φυλής», -της ελληνικής εθνικής ταυτότητας.
Η πεποίθηση  ότι είμαστε «έθνος ανάδελφο»  υποβάλλει την ιδέα, ότι η παρατηρούμενη  δυσκολία μας να βρούμε υποστηρικτές μεταξύ των διάφορων Δυνάμεων, είναι  κάτι το λίγο πολύ "φυσιολογικό". Προσφέρει έτσι μια αρκετά βολική ερμηνεία για την πολύ κακή θέση των δύο σημερινών ελληνικών κρατών στη διεθνή κονίστρα. Βασίζεται όμως στο μπέρδεμα δυο διαφορετικής κατηγορίας στοιχείων: της "απομόνωσης" και της "έλλειψης συγγένειας". Δεν έχει ούτε κόκκο αλήθειας και συσκοτίζει την εθνική μας συνείδηση, που είναι αρκετά συσκοτισμένη και δίχως αυτό. Αλλά ας εξετάσουμε αναλυτικά το διπλό νοηματικό περιεχόμενο του αναδελφισμού: ότι δεν έχουμε συγγενείς κι ότι αυτό είναι διαχρονική σταθερά της ελληνικής ταυτότητας.
Υπάρχουν  δύο τρόποι να εννοήσει κανείς τη "συγγένεια" μεταξύ των εθνών: Ο ένας είναι  ο φυλετικός. Ο άλλος είναι  ο πολιτιστικός. Η εθνική καταγωγή μπορεί να νοηθεί είτε ως βιολογική  είτε ως πνευματική (πολιτιστική).
Για τη βιολογική καταγωγή έχουμε μιλήσει. Η κατανόησή της δεν παρουσιάζει προβλήματα γιατί βασίζεται στο οικείο σε όλους μοντέλο της αιματοσυγγένειας. Με την πνευματική όμως καταγωγή τα πράγματα δεν μοιάζουν τόσο απλά. Γιατί αν περηφανεύομαι ότι είμαι «παιδί» του Σωκράτη και του Περικλή, των μεγάλων Kαπαδδοκών και του Γρηγορίου του Παλαμά, είμαι (αν είμαι) παιδί "κατά χάριν",  "εν πνεύματι". Όχι "κατά σάρκα". Άλλωστε αυτό θέλουμε να πούμε όταν αποκαλούμε «Πατέρες» τους αγίους μας: μας γέννησαν πνευματικά, είμαστε τα πνευματικά τους τέκνα. Τι ακριβώς σημαίνει τούτο το είδαμε στην πρώτη συνάντηση. Ας τονίσουμε εδώ την ανησυχητική αντίστιξη με τη «φυσικότητα»: Η πνευματική καταγωγή δεν είναι κάτι το "φυσικό". Το αυτομάτως δεδομένο. Το σίγουρο και κατασφαλισμένο. Είναι κατόρθωμα προσωπικής και συλλογικής δημιουργικής προσπάθειας. Ριψοκίνδυνη ελεύθερη επιλογή. Υπ' αυτή την έννοια το να είσαι Έλληνας γίνεται άθλημα. Φορτίο βαρύ. Ευεξήγητη συνεπώς η ανομολόγητη επιθυμία να το αποθέσουμε. Είναι «το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να το ακουμπήσω».[3] Υπονοεί έναν ορισμό της ελληνικότητας εξαιρετικά άβολο, αφού δεν επιτρέπει να ξαπλώσει κανείς άνετα πάνω του.
Έπειτα  από τις διευκρινήσεις αυτές  ας περάσουμε τον αναδελφισμό  από το κόσκινο των δύο κριτηρίων.

2.1 Το πολιτιστικό  κριτήριο

Αν  δεχθούμε ότι η εθνική συγγένεια  είναι γεγονός πολιτισμικό, προσωπική  και κοινοτική επιλογή πνευματικών  προγόνων, θέμα συλλογικής συνειδήσεως, τότε υπάρχει εθνική συγγένεια μόνον  εκεί όπου υπάρχει κοινότητα παραδόσεων (μίας τουλάχιστον). Αντιστρόφως: μπορούμε να πούμε ότι ένα έθνος δεν έχει καμιά συγγένεια με τα υπόλοιπα (είναι ανάδελφο) μόνο αν δεν έχει ούτε μία κοινή παράδοση με αυτά.
Αν  μάλιστα είναι σωστή η θεωρία ότι τα έθνη είναι σχηματισμοί  παραδόσεων, με κεντρική παράδοση και περιφερειακές παραδόσεις,[4] τότε «αδελφά» είναι τα έθνη που έχουν κοινή κεντρική παράδοση. Αυτά που ανήκουν στην ίδια ιστορική μορφή οικουμένης, στην ίδια "οικογένεια" εθνών. Παράδειγμα: α) τα αραβικά έθνη, που έχουν κοινή κεντρική παράδοση το Ισλάμ, β) τα έθνη της Δυτικής Ευρώπης, που έχουν κοινή κεντρική παράδοση τον Διαφωτισμό, γ) τα έθνη της βυζαντινής «Κοινοπολιτείας», που είχαν ως κοινή κεντρική παράδοση την ελληνική Ορθοδοξία. Με βάση τη θεωρία αυτή όλα τα έθνη του σημερινού παγκόσμιου πολιτισμού, είναι «συγγενή», για τον λόγο ότι μετέχουν στην κυρίαρχη νεωτερική παράδοση. «Ανάδελφα» έθνη δεν υπάρχουν σήμερα.
Αλλά  ας αφήσουμε τη δική μας θεώρηση  κι ας δούμε την «αναδελφιστική»  επιχειρηματολογία.
Αναφέρονται, ως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάδελφου έθνους, οι Εβραίοι. Τούτο θα ήταν αληθές μόνον εάν εκλαμβάναμε τη μακραίωνα απομόνωση, την αμοιβαία εχθρότητα και την κλειστότητα, σαν έλλειψη δεσμών πολιτισμικής συγγένειας. Υπάρχουν αδέλφια που σκοτώνονται μεταξύ τους ή δεν ανταλλάσσουν ούτε καλημέρα. Αυτό όμως δεν τα κάνει "ανάδελφα". Εφόσον χρησιμοποιούμε το πολιτιστικό κριτήριο το θέμα είναι να δούμε αν το συγκεκριμένο έθνος έχει ή δεν έχει κοινές παραδόσεις με άλλα έθνη. Πώς όμως θα μπορούσαμε να πούμε κάτι τέτοιο για τους Εβραίους, όταν πλήθος νεωτερικών εθνών, ιδιαίτερα τα προτεσταντικά, μετέχουν στην κεντρική παράδοση των Εβραίων (Παλιά Διαθήκη); Και κυρίως όταν η νεωτερική παράδοση κυριαρχεί στο σημερινό εβραϊκό έθνος-κράτος, αλλά και στο αμερικανο-εβραϊκό λόμπι;
Το  ίδιο σκεπτικό εφαρμόζεται και σε μας. Εκτός από την Ορθοδοξία, που μας καθιστά συγγενείς  με τα άλλα Ορθόδοξα έθνη, έχουμε και  την κλασική ελληνική παράδοση, από  την οποία εναβρύνεται ότι  αντλεί όλη η Δύση τουλάχιστον. Σήμερα έχουμε κοινή με όλο τον κόσμο τη νεωτερική παράδοση. Αποτελεί τον άξονα των δύο κρατικών συγκροτήσεων του ελληνικού έθνους. Επιπλέον ανέκαθεν ήμασταν έθνος ανοιχτό στην πολιτιστική αλληλεπίδραση και αλληλοπεριχώρηση. Πήραμε και παίρνουμε από παντού. Αν επομένως κάποιος δεν δικαιούται να πει τον εαυτό του "ανάδελφο" είναι οι Έλληνες. Με βάση, λοιπόν, τον πολιτιστικό προσδιορισμό των εθνικών σχέσεων συγγένειας κάθε άλλο παρά "έθνος ανάδελφον" είμαστε.
Ας  περάσουμε τώρα στην υποτιθέμενη  διαχρονικότητα του αναδελφισμού.
Αν  υποθέσουμε ότι σήμερα διαπιστώνονται κάποια στοιχεία που προσφέρουν ερείσματα στον αναδελφισμό, μήπως μπορούμε πράγματι να τα γενικεύσουμε και να αναγάγουμε τη μοναξιά μας σε στοιχείο μόνιμο, υπεριστορικό; («Μοναξιά ελληνική μου» κ.τ.τ.;). Όχι. Κατηγορηματικά όχι, γιατί υπάρχουν πριν απ’ όλα, τα χίλια χρόνια του Βυζαντίου. Το Βυζάντιο και πιο πίσω η ρωμαϊκή και η ελληνιστική εποχή, διαψεύδουν κάθε αναγωγή του "αναδελφισμού"  σε διαχρονικό χαρακτηριστικό του Ελληνισμού.
Θα  αντέτεινε ίσως κανείς ότι εκτός  από το πολιτιστικό κριτήριο υπάρχει και η γλώσσα. Σίγουρα κανείς άλλος δεν μιλά ελληνικά. Δεν αποτελεί αυτό την καλύτερη τεκμηρίωση του αναδελφισμού;
Όχι. Διότι: α) Η ελληνική γλώσσα υπήρξε διεθνής, για μια πολύ μεγάλη ιστορική περίοδο (ελληνιστικοί και βυζαντινοί χρόνοι), οπότε η υποτιθέμενη διαχρονικότητα του αναδελφισμού δεν καλύπτεται (τότε ήμασταν «ανάδελφοι»;). β) Η ελληνική γλώσσα διασώθηκε κυρίως γιατί μια συγκεκριμένη παράδοση, η ελληνική Ορθοδοξία, κατέβαλε συστηματική προσπάθεια να τη διατηρήσει (και δεν αναφερόμαστε μόνο στα εκατοντάδες ελληνικά σχολεία που ίδρυσε ο Άγιος Κοσμάς). Το γλωσσικό κριτήριο ανάγεται, με άλλα λόγια, στο ευρύτερο πολιτιστικό κριτήριο, στο οποίο και στηρίξαμε την επιχειρηματολογία μας. γ) Και κυριότερο: Το γλωσσικό επιχείρημα το πολύ-πολύ να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η ελληνική γλώσσα, σε αντίθεση π.χ. με τις λατινογενείς γλώσσες, είναι μια ανάδελφη γλώσσα. Αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου ότι το ελληνικό έθνος είναι ανάδελφο. Κι ο λόγος είναι σαφής: η εθνική ταυτότητα δεν συμπίπτει με τη γλωσσική ταυτότητα.
Θα  είχε κάποιο νόημα η έκφραση αν έλεγαν ότι είμαστε «γλωσσικώς ανάδελφοι», αλλά δεν το λένε.

2.2 Το φυλετικό κριτήριο

Το  πολιτιστικό και το ιστορικό κριτήριο αφήνουν λοιπόν ξεκρέμαστη την περί αναδελφισμού ιδέα. Αλλά ας δούμε μήπως ο αναδελφισμός μπορεί να βρει ερείσματα στη φυλετική (ρατσιστική) νοηματοδότηση της εθνικής ταυτότητας.
Κατά  τη εθνο-ρατσιστική θεωρία «συγγενή»  μπορούν να είναι τα έθνη που έχουν  κάποιο βαθμό φυλετικής επιμιξίας  και «ανάδελφα» εκείνα που διατήρησαν "αλώβητη" τη φυλετική τους "καθαρότητα". Σύμφωνα με τη ρατσιστική αντίληψη είμαστε Έλληνες επειδή ανήκουμε σε μια ξεχωριστή και μάλιστα «εκλεκτή ράτσα», η οποία (παρά τις θεωρίες του "ανθέλληνος Φαρμεράϋερ") διατηρήθηκε "καθαρή", από τα βάθη της προϊστορίας ως τις μέρες μας.
Αν  για την οικονομία της συζήτησης  δεχθούμε ότι η ελληνική εθνική ταυτότητα  είναι φυλετική τότε προκύπτει οπωσδήποτε ότι είμαστε «έθνος ανάδελφο»;
Για να απαντηθεί θετικά το ερώτημα πρέπει να συντρέχουν δύο προαπαιτούμενα: ένα θεωρητικό και ένα ιστορικό. Το πρώτο είναι να αληθεύει η θεώρηση του φυλετικού στοιχείου ως στοιχείου εθνικής συγγένειας, πράγμα που ισοδυναμεί με την αναγωγή του φυλετικού στοιχείου σε ουσία του έθνους. (Δεν μπορούμε να είμαστε «αδέλφια», ως προς την ουσία-φύση μας, αν έχουμε άλλη ουσία-φύση ο ένας και άλλη ο άλλος). Αληθεύει με άλλα λόγια μόνο αν μπορεί να σταθεί η εθνοφυλετική θεωρία, δηλαδή να καλύψει όλα τα σύγχρονα έθνη. Πράγμα όμως που δεν ισχύει, όπως δείξαμε[5], αφού είναι απολύτως σίγουρο πως τα περισσότερα έθνη (αν όχι όλα) είναι μωσαϊκά φυλών. Το δεύτερο προαπαιτούμενο είναι να μην έχει παρατηρηθεί πουθενά και ειδικά στην πιθανολογούμενη περίπτωση, μια μετάλλαξη της εθνικής ταυτότητας, άσχετη με «φυλετική αλλοίωση».
Δεν θα αντιπαραθέσω στον φυλετικό αναδελφισμό τη βέβαιη επιμιξία μας με τα σλαβικά φύλα, κατά τον 6ο-7ο αιώνα, όταν οι σλαβικοί πληθυσμοί κατέκλυσαν τα Βαλκάνια και στον ελλαδικό χώρο αφομοιώθηκαν, όχι μόνο θρησκευτικά και πολιτιστικά, αλλά και γλωσσικά, από τους ελληνικούς πληθυσμούς. Θα επικαλεστώ ένα πιο εντυπωσιακό επιχείρημα: Υπολογίζεται ότι οι Έλληνες της κλασικής εποχής ήταν το 5% του πληθυσμού της Γης. Δηλαδή, με τα σημερινά δεδομένα, είχαν το πληθυσμιακό μέγεθος των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης.[6] Να υποθέσουμε ότι ο πληθυσμός αυτός κατάντησε να είναι σήμερα μόλις δεκαπέντε εκατομμύρια, αντί διακόσια, λόγω φυσικού αφανισμού ή "υπογεννητικότητας"; Όχι βέβαια. Αν από πολιτιστική άποψη, όλα "πήγαιναν καλά" για τον Ελληνισμό, δηλαδή κατόρθωνε να τα βγάλει πέρα με τις χριστολογικές αιρέσεις στην Ανατολή και με τις πνευματολογικές στη Δύση, θα διατηρούσε και θα αύξανε το πληθυσμιακό του ποσοστό. Όλη η Ευρασία θα ήταν τότε «Ελλάς» ή μάλλον «Ρωμανία».
Οι  Τούρκοι, που φουσκώνουν σήμερα από  υπερηφάνεια για τον πληθυσμιακό  όγκο τους, όταν ήρθαν από την κεντρική Ασία, ήταν ένας ασήμαντος αριθμός. Φούσκωσαν τρώγοντας Έλληνες. Εδώ βρίσκεται και ένα από τα συγκλονιστικότερα επιχειρήματα εναντίον της φυλετικής θεωρίας για το έθνος και καταρρίπτει τελείως το ιδεολόγημα του αναδελφισμού: Αν εμείς προσδιοριζόμαστε από μια ορισμένη φυλετική καταγωγή, τότε από την ίδια φυλετική καταγωγή προσδιορίζεται και το μεγαλύτερο μέρος των σημερινών Τούρκων. Από φυλετική άποψη είναι τουλάχιστον «αδέλφια» μας, αν όχι εντελώς «όμαιμοι» με μας. Πράγματι, όταν οι Τούρκοι ήρθαν στη Μικρασία ήταν μια χούφτα άνθρωποι, ενώ εμείς πληθυσμιακή υπερδύναμη. Εν συνεχεία οι Τούρκοι έγιναν πολλαπλάσιοι από μας. Να υποθέσουμε ότι κατόρθωσαν να σφάξουν το 90% των Ελλήνων; Απ' τα ιστορικά δεδομένα δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Απλώς οι δικοί μας αλλαξοπίστησαν. Τους έκανε Τούρκους όχι μια φυλετική αλλά μια ψυχική-πολιτιστική μετάλλαξη.
Όσο κι αν οι πληθυσμιακοί υπολογισμοί είναι  χονδρικοί και επισφαλείς, θεμελιώνουν  ωστόσο πολύ καλά το επιχείρημά μας, ανατρέποντας την άποψη ότι είμαστε έθνος  ανάδελφο στο ίδιο της το γήπεδο, που είναι ακριβώς ο εθνοφυλετισμός.
Μπορούμε  μάλιστα να επαυξήσουμε την πειστικότητα του επιχειρήματός μας, αποδεικνύοντας πως ούτε επί των Εβραίων είναι  δυνατόν να ισχύει ο αναδελφισμός: Η εβραϊκή ταυτότητα είναι  κατ' εξοχήν πολιτισμική και καθόλου φυλετική. Παραπέμπουμε τον αναγνώστη στο πολύ διαφωτιστικό επί τούτου βιβλίο του Άρθουρ Καίστλερ Η δέκατη τρίτη φυλή,[7] από το οποίο προκύπτει ότι μέγα μέρος του σύγχρονου εβραϊκού έθνους, προέρχεται από τον προσηλυτισμό των Χαζάρων, ενός τουρκικού φύλου. Να λοιπόν που και οι Εβραίοι, οι πιθανολογούμενοι ως οι κατ' εξοχήν ανάδελφοι, μας βγαίνουν φυλετικά αδέλφια με τους φίλους μας τους Τούρκους.
Αλλά  Έλλην φυλετικώς δεν σημαίνει τίποτα. Κάναμε όλη αυτή την αναδρομή στα φυλετικά επιχειρήματα για να δείξουμε ότι, ακόμα και αν στον "αναδελφισμό" προσδίδαμε φυλετικό περιεχόμενο, όπως κάνουν αυτοί που τον επικαλούνται, πάλι θα επρόκειτο για πελώρια ανοησία. Πώς θα μπορούσαμε να θεωρούμε τον εαυτό μας "ανάδελφο", όταν πάρα πολλοί γύρω μας είναι κομμάτια εκείνου του μεγάλου παλιού πληθυσμού που αυτο-αναγνωριζόταν ως ελληνικός;

2.3 Ο συνδυασμός κριτηρίων

Την περίπτωση  τέλος, όπου το φυλετικό και το πολιτιστικό  κριτήριο «συνδυάζονται» εκλεκτικά, δεν  χρειάζεται να την εξετάσουμε σε βάθος. Διότι αν ισχύουν και τα δύο κριτήρια στον ορισμό της ουσίας του έθνους, τότε είναι αδύνατο να εξηγήσει κανείς πώς μπορεί να είμαστε ανάδελφοι έναντι των πολιτισμικά (νεωτερικά) αδελφών μας δυτικών, έναντι των πολιτισμικά (θρησκευτικά) αδελφών μας Σλάβων, αφ' ενός, και συγχρόνως έναντι των φυλετικά αδελφών μας Τούρκων, αφ' ετέρου.

3. Εθνική απομόνωση  και εθνική αλλοτρίωση

Ο αναδελφισμός προβάλλει ως εύλογη ερμηνεία ενός αντικειμενικού γεγονότος: της διεθνούς απομόνωσης και ανυποληψίας του  ελλαδικού κράτους. Πρέπει επομένως να διερευνηθεί και σε σχέση με το γεγονός αυτό.

3.1 Η απομόνωση

Η "απομόνωση", ως παρατεταμένη κατάσταση, είναι χαρακτηριστικό της νεώτερης ιστορίας του Ελληνισμού. Φαίνεται να αρχίζει με το λυκόφως  του Βυζαντίου, να φτάνει στο απόγειό  της κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και να συνεχίζεται με κάποιες διακυμάνσεις και διαλείμματα, ως τις μέρες μας. Στον 20ο αιώνα μπορούμε να καταγράψουμε, ως μέγιστα σημεία στην καμπύλη του φαινομένου, το 1922 (με την καταστροφή του μικρασιατικού Ελληνισμού), το 1974 (με την τουρκική εισβολή-κατοχή στην Κύπρο), και το 1991-93 (με τη δημιουργία "μακεδονικού" κράτους στα βόρεια σύνορά μας). Και τώρα[8] με την πάνδημη διαφοροποίησή μας από τους δυτικούς «συμμάχους» μας στο θέμα της δαιμονοποίησης και καταστροφής των Σέρβων.
Παλιότερα αποδίδαμε την απομόνωσή μας  είτε στην "περιουσιότητά" μας  ως λαού και στον επακόλουθο "φθόνο" των ξένων, είτε στην αμάθεια και  την αχρειότητά μας. Είχαμε, αφ' ενός μια πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό  μας, καθώς συνυπολογίζαμε, στο σημερινό μας πυγμαίο ανάστημα, τα κολοσσιαία μεγέθη του κλασικού και του βυζαντινού Ελληνισμού. Πολλοί μάλιστα ήταν αυτοί που πίστευαν σε μια ειδική και έκτακτη μεσσιανική αποστολή του Νέου Ελληνισμού. Αποστολή βεβαίως που κανένα αντίκρισμα δεν είχε στο παρόν της νεωτερικής Ελλάδας. Από την άλλη πλευρά ήταν οι αντίπαλοι κάθε είδους ανυψωτικού φρονήματος. Οι διάφοροι κήρυκες του ραγιαδισμού. Μεγάλη Ιδέα από τη μια, Ψωροκώσταινα από την άλλη: οι δυο ακραίες απόψεις που οριοθετούσαν την απουσία εθνικής αυτοσυνειδησίας. Και οι δύο θέσεις ήταν καταστροφικές, γιατί δεν μπορούσαν να σταθμίσουν τις πραγματικές ιστορικές δυνατότητες του νεωτερικού Ελληνισμού.
Αλλά  ας προσπαθήσουμε να δώσουμε κάποιο συγκεκριμένο περιεχόμενο στην έννοια της «απομόνωσης». Αν τα έθνη είναι σχηματισμοί παραδόσεων, με κεντρική παράδοση και περιφερειακές παραδόσεις και αν η κοινότητα κεντρικής παράδοσης μεταξύ διαφόρων εθνών διαμορφώνει μια συγκεκριμένη ιστορική μορφή οικουμένης, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε το φαινόμενο της παρατεινόμενης απομόνωσης, μόνον ως εμπλοκή στον οικουμενικό μεταβολισμό του έθνους. Μόνον ως εμπλοκή στον οικουμενικό μεταβολισμό της κεντρικής του παράδοσης.
Το  ελληνικό έθνος είναι, κατά τη βυζαντινή  ιστορική περίοδο, το ηγετικό έθνος  της ελληνικής οικουμένης, της κοινοπολιτείας των Ορθοδόξων λαών. Κεντρική του παράδοση είναι η Ορθοδοξία, η οποία αποτέλεσε, για αρκετούς αιώνες, τη θεμελιώδη παράδοση Ανατολής και Δύσης. Σταδιακά, από ένα σημείο και πέρα, η παράδοση αυτή ηττάται (για ανθρωπολογικούς κατά βάση λόγους) από τον Μωάμεθ στην Ανατολή κι από τον Καρλομάγνο στη Δύση, για να περιοριστεί μόνο στο ελληνικό έθνος και στα σλαβικά έθνη. Η άλωση της Πόλης και η Τουρκοκρατία, συμπίπτουν με την έναρξη μιας αναδίπλωσης της Ορθόδοξης παράδοσης στο κέλυφός της. Η Εκκλησία περιορίζεται έκτοτε στον εθναρχικό της ρόλο και διακόπτεται έτσι η μέσω αυτής οικουμενική λειτουργία του Ελληνισμού. Η γενική πτώση βιοτικού και πολιτιστικού επιπέδου και ιδιαίτερα του επιπέδου της εθνικής παιδείας, κατά τους σκοτεινούς αιώνες της δουλείας, επιδεινώνει την εμπλοκή αυτή. Η πλήρης εξάρθρωση της οικουμενικής διάστασης του Ελληνισμού συντελείται μετά την απελευθέρωση. Καθώς η εθνεγερσία καθοδηγείται πνευματικά από τη δυτικόφρονα διανόηση, η απελευθέρωση δρομολογεί το νέο ελληνικό κράτος σε πνευματική και πολιτική τροχιά δορυφορική γύρω από τα δυτικά κέντρα. Η κεντρική παράδοση του έθνους, με σταθμό τη Βαυαροκρατία, τίθεται στο περιθώριο, καθώς η εισαγόμενη νεωτερική παράδοση καταλαμβάνει τα κέντρα της εθνικής παιδείας. Ανάλογες διαδικασίες εκδυτικισμού συντελούνται και στα ομόδοξα σλαβικά έθνη και απολήγουν επίσης στην περιθωριοποίηση της κεντρικής τους παράδοσης, της Ορθοδοξίας. Ο κομμουνισμός, παρά την αντιδυτική ρητορεία του, είναι μια οξεία μορφή εκδυτικισμού, γιατί αντιπροσωπεύει τη μετάλλαξη του Ορθόδοξου κοινοτισμού σε κρατικό κολεκτιβισμό, μέσω της υπαγωγής του στην επιρροή του σοσιαλιστικού διαφωτισμού -της αριστερής πτέρυγας του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.
Σ' αυτό το μακρο-ιστορικό πλαίσιο το πρόβλημά μας αναδεικνύεται επακριβώς  όταν τεθούν τα εξής δύο ερωτήματα: α) Αν, μετά το Σχίσμα, η «απομόνωσή» μας, ως προς τη Δύση, ήταν απολύτως φυσιολογική, γιατί δεν ξεπεράστηκε αφ' ότου επικράτησε πλήρως η "ενωτική" παράταξη, αφ’ ότου προσδεθήκαμε στο άρμα της Δύσης και γίναμε πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης; β) Γιατί απομονωθήκαμε από τα έθνη της δικής μας οικουμένης, αφού και κείνα πήραν το δρόμο του εκδυτικισμού;
Τα  ερωτήματα αυτά οδηγούν στη σχέση  εθνικής απομόνωσης και εθνικής  αλλοτρίωσης.

3.2 Η εθνική αλλοτρίωση

Η έννοια της εθνικής αλλοτρίωσης είναι ασαφής και συγκεχυμένη, επειδή δεν καλύπτεται από τις περί έθνους ιδέες που αντλούμε από τον νεωτερικό πολιτισμό. Μπορούμε όμως να της προσδώσουμε ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο αν χρησιμοποιήσουμε τη θεώρηση του έθνους ως δομής παραδόσεων.
Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, εθνική αλλοτρίωση είναι εκείνη η κατάσταση πραγμάτων, όπου ηγετική παράδοση στον εθνικό σχηματισμό, δηλαδή η παράδοση που κατευθύνει την παιδεία του, δεν είναι η κεντρική του  παράδοση, αλλά μια άλλη, μια περιφερειακή παράδοση. Η εθνική αλλοτρίωση είναι μάλιστα η εσωτερική όψη ενός πολιτιστικού ιμπεριαλισμού, όταν η κυρίαρχη περιφερειακή παράδοση συμβαίνει να είναι κεντρική παράδοση κάποιου άλλου ισχυρού εθνικού σχηματισμού.
Η εθνική αλλοτρίωση δεν αφορά, ωστόσο, την  εν γένει κυριαρχία μιας περιφερειακής παράδοσης πάνω στην εθνική παιδεία, το κράτος και τους θεσμούς του, αλλά πρωτίστως πάνω στην παιδεία της κεντρικής εθνικής παράδοσης. Η παιδεία της κεντρικής παράδοσης του αλλοτριωμένου έθνους δεν ελέγχεται απ' αυτή την ίδια. Δεν κατευθύνεται από τα δικά της πρότυπα, αλλά από τα πρότυπα της εισαγόμενης ηγετικής παράδοσης. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το ειδικό περιεχόμενο της εθνικής αλλοτρίωσης.
Σαν χειροπιαστό  παράδειγμα δίνεται η θεολογική  παιδεία στη νεώτερη Ελλάδα. Ας το επαναλάβουμε κι εδώ: Ήδη από την εποχή των Βαυαρών δημιουργούνται στα ελληνικά πανεπιστήμια θεολογικές σχολές, σύμφωνες με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και με βάση την παραδοχή ότι και η Ορθόδοξη γνώση μπορεί να προωθηθεί με επιστημονικές-σχολικές μεθόδους. Έκτοτε οι ηγετικές θέσεις της ελλαδικής Εκκλησίας επανδρώνονταν συνήθως από αποφοίτους των σχολών αυτών, που πολλές φορές κομίζουν και τίτλους περαιτέρω σπουδών στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Τα κριτήρια της θεολογικής γνώσης καθορίζονταν από τους νέους αυτούς κατόχους της θρησκευτικής αυθεντίας. Σύμφωνα όμως με τα κριτήρια του «ελληνικού Ελληνισμού» αυτό το μοντέλο θεολογικής παιδείας δεν έχει καμιά σχέση με την Ορθοδοξία. Τα κριτήρια της γνησιότητας, στην κοινοτική σχέση με το παραδειγματικό επίπεδο (το επίπεδο των προτύπων/αξιών/ιδανικών), τα διασφάλιζε, σ’ αυτή την παράδοση, η ελευθερία δημιουργίας ειδικών κοινοτήτων, που σκοπό τους είχαν να καλλιεργήσουν και να βιώσουν την κοινοτική εμπειρία της αγιότητας. Οι εν λόγω κοινότητες ήταν τα μοναστήρια. Τα πρόσωπα που επάνδρωναν τις ηγετικές θέσεις της Εκκλησίας προέρχονταν από τις τάξεις των μοναχών. Οι μοναστικές κοινότητες ήταν τα ειδικά ερευνητικά κέντρα, όπου καλλιεργούνταν η ασκητική επιστήμη της «καλής αλλοίωσης» του υποκειμένου και πραγματωνόταν «κοινωνικά» το μυστήριο της μετοχής στην αγαπητική-προσωπική κοινωνία. Η «εργαστηριακή» αυτή («έξω από τον κόσμο»), ενσάρκωση του παραδειγματικού, είχε επινοηθεί ακριβώς για να μη χαθεί η επαφή με τα αυθεντικά κριτήρια της χριστιανικής εμπειρίας, πράγμα αλλιώς αναπότρεπτο στο οικουμενικό πολιτειακό περιβάλλον, με το οποίο είχε αναγκαστεί να συμβιβαστεί ο «εκκαθολικευμένος» χριστιανικός Ελληνισμός. Καμιά σχέση, λοιπόν, ανάμεσα στα κέντρα αυτά  και στα σύγχρονα πανεπιστήμια. Δεν είχαν σκοπό να γεμίσουν την αριθμομηχανή του εγκεφάλου με πληροφορίες κατάλληλες για την αλλαγή (χρήση-κατάχρηση) του φυσικού κόσμου. Όσο για την αλλαγή του κοινωνικού κόσμου ήξεραν ότι είναι πιο δύσκολη από την αλλαγή του εαυτού και την προϋποθέτει. Ενδιαφέρονταν επομένως μόνο για γνώσεις και πρακτικές που επιτρέπουν την αυτοαλλαγή του ίδιου του «υποκειμένου της αλλαγής». Για τη γνώση των τρόπων που μπορεί η ανθρώπινη ψυχή να απαλλαγεί από τα πάθη της και να ενσαρκώσει τη θεωτική ταύτιση της ελευθερίας-αγάπης μέσα στην ιστορική κοινότητα. Θεολογικές γνώσεις που δεν βγαίνουν από ασκητική βίωση του ελευθερο-αγαπητικού κοινωνείν, είναι για την παράδοση αυτή χαλκός ηχών και κύμβαλον αλλαλάζον.
Κάνουμε την αναφορά αυτή όχι φυσικά για  να «μειώσουμε» τις θεολογικές σχολές. Ούτε για να εξιδανικεύσουμε τους μεταμοντέρνους επικούρειους κήπους, που επαίρονται για «ορθόδοξα μοναστήρια». Η θεολογική σχολή είναι εντελώς απαραίτητη. Όχι ως φορέας θρησκευτικής αυθεντίας, αλλά ως μηχανισμός που κρατά ανοιχτή την προσπέλαση στα κείμενα και στα συμβολικά μνημεία της εκκλησιαστικής παράδοσης. Η αναφορά μας στη βαυαρική θεολογική παιδεία δείχνει πού βρίσκεται η ουσία της εθνικής αλλοτρίωσης, όταν την τοποθετούμε στις σχέσεις μεταξύ διαφορετικών παραδόσεων. Η απώλεια ελέγχου της κεντρικής μας παράδοσης πάνω στη δική της παιδεία, αλλοίωσε τον χαρακτήρα της, γιατί την απέκοψε από τις πρακτικές, με τις οποίες αυτή κρατούσε την «επαφή» με τα αυθεντικά της πρότυπα.
Υπ' αυτή τη συγκεκριμένη έννοια ο Νέος Ελληνισμός είναι ένας αλλοτριωμένος Ελληνισμός, γιατί η εθνική του παιδεία  ελέγχεται από το νεωτερικό πνεύμα. Αναζητεί, η παιδεία του, την ιδεώδη ταυτότητα του Ελληνισμού στα Φώτα των νεωτερικών λύχνων, αποστρέφοντας το πρόσωπό της από το Ιλαρό Φως των δικών του παμμεγίστων φωστήρων. Ίσως μια τέτοια διατύπωση να μοιάζει υπερβολική και να θυμίζει παλιομοδίτικη ρητορεία. Είναι όμως σαφές ότι αυτό που μας χαρακτηρίζει είναι η άκριτη μίμηση των δυτικών προτύπων και η κομπλεξική απώθηση οποιουδήποτε στοιχείου τείνει να θυμίσει τα  οικουμενικά πρότυπα του Ορθόδοξου Ελληνισμού. Μιλάμε για νοσηρή (επιφανειακή και κακέκτυπη) μίμηση, όχι απλώς του εκάστοτε δυτικού συρμού, αλλά των ουσιωδών του νεωτερικού τρόπου ζωής.
Είναι καίριο λάθος να αντιλαμβάνεται κανείς την εθνική αλλοτρίωση σαν απόκλιση από κάποιο εθνικό "δέον", σαν  έλλειψη "εθνικοφροσύνης" (που  μπορεί να αποκατασταθεί με "δηλώσεις"), ή σαν εγκατάλειψη της φολκλορικής ιδιορρυθμίας. Η εθνική αλλοτρίωση αναφέρεται στα ουσιώδη και άρα σε προβληματική θεμελίωση του εθνικού πολιτισμού, στην ίδια την κοινωνική οντολογία του. [9]
Όσους βλέπουν μια τέτοια θέση σαν υπερβολική ή ακόμα και απαράδεκτη, τους καλούμε να την πάρουν τουλάχιστο σαν γόνιμη πρόκληση. Μπορεί κανείς να δηλώνει Ορθόδοξος, αλλά ο τρόπος της σκέψης και της καθημερινής ζωής του, να έχει, στα ουσιώδη, μικρή μόνο, ή καθόλου, σχέση με την Ορθοδοξία. Στο κεφαλαιώδες αυτό ζήτημα δεν χωρούν αγνωστικισμοί, γιατί υπάρχουν τα κριτήρια που επιτρέπουν να ξεχωρίζει η ήρα από το στάρι, στο πεδίο των σχέσεων με τον εαυτό μας, με τον πλησίον και με την κοινότητα. Τα κριτήρια αυτά δεν σώζονται μόνο στα βιβλία, όπου στο κάτω κάτω μπορεί κανείς να τα ερμηνεύει κατά το δοκούν. Σώζονται ακόμη στο βλέμμα του απλού ανθρώπου, ο οποίος διατηρεί πάντοτε μέσα του, έστω και απωθημένα, τα  διαχρονικά πρότυπα της Ρωμηοσύνης: το πρότυπο του αγίου, το πρότυπο του μάρτυρα, το πρότυπο του ηρωικού ανθρώπου. Τα κριτήρια υπάρχουν γύρω μας και μέσα μας και υποβάλλουν, αοράτως, τον καθένα στην «δια πυρός δοκιμασία», για να δείξουν τι πραγματικά είμαστε. Η άδοξη ιστορία του νεοελληνικού ευσεβισμού δεν έχει γίνει τυχαία το καταλληλότερο προπαρασκευαστικό μάθημα για την εισαγωγή στο νόημα της εθνικής μας αλλοτρίωσης.
Οι  αρχαίοι έλεγαν κάτι ιδιαίτερα καίριο: «όστις παρορών τα της πόλεως τοις οθνείοις παπταίνει τούτον ουδαμού  λέγω». Ακριβώς αυτό έχουμε πάθει. Παραβλέπουμε τα δικά μας πρότυπα. Προσπαθούμε να τα ξεχάσουμε και πιθηκίζουμε ό,τι μας έρχεται απ' έξω. Και βέβαια το «ουδαμού λέγω» πέφτει επί των κεφαλών μας σαν διαχρονική καταδίκη. Είμαστε "απομονωμένοι" πριν απ΄ όλα από τον ίδιο τον διαχρονικό εαυτό μας. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημά μας. Βρίσκεται στο βαθύτερο αυτό επίπεδο, όπου η εθνική απομόνωση και η εθνική αλλοτρίωση συνυφαίνονται και αναπαράγονται.

3.3 Ο Καραγκιόζης

Η άκριτη μίμηση, που βασίζεται στη συμπλεγματική απώθηση των οικείων προτύπων, είναι, ωστόσο, πάντοτε μια ατελέσφορη μίμηση[10]. Δεν είναι τυχαίο ότι παρά τις εναγώνιες προσπάθειες να εκδυτικιστούμε τίποτα το αξιόλογο δεν κατορθώσαμε.
Αποκτήσαμε  ευρωπαϊκές φόρμες αλλά καθόλου το ευρωπαϊκό τους περιεχόμενο. Κατορθώνουμε μόνο να γελοιοποιούμε την Ευρώπη. Κι αυτό βεβαίως η Ευρώπη δεν μας το συγχωρεί. Τη μη δημιουργική, την παθητική, την άγονη και κακέκτυπη μίμηση, κανείς δεν την εκτιμά, γιατί σημαίνει έλλειψη πραγματικής προσφοράς. Αν μάλιστα προσθέσουμε στον ατελέσφορο χαρακτήρα της πλεγματικής μίμησης τα συμπτώματα κυνισμού, που έχουν γενικευτεί τα τελευταία χρόνια, το γεγονός δηλαδή ότι "το παίζουμε Ευρωπαίοι" για να φάμε τα λεφτά των "κουτόφραγκων", αντιλαμβανόμαστε σε τι διεθνή υπόληψη μπορούμε να υπολογίζουμε.
Τοποθετώντας  τον νεοέλληνα σ' ένα περιβάλλον ραγιαδισμού, πλεγματικής ατελέσφορης  μίμησης των δυτικών προτύπων και κυνικής "αξιοποίησης" του "ευρωπαϊσμού", τον βλέπουμε να μεταμορφώνεται σε ένα πολύ γνωστό μας τύπο: την Αυτού Εξοχότητα  τον Καραγκιόζη. Ο Καραγκιόζης είναι σήμερα ο κυρίαρχος κοινωνικός τύπος στη χώρα μας. Ο αντιπροσωπευτικότερος τύπος του αλλοτριωμένου Έλληνα, που δεν γνωρίζει ιδεολογικά και πολιτικά στεγανά και δεσπόζει σε όλους τους τομείς "αυτού που λέγεται δημόσιος βίος".
Μιλάμε  εννοείται για πραγματικότητες και όχι για ιδεολογήματα. Για πράγματα που φαίνονται πεντακάθαρα μόλις κοιτάξουμε προσεχτικά γύρω μας και μέσα μας: Είμαστε ένα εντελώς παρασιτικό κράτος. Όλο το λεγόμενο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων γίνεται με ξένα χρήματα. Έχουμε διαψεύσει όλα τα μοντέλα της οικονομικής επιστήμης, εφευρίσκοντας αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί Επιδοματικός Τρόπος Παραγωγής. Όλες οι τάξεις δεν βλέπουν πως θα μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς τις ποικίλες επιδοτήσεις. Αν λοιπόν προβάλλουμε το θέμα μας στην ιλαροτραγική φιγούρα του Καραγκιόζη, όλο το σκοτεινό και επτασφράγιστο μυστήριο της εθνικής μας «απομόνωσης» φωτίζεται, πλήρως. Και αυτομάτως. Τον Καραγκιόζη είναι φυσικό να μην τον έχει κανείς σε υπόληψη. Ο Καραγκιόζης είναι μόνο για καρπαζιές. Η απομόνωση βρίσκεται μέσα στην ίδια του τη φύση.
Ο αναδελφισμός μπορεί κάλλιστα να ερμηνευθεί σαν  ιδεολογική και ψυχολογική αναπλήρωση της αδυναμίας του Καραγκιόζη να υπερβεί τη φύση του. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι δεν μπορεί ο Καραγκιόζης να μείνει για πολύ στον αναδελφισμό. Αργά ή γρήγορα αποδέχεται κυνικά τη θέση του και επιλέγει συνειδητά την παρασιτική επιβίωση, την αυτογελοιοποίηση, την επαιτεία. Πράγμα που εν πολλοίς το κάνει ήδη. Υπάρχει βεβαίως και η εκδοχή της εσωτερικής ψυχικής κατάρρευσης, που μπορεί να φέρει τον Καραγκιόζη σε νηπτική αυτεπίγνωση και να τον βοηθήσει να υπερβεί την παραφύσιν (αλλοτριωμένη) φύση του.
Αντιπροτείνοντας  την έννοια «εθνική αλλοτρίωση», ως εναλλακτική στην έννοια «έθνος ανάδελφον», μπορούμε να βγάλουμε τον  Καραγκιόζη από το αδιέξοδο, ακριβώς γιατί του δείχνουμε ποια είναι η καραγκιοζίστικη φύση του. Μπορούμε να διαφύγουμε από το αδιέξοδο μόνο αν μάθουμε να αντικρίζουμε τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου με τα δικά μας μάτια και όχι με τα μάτια των Ευρωπαίων ή των Αμερικανών. Αν αναζητήσουμε απαντήσεις στα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας με βάση τα διαχρονικά οικουμενικά πρότυπα των δικών μας παραδόσεων.

4. Το ψευτοδίλημμα

Αντιλαμβανόμαστε  το πρόβλημα που απασχολεί τους εθνοφυλετιστές μας. Η αποκλειστικά πολιτισμική  προσέγγιση στην εθνική ταυτότητα τους φαίνεται ότι διευκολύνει την ισοπεδωτική επέλαση της Νέας Τάξης, εν αντιθέσει με την εθνοφυλετική, η οποία μοιάζει να τοποθετεί την εθνική ετερότητα στο απυρόβλητο μιας διαφοροποιήσεως οιονεί φυσικής. Σκέπτονται ότι με το πολιτιστικό κριτήριο «τα έθνη όλα εξαφανίζονται».
Εννοούν το νεωτερικό πολιτιστικό κριτήριο, που εκδέχεται τον άνθρωπο ως άτομο και την κοινότητα ως σύστημα. Μ' αυτή την έννοια συμφωνούμε και επαυξάνουμε. Ο περιβόητος πολιτιστικός πλουραλισμός σημαίνει ακριβώς την πολιτιστική ισοπέδωση. Έχουν δίκιο ότι η μόνη εναλλακτική λύση στην ισοπέδωση είναι ο εθνοφυλετισμός, αλλά μόνο μέσα στη νεωτερική νοηματοδότηση του κόσμου. Γιατί όμως θα έπρεπε να τοποθετηθούμε, οπωσδήποτε, στο γήπεδο του αντιπάλου; Μόνο η νεωτερική νοηματοδότηση υπάρχει; Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση; Είναι αδύνατο να υπερβούμε το δίπολο εθνομηδενισμού-εθνορατσισμού;
Το  δίλημμα κοσμοπολιτισμός-εθνοφυλετισμός (ή εθνορατσισμός ή εθνομηδενισμός) προκύπτει μόνο από τον τρόπο που τα έθνη της νεωτερικής οικουμένης αντιλαμβάνονται την ετερότητά τους. Είναι ψεύτικο δίλημμα. Ισχύει μόνο στο εσωτερικό της νεωτερικής παράδοσης, η οποία μπορεί μεν να είναι κυρίαρχη, αλλά δεν παύει να είναι περιφερειακή στον Ελληνισμό, αν βέβαια τον δούμε ως διαχρονική ιστορική οντότητα.
Μήπως δεν έχει ο Ελληνισμός τη δική του αντίληψη για τη φύση του έθνους και για τη δική του ταυτότητα; Έχει και καταργεί το ψεύτικο δίλημμα.

--------------------------------
[2] Το κείμενο που ακολουθεί είναι σχεδόν αυτούσιο παρμένο από σχετικά άρθρα μου στο περιοδικό Ελλοπία τ. 17 & 18 1993. Το περιεχόμενό τους αντικρούστηκε με δριμύτητα από τον Κύριο Χρήστο Σαρτζετάκη. (βλ. http://www.sartzetakis.gr/points/thema1.html )
[3] Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα. Ἴκαρος, 1989.
[4] Βλ. Θ.Ζιάκας,Έθνος και Παράδοση. Εναλλακτικές εκδόσεις. 1993.
[5] Βλ. σημ. [1]
[6]  Γ. Καραμπελιάς, Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ, ΤΟ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ ΚΑΙ Ο... ΚΟΡΜΟΡΑΝΟΣ, σ. 136 Εξάντας Αθήνα 1992.
[7] Εκδόσεις Χατζηνικολή. Αθήνα 1978.
[8]  1993 – χρόνος δημοσίευσης άρθρων Ελλοπίας βλ. σημ. 2.
[9 ] Ιδιαίτερη, απ΄ αυτή την άποψη, είναι η αξία του βιβλίου του Χρ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα (Δόμος, Αθήνα, 1992). Γιατί δείχνει: α) ότι η εθνική αλλοτρίωση είναι στην περίπτωσή μας πρωτίστως θρησκευτική αλλοτρίωση, και β) ότι οι αντιδυτικιστές, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν ήταν λιγότερο εκδυτικισμένοι από τους δυτικιστές.
[10] Χ. Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, Δόμος, Αθήνα, 1992.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου