του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα
Πηγή: Αντίφωνο
Με τον όρο «φιλανθρωπία»[i] εννοούμε πράξεις ελέους (αρωγής, βοήθειας, υποστήριξης) στον πάσχοντα συνάνθρωπο. «Πάσχων» είναι ο ασθενής, ο πεινασμένος, ο άστεγος, ο φτωχός, ο αδικημένος, ο φυλακισμένος, ο πρόσφυγας, ο μετανάστης, ο ξένος και γενικά κάποιος που «έχει ανάγκη».
Ο πάσχων, ο αιτούμενος ελέους, υπάρχει σε κάθε πολιτισμό, απ’ όσους τουλάχιστον γνωρίζουμε. Γι’ αυτό και κάθε πολιτισμός έχει τη δική του θέσμιση της φιλανθρωπίας (νοηματοδότηση και πρακτική). Όπως σε όλα τα μεγάλα διαπολιτισμικά ζητήματα διακρίνουμε κι εδώ, από τη μια πλευρά, το καλό και το κακό (το ιδανικό και το αντι-ιδανικό) και από την άλλη πλευρά, το πραγματικό, ως βαθμό αποφυγής του κακού και ενσάρκωσης του καλού. Η διατύπωση του ιδανικού σε έναν πολιτισμό συμπυκνώνει και τη θεμελιώδη γνώση που έχει για το θέμα.
Καλούμενος να γράψω για τη φιλανθρωπία, αναλογίζομαι ότι μετέχω στον σημερινό παγκόσμιο πολιτισμό: τον νεωτερικό. Ότι ως Έλλην μετέχω, επίσης, στα υπολείμματα ενός άλλου οικουμενικού πολιτισμού. Έχω επομένως πρόσβαση τόσο στη νεωτερική όσο και στην ελληνική αντίληψη για τη φιλανθρωπία. Σ’ αυτή κυρίως τη δεύτερη θα ήθελα να αναφερθώ.
Για τους αρχαίους Έλληνες η προστασία των πασχόντων ήταν δουλειά του Θεού και όχι της Πολιτείας. Άλλωστε απέναντι στον Θεό είμαστε όλοι ξένοι και φτωχοί[ii] αιτούμενοι ελέους. Βέβαια αν κάποιος ήταν ιδιαίτερα ευσεβής μπορούσε να δείξει έλεος στον ενδεή. Ο Θεός θα το εκτιμούσε και ίσως τον αντάμειβε.
Η ελληνική Πολιτεία ήταν ένα είδος εταιρείας πολιτών-οπλιτών, δηλαδή περήφανων εγωιστικών υποκειμένων εξ ορισμού. Ο καθένας θεωρούνταν αποκλειστικός υπεύθυνος για την αντιμετώπιση της όποιας κατάστασής του. Οι ιδιωτικές δυστυχίες δεν αφορούσαν την Πολιτεία, παρά μόνο στο μέτρο που ήταν αποτέλεσμα της συμμετοχής σε συλλογικές υποχρεώσεις (π.χ. στον πόλεμο). Η Πολιτεία μόνο για τις ατυχείς επιπτώσεις των συλλογικών δράσεων επιλαμβανόταν (π.χ. μέριμνα για τα ορφανά των πεσόντων πολεμιστών). Επίσης η σκοπιμότητα της συλλογικής αυτοσυντήρησης (πρόληψη ταραχών και στάσεων) οδηγούσε ενίοτε την Πολιτεία να παίρνει μέτρα κατά της φτώχειας (π.χ. παροχή γης και έμμισθης απασχόλησης). Φτώχεια υπήρχε πάντοτε. Η ζωή ήταν δύσκολη για τον φτωχό, αλλά μόνο στα χέρια του μπορούσε να ελπίζει. Αν ήταν γέρος, χωρίς παιδιά να τον κοιτάξουν, αλλοίμονό του.
Τα ίδια ίσχυαν για την αρρώστια. Η Πολιτεία νοιαζόταν μόνο αν η αρρώστια την αφορούσε ως σύνολο, όπως π.χ. στην περίπτωση, που αντάμειψε τον Ιπποκράτη με δια βίου σίτιση στο Πρυτανείο, επειδή έσωσε την Αθήνα από την πανούκλα. Οι ιδιώτες ασθενούντες δεν ήταν στην αρμοδιότητά της. Γι’ αυτούς ειδικά φρόντιζε ο Ασκληπιός (από τους πιο αγαπητούς θεούς των Ελλήνων), μέσω των ειδικών ιδρυμάτων του (ναών - Ασκληπείων) και των ειδικών υπαλλήλων του (ιερέων - ιατρών).
Όταν, λοιπόν, βλέπουμε τους Αθηναίους να στήνουν βωμό στον θεό Έλεον,[iii] αντιλαμβανόμαστε ότι εκτιμούν την αξία της θείας φιλανθρωπίας. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να βλέπουν την ανθρώπινη φιλανθρωπία σαν κάτι το μάλλον ασύμβατο με την αξιοπρέπεια του ελεύθερου ατόμου-πολίτη.
Στην οικουμενική φάση του ελληνικού κρατικού συστήματος, την βυζαντινή, τα πράγματα εμφανίζονται ριζικώς διαφορετικά.
Το ανιδιοτελές συναίσθημα της φιλανθρωπίας έχει αναχθεί σε υπέρτατη αξία. Στη σφαίρα της βυζαντινής πίστης ο Θεός σχεδόν ταυτίζεται με τη φιλανθρωπία του, καθ’ ότι «αγάπη εστί». Έγινε μάλιστα το απόλυτο θύμα της ανθρώπινης αρρώστιας προκειμένου να τη θεραπεύσει. Ο χριστιανός καταξιώνεται στο μέτρο ακριβώς που ενσαρκώνει το φιλάνθρωπο παράδειγμα του Χριστού.
Η εμφύτευση του χριστιανικού παραδείγματος στο εσωτερικό του ελληνικού πολιτισμού μετατόπισε τον άξονα περιστροφής του προς την κατεύθυνση της ανιδιοτελούς φιλανθρωπίας. Εκκλησία και Πολιτεία έχουν κάνει κοινή υπόθεσή τους τη φιλανθρωπία. Η βυζαντινή Οικουμένη εμφανίζεται έτσι ως η πρώτη φιλάνθρωπη κοινωνία της ιστορίας. [iv]
Ο κύριος όγκος του φιλανθρωπικού έργου ασκείται εκεί από την Εκκλησία, η οποία παριστάνει, με τον ένα ή τον άλλο βαθμό επιτυχίας, την ενσάρκωση της παραδειγματικής Πολιτείας στο εσωτερικό της ιστορικής Πολιτείας. Η βυζαντινή Πολιτεία, όπως και οι ιδιώτες, εμπιστεύονται την Εκκλησία στο μέτρο που οι υπηρέτες της (επίσκοποι και πρεσβύτεροι) και τα μέλη της (έγγαμοι και μοναχοί), εφαρμόζουν την εντολή του αρχηγού της[v] και δίνουν το παράδειγμα της ανιδιοτέλειας. Τέρατα ανιδιοτελούς φιλανθρωπίας, όπως οι άγιοι Ακέραιος, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Νικόλαος Μύρων, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Αττικός, Ευφροσύνη, Θεοδόσιος, Ιωάννης ο Ελεήμων[vi], Ακάκιος[vii] και πλήθος άλλοι, καθιέρωσαν ως αδιαμφισβήτητη τεκμαρτή απόδειξη αγιότητας, δηλαδή ευθυγράμμισης με το ύψιστο ανθρωπολογικό υπόδειγμα, την ακαταπόνητη φιλανθρωπία.
Το Βυζάντιο ήταν, λοιπόν, «κράτος πρόνοιας». Κεντρικός θεσμός του βυζαντινού προνοιακού συστήματος ήταν τα μοναστήρια. Γύρω τους λειτουργούσαν ορφανοτροφεία, πτωχοκομεία, πτωχοτροφεία, νοσοκομεία, λεπροκομεία, γηροκομεία, γηροτροφεία, ξενοδοχεία[viii] και άσυλα αστέγων, Το κράτος συμμετείχε είτε αυτόνομα, συντηρώντας το ίδιο τέτοια ιδρύματα, είτε έμμεσα, χρηματοδοτώντας την προνοιακή λειτουργία των μοναστηριών. Απ’ αυτή την άποψη τα μοναστήρια «δεν ήταν παρά το μακρύ χέρι του κράτους», όπως λέει ο H.-G. Beck.[ix] Η όλη προνοιακή δραστηριότητα χρηματοδοτούνταν από τη φορολογία, από τις δωρεές και τις διαθήκες των ευσεβών ιδιωτών. Σ’ αυτήν πρέπει να προσθέσουμε τη σχετική δημοσιονομική πολιτική, όπως του καθορισμού οροφής στις τιμές των βασικών ειδών διατροφής, της επιδότησης του ενοικίου των φτωχών, τα δημόσια συσσίτια κλπ.[x]
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα αξιώματα που αναφέρονταν στη διαχείριση του προνοιακού συστήματος, όπως π.χ. του «Ορφανοτρόφου» και του «Πτωχοτρόφου», απολάμβαναν μεγάλη περιωπή. Κατείχαν μια πολύ υψηλή θέση στο αυτοκρατορικό Πρωτόκολλο.
Κάθε αυτοκράτορας που σέβονταν τον εαυτό του, θεωρούσε υποχρέωσή του να προσθέσει τη συμβολή του στο κοινωνικό οικοδόμημα της φιλανθρωπίας. Χαρακτηριστική, και αποκαλυπτική συνάμα, για τη χριστιανική προέλευση της φιλανθρωπίας ως κρατικού μελήματος, είναι μια επιστολή του αυτοκράτορα Ιουλιανού στον εθνικό αρχιερέα της Γαλατίας Αρσάκιο. Είναι ντροπή, του λέει, να μονοπωλούν οι χριστιανοί τη φιλανθρωπία. Και τον παρακινεί να τους συναγωνιστεί στην ίδρυση ξενοδοχείων.[xi]
Το χριστιανικό παράδειγμα είχε επηρεάσει και ονομαστούς μη χριστιανούς, ήδη από την προβυζαντινή εποχή. Ο Πλωτίνος π.χ. είχε μετατρέψει το σπίτι του σε ορφανοτροφείο.
Ονομάζουμε ανιδιοτελή τη χωρίς ανταπόδοση φιλανθρωπία. Κάθε άλλη μορφή, π.χ. η δωρεά για να επωφεληθώ από τις φοροαπαλλαγές ή για να διαφημίσω την επιχείρησή μου, είναι ιδιοτελής φιλανθρωπία.
Μιλάμε βεβαίως για «φυσική», υπαρκτή εδώ και τώρα, και όχι «μεταφυσική» ανταπόδοση. Το επιχείρημα ότι η προσδοκία «μεταφυσικής ανταπόδοσης» κάνει και πάλι ιδιοτελή τη φιλανθρωπία, είναι επιχείρημα τυπικά σοφιστικό. Το «επιχείρημα» αυτό αρέσει πάρα πολύ σ’ εκείνους που φοβούνται μήπως αναδυθεί η ανιδιοτέλεια μέσα τους και τους υπονομεύσει το εγώ.
Το Βυζάντιο είχε πλήρη επίγνωση της διαφοράς. Την αξιοποίησε δε επωφελώς και στις τρεις βαθμίδες της χριστιανικής ανθρωπολογικής κλίμακας: Ο άνθρωπος του φόβου (ο «δούλος του Θεού») κάνει το καλό επειδή φοβάται την Κόλαση. Του θύμιζε λοιπόν την ύπαρξη της Κολάσεως. Ο άνθρωπος του κέρδους (το Άτομο, ο «μισθωτός εργάτης του Θεού») κάνει το καλό επειδή ελπίζει να κερδίσει τον Παράδεισο. Του υποσχόταν λοιπόν απλόχερα τον Παράδεισο. Το Πρόσωπο (ο «Φίλος του Θεού») κάνει το καλό επειδή αγαπά. Αυτόν δεν χρειαζόταν ούτε να τον φοβίσει ούτε να τον δελεάσει, γιατί αυτός ήταν η ψυχή του όλου συστήματος. [xii]
Όσο ο τρίτος αυτός τύπος ανθρώπου διατηρούσε την επιρροή του και οι μπαταρίες της ανιδιοτελούς φιλανθρωπίας φορτίζονταν, το προνοιακό σύστημα λειτουργούσε ικανοποιητικά. Όσο η επιρροή του υποβαθμιζόταν παρήκμαζε. Τότε ο Σοφιστής (ο εγωτικός ατομικισμός) ταύτιζε την τρίτη βαθμίδα με την πρώτη, το Πρόσωπο με τον Δούλο, αποκτούσε το πάνω χέρι και η αποσύνθεση έπαιρνε τη σκυτάλη ακάθεκτη. Άσφαλτη ένδειξη ότι το σύστημα κινδύνευε πάντοτε ήταν η ανάλογη πάχυνση των διαχειριστών του. Ήταν μοιραίο, για τον λόγο αυτό, να καταρρεύσει κάποια στιγμή. Τίποτα δεν είναι αθάνατο στον μάταιο τούτο κόσμο. Κράτησε όμως χίλια χρόνια.
Η γνώση του θέματος εμπεριέχεται στον χριστιανικό αρχέτυπο της φιλανθρωπίας: την παραβολή του «Καλού Σαμαρείτη». Τα στοιχεία της είναι σε όλους γνωστά: οι ληστές, το θύμα, οι αδιάφοροι «δικοί» μας, ο φιλάνθρωπος ξένος και ο ξενοδόχος. Υπάρχει θύμα, επειδή προφανώς υπάρχουν ληστές. Η υποβαλλόμενη λύση έχει έτσι δύο σκέλη: Κυνηγήστε τους ληστές. / Περιθάλψτε το θύμα.
Το πρώτο απαιτεί μια ευνομούμενη - αντιληστρική Πολιτεία. Το δεύτερο απαιτεί σπλαχνικούς ανθρώπους («καλούς Σαμαρείτες») και κοινωνική πρόνοια («πανδοχεία»). Αλλά προσοχή: Η λύση προσκρούει α) στην αδιαφορία των «δικών» μας (των ταγμένων στην υπηρεσία της) και β) στην υποτίμηση του ξένου/κατώτερου (ο Σαμαρείτης είναι «μίασμα» για τον Ιουδαίο), από τον οποίο όμως «κατώτερο» και ξένο μπορούμε να περιμένουμε την ευσπλαχνία.
Φυσικά το ιδεώδες θα ήταν μια κατάσταση, όπου δεν υπάρχουν ληστές και άρα θύματα. Κάτι τέτοιο όμως θεωρούνταν ανέφικτο από τους Έλληνες, τόσο τους αρχαίους όσο και τους βυζαντινούς. Για τους πρώτους: πατήρ πάντων είναι ο πόλεμος. Για τους δεύτερους: άρχων του κόσμου τούτου είναι ο διάβολος (διαβολή - διαμάχη - πόλεμος). Είναι αδύνατο να εξαλειφθεί η βία. Το μέγιστο, που μπορεί να γίνει, είναι να καταστέλλεται η αυθαίρετη βία από τη νόμιμη βία.
Η πεποίθηση αυτή αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο του δικαιοπολιτικού οπλοστασίου του αρχαίου και του βυζαντινού ελληνικού κόσμου.
Όσο μπορούσε να αναπαράγεται η πόλις-κράτος το πρόβλημα λυνόταν με τον τρόπο που ήδη εκθέσαμε. Λυνόταν, εννοείται, για τους έχοντες πολιτικά δικαιώματα: τους μετέχοντας κρίσεως και αρχής.
Από ένα σημείο όμως και πέρα η πόλις-κράτος είχε ξεπεραστεί, επειδή αδυνατούσε να διαχειριστεί την «παγκοσμιοποίση» της εποχής της: το οικουμενικό σύστημα που είχε δημιουργήσει η ανάπτυξή της. Η αδυναμία αυτή επικυρώθηκε από τον διαπολεοκρατικό Πελοποννησιακό πόλεμο και από την ανάπτυξη του σοφιστικού-σχετικιστικού πνεύματος, το οποίο αποσάθρωνε την ανθρωπολογική βάση του πολεοτικού συστήματος: την υπεύθυνη ατομικότητα. Αυτό το τελευταίο ήταν που καθιστούσε την αδυναμία ανήκεστη.
Τελικώς εφευρέθηκε κρατική μορφή διαχείρισης σε επίπεδο Οικουμένης, με τη ρωμαϊκή επινόηση της πολιτικής ιδιότητας δύο επιπέδων: Να είσαι πολίτης της πόλης σου, του Κοινού της καταγωγής σου. Και συγχρόνως να είσαι πολίτης της Ρώμης, της «Κοσμόπολης»: «ρωμαίος πολίτης» – «κοσμοπολίτης». (Πράγμα που δεν θα αλλάξει με την αντικατάσταση της παλιάς Ρώμης από τη νέα Ρώμη – Κωνσταντινούπολη.)
Το διώροφο πολιτειακό σχήμα δεν μπορούσε, ωστόσο, να εξασφαλίσει από μόνο του τη βιώσιμη αντιμετώπιση του προβλήματος. Πρώτον, γιατί δεν ήταν εύκολο να εφαρμοστεί στο επίπεδο της κοσμόπολης-κράτους η λύση που ίσχυε νωρίτερα στο επίπεδο της πόλης-κράτους. Και δεύτερο και σπουδαιότερο, γιατί η κρίση της εξατομίκευσης κατέστρεφε τον ανθρωπολογικό φορέα της αρχαιοελληνικής λύσης. Στο σημείο ακριβώς αυτό ήρθε να δώσει τη λύση της η παρεμβολή του χριστιανισμού, με την αναγωγή της ανιδιοτελούς φιλανθρωπίας σε υπέρτατη κοινωνική και υπαρκτική αξία.
Στην ουσία ο χριστιανισμός παρεμβαίνει στον κινητήρα της καταρρέουσας ελληνικής ατομικότητας, για να μεταλλάξει τους εξαντλημένους ηρωικούς (ομηρικούς) ελκυστές της σε αυτοθυσιαστικό ηρωισμό νέου τύπου: υπέρ των πασχόντων αδιακρίτως. Με τον τρόπο αυτό ο χριστιανισμός κατορθώνει να συγκρατήσει το ελληνικό Άτομο, για να μη διαλυθεί τελείως. Και αφ’ ετέρου, το βοηθά να ανέλθει στη βαθμίδα του Προσώπου, όπου η συνταύτιση ελευθερίας και ανιδιοτελούς αγάπης, καθιστά την ατομική ελευθερία απρόσβλητη και την αγάπη αδούλωτη.
Στην ειδική αυτή βάση ο χριστιανισμός και η ελληνική ανθρωποκεντρική παράδοση, συνέπηξαν συμμαχία στους προβυζαντινούς χρόνους, για να πολεμήσουν από κοινού τη γνωστικίζουσα παγανιστική ιδιωτεία, την τόσο ελκυστική για τον σκεπτόμενο ανέστιο άνθρωπο. Η κοινή νίκη τους εναντίον του γνωστικισμού υπήρξε η βάση της μακράς φιλίας ελληνισμού και χριστιανισμού, πάνω στην οποία στηρίχθηκε η βιωσιμότητα του βυζαντινού ιστορικού σχήματος.
Η ανιδιοτελής φιλανθρωπία γίνεται όχημα για τη μετάλλαξη του Ατόμου σε Πρόσωπο, επειδή δίνει τη δυνατότητα στο Άτομο να απελευθερωθεί από τα πάθη του.
Από ένα σημείο και πέρα στην ανάπτυξη του Ατόμου, η εξωτερική ελευθερία του δεν μπορεί να διατηρηθεί, αν δεν ολοκληρωθεί σε εσωτερική πνευματική ελευθερία. Αν δηλαδή το Άτομο δεν απαλλαγεί από τα πάθη του. Μας το έδειξε ήδη η αρχαιοελληνική ατομικότητα, η οποία προσπάθησε, αλλά χωρίς επιτυχία, να κρατηθεί από το τραγικό «δέος» και τη φιλοσοφική «αρετή», προκειμένου να αποφύγει την αποσύνθεσή της.
Αποκαλυπτική είναι, απ’ αυτή την άποψη, η υπαρκτική εφαρμογή του φιλανθρωπικού αρχέτυπου. Η εφαρμογή του στον εαυτό μας, όπου: «Ληστές» είναι τα πάθη μας. «Θύμα» τους η ζωή μας. Αδιάφοροι «δικοί» μας: οι αξίες μας, τα πρότυπά μας. Υποτιμημένος «ξένος»: ο Εσταυρωμένος Υιός-Λόγος της Αγάπης. Και «παν-δοχείο» η εκάστοτε Εκκλησία του. Και ο νοών νοείτω.
Ρίζα των παθών είναι η φιλαυτία, σύμφωνα με την βυζαντινή ανθρωπογνωσία.[xiii] Γι’ αυτό κάθε αγώνας εναντίον τους τα κάνει ακόμα χειρότερα, αν αφήνει άθικτη τη φιλαυτία. Ο μόνος τρόπος να καρποφορήσει ο αγώνας εναντίον των παθών είναι η άρση της φιλαυτίας. Πράγμα αδύνατο δίχως την άσκηση της φιλανθρωπίας. Στο σημείο αυτό η βυζαντινή εμπειρία και γνώση είναι αξεπέραστη. Σοφά επεξεργασμένη είναι ανοιχτή και προσιτή σε όποιον δεν φοβάται να εκτεθεί στην επίδρασή της.
Παράδειγμα: Η έννοια της «αμαρτίας», ως πανανθρώπινης αρρώστιας. Η αυθεντική σημασία του παρεξηγημένου αυτού τεχνικού όρου της βυζαντινής ψυχιατρικής έχει χαθεί, μαζί με τόσα άλλα παλιά πράγματα υψηλής αξίας. Σήμαινε τη συνηθισμένη ανθρωπολογική μας κατάσταση, όπου ενώ έχουμε όλες τις αναγκαίες προδιαγραφές, για να γίνουμε πολίτες μιας Πολιτείας θεμελιωμένης στην απόλυτη πνευματική ελευθερία, μας αρέσει, αντίθετα, να κυλιόμαστε στην απόλυτη πνευματική δουλεία, σαν τους χοίρους στη λάσπη.
Η πιο τυπική συνιστώσα της «αμαρτίας» με αυτή τη έννοια, δηλαδή ως πάγιας ανθρώπινης κατάστασης, είναι ακριβώς η θεμελίωση της κοινωνικής θέσμισης και των τρεχόντων συλλογικών και ατομικών αποφάσεων, στη βιαιοπραγία, την ασπλαχνία και την αναισθησία. Και η πεποίθησή μας ότι είναι «φυσική» η «παρά φύσιν» αυτή κατάσταση. Ως βασική θεραπευτική αγωγή, εναντίον του ζοφερού αυτού ύπνου της ψυχής, η βυζαντινή ψυχιατρική συνιστά: ανιδιοτελή φιλανθρωπία σε γενναίες επαναληπτέες δόσεις. Δίχως την αγωγή αυτή καμιά αφύπνιση δεν θεωρείται εφικτή.
Ο νέος τύπος ανθρώπου, ο ασκητικός άνθρωπος της ανιδιοτελούς προσφοράς, είχε σαφή την επίγνωση ότι εισάγει στη ρωμαϊκή Οικουμένη μια τρίτη βαθμίδα πολιτειακής δικαιοδοσίας, έξω από τη σφαίρα των παθών. Ότι αντλώντας απ’ αυτήν το νόημα της ύπαρξής τους, οι πολίτες του Κόσμου και των Κοινών, καθίστανται ικανοί να παίρνουν αποφάσεις ελεύθερες από τις αντίστοιχες ενδοκοσμικές και ενδοκοινοτικές τους δουλείες.
Σ’ αυτό ακριβώς συνίσταται το μυστικό της εκπληκτικής, ως προς την έκταση και τη βιωσιμότητά της, βυζαντινής φιλανθρωπίας. Μαζί και της χιλιόχρονης μακροημέρευσης της μοναδικής «παγκοσμιοποίησης» στην ιστορία, η οποία ευτύχησε να αυτοθεσμιστεί.
Η Δύση χαμπάρι δεν πήρε, για ό,τι συνέβη στο ανατολικό ημισφαίριο της ρωμαϊκής Οικουμένης. Οπισθοδρομώντας στην δεσποτική-φεουδαρχική βαρβαρότητα, υποχρεώθηκε να ξαναπάρει το δρόμο του πολιτισμού από την αρχή.
Παρόλο που υπήρξε «τριτοκοσμική περιφέρεια» της ελληνικής Ανατολής,[xiv] ο δρόμος που πήρε, κάτω από τη βίαιη ώθηση του βορειοευρωπαϊκού ατομισμού, ήταν τελείως καινούργιος. Άσχετος και ξένος προς αυτόν που είχαν πάρει οι Έλληνες από τη μυκηναϊκή εποχή, για να καταλήξουν στη βυζαντινή Οικουμένη. Μιλώ για τον ειδικό δρόμο της Δύσης, ο οποίος μας έφερε στο νεωτερικό Άτομο και στο εθνοκρατικό πολιτειακό του οικοσύστημα.
Άτομα ήταν βεβαίως και τα δύο, τόσο το ελληνικό όσο και το νεωτερικό, αφού πρόταγμά τους ήταν η ατομική ελευθερία. Υπήρξε όμως διαμετρικά αντίθετη η κατεύθυνση της ανάπτυξής τους.
Το ελληνικό Άτομο επιδίωκε την εξωτερική ανάπτυξη της ατομικής ελευθερίας, μέσω της αδιαμεσολάβητης διαπροσωπικής διαβούλευσης, η οποία επεκτείνει την αυτεξουσιότητα από τον ένα στον άλλο τομέα της συλλογικής ζωής, μέχρι να συμπεριλάβει το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.
Το νεωτερικό Άτομο, αντίθετα, επιδιώκει την εσωτερική ανάπτυξη της ατομικής ελευθερίας του, την οποία και αντιλαμβάνεται ως ελευθερία ακώλυτης ικανοποίησης των ατομικών παθών. Για να την επιτύχει καινοτομεί την εξουδετέρωση της κοινωνικής επικινδυνότητας των παθών, μέσω της διαμεσολάβησης των διυποκειμενικών σχέσεων με απρόσωπα συστήματα, στα οποία και εναποθέτει, εξ ολοκλήρου, τη διαχείριση της κοινωνικής παθολογίας. Ο άλλος, ως πάσχων, ενδεής και αιτούμενος ελέους, υπόκειται έτσι σε καταστατική διαγραφή από τον υπαρκτικό ορίζοντα του νεωτερικού Ατόμου. Το υπαρκτικό κενό που παράγει η συστημική διαγραφή του Άλλου, αναπληρώνεται από την υπερτροφική ανάπτυξη του αυτοαναφορικού φαντασιακού: της «εσωτερικότητος».[xv]
Ήδη το νεωτερικό Άτομο κατόρθωσε να υλοποιήσει το ιδεώδες του: Έχει κατασκευάσει μια πλανητικού επιπέδου Τεχνόσφαιρα. Ασύλληπτη και ιλιγγιώδη, όχι μόνο σε έκταση, αλλά και σε πολυπλοκότητα. Έχει κλειστεί μέσα της, ακριβώς όπως το είχε συλλάβει στις σκοτεινές στοές της εκκοσμικευμένης μεσαιωνικής Γνώσης του: «ελεύθερο» από τη Φύση και τη Μεταφύση. Και προσπαθεί, εκεί μέσα, με ακαταπόνητη επινοητικότητα, να γεμίσει τον καταναλωτικό πίθο των Δαναΐδων. Να «ικανοποιήσει» τον αποθηριωμένο «όχλο των παθών».[xvi]
Η τραγωδία του νεωτερικού Ατόμου είναι ότι η επίτευξη του καταστατικού στόχου του πολιτισμού του και η ανθρωπολογική ολοκλήρωσή του, το έφερε ήδη μπρος στην ίδια αρρώστια, η οποία είχε συντρίψει το ελληνικό Άτομο: την κρίση της εξατομίκευσης: τον σχετικισμό, το κενό νοήματος, τον μηδενισμό. Αποσυντίθεται τώρα που η ακμαιότητά του είναι απολύτως αναγκαία. Τώρα που στους ώμους του στηρίζεται ολόκληρο Παγκόσμιο Σύστημα.
Όπως η Πόλις-κράτος είχε ξεπεραστεί από μια υπερπολεοκρατική Οικουμένη, η οποία ζητούσε ενιαία κρατική διαχείριση, ενώ το υποκείμενό της διαλυόταν, έτσι και τώρα: Το Έθνος-κράτος έχει ξεπεραστεί από την υπερεθνοκρατική Οικουμένη του και ζητείται η δημιουργία μιας υπερεθνικής-οικουμενικής κρατικής διαχείρισης, η βιωσιμότητα της οποίας απαιτεί εναρμόνιση με το εθνοκρατικό κεκτημένο. Κι όλα αυτά στα πλαίσια ενός Συστήματος, του οποίου η αναπαραγωγή καταστρέφει την εξωτερική του βάση: τη Βιόσφαιρα.
Χρειάστηκε να πετύχουν/αποτύχουν αιματηρότατες νεωτερικές επαναστάσεις, για να φτάσουμε εδώ. Εκατομμύρια νεκροί. Άπειρος βασανισμός και ποδοπάτημα του ανθρώπου. Το επαναστατικό ζητούμενο, σύστοιχο με το νεωτερικό πρόταγμα της φαντασιακής αυτοπραγμάτωσης, ήταν να ξεσηκωθούν τα θύματα. Να εξοντώσουν τους ληστές. Να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους. Και να επιβάλουν την τέλεια κοινωνία (της Λογικής ή της Ισότητας), η οποία ελλείψει ληστών και θυμάτων, δεν θα είχε, επιτέλους, ανάγκη την ανιδιοτελή φιλανθρωπία και τον εσταυρωμένο εκπρόσωπό της.
Παράλληλα οι «ληστές» του δυτικού καπιταλισμού, φοβούμενοι μην έχουν την τύχη των καρατομημένων ανατολικών συναδέλφων τους, έκαναν γενναίες σοσιαλδημοκρατικές παραχωρήσεις στα δικά τους «θύματα», χρηματοδοτώντας την οικοδόμηση εκτεταμένων προνοιακών συστημάτων, από τις συσσωρευμένες τριτοκοσμικές υπεραξίες (σύμφωνα με τις πλέον δημοφιλείς, κατά τον 20ο αιώνα, αναλύσεις του ιμπεριαλισμού). Μετά το 1989, που εξέλιπε το «αντίπαλο δέος», οι προνοιακές κατακτήσεις-παραχωρήσεις έχασαν το νόημά τους. Και «παίρνονται πίσω».
Το νέο ιστορικό περιβάλλον είναι φυσικά ο παράδεισος όλων των αρχετυπικών «ληστών»: παλιών και νέων, ατομικών και εταιρικών, κρατικών και παρακρατικών. Τα θύματά τους ατελείωτα. Πρώτα πρώτα είναι ο ίδιος ο κυρίαρχος νεωτερικός τύπος ανθρώπου, ο οποίος έχει προγραμματικά αποφασίσει ότι το είναι του συμπίπτει με τα πάθη του. Και ότι ζωή του είναι η λεηλασία της ψυχής του.
Είναι προφανές, ότι για να αντιμετωπιστούν τέτοιας απίστευτης έκτασης υπαρκτικά, κοινωνικά, πολιτικά, «περιβαλλοντικά» κλπ. προβλήματα, δεν αρκούν οι φιλανθρωπικές ασπιρίνες της εταιρικής, της ταξικής ή της «διεθνιστικής» σκοπιμότητας. Ούτε οι επιβεβλημένες από την ανάγκη αντιστάσεις στις αυτοκτονικές απορρυθμίσεις, της όποιας σοσιαλδημοκρατικής πρόνοιας στοιχειώνει ακόμη το εθνοκρατικό κεκτημένο.
Χωρίς μια πλανητικού μεγέθους προσφυγή στην ανιδιοτελή φιλανθρωπία, το μεταμοντέρνο μέλλον του γενναίου νεωτερικού μας κόσμου δεν προοιωνίζεται καθόλου λαμπρό.
Ανακεφαλαιώνοντας την ανάλυση του προβλήματος διαπιστώνουμε: α) Ότι έχει δύο όψεις ξεχωριστές και αδιάσπαστα ενωμένες: την υπαρκτική και την κοινωνική. Και β) ότι η λύση είναι προσωπική και στις δύο.
Κατόπιν τούτου ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας αξιότιμε αναγνώστη: Μήπως είσαι ληστής; Αν όχι προς τι η βιαστική απομάκρυνση από το θύμα (έξω σου και μέσα σου);
Από τη συλλογή άρθρων «Περί φιλανθρωπίας». (Eκδοση art-emis, Αθήνα 2009- www.artemisathens.org)
[i] Ως διανθρώπινη σχέση ο όρος είναι στην κυριολεξία του ανακριβής. Συνιστά καταχρηστική επέκταση της «θεϊκής φιλανθρωπίας», όπου και κυριολεκτείται. Επιπλέον μια πράξη «φιλανθρωπίας» δεν υποδηλώνει κατ’ ανάγκη «φιλία» προς τον ευεργετούμενο.
[ii] Διός εισιν άπαντες ξείνοι τε πτωχοί τε (Οδύσσεια ζ 207 και ξ 57).
[iii] Παυσανίας 1. 17. 1.
[iv] Κ. Άμαντος, Η ελληνική φιλανθρωπία κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Διάλεξη υπέρ των προσφύγων της Μικράς Ασίας, στην Εταιρεία Βυζαντινών σπουδών, 22-10-1922. (ΑΘΗΝΑ Σύγγραμμα Περιοδικόν της Εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας, τ. 35 σ. 131. Αθήνησιν. Εκ του Τυπογραφείου Π.Δ. Σακελλαρίου, 1923.) Στο κείμενο αυτό παρέχεται πλούτος στοιχείων για τη φιλανθρωπία στο Βυζάντιο.
[v] «… πείνασα και μου δώσατε να φάω. Δίψασα και με ποτίσατε. Ξένος ήμουν και με περιμαζέψατε. Γυμνός και με ντύσατε. Αρρώστησα και με επισκεφθήκατε. Στη φυλακή ήμουν και ήρθατε …» (Ματθ. 25, 34.)
[vi] «Η ακαταπόνητος δράσις του (Ελεήμονος) υπέρ των δυστυχούντων εδείχθη προ πάντων, όταν μετά την άλωσιν της Ιερουσαλήμ υπό των Περσών (615 μ. Χ.) κατέφυγον άπειροι πρόσφυγες εις Αλεξάνδρειαν. Ίδρυσε νοσοκομεία και πτωχοτροφεία, ετοποθέτησε τους υγιείς εις ξενοδοχεία, εξηγόρασε αιχμαλώτους, διένειμε καθ’ εκάστην βοηθήματα εις τους προσερχομένους οιουσδήποτε απόρους, εφρόντισεν ακόμη και περί απόρων γυναικών επιτόκων. Λέγεται ότι έτρεφε πολλάκις 7500 πτωχούς. Είναι φανερόν πόσην επίδρασιν ηδύνατο να έχη το παράδειγμα του Ελεήμονος εις τον τότε χριστιανικόν κόσμον.». (Κ. Άμαντος, ό.π. σ. 135.)
[vii] «Ανάλογος προς την περίθαλψιν των πτωχών ήτο η πρόνοια περί των αιχμαλώτων, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος. Εκ των παλαιοτέρων ονομαστόν είναι το παράδειγμα του επισκόπου Αμίδης Ακακίου, όστις επώλησε κειμήλια της Εκκλησίας προς εξαγοράν παρά των στρατιωτών του Βυζαντίου Περσών αιχμαλώτων. “Αύτη η του θαυμαστού Ακακίου πράξις πλέον τον Περσών βασιλέα κατέπληττεν, ότι αμφότερα Ρωμαίοι μεμελετήκασι πολέμω τε και ευεργεσία νικάν”.». (Κ. Άμαντος, ό.π. σ. 137.)
[viii] Ξενώνες, ξενοδοχεία, ξενοκομεία, πανδοχεία, ονομάζονταν τα ιδρύματα τα οποία περιέθαλπαν κυρίως τους ξένους, εμπόρους, στρατιώτες, αιχμαλώτους, προσκυνητές, μεταξύ των οποίων και τους ντόπιους φτωχούς.
[ix] Εντυπωσιάζει τους συγχρόνους μας η πληθώρα των μοναστηριών στο Βυζάντιο και ειδικά μέσα στην πρωτεύουσα και στις άλλες μεγάλες πόλεις. Δεν γνωρίζουν ότι τα μοναστήρια, εκτός από τη σωτηρία της ψυχής των μοναχών, επιτελούσαν πλήθος άλλες κοινωνικές λειτουργίες, μεταξύ των οποίων το σύνολο των αναγκαίων για τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής προνοιακών δραστηριοτήτων.
[x] Hans – Georg Beck, Η βυζαντινή χιλιετία, σ.348. (ΜΙΕΤ Αθήνα 1990.)
[xi] «Ξενοδοχεία καθ’ εκάστην πόλιν κατάστησον πυκνά, ίν’ απολαύσωσιν οι ξένοι της παρ’ ημών φιλανθρωπίας, ού των ημετέρων μόνον, αλλά και άλλων όστις αν ενδεηθή χρημάτων. Όθεν δ’ ευπορήσεις, επινενόηταί μοι… αισχρόν γαρ ει… τρέφουσιν οι δυσσεβείς Γαλιλαίοι προς τοις εαυτών και τους ημετέρους, οι δ’ ημέτεροι της παρ’ ημών επικουρίας ενδεείς φαίνονται…» (Juliani, quae superunt, έκδ. Hertlein σ. 553. Πρβ. Θεοφάνους Χρονογραφία, τ. Α’ σ.134. Αρχαίο κείμενο και μετάφραση αρχ. Ανανία Κουστένη. Εκδόσεις Αρμός. Αθήνα 2007.)
[xii] Για την τρίβαθμη ανθρωπολογική κλίμακα βλ. Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Μυσταγωγία, σ.240. Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αθήναι 1989.
[xiii] Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, Νόσος και θεραπεία στην Ορθόδοξη θεολογία. (Στο Ορθοδοξία και σύγχρονος κόσμος. Κέντρο Μελετών Ι.Μ. Κύκου. Λευκωσία 2006.)
[xiv] Γ. Κοντογιώργης, Το Ελληνικό Κοσμοσύστημα, τ. Ι. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. Αθήνα 2006.
[xv] «Η φαντασία είναι το αντίδοτο των Νέων Χρόνων κατά του δικού τους μηδενός: τα πλάσματά της προσφέρουν γενναιόδωρα στον άνθρωπο την δυνατότητα να αυτοπραγματωθεί δημιουργικά ως ελεύθερη ύπαρξι.» (Στ. Ράμφος, Γενάρχες πεπρωμένων, σ.23. Αρμός Αθήνα 2007.) Αλλά: Τι γίνεται αν το «δημιουργικά αυτοπραγματωμένο» φαντασιακό είναι αφύσικο, ανελεύθερο και απάνθρωπο; Για πόσο η φυσική πραγματικότητα θα είναι εφεκτική στον βιασμό της από την «αυτοπραγματούμενη» φαντασίωση;
[xvi] Έκφραση του Μεγάλου Φωτίου. (Ι. Ζηζιούλας, ό.π.)