Ο
άνθρωπος εκτίσθη κατ’ εικόνα Θεού, δια
να ζή καθ’ ομοίωσιν Αυτού. Ως ελεύθερον
όν, και συμφώνως προς αυτήν ταύτην την
έννοιαν της ελευθερίας, ο άνθρωπος
εκτίσθη κατ’ αρχήν δια θείας δημιουργικής
πράξεως ως καθαρά δυνατότης, η οποία
πραγματοποιείται κατά τον χρόνον της
πορείας της ζωής. Η ελευθερία επιβάλλει
την δυνατότητα ενός ανθρωπίνου
αυτοπροσδιορισμού, θετικού ή αρνητικού,
έναντι του Θεού. Ουδέν έτερον θα εξετάσωμεν
ενταύθα ει μη την διάθεσιν του ανθρώπου,
ο οποίος επιθυμεί όντως να προσδιορίση
εαυτόν κατά θετικόν τρόπον. Προς έναν
τοιούτον αυτοπροσδιορισμόν είναι
απαραίτητον να έχη ο άνθρωπος την γνώσιν
του Θείου Όντος, της «μορφής» (βλ.
Φιλιπ. β’ 6) της Υπάρξεως Αυτού, διότι
είναι
προφανές ότι άπασα η ζωή ημών εξαρτάται
εκ της αντιλήψεως ημών περί του Πρωτοτύπου,
της Πρώτης Εικόνος. Τούτο δε ισχύει
εις τοιούτον σημείον, ώστε πάσα αλλοίωσις
της θεωρίας του Θείου Όντος να έχη ως
άφευκτον συνέπειαν μίαν αλλοίωσιν της
«μορφής» της ιδίας ημών υπάρξεως.
Η
ανθρωπίνη διάνοια, κτισθείσα κατ’
εικόνα του Θείου Νοός, φέρει εν εαυτή
την εικόνα ταύτην, προϋποθέτει αυτήν,
αλλά δεν δύναται να διαμορφώση αυτήν
τελείως επί μόνης της βάσεως της ιδίας
αυτής πείρας. Είναι όντως υποτεταγμένη
εις την πορείαν του γίγνεσθαι και του
αυτοπροσδιορισμού, εις τρόπον ώστε δεν
έχει εισέτι την γνώσιν της Υπάρξεως
πλήρως πεπραγματοποιημένης. Το Δόγμα
τοποθετεί ημάς ενώπιον του Γεγονότος
του Θείου Είναι άνευ λογικών εξηγήσεων.
Το Θείον Όν, όν Πρώτον, ουδεμίαν αιτίαν
έχει εκτός Εαυτού. Είναι λοιπόν αδύνατον
να αναγάγωμεν Αυτό εις τι άλλο. Είναι
Τούτο το πρώτον και έσχατον θεμέλιον
πάσης ζωής και πάσης γνώσεως. Εις τον
πιστεύοντα άνθρωπον το Δόγμα δίδει
απάντησιν εις πάσαν αναζήτησιν, εις παν
αξίωμα της διανοίας. Το ανθρώπινον
πνεύμα έναντι του Δόγματος θα ζητήση
εν συνεχεία τας ιδίας αυτού οδούς, δια
να αφομοιώση τα δεδομένα της Θείας
Αποκαλύψεως και να οικειωθή το περιεχόμενον
αυτής. Ενταύθα άρχεται ό,τι καλούμεν
«θεολογικήν ανάπτυξιν».
Μακράν
του να είναι καρπός διανοητικών ερευνών
ή αποτέλεσμα της θεολογικής σκέψεως,
το Δόγμα είναι ουσιωδώς η ρηματική
έκφρασις μιάς «προφανούς αληθείας».
Η αληθινή κατανόησις των δογμάτων της
Εκκλησίας είναι δυνατή μόνον, όταν
αρνώμεθα να εφαρμόσωμεν τον ιδιάζοντα
εις το ανθρώπινον λογικόν τρόπον του
σκέπτεσθαι. Οι Πατέρες της Εκκλησίας
ουδόλως ευρίσκοντο εις διανοητικόν
επίπεδον κατώτερον εκείνου της φιλοσοφίας
και της επιστήμης της εποχής αυτών –
απόδειξις εκθαμβωτική τούτου είναι τα
έργα αυτών – διεσκέλιζον δε μετά
κυριάρχου κύρους τα σύνορα της τυπικής
λογικής. Όταν το πνεύμα του ανθρώπου,
δια του ελέγχου της πίστεως, ευρίσκηται,
χάρις εις την άνωθεν έμπνευσιν, ενώπιον
της προφανούς αληθείας του υπερτάτου
Γεγονότος, τότε μία τοιαύτη υπέρβασις
φαίνεται φυσική εις αυτό. Μία εμπειρία
λοιπόν αυτής της τάξεως κείται εις την
βάσιν των δογματικών συνθέσεων.(...)
(...)Μία
τοιαύτη άμεσος γνώσις ουδόλως είναι
λογικώς αποδεικτή. Είναι προσέτι αδύνατον
να «περιγράψωμεν» αυτήν τη βοηθεία
εννοιών, δια των οποίων λειτουργεί το
ανθρώπινον λογικόν. Και τούτο ουχί μόνον
διότι τα πολύ στενά πλαίσια της νοηματικής
σκέψεως δεν θα ηδύναντο να περιλάβουν
τας θείας πραγματικότητας, αλλά προ
παντός διότι η αληθινή γνώσις του Θεού
παρέχεται μόνον εντός της υπαρξιακής
τάξεως, ήτοι δια της βιωθείσης εμπειρίας
όλου του είναι ημών. Δεν υπάρχει ετέρα
οδός προς την γνώσιν ταύτην ει μη η οδός
της τηρήσεως πάντων όσων ενετείλατο ο
Χριστός.
Πας
άνθρωπος στρεφόμενος προς τον Θεόν
λαμβάνει παρ’ Αυτού οπωσδήποτε μίαν
απάντησιν. Εν τούτοις, εάν η εμπειρία
της Θείας κοινωνίας δεν είναι αρκετή,
ο άνθρωπος αισθάνεται τον πειρασμόν να
αναπληρώση το κενόν τούτο δια των ιδίων
αυτού δυνάμεων. Ολισθαίνει τότε
αναποφεύκτως εις παρεκκλίσεις και
καταλήγει εις μείωσιν ή παραμόρφωσιν
της Αληθείας, αναμειγνύων το ψευδές
μετά του αληθούς.
Η Εκκλησία, ως
φύλαξ της πληρότητος της Αποκαλύψεως,
δια των δογμάτων αυτής απαγορεύει να
υπερβαίνωμεν ωρισμένα όρια. Κλείει την
ανθρωπίνην διάνοιαν ως εις μάγγανον,
εκ του οποίου δεν είναι εύκολον να
αποδεσμευθή τις. Δια να πραγματοποιήση
τούτο, πρέπει να παύση να κινήται επί
του επιπέδου της σκέψεως και να ανέλθη
κατακορύφως εις άλλην σφαίραν.
Εις
πάσας τας εποχάς η θεολογική ανάπτυξις
δεν είχε κατά βάθος άλλο λειτούργημα
ει μη να καθιστά τας ακλινείς δογματικάς
αληθείας προσιτάς εις τα πνεύματα,
«μεταφράζουσα» αυτάς εις γλώσσαν
προσηρμοσμένην εις τας ανάγκας των
ανθρώπων, δια τους οποίους προωρίζετο.
Αλλά – υπογραμμίζομεν τούτο άπαξ έτι
– πάσα «προβληματική» καταπίπτει,
ευθύς ως ο άνθρωπος φθάση εις άμεσον
θεωρίαν του Θεού. «Εν
εκείνη τη ημέρα Εμέ ουκ ερωτήσετε
ουδέν»(Ιω.16,23).
Έσσεξ 1996, σελ.125-128,
ISBN 1 874679 12 6.
ISBN 1 874679 12 6.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου