Πηγή: Εφημερίδα Φιλελεύθερος Κύπρου, 17/10/2009
ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΒΙΚΕΤΟΥ
ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΒΙΚΕΤΟΥ
Ο θεολογικός διάλογος μεταξύ Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού είναι ο πιο σημαντικός από όλους τους θεολογικούς Διαλόγους που διεξάγει επίσημα η Ορθόδοξη Εκκλησία με τους ετεροδόξους, «αλλά συγχρόνως και ο πιο έντονα βαλλόμενος από ορισμένους κύκλους», επισημαίνει στην αποκλειστική συνέντευξη του στον «Φ» ο μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Περγάμου Ιωάννης, ο οποίος είναι ο συμπρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής από ορθοδόξου πλευράς, η οποία συνέρχεται από σήμερα στην Πάφο. Ο Περγάμου Ιωάννης είναι ένας από τους πιο γνωστούς ορθόδοξους θεολόγους στο διεθνή χώρο.
ΕΡ: Κατ΄αρχάς μπορείτε να μας διευκρινίσετε πώς διεξάγεται ο Διάλογος;
ΑΠ:Πρώτον, ο Διάλογος αυτός διεξάγεται με ομόφωνη απόφαση όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Είναι άδικο και παραπλανητικό να στρέφονται τα πυρά κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου ή του προσώπου μου τη στιγμή που, όπως αποδεικνύουν τα σχετικά Μνημόνια που υπέγραψαν οι προκαθήμενοι των Ορθοδόξων Εκκλησιών, όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες πιστεύουν ότι ο Διάλογος αυτός πρέπει να συνεχιστεί. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει και στην περίπτωση αυτή, όπως και σε όλες τις περιπτώσεις των διορθοδόξων ζητημάτων, απλώς συντονιστικό ρόλο, η δε ταπεινότητά μου, όπως και τα λοιπά μέλη της Επιτροπής του Διαλόγου, απλώς εκτελούμε, κατά τη συνείδησή μας, την εντολή των Εκκλησιών μας. Είμαστε βέβαια έτοιμοι να δεχθούμε κάθε κριτική για το εάν εκτελούμε σωστά την εντολή αυτή γιατί δεν είμαστε αλάθητοι (όπως βέβαια δεν είναι αλάθητοι και αυτοί που μας κρίνουν). Αλλά το να μας επικρίνουν μόνο και μόνο γιατί μετέχομε στο Διάλογο είναι τουλάχιστον άδικο. Όσοι δεν θέλουν το Διάλογο αντιτίθενται ουσιαστικά στην κοινή βούληση των Ορθοδόξων Εκκλησιών, και συνεπώς κακώς επιτίθενται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ή σε μας που εκτελούμε με κόπο πολύ το δυσχερέστατο και συχνά άχαρο έργο που μας ανέθεσαν οι Εκκλησίες μας.
ΕΡ: Μια από τις επικρίσεις που δέχεσθε είναι σχετική με το θέμα, με το οποίο ασχολείται ο Διάλογος. Πρόσφατα και η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους σας επικρίνει γιατί ασχολείται ο Διάλογος στη φάση αυτή με το θέμα του πρωτείου.
ΑΠ:Και στο σημείο αυτό υπάρχει ελλιπής πληροφόρηση. Το θέμα του Διαλόγου δεν το επιλέξαμε εμείς. Είναι και αυτό αποφασισμένο πανορθοδόξως. Πριν αναλάβω την συμπροεδρία του Διαλόγου εξασφάλισα τη γραπτή συμφωνία όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών ότι το θέμα του Διαλόγου θα είναι στη φάση αυτή το πρόβλημα του πρωτείου στην Εκκλησία. Σέβομαι και τιμώ την ευαισθησία των αγιορειτών πατέρων στα θέματα της πίστεως. Αλλά γιατί τη μονοπωλούν; Δεν διαθέτουν παρόμοια ευαισθησία οι προκαθήμενοι των Ορθοδόξων Εκκλησιών; Έχουν βέβαια κάθε δικαίωμα και χρέος οι μοναχοί, όπως και κάθε πιστός, να εκφράζουν τη γνώμη των. Αλλά οι γνώμες όλων μας τελικά υπόκεινται στην κρίση των Ιερών Συνόδων. Εάν ένας Μ. Βασίλειος έθετε τη γνώμη του στην κρίση των Επισκοπικών Συνόδων, πόσο μάλλον εμείς; Στη συγκεκριμένη περίπτωση ταπεινώς (και όχι αλαθήτως) φρονώ ότι οι αγιορείτες πατέρες (που δεν θεωρούν, είμαι βέβαιος, εαυτούς αλαθήτους) δεν έχουν δίκιο. Το θέμα του πρωτείου είναι εκκλησιολογικό πρόβλημα (όπως κάθε θέμα κανονικής δομής και διοικήσεως της Εκκλησίας). Και η Εκκλησιολογία είναι μέρος της Δογματικής, δηλαδή θέμα πίστεως. Όταν, συνεπώς, εξετάζομε στο Διάλογο το θέμα αυτό, εξετάζουμε μία δογματική διαφορά μας. Καμιά πρόθεση δεν υπάρχει να μη συζητηθούν τα άλλα δογματικά θέματα, όπως το filioque κ.λπ. Αλλά η πείρα από τους άλλους θεολογικούς διαλόγους (με τους προχαλκηδονίους, τούς παλαιοκαθολικούς κ.ά.) μας έδειξε ότι σε τίποτε δεν ωφελεί μία συμφωνία σε άλλα δογματικά ζητήματα αν δεν υπάρξει σύμπτωση σε βασικά θέματα Εκκλησιολογίας. Ειδικά στις σχέσεις Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών το θέμα του πρωτείου έπαιξε τον πιο τραγικό ρόλο. Αυτό δημιούργησε τα μεγαλύτερα προβλήματα (Σταυροφορίες, Ουνία κ.λπ.). Πώς μπορούμε να προσποιηθούμε ότι δεν υπάρχει το φλέγον πρόβλημα αυτό και να το θεωρήσουμε δευτερεύον; Με εκπλήσσει η άποψη αυτή των αγιορειτών πατέρων. Αναφέρονται στην συνοδικότητα ως προϋπόθεση, αλλά ακριβώς τη συνοδικότητα θεωρούμε και εμείς ως προϋπόθεση του πρωτείου. Αυτή τη θέση υποστηρίξαμε οι ορθόδοξοι στη Ραβέννα και έγινε αποδεκτή.
ΕΡ: Το κείμενο της Ραβέννας επικρίθηκε πολύ από τους κύκλους αυτούς. Γιατί;
ΑΠ:Πστεύω ότι το κείμενο αυτό δεν μελετήθηκε με προσοχή ή με καλή πίστη από όσους το επικρίνουν. Δύο βασικά σημεία του κειμένου αρκούν για να δείξουν πόσο ικανοποιητικό πρέπει να θεωρείται το κείμενο αυτό από ορθοδόξου πλευράς. Το ένα είναι ότι συμφωνήθηκε ότι το πρωτείο σε οποιοδήποτε επίπεδο και αν ασκείται δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τη συνοδικότητα. Αυτό υποστηρίζει και εφαρμόζει η Ορθόδοξη Εκκλησία με βάση τον 34ο Κανόνα των Αποστόλων. Έχουμε και οι ορθόδοξοι «πρώτους», αλλά δεν μπορούν να αποφασίζουν χωρίς τη Σύνοδο, ούτε η Σύνοδος χωρίς αυτούς. Αυτό είναι το πνεύμα του Κανόνος που ανέφερα. Και αυτό έγινε αποδεκτό στη Ραβέννα παρά το ότι δεν συνάδει με την έννοια του μοναρχικού πρωτείου.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι το πρωτείο του Ρώμης συνδέεται με τη θέση του στην Πενταρχία των Πατριαρχών. Αυτό ίσχυε στην πρώτη χιλιετία και αυτό θα πρέπει να ισχύσει σε περίπτωση που θα ισχύσουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της πρώτης χιλιετίας (κοινή πίστη κ.λπ.). Πού βρίσκεται η «προδοσία»; Δεν θα έλεγε το ίδιο κάθε ακραιφνής ορθόδοξος; Όλοι, νομίζω, πρέπει να δεχτούμε ότι αν ο πάπας δεχόταν την πίστη και την κανονική δομή της πρώτης χιλιετίας, θα πρέπει να είμεθα ευτυχείς. Το κείμενο της Ραβέννας κάνει ένα βήμα προς την κατεύθυνση αυτή. Δεν παραχωρεί τίποτε από όσα ισχύουν την πρώτη χιλιετία, αντίθετα υιοθετεί βασικές αρχές της Εκκλησιολογίας της περιόδου εκείνης.
ΕΡ: Υπάρχουν ορθόδοξοι χριστιανοί που θεωρούν ότι με το Διάλογο παραδίδονται όλα στον πάπα.
ΑΠ:Αλίμονο αν με το να διαλέγεται κανείς με κάποιον σημαίνει ότι παραδίδεται σ’ αυτόν. Ποια είναι τα δείγματα ότι ο Διάλογος μας οδηγεί σε «παράδοση»; Πρέπει να προσέχουν όσοι χρησιμοποιούν τέτοιες εκφράσεις. Όσοι μετέχουμε στους Διαλόγους δίνουμε μαρτυρία Ορθοδοξίας με παρρησία και αγώνα δύσκολο. Γι’ αυτό και απορρίπτομε με βδελυγμία ως ιταμή συκοφαντία κάθε αναπόδεικτη αμφισβήτηση του ορθοδόξου φρονήματός μας.
ΕΡ:Πώς αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο του Διαλόγου το πρόβλημα της Ουνίας;
ΑΠ:Το πρόβλημα της Ουνίας δεν παύει να αποτελεί για τους ορθοδόξους σοβαρό ζήτημα. Έγιναν μακρές συζητήσεις γι’ αυτό στα πλαίσια του Διαλόγου. Συμφωνήθηκε και από τη ρωμαιοκαθολική πλευρά ότι η Ουνία δεν πρέπει να θεωρηθεί «μοντέλο» ενώσεως ούτε να χρησιμοποιείται ως μέσο προσηλυτισμού. Οι ορθόδοξοι επιμένουν σ’ αυτά τα δύο σημεία, αλλά θέτουν και το ζήτημα της εκκλησιολογικής θέσεως της Ουνίας. Το θέμα θα εξεταστεί από την άποψη αυτή, όταν ο Διάλογος ασχοληθεί με το πρωτείο κατά τη β΄ χιλιετία, διότι τότε εμφανίστηκε το πρόβλημα για πρώτη φορά.
ΕΡ: Αληθεύει ότι ο οικουμενισμός είναι αίρεση και πώς απαντάτε στις έντονες επικρίσεις που δέχεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο;
ΑΠ:Για να χαρακτηριστεί κάτι ως αίρεση πρέπει να είναι σαφής εκτροπή από τα δόγματα που θέσπισαν οι πατέρες και διατύπωσαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Δεν γνωρίζω κανένα ορθόδοξο που να αρνήθηκε ή διέστρεψε τα δόγματα αυτά στα πλαίσια της Οικουμενικής Κινήσεως. Το να διαλέγεται κανείς με όσους αρνούνται τα δόγματα αυτά δεν τον καθιστά αυτομάτως «αιρετικό», και μάλιστα όταν με το διάλογο τα υπερασπίζεται.
ΕΡ: Τι πρέπει να γίνει για να έχουν οι ορθόδοξοι χριστιανοί ορθή εικόνα και ενημέρωση για την πορεία του Διαλόγου;
ΑΠ:Αυτό που χρειάζεται, και δυστυχώς δεν γίνεται ως τώρα, είναι τα κείμενα το Διαλόγου να δίνονται από τις αντιπροσωπείες κάθε Εκκλησίας στις Συνόδους των και εκεί να αξιολογούνται και να γίνονται γνωστά ευρύτερα. Ο Διάλογος δεν έχει τίποτε να κρύψει, όπως κακόβουλα ισχυρίζονται ορισμένοι. Αυτά που διαδίδονται περί «υπογραφής» της ενώσεως είναι γελοία. Πρώτον γιατί η Επιτροπή του Διαλόγου δεν έχει καμία αρμοδιότητα για κάτι τέτοιο -είναι απλώς ένα συμβουλευτικό όργανο- και, δεύτερον, διότι υπάρχουν πάρα πολλά ακόμα θέματα προς συζήτηση και ο δρόμος είναι μακρότατος. Ας μην ανησυχούν, λοιπόν, οι κακόβουλοι. Η ένωση δεν θα υπογραφεί ούτε στην Κύπρο!
ΕΡ: Υπάρχει κίνδυνος σχίσματος στην Ελλάδα ή σε άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, λόγω των διαφωνιών που υπάρχουν για το Διάλογο;
ΑΠ:Ελπίζω όχι. Αλλά αν συνεχιστεί η παραπληροφόρηση και τα ψεύδη περί δήθεν επικειμένης «ένωσης» και παραδόσεως μας στον πάπα (!), το σπέρμα του διχασμού θα ριζώνει όλο και περισσότερο. Και η ευθύνη αυτών που διαδίδουν αυτά τα ψεύδη θα είναι τεράστια.
ΕΡ: Κατ΄αρχάς μπορείτε να μας διευκρινίσετε πώς διεξάγεται ο Διάλογος;
ΑΠ:Πρώτον, ο Διάλογος αυτός διεξάγεται με ομόφωνη απόφαση όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Είναι άδικο και παραπλανητικό να στρέφονται τα πυρά κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου ή του προσώπου μου τη στιγμή που, όπως αποδεικνύουν τα σχετικά Μνημόνια που υπέγραψαν οι προκαθήμενοι των Ορθοδόξων Εκκλησιών, όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες πιστεύουν ότι ο Διάλογος αυτός πρέπει να συνεχιστεί. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει και στην περίπτωση αυτή, όπως και σε όλες τις περιπτώσεις των διορθοδόξων ζητημάτων, απλώς συντονιστικό ρόλο, η δε ταπεινότητά μου, όπως και τα λοιπά μέλη της Επιτροπής του Διαλόγου, απλώς εκτελούμε, κατά τη συνείδησή μας, την εντολή των Εκκλησιών μας. Είμαστε βέβαια έτοιμοι να δεχθούμε κάθε κριτική για το εάν εκτελούμε σωστά την εντολή αυτή γιατί δεν είμαστε αλάθητοι (όπως βέβαια δεν είναι αλάθητοι και αυτοί που μας κρίνουν). Αλλά το να μας επικρίνουν μόνο και μόνο γιατί μετέχομε στο Διάλογο είναι τουλάχιστον άδικο. Όσοι δεν θέλουν το Διάλογο αντιτίθενται ουσιαστικά στην κοινή βούληση των Ορθοδόξων Εκκλησιών, και συνεπώς κακώς επιτίθενται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ή σε μας που εκτελούμε με κόπο πολύ το δυσχερέστατο και συχνά άχαρο έργο που μας ανέθεσαν οι Εκκλησίες μας.
ΕΡ: Μια από τις επικρίσεις που δέχεσθε είναι σχετική με το θέμα, με το οποίο ασχολείται ο Διάλογος. Πρόσφατα και η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους σας επικρίνει γιατί ασχολείται ο Διάλογος στη φάση αυτή με το θέμα του πρωτείου.
ΑΠ:Και στο σημείο αυτό υπάρχει ελλιπής πληροφόρηση. Το θέμα του Διαλόγου δεν το επιλέξαμε εμείς. Είναι και αυτό αποφασισμένο πανορθοδόξως. Πριν αναλάβω την συμπροεδρία του Διαλόγου εξασφάλισα τη γραπτή συμφωνία όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών ότι το θέμα του Διαλόγου θα είναι στη φάση αυτή το πρόβλημα του πρωτείου στην Εκκλησία. Σέβομαι και τιμώ την ευαισθησία των αγιορειτών πατέρων στα θέματα της πίστεως. Αλλά γιατί τη μονοπωλούν; Δεν διαθέτουν παρόμοια ευαισθησία οι προκαθήμενοι των Ορθοδόξων Εκκλησιών; Έχουν βέβαια κάθε δικαίωμα και χρέος οι μοναχοί, όπως και κάθε πιστός, να εκφράζουν τη γνώμη των. Αλλά οι γνώμες όλων μας τελικά υπόκεινται στην κρίση των Ιερών Συνόδων. Εάν ένας Μ. Βασίλειος έθετε τη γνώμη του στην κρίση των Επισκοπικών Συνόδων, πόσο μάλλον εμείς; Στη συγκεκριμένη περίπτωση ταπεινώς (και όχι αλαθήτως) φρονώ ότι οι αγιορείτες πατέρες (που δεν θεωρούν, είμαι βέβαιος, εαυτούς αλαθήτους) δεν έχουν δίκιο. Το θέμα του πρωτείου είναι εκκλησιολογικό πρόβλημα (όπως κάθε θέμα κανονικής δομής και διοικήσεως της Εκκλησίας). Και η Εκκλησιολογία είναι μέρος της Δογματικής, δηλαδή θέμα πίστεως. Όταν, συνεπώς, εξετάζομε στο Διάλογο το θέμα αυτό, εξετάζουμε μία δογματική διαφορά μας. Καμιά πρόθεση δεν υπάρχει να μη συζητηθούν τα άλλα δογματικά θέματα, όπως το filioque κ.λπ. Αλλά η πείρα από τους άλλους θεολογικούς διαλόγους (με τους προχαλκηδονίους, τούς παλαιοκαθολικούς κ.ά.) μας έδειξε ότι σε τίποτε δεν ωφελεί μία συμφωνία σε άλλα δογματικά ζητήματα αν δεν υπάρξει σύμπτωση σε βασικά θέματα Εκκλησιολογίας. Ειδικά στις σχέσεις Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών το θέμα του πρωτείου έπαιξε τον πιο τραγικό ρόλο. Αυτό δημιούργησε τα μεγαλύτερα προβλήματα (Σταυροφορίες, Ουνία κ.λπ.). Πώς μπορούμε να προσποιηθούμε ότι δεν υπάρχει το φλέγον πρόβλημα αυτό και να το θεωρήσουμε δευτερεύον; Με εκπλήσσει η άποψη αυτή των αγιορειτών πατέρων. Αναφέρονται στην συνοδικότητα ως προϋπόθεση, αλλά ακριβώς τη συνοδικότητα θεωρούμε και εμείς ως προϋπόθεση του πρωτείου. Αυτή τη θέση υποστηρίξαμε οι ορθόδοξοι στη Ραβέννα και έγινε αποδεκτή.
ΕΡ: Το κείμενο της Ραβέννας επικρίθηκε πολύ από τους κύκλους αυτούς. Γιατί;
ΑΠ:Πστεύω ότι το κείμενο αυτό δεν μελετήθηκε με προσοχή ή με καλή πίστη από όσους το επικρίνουν. Δύο βασικά σημεία του κειμένου αρκούν για να δείξουν πόσο ικανοποιητικό πρέπει να θεωρείται το κείμενο αυτό από ορθοδόξου πλευράς. Το ένα είναι ότι συμφωνήθηκε ότι το πρωτείο σε οποιοδήποτε επίπεδο και αν ασκείται δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τη συνοδικότητα. Αυτό υποστηρίζει και εφαρμόζει η Ορθόδοξη Εκκλησία με βάση τον 34ο Κανόνα των Αποστόλων. Έχουμε και οι ορθόδοξοι «πρώτους», αλλά δεν μπορούν να αποφασίζουν χωρίς τη Σύνοδο, ούτε η Σύνοδος χωρίς αυτούς. Αυτό είναι το πνεύμα του Κανόνος που ανέφερα. Και αυτό έγινε αποδεκτό στη Ραβέννα παρά το ότι δεν συνάδει με την έννοια του μοναρχικού πρωτείου.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι το πρωτείο του Ρώμης συνδέεται με τη θέση του στην Πενταρχία των Πατριαρχών. Αυτό ίσχυε στην πρώτη χιλιετία και αυτό θα πρέπει να ισχύσει σε περίπτωση που θα ισχύσουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της πρώτης χιλιετίας (κοινή πίστη κ.λπ.). Πού βρίσκεται η «προδοσία»; Δεν θα έλεγε το ίδιο κάθε ακραιφνής ορθόδοξος; Όλοι, νομίζω, πρέπει να δεχτούμε ότι αν ο πάπας δεχόταν την πίστη και την κανονική δομή της πρώτης χιλιετίας, θα πρέπει να είμεθα ευτυχείς. Το κείμενο της Ραβέννας κάνει ένα βήμα προς την κατεύθυνση αυτή. Δεν παραχωρεί τίποτε από όσα ισχύουν την πρώτη χιλιετία, αντίθετα υιοθετεί βασικές αρχές της Εκκλησιολογίας της περιόδου εκείνης.
ΕΡ: Υπάρχουν ορθόδοξοι χριστιανοί που θεωρούν ότι με το Διάλογο παραδίδονται όλα στον πάπα.
ΑΠ:Αλίμονο αν με το να διαλέγεται κανείς με κάποιον σημαίνει ότι παραδίδεται σ’ αυτόν. Ποια είναι τα δείγματα ότι ο Διάλογος μας οδηγεί σε «παράδοση»; Πρέπει να προσέχουν όσοι χρησιμοποιούν τέτοιες εκφράσεις. Όσοι μετέχουμε στους Διαλόγους δίνουμε μαρτυρία Ορθοδοξίας με παρρησία και αγώνα δύσκολο. Γι’ αυτό και απορρίπτομε με βδελυγμία ως ιταμή συκοφαντία κάθε αναπόδεικτη αμφισβήτηση του ορθοδόξου φρονήματός μας.
ΕΡ:Πώς αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο του Διαλόγου το πρόβλημα της Ουνίας;
ΑΠ:Το πρόβλημα της Ουνίας δεν παύει να αποτελεί για τους ορθοδόξους σοβαρό ζήτημα. Έγιναν μακρές συζητήσεις γι’ αυτό στα πλαίσια του Διαλόγου. Συμφωνήθηκε και από τη ρωμαιοκαθολική πλευρά ότι η Ουνία δεν πρέπει να θεωρηθεί «μοντέλο» ενώσεως ούτε να χρησιμοποιείται ως μέσο προσηλυτισμού. Οι ορθόδοξοι επιμένουν σ’ αυτά τα δύο σημεία, αλλά θέτουν και το ζήτημα της εκκλησιολογικής θέσεως της Ουνίας. Το θέμα θα εξεταστεί από την άποψη αυτή, όταν ο Διάλογος ασχοληθεί με το πρωτείο κατά τη β΄ χιλιετία, διότι τότε εμφανίστηκε το πρόβλημα για πρώτη φορά.
ΕΡ: Αληθεύει ότι ο οικουμενισμός είναι αίρεση και πώς απαντάτε στις έντονες επικρίσεις που δέχεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο;
ΑΠ:Για να χαρακτηριστεί κάτι ως αίρεση πρέπει να είναι σαφής εκτροπή από τα δόγματα που θέσπισαν οι πατέρες και διατύπωσαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Δεν γνωρίζω κανένα ορθόδοξο που να αρνήθηκε ή διέστρεψε τα δόγματα αυτά στα πλαίσια της Οικουμενικής Κινήσεως. Το να διαλέγεται κανείς με όσους αρνούνται τα δόγματα αυτά δεν τον καθιστά αυτομάτως «αιρετικό», και μάλιστα όταν με το διάλογο τα υπερασπίζεται.
ΕΡ: Τι πρέπει να γίνει για να έχουν οι ορθόδοξοι χριστιανοί ορθή εικόνα και ενημέρωση για την πορεία του Διαλόγου;
ΑΠ:Αυτό που χρειάζεται, και δυστυχώς δεν γίνεται ως τώρα, είναι τα κείμενα το Διαλόγου να δίνονται από τις αντιπροσωπείες κάθε Εκκλησίας στις Συνόδους των και εκεί να αξιολογούνται και να γίνονται γνωστά ευρύτερα. Ο Διάλογος δεν έχει τίποτε να κρύψει, όπως κακόβουλα ισχυρίζονται ορισμένοι. Αυτά που διαδίδονται περί «υπογραφής» της ενώσεως είναι γελοία. Πρώτον γιατί η Επιτροπή του Διαλόγου δεν έχει καμία αρμοδιότητα για κάτι τέτοιο -είναι απλώς ένα συμβουλευτικό όργανο- και, δεύτερον, διότι υπάρχουν πάρα πολλά ακόμα θέματα προς συζήτηση και ο δρόμος είναι μακρότατος. Ας μην ανησυχούν, λοιπόν, οι κακόβουλοι. Η ένωση δεν θα υπογραφεί ούτε στην Κύπρο!
ΕΡ: Υπάρχει κίνδυνος σχίσματος στην Ελλάδα ή σε άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, λόγω των διαφωνιών που υπάρχουν για το Διάλογο;
ΑΠ:Ελπίζω όχι. Αλλά αν συνεχιστεί η παραπληροφόρηση και τα ψεύδη περί δήθεν επικειμένης «ένωσης» και παραδόσεως μας στον πάπα (!), το σπέρμα του διχασμού θα ριζώνει όλο και περισσότερο. Και η ευθύνη αυτών που διαδίδουν αυτά τα ψεύδη θα είναι τεράστια.
Η τελική έκβαση στα χέρια του Θεού
ΕΡ: Τι περιμένετε από το Διάλογο αυτό;
ΑΠ:Την ιστορία την κατευθύνει ο Θεός. Όσοι διακηρύττουν ότι η ένωση της Εκκλησίας είναι αδύνατη, οικειοποιούνται το μέλλον από τα χέρια του Θεού.
Ποίοι είμαστε εμείς για να προδικάσουμε το μέλλον; Εμείς καλούμεθα να εργαστούμε, χωρίς καμία αβαρία στην πίστη που παραλάβαμε, για να εκπληρωθεί η καθημερινή ευχή μας «υπέρ της των πάντων ενώσεως». Αν δεν κάνουμε αυτό, ή αν το κάνουμε σε βάρος της πίστεως των πατέρων μας, είμαστε υπόλογοι έναντι του Θεού. Η τελική όμως έκβαση των προσπαθειών μας βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Εκείνος θα βρει τον τρόπο να επικρατήσει το θέλημά του «ίνα πάντες εν ώσι». Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να εργαζόμαστε γι’ αυτό.
ΑΠ:Την ιστορία την κατευθύνει ο Θεός. Όσοι διακηρύττουν ότι η ένωση της Εκκλησίας είναι αδύνατη, οικειοποιούνται το μέλλον από τα χέρια του Θεού.
Ποίοι είμαστε εμείς για να προδικάσουμε το μέλλον; Εμείς καλούμεθα να εργαστούμε, χωρίς καμία αβαρία στην πίστη που παραλάβαμε, για να εκπληρωθεί η καθημερινή ευχή μας «υπέρ της των πάντων ενώσεως». Αν δεν κάνουμε αυτό, ή αν το κάνουμε σε βάρος της πίστεως των πατέρων μας, είμαστε υπόλογοι έναντι του Θεού. Η τελική όμως έκβαση των προσπαθειών μας βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Εκείνος θα βρει τον τρόπο να επικρατήσει το θέλημά του «ίνα πάντες εν ώσι». Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να εργαζόμαστε γι’ αυτό.
***
Αρχίζει ο Διάλογος των Εκκλησιών
«Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ της Κύπρου φιλοξενεί με αίσθημα ευθύνης το διάλογο Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών», τονίζει στον «Φ» ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος με την ευκαιρία της έναρξης σήμερα στην Πάφο των εργασιών της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου (ΜΕΘΔ).
Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος επισημαίνει ότι είναι ανάγκη να συνδιαλεγόμαστε με σκοπό να βρούμε την κοινή πίστη και να πορευθούμε από κοινού το δρόμο της σωτηρίας, σύμφωνα και με την προσευχή του Χριστού «ίνα πάντες εν ώσι».
Σημειώνει επίσης ότι μόνιμος στόχος πρέπει να είναι η αναζήτηση με εντιμότητα της κοινής πίστης της αδιαίρετης Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας.
Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος δηλώνει ότι ο διάλογος διεξάγεται με απόφαση όλων των κατά τόπους αυτοκεφάλων Εκκλησιών και τονίζει ότι «αποτελεί εγωισμό το να θέτει κάποιος, είτε λαϊκός είτε κληρικός, τη γνώμη του πάνω από τη γνώμη και τις αποφάσεις των τοπικών συνόδων όλης της Ορθοδοξίας».
Η συνάντηση της ΜΕΘΔ στην Πάφο είναι η 11η, αφότου άρχισε ο Διάλογος το 1980. Στη συνάντηση της Πάφου, που θα ολοκληρωθεί την ερχόμενη Πέμπτη, συμμετέχουν 60 διακεκριμένοι εκπρόσωποι των ορθοδόξων και των ρωμαιοκαθολικών. Της ΜΕΘΔ συμπροεδρεύουν ο μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης και ο καρδινάλιος Βάλτερ Κάσπερ. Την Εκκλησία της Κύπρου εκπροσωπούν οι μητροπολίτες Πάφου Γεώργιος και Κωνσταντίας Βασίλειος.
Η ΜΕΘΔ στις εργασίες της στην Πάφο θα συζητήσει το πρωτείο του πάπα κατά την πρώτη χιλιετία μ.Χ., δηλαδή την περίοδο πριν από το σχίσμα Ανατολής και Δύσης. Πρόκειται, όπως τονίζεται και από τις δύο πλευρές, για καίριο και αποφασιστικό ζήτημα.
Απόψε τα μέλη της ΜΕΘΔ θα έλθουν στη Λευκωσία, όπου οι ρωμαιοκαθολικοί θα τελέσουν θεία λειτουργία στο ναό του Τιμίου Σταυρού στην Πύλη Πάφου.
Αύριο το πρωί στον ιερό ναό Φανερωμένης Λευκωσίας θα τελεστεί αρχιερατικό συλλείτουργο από τον αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο, το μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη και ιεράρχες άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Στο τέλος της λειτουργίας ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος θα αναπτύξει τη θέση της Εκκλησίας της Κύπρου στο θέμα του θεολογικού διαλόγου με τους ρωμαιοκαθολικούς.
Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος επισημαίνει ότι είναι ανάγκη να συνδιαλεγόμαστε με σκοπό να βρούμε την κοινή πίστη και να πορευθούμε από κοινού το δρόμο της σωτηρίας, σύμφωνα και με την προσευχή του Χριστού «ίνα πάντες εν ώσι».
Σημειώνει επίσης ότι μόνιμος στόχος πρέπει να είναι η αναζήτηση με εντιμότητα της κοινής πίστης της αδιαίρετης Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας.
Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος δηλώνει ότι ο διάλογος διεξάγεται με απόφαση όλων των κατά τόπους αυτοκεφάλων Εκκλησιών και τονίζει ότι «αποτελεί εγωισμό το να θέτει κάποιος, είτε λαϊκός είτε κληρικός, τη γνώμη του πάνω από τη γνώμη και τις αποφάσεις των τοπικών συνόδων όλης της Ορθοδοξίας».
Η συνάντηση της ΜΕΘΔ στην Πάφο είναι η 11η, αφότου άρχισε ο Διάλογος το 1980. Στη συνάντηση της Πάφου, που θα ολοκληρωθεί την ερχόμενη Πέμπτη, συμμετέχουν 60 διακεκριμένοι εκπρόσωποι των ορθοδόξων και των ρωμαιοκαθολικών. Της ΜΕΘΔ συμπροεδρεύουν ο μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης και ο καρδινάλιος Βάλτερ Κάσπερ. Την Εκκλησία της Κύπρου εκπροσωπούν οι μητροπολίτες Πάφου Γεώργιος και Κωνσταντίας Βασίλειος.
Η ΜΕΘΔ στις εργασίες της στην Πάφο θα συζητήσει το πρωτείο του πάπα κατά την πρώτη χιλιετία μ.Χ., δηλαδή την περίοδο πριν από το σχίσμα Ανατολής και Δύσης. Πρόκειται, όπως τονίζεται και από τις δύο πλευρές, για καίριο και αποφασιστικό ζήτημα.
Απόψε τα μέλη της ΜΕΘΔ θα έλθουν στη Λευκωσία, όπου οι ρωμαιοκαθολικοί θα τελέσουν θεία λειτουργία στο ναό του Τιμίου Σταυρού στην Πύλη Πάφου.
Αύριο το πρωί στον ιερό ναό Φανερωμένης Λευκωσίας θα τελεστεί αρχιερατικό συλλείτουργο από τον αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο, το μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη και ιεράρχες άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Στο τέλος της λειτουργίας ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος θα αναπτύξει τη θέση της Εκκλησίας της Κύπρου στο θέμα του θεολογικού διαλόγου με τους ρωμαιοκαθολικούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου