του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα
"Η Απανθρωπία του Διακιώματος", Χρήστου Γιανναρά, Εκδ. Δόμος, Αθήνα 1998Το εν λόγω βιβλίο του καθηγητή της φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Χρήστου Γιανναρά αποτελεί τομή στην όλη συζήτηση για τα «ανθρώπινα δικαιώματα». Εισάγει μια νέα προβληματική. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μετανεωτερική, γιατί υπερβαίνει τις συνηθισμένες μορφές κριτικής του «δικαιώματος»: τη νεωτερική και τη φουνταμενταλιστική.
Η σύγχρονη νεωτερική κριτική του «δικαιώματος» έχει σαφώς
μαρξιστικές καταβολές: Τα λεγόμενα «δικαιώματα του ανθρώπου» δεν είναι
παρά μια υποκριτική, δήθεν οικουμενική ιδεολογία, στην υπηρεσία της
καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής «κατάκτησης του κόσμου», που άρχισε πριν
από πεντακόσια χρόνια και «συνεχίζεται». Πέρα από υποκριτικό και
παραπλανητικό, για τον τρίτο κόσμο, το «δικαίωμα» είναι τυπικό, μη
πραγματικό, ακόμα και για την ίδια του τη μητρόπολη.
Το συμπέρασμα της κριτικής αυτής είναι, προφανώς, το αίτημα της «ουσιαστικοποίησης του δικαιώματος». Πώς όμως; Η μόνη πρόταση, που μπόρεσε να διατυπωθεί με σαφήνεια και ήδη σφράγισε τον αιώνα μας, είναι η μαρξιστική-λενινιστική: Το αστικό «δικαίωμα» να καταργηθεί, για ένα διάστημα («δικτατορία του προλεταριάτου»), ώσπου να εξαλειφθούν οι όροι που το καθιστούν υποκριτικό-τυπικό και οι οποίοι είναι (κατά τη μαρξιστική ανάλυση) η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
Η φουνταμενταλιστική κριτική του «δικαιώματος», που βρήκε γόνιμο έδαφος μετά την κατάρρευση των σοσιαλιστικών οραματικών διεξόδων της νεωτερικότητας, υποστηρίζει ότι όλα τα δεινά του σύγχρονου κόσμου (χάσμα Βορρά-Νότου, οικολογικό πρόβλημα κ.λπ.) προκύπτουν από την ατομοκεντρική θεμελίωση του νεωτερικού πολιτισμού, ακρογωνιαίος λίθος της οποίας είναι ακριβώς τα «ανθρώπινα δικαιώματα». Μόνη λύση είναι, για τους φουνταμενταλιστές, η επιστροφή στην προνεωτερική κολεκτιβιστική ολότητα, όπου δεν υπάρχει, φυσικά, καμιά θέση για «ατομικιστικά» δικαιώματα.
Η απάντηση της νεωτερικής απολογητικής στις κριτικές αυτές είναι κατηγορηματικά απορριπτική: Το «δικαίωμα» είναι κατάκτηση αδιαπραγμάτευτη. Φυσικά και δεν ισχύει για όλους. Αλλά είναι αδύνατο να γεφυρωθεί τελείως το χάσμα ανάμεσα στον τύπο και την ουσία, τη θεωρία και την πράξη, το ιδανικό και το πραγματικό. Κι εδώ είναι που επικαλούνται την αποτυχία της μαρξιστικής πρότασης. Η αναζήτηση της «πληρότητας» του «δικαιώματος» έφερε μόνο την κατάργηση κάθε δικαιώματος. Στην προοδευτικότερή της μάλιστα εκδοχή, η νεωτερική απολογητική, συζητά σοβαρά τη δυνατότητα μεταρρυθμιστικής «ουσιαστικοποίησης του δικαιώματος». Τη συνδέει με τη μετάπτωση από τον «υποκειμενοκεντρικό» λόγο στον «επικοινωνιακό» λόγο (είναι η θέση π.χ. του γερμανού φιλοσόφου Γιούργκεν Χάμπερμας).
Ο Γιανναράς σπάει το πλαίσιο αυτό. Δεν στέκεται στο αν το «δικαίωμα» είναι υποκριτικό ή όχι, τυπικό ή μη, στο Κέντρο ή στην Περιφέρεια και σε ποιο βαθμό. Μιλά κατηγορηματικά για την «απανθρωπία» του «δικαιώματος». Απορρίπτει επίσης ανεπιφύλακτα τη φουνταμενταλιστική πρόταση: Ζητά τον «εξανθρωπισμό» του «δικαιώματος». Όχι την κατάργησή του. Ανοίγεται έτσι σε μια πολλά υποσχόμενη μετανεωτερική τοποθέτηση του ζητήματος.
Αλλά γιατί το νεωτερικό «δικαίωμα» είναι «απάνθρωπο»; Το νεωτερικό «δικαίωμα» βασίζεται στην αναγωγή του συγκεκριμένου ανθρώπου σε αφηρημένο άτομο. Απαλείφει τη μοναδικότητα, την ανομοιότητα, την ετερότητα του κάθε ανθρώπου. Ως εργαζόμενος π.χ. διαφέρω μόνο στην «ειδικότητα» και στο «μπαγκράουντ». Ως πολίτης (ψηφοφόρος ή ψηφοθήρας) διαφέρω μόνο στην κομματική ταμπέλα. Ως καταναλωτής είμαι η ακόρεστη επιθυμητική βουλιμία. Έτοιμος να προσκολληθώ στο όποιο φανταχτερό υποκατάστατο έχει προκαθορίσει η επιστημονικά δουλεμένη παραπειστική διαφήμιση. Οι κοινωνικές σχέσεις δομούνται έτσι σε μηχανικά συστήματα, όπου ουδείς αναντικατάστατος. Δεν δουλεύουν με τους πραγματικούς ανθρώπους, αλλά με «φορείς» τυποποιημένων «αναγκών» και τυποποιημένων «δικαιωμάτων», που επιδέχονται τυποποιημένη, επίσης, «ικανοποίηση». Η αρχή της αντικαταστασιμότητας του πραγματικού από το ιδεατό, είναι η θεμελιακή αρχή, με βάση την οποία λειτουργεί ο άνθρωπος του νεωτερικού «δικαιώματος». Ιδανικό του είναι να κάνει την κοινωνία μια αυτόματη μηχανή, όπου η αυτονομημένη Αγορά υποτάσσει την Πολιτική και όπου οι πραγματικοί άνθρωποι υποκαθίστανται από στατιστικές μονάδες με «δείκτες» που λαμβάνουν τη μια ή την άλλη «τιμή», ώστε να γίνεται δυνατή η διαπραγμάτευσή τους σε πακέτα.
Δεδομένου ότι το «Σύστημα» αυτό ενσωματώνει όλο μας τον κοινωνικό χρόνο οι συνέπειες δεν είναι καθόλου αμελητέες. Αν η μοναδικότητα, η ετερότητα, η ιδιοπροσωπία μου, δεν ενσαρκώνονται σε κοινωνικές ανάγκες και δεν διαμεσολαβούνται από κοινωνικές σχέσεις, τότε σε ποιο χώρο και χρόνο μπορούν να ενσαρκωθούν και να υπάρξουν; Καθώς η υπαρκτική διαφορά παύει να κοινωνείται καταδικάζεται να ατροφήσει. Τη θέση του ανθρώπου την παίρνει η ψηφιακή προσομοίωσή του στη μνήμη της κοινωνικής μηχανής. Αλλά δεν γίνεται τότε κι ο ίδιος ο άνθρωπος μηχάνημα; Το τυπικό-απρόσωπο «δικαίωμα» είναι η ιδέα - κλειδί στην οικοδόμηση του πραγματικά απάνθρωπου αυτού Συστήματος. Να γιατί ο Γιανναράς μιλά για «απανθρωπία». Η απανθρωπία είναι εγγενής στην απροσωπία του νεωτερικού «δικαιώματος».
Ποια είναι η πρόταση του Γιανναρά; Είναι να ξαναπάρουμε τα πράγματα από την οντολογική αρχή τους, τώρα που τίθεται θέμα υπέρβασης του νεωτερικού «παραδείγματος». Να ξεκινήσουμε με αφετηρία την απόλυτη ετερότητα, τη μοναδικότητα, τη μη αντικαταστασιμότητα του προσώπου. Με ζητούμενο όχι την άρνησή τους, αλλά την ελεύθερη δυναμική κοινωνικοποίησή τους. Αλήθεια, γιατί να μην είναι δυνατή μια ανανοηματοδότηση του «δικαιώματος», ικανή να άρει την απροσωπία-απανθρωπία του; Κι εδώ ο Γιανναράς μας προτείνει να ξαναπιάσουμε το κομμένο νήμα της ελληνικής εμπειρίας.
Είναι όμως πολύ αμφίβολο αν η διανόησή μας είναι σε θέση να τον παρακολουθήσει. Μπορεί στη Δύση να βρίσκεται σε ανάπτυξη η «μετανεωτερική» αναζήτηση, αλλά εμείς εδώ συζητάμε ακόμη αν πρέπει να ανέβουμε ή όχι στο «τρένο» της νεωτερικότητας. Για να δεχθούμε τη μετανεωτερική πρόκληση πρέπει, πριν απ’ όλα, να αποβάλλουμε τις παρωπίδες: τόσο τις νεωτερικές όσο και τις φουνταμενταλιστικές.
Το συμπέρασμα της κριτικής αυτής είναι, προφανώς, το αίτημα της «ουσιαστικοποίησης του δικαιώματος». Πώς όμως; Η μόνη πρόταση, που μπόρεσε να διατυπωθεί με σαφήνεια και ήδη σφράγισε τον αιώνα μας, είναι η μαρξιστική-λενινιστική: Το αστικό «δικαίωμα» να καταργηθεί, για ένα διάστημα («δικτατορία του προλεταριάτου»), ώσπου να εξαλειφθούν οι όροι που το καθιστούν υποκριτικό-τυπικό και οι οποίοι είναι (κατά τη μαρξιστική ανάλυση) η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
Η φουνταμενταλιστική κριτική του «δικαιώματος», που βρήκε γόνιμο έδαφος μετά την κατάρρευση των σοσιαλιστικών οραματικών διεξόδων της νεωτερικότητας, υποστηρίζει ότι όλα τα δεινά του σύγχρονου κόσμου (χάσμα Βορρά-Νότου, οικολογικό πρόβλημα κ.λπ.) προκύπτουν από την ατομοκεντρική θεμελίωση του νεωτερικού πολιτισμού, ακρογωνιαίος λίθος της οποίας είναι ακριβώς τα «ανθρώπινα δικαιώματα». Μόνη λύση είναι, για τους φουνταμενταλιστές, η επιστροφή στην προνεωτερική κολεκτιβιστική ολότητα, όπου δεν υπάρχει, φυσικά, καμιά θέση για «ατομικιστικά» δικαιώματα.
Η απάντηση της νεωτερικής απολογητικής στις κριτικές αυτές είναι κατηγορηματικά απορριπτική: Το «δικαίωμα» είναι κατάκτηση αδιαπραγμάτευτη. Φυσικά και δεν ισχύει για όλους. Αλλά είναι αδύνατο να γεφυρωθεί τελείως το χάσμα ανάμεσα στον τύπο και την ουσία, τη θεωρία και την πράξη, το ιδανικό και το πραγματικό. Κι εδώ είναι που επικαλούνται την αποτυχία της μαρξιστικής πρότασης. Η αναζήτηση της «πληρότητας» του «δικαιώματος» έφερε μόνο την κατάργηση κάθε δικαιώματος. Στην προοδευτικότερή της μάλιστα εκδοχή, η νεωτερική απολογητική, συζητά σοβαρά τη δυνατότητα μεταρρυθμιστικής «ουσιαστικοποίησης του δικαιώματος». Τη συνδέει με τη μετάπτωση από τον «υποκειμενοκεντρικό» λόγο στον «επικοινωνιακό» λόγο (είναι η θέση π.χ. του γερμανού φιλοσόφου Γιούργκεν Χάμπερμας).
Ο Γιανναράς σπάει το πλαίσιο αυτό. Δεν στέκεται στο αν το «δικαίωμα» είναι υποκριτικό ή όχι, τυπικό ή μη, στο Κέντρο ή στην Περιφέρεια και σε ποιο βαθμό. Μιλά κατηγορηματικά για την «απανθρωπία» του «δικαιώματος». Απορρίπτει επίσης ανεπιφύλακτα τη φουνταμενταλιστική πρόταση: Ζητά τον «εξανθρωπισμό» του «δικαιώματος». Όχι την κατάργησή του. Ανοίγεται έτσι σε μια πολλά υποσχόμενη μετανεωτερική τοποθέτηση του ζητήματος.
Αλλά γιατί το νεωτερικό «δικαίωμα» είναι «απάνθρωπο»; Το νεωτερικό «δικαίωμα» βασίζεται στην αναγωγή του συγκεκριμένου ανθρώπου σε αφηρημένο άτομο. Απαλείφει τη μοναδικότητα, την ανομοιότητα, την ετερότητα του κάθε ανθρώπου. Ως εργαζόμενος π.χ. διαφέρω μόνο στην «ειδικότητα» και στο «μπαγκράουντ». Ως πολίτης (ψηφοφόρος ή ψηφοθήρας) διαφέρω μόνο στην κομματική ταμπέλα. Ως καταναλωτής είμαι η ακόρεστη επιθυμητική βουλιμία. Έτοιμος να προσκολληθώ στο όποιο φανταχτερό υποκατάστατο έχει προκαθορίσει η επιστημονικά δουλεμένη παραπειστική διαφήμιση. Οι κοινωνικές σχέσεις δομούνται έτσι σε μηχανικά συστήματα, όπου ουδείς αναντικατάστατος. Δεν δουλεύουν με τους πραγματικούς ανθρώπους, αλλά με «φορείς» τυποποιημένων «αναγκών» και τυποποιημένων «δικαιωμάτων», που επιδέχονται τυποποιημένη, επίσης, «ικανοποίηση». Η αρχή της αντικαταστασιμότητας του πραγματικού από το ιδεατό, είναι η θεμελιακή αρχή, με βάση την οποία λειτουργεί ο άνθρωπος του νεωτερικού «δικαιώματος». Ιδανικό του είναι να κάνει την κοινωνία μια αυτόματη μηχανή, όπου η αυτονομημένη Αγορά υποτάσσει την Πολιτική και όπου οι πραγματικοί άνθρωποι υποκαθίστανται από στατιστικές μονάδες με «δείκτες» που λαμβάνουν τη μια ή την άλλη «τιμή», ώστε να γίνεται δυνατή η διαπραγμάτευσή τους σε πακέτα.
Δεδομένου ότι το «Σύστημα» αυτό ενσωματώνει όλο μας τον κοινωνικό χρόνο οι συνέπειες δεν είναι καθόλου αμελητέες. Αν η μοναδικότητα, η ετερότητα, η ιδιοπροσωπία μου, δεν ενσαρκώνονται σε κοινωνικές ανάγκες και δεν διαμεσολαβούνται από κοινωνικές σχέσεις, τότε σε ποιο χώρο και χρόνο μπορούν να ενσαρκωθούν και να υπάρξουν; Καθώς η υπαρκτική διαφορά παύει να κοινωνείται καταδικάζεται να ατροφήσει. Τη θέση του ανθρώπου την παίρνει η ψηφιακή προσομοίωσή του στη μνήμη της κοινωνικής μηχανής. Αλλά δεν γίνεται τότε κι ο ίδιος ο άνθρωπος μηχάνημα; Το τυπικό-απρόσωπο «δικαίωμα» είναι η ιδέα - κλειδί στην οικοδόμηση του πραγματικά απάνθρωπου αυτού Συστήματος. Να γιατί ο Γιανναράς μιλά για «απανθρωπία». Η απανθρωπία είναι εγγενής στην απροσωπία του νεωτερικού «δικαιώματος».
Ποια είναι η πρόταση του Γιανναρά; Είναι να ξαναπάρουμε τα πράγματα από την οντολογική αρχή τους, τώρα που τίθεται θέμα υπέρβασης του νεωτερικού «παραδείγματος». Να ξεκινήσουμε με αφετηρία την απόλυτη ετερότητα, τη μοναδικότητα, τη μη αντικαταστασιμότητα του προσώπου. Με ζητούμενο όχι την άρνησή τους, αλλά την ελεύθερη δυναμική κοινωνικοποίησή τους. Αλήθεια, γιατί να μην είναι δυνατή μια ανανοηματοδότηση του «δικαιώματος», ικανή να άρει την απροσωπία-απανθρωπία του; Κι εδώ ο Γιανναράς μας προτείνει να ξαναπιάσουμε το κομμένο νήμα της ελληνικής εμπειρίας.
Είναι όμως πολύ αμφίβολο αν η διανόησή μας είναι σε θέση να τον παρακολουθήσει. Μπορεί στη Δύση να βρίσκεται σε ανάπτυξη η «μετανεωτερική» αναζήτηση, αλλά εμείς εδώ συζητάμε ακόμη αν πρέπει να ανέβουμε ή όχι στο «τρένο» της νεωτερικότητας. Για να δεχθούμε τη μετανεωτερική πρόκληση πρέπει, πριν απ’ όλα, να αποβάλλουμε τις παρωπίδες: τόσο τις νεωτερικές όσο και τις φουνταμενταλιστικές.
πηγή: Kαθημερινή 1998, ηλ. επεξεργασία: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου