Του Θεόδωρου Ι. Ρηγινιώτη
Η αυθεντικότητα των λειψάνων των αγίων και των ιστορικών κειμηλίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι κάτι που όχι μόνον αμφισβητείται, αλλά και χλευάζεται υπεροπτικά από τους φανατικούς πολέμιους του χριστιανισμού.
Φυσικά, μέσα στις χιλιάδες των ιερών λειψάνων και κειμηλίων, που έχουν συγκεντρωθεί τα δύο χιλιάδες χρόνια της χριστιανικής ιστορίας, είναι επόμενο ότι έχουν συμβεί και σφάλματα, αλλά και απάτες. Οπωσδήποτε έχει γίνει κατά καιρούς εκμετάλλευση της ευσέβειας των απλών ανθρώπων από επιτήδειους, που θησαύρισαν περιφέροντας για «προσκύνημα» πλαστά λείψανα και δήθεν ιερά κειμήλια.
Όμως η Εκκλησία δεν βασίζεται στην απάτη και τους απατεώνες, αλλά στην αλήθεια και τους ειλικρινείς και ανιδιοτελείς πνευματικούς ανθρώπους, που θυσίασαν τα πάντα, τόσο για χάρη της πίστης τους στο Χριστό, όσο και λόγω της αγάπης τους προς το συνάνθρωπο. Επίσης, η Εκκλησία δεν βασίζεται σε κάποια τυφλή και αναπόδεικτη πίστη, που ευνοεί τις απάτες, επιμένει στην εξέταση ακόμη και των πνευματικών εμπειριών (οραμάτων και θαυμάτων), ώστε να εξασφαλιστεί η αλήθεια, που θα οδηγήσει τον άνθρωπο στην ένωσή του με το Χριστό. Ένα άρθρο σχετικό με το ζήτημα αυτό,
εδώ.
Βεβαίως, η ίδια η ιδέα της ένωσης με το Χριστό προκαλεί το μένος ορισμένων ιδεοληπτικών πολέμιων της χριστιανικής πίστης, που δυστυχώς δεν ενδιαφέρονται στην πραγματικότητα για τεκμήρια ή επιχειρήματα, αλλά για συνθήματα. Το άρθρο αυτό δεν απευθύνεται σε τέτοιους αναγνώστες, αλλά σε αμερόληπτους και απροϋπόθετους ερευνητές.
Θα προσπαθήσουμε να παραθέσουμε ορισμένα παραδείγματα επιστημονικής εξέτασης ιερών λειψάνων και κειμηλίων, που ίσως φανούν χρήσιμα για να αντιληφθεί ο αναγνώστης ότι η διαφύλαξη αυτής της παρακαταθήκης στην Εκκλησία δεν είναι τόσο πρόχειρη και άκριτη, όσο ορισμένοι φαντάζονται. Καλό είναι ωστόσο να ληφθεί υπόψιν και ότι η μυροβλυσία, η ευωδία και η θαυματουργία των ιερών λειψάνων και κειμηλίων είναι κάτι μαρτυρημένο από τόσες χιλιάδες αυτόπτες μάρτυρες, όχι μόνο στο παρελθόν, αλλά και στην εποχή μας (ακόμη και από τον ίδιο τον γράφοντα), ώστε η στοιχειώδης σύνεση και σοβαρότητα ορίζει να μην αποκλειστεί ιδεολογικά ως γεγονός.
Ι. Ανθρωπολογικές μελέτες σε λείψανα αγίων
Μέχρι στιγμής, τέτοιες έρευνες έχουν αποδείξει και σφάλματα ταυτοποίησης (όπως των λειψάνων της βασιλικής των Αγίων Αποστόλων (Santi Apostoli) στη Ρώμη, που αποδίδονται στον άγιο απόστολο Ιάκωβο του Αλφαίου, αλλά χρονολογήθηκαν στο διάστημα 214 – 340 μ.Χ., όπως βλέπουμε
εδώ), όμως έχουν επίσης καταδείξει τη γνησιότητα διασωθέντων λειψάνων, όπως τα λείψανα, για τα οποία θα μιλήσουμε. Πρόκειται για λείψανα του αγίου Νικολάου, του ευαγγελιστή Λουκά, του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, του αγίου Δημητρίου και των αγίων Χρύσανθου και Δαρείας, με μια τελευταία αναφορά στην αγία Αναστασία τη Ρωμαία.
1. Ο άγιος Νικόλαος
Τα λείψανα που αποδίδονται στον άγιο Νικόλαο εξετάστηκαν από τον καθηγητή της Ανατομίας του Πανεπιστημίου του Μπάρι Luigi Martino και τους βοηθούς του το 1953 και το 1957. Αφορμή της εξέτασης υπήρξε το αναγκαστικό (για τεχνικούς λόγους) άνοιγμα του τάφου του αγίου στο Μπάρι της Ιταλίας, όπου είχαν μεταφερθεί από τα Μύρα της Λυκίας το 1087, μετά από ληστρική επιδρομή Ιταλών ναυτικών.
«Όταν ανοίχτηκε ή σαρκοφάγος, τα οστά βρέθηκαν βουτηγμένα σ’ ένα διαυγές άχρωμο και άοσμο υγρό, όμοιο με νερό που βγαίνει από βράχο. Όσα περίσσευαν πάνω από τη στάθμη του, που έφτανε στα 2-3 εκ. μ. από τον πυθμένα της, ήταν υγρά όπως και τα εσωτερικά τοιχώματα της, ενώ οι μυελοκυψέλες των σπογγωδών οστών ήταν γεμάτες από το ίδιο υγρό. Η ποιότητα του ήταν η ίδια που είχε διαπιστωθεί και σε προηγούμενη εξέταση του στα Ινστιτούτα Χημείας και Υγιεινής του Πανεπιστημίου του Bari. Επρόκειτο δηλ. για νερό καθαρό, ελεύθερο από άλατα και στείρο από μικροοργανισμούς. Οι ρωμαιοκαθολικοί του έχουν δώσει τη χαρακτηριστική ονομασία «Manna». Άλλωστε και όταν οι βαρηνοί ναύτες έσπασαν την πλάκα, που κάλυπτε τον τάφο του Αγίου στα Μύρα, βρήκαν τα λείψανα του μέσα σε «Θείο μύρο» (άλλοι γράφουν Sanctusliguor ή oleum) σύμφωνα με τις αφηγήσεις τους, τις όποιες μας διέσωσαν τα σχετικά αγιολογικά κείμενα. Η ύπαρξη πάντως του υγρού αυτού στη σαρκοφάγο, σύμφωνα με τη γνώμη του ερευνητή καθηγητή, επέδρασε ευεργετικά στην καλύτερη συντήρηση των οστών όλους αυτούς τους αιώνες που πέρασαν».
Ας σημειώσουμε εδώ ότι ο άγιος Νικόλαος στην Ορθόδοξη Εκκλησία χαρακτηρίζεται και μυροβλύτης. Το μύρο του σώματός του (που βρέθηκε, όπως περιγράφεται παραπάνω) είναι φυσικό να χάσει το άρωμά του μετά από αιώνες.
«Όλα τα οστά που εξέτασε άνηκαν σε ένα και το αυτό άτομο και μάλιστα σε άνδρα που είχε ύψος 1.67 μ. περίπου, τρεφόταν κυρίως με προϊόντα φυτικής προέλευσης και πέθανε σε ηλικία μεγαλύτερη από τα 70 χρόνια. Το άτομο αυτό άνηκε στην λευκή ευρωπαϊκή μεσογειακή φυλή και μάλιστα στην ανατολική παραλλαγή της, χωρίς να μπορεί να βεβαιωθεί αν άνηκε ή όχι στο λεγόμενο “λεβαντίνο” τύπο, ενώ αποκλείστηκε ότι θα μπορούσε να ήταν αρμενοαλπικής φυλής. Καμιά η σχέση του, βέβαια, με τους μογγολικής καταγωγής Τούρκους, οι όποιοι άλλωστε πέρασαν στη Μικρά Ασία αρκετούς αιώνες μετά τον θάνατο του αγίου και, συγκεκριμένα, στην περιοχή των Μύρων μόλις τον 11ο αιώνα, εποχή που φυγαδεύτηκαν τα οστά του από εκεί, ενώ βάρυναν ήδη πάνω τους περισσότερα από επτάμιση εκατοντάδες χρόνια.
Η κατάσταση ορισμένων οστών έδειξε ακόμη ότι το άτομο, στο οποίο ανήκαν, πρέπει να είχε υποφέρει πολύ κάτω από ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης, που του άφησαν τα σημάδια τους σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του. Η αγκυλωτική σπονδυλαρθρίτιδα και η διάχυτη ενδοκρανιακή υπερόστωση, που επισημάνθηκαν στα ανάλογα οστά, πρέπει να κληροδοτήθηκαν στον Άγιο από κάποια υγρή φυλακή, όπου θα πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής του και μάλιστα σε προχωρημένη ηλικία, γεγονός που μαρτυριέται και από τα σχετικά αγιολογικά κείμενα. Άλλωστε η θέση στην οποία καταλήγει, γενικά, ο Καθηγητής Martino είναι ότι τα αποτελέσματα της επιστημονικής ανατομο-ανθρωπολογικής μελέτης των λειψάνων, που βρίσκονται στη λάρνακα της Βασιλικής του Αγ. Νικολάου στο Bari, όταν αυτή ανοίχτηκε τη νύκτα της 5ης προς την 6η Μαΐου του 1953 και ξανατοποθετήθηκαν σ’ αυτή το πρωί της 8ης Μαΐου του 1957, όχι μόνο δεν συγκρούονται πουθενά με τη γνωστή ιστορία του αγ. Νικολάου, επισκόπου των Μύρων, αλλά και βρίσκονται σε αρμονικότατη συμφωνία μαζί της.»
Περισσότερα στοιχεία και λεπτομέρειες για τη μελέτη αυτή των λειψάνων του αγίου Νικολάου μπορείτε να διαβάσετε
εδώ, και, σε αναδημοσίευση,
εδώ.
2. Ο ευαγγελιστής Λουκάς
Τα λείψανα του αγίου Λουκά μελετήθηκαν το 1998, μετά από πρωτοβουλία του καρδινάλιου Mattiazzo της Πάδουας, μετά από επιστολή του τότε Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας Ιερώνυμου (νυν Αθηνών), όπου εξέφραζε το αίτημα για επιστροφή μέρους των λειψάνων στην Εκκλησία της Θήβας, τόπο του επίγειου τέλους του αγίου.
«Το έργο ανατέθηκε σε Επιτροπή με Πρόεδρο τον παθολογοανατόμο του Πανεπ. της Πάδουας Vito Terribile Wiel Marin και μέλη τους: G. Barbugiani, C. Vernesi, G. Bendetto, E. Sacchari, και E. Katti (του Τμήμ. Βιολογίας του Πανεπ. της Ferrara), D. Caramelli (του Ινστ. Ανθρωπολογίας του Πανεπ. της Γενεύης), P. Malaspina (του Τμήμ. Βιολογίας του Πανεπ. της Ρώμης) και A. Novelletto (του Τμήμ. Βιολογίας του Πανεπ. της Καλαβρίας).
Τα μέλη της Επιτροπής, με την παρουσία κληρικών, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1998 αφήρεσαν τις 400 ετών σφραγίδες από το μολύβδινο φέρετρο, το εγκιβωτισμένο στη μαρμάρινη σαρκοφάγο του καθεδρικού Ναού της Πάδουας, το οποίο είχε διαστάσεις 193,04 εκ. μήκος, 40,64 εκ. πλάτος, 50,80 εκ. βάθος και 126,84 χιλγρ. βάρος. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι διαστάσεις αυτές αντιστοιχούν ακριβώς, και με προσέγγιση χιλιοστού του μέτρου, στις διαστάσεις της κενής μαρμάρινης λάρνακας, που τιμάται ως ο τάφος του Αγίου Λουκά στη Θήβα της Βοιωτίας.
Μέσα στο κιβώτιο βρέθηκε ο πλήρης σκελετός (εκτός από το κρανίο, την δεξιά ωλένη και τον αριστερό αστράγαλο) ανθρώπου, πυκνικού (κοντόχονδρου) σωματοτύπου, μεγάλης ηλικίας, ο οποίος έφερε έντονα σημεία οστεοπορώσεως, εκφυλιστικές αλλοιώσεις οστεοαρθροπάθειας της σπονδυλικής στήλης, εκτεταμένες αλλοιώσεις (λόγω φθοράς) των οδόντων και κυρτότητα πλευρών ενδεικτική πνευμονικού εμφυσήματος».
Στη συνέχεια μεταφέρθηκε το φερόμενο ως κρανίο (κάρα) του αγίου από την Τσεχία και εξετάστηκε στην Πάδουα:
Κατόπιν αιτήματος του καρδιναλίου Mattiazzo η κάρα αυτή [=το κρανίο] μεταφέρθηκε στην Πάδουα και εξετάσθηκε κατά πόσο ταιριάζει στην υποδοχή του άτλαντα (του πρώτου σπονδύλου της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης) του σκελετού της Πάδουας. Κατά τους επιστήμονες που έλαβαν μέρος στη σχετική εξέταση υπήρχε μια τέλεια εφαρμογή, τέτοια που υπάρχει μεταξύ “κλειδιού και κλειδαριάς” κατά την άποψή τους. Επί πλέον το κρανίο της Πράγας ανήκει στον δολιχοκέφαλο τύπο (επιμηκυσμένο κατά τον προσθιοπίσθιο άξονα) πράγμα το οποίο είναι πολύ συμβατό με τον τύπο κρανίου ανθρώπων της περιοχής αυτής κατά τους πρώτους μ.Χ. αιώνες και καθόλου συμβατό με τον κρανιακό τύπο ανθρώπων της ίδιας περιοχής κατά το 1000 μ.Χ. και τους μετέπειτα αιώνες. Και επιπρόσθετα ο κυνόδοντας που βρέθηκε στο μολύβδινο κιβώτιο της Πάδουας ταίριαζε απόλυτα στο κενό φατνίο που υπήρχε στο δεξιό μέρος της κάτω σιαγόνας του κρανίου της Πράγας. (…)
Για να επανέλθουμε στον σκελετό του κιβωτίου της Πάδουας, διενεργήθηκε επιστημονική έρευνα σε πολύ μικρό (0.071 gr) λειοτριβημένου τμήματος μηριαίου οστού.
Δείγμα απεστάλη σε δύο ανεξάρτητα ερευνητικά εργαστήρια της Ευρώπης (Oxford University) και της Αμερικής (Tucson, Arizona University). Η χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα (C14) έδειξε ότι το οστό ανήκε σε πρόσωπο που πέθανε μεταξύ 72 μ.Χ. και 416 μ.Χ. πράγμα συμβατό με την υποτιθέμενη ιστορική χρονολογία θανάτου (περί το 150 μ.Χ.).
Η γενετική ανάλυση στο μιτοχονδριακό DNA που λήφθηκε από τον πολφό του κυνόδοντα που βρέθηκε στον πυθμένα του κιβωτίου της Πάδουας έδειξε ότι η αλληλουχία των βάσεων του DNA ήταν συμβατή με την αλληλουχία των βάσεων που προέκυψε από τη μελέτη πληθυσμών της χρονολογίας αυτής και της περιοχής αυτής. Τα ευρήματα αυτά κατʼ ουδένα τρόπο πιστοποιούν ότι τα οστά του σκελετού αυτού ανήκουν σε άτομο Συριακής καταγωγής και χρονολογίας θανάτου τον 2ο μ.Χ. αιώνα, αλλά απλώς δεν αποκλείουν μια τέτοια πιθανότητα και είναι συμβατά με μια τέτοια παραδοχή».
Πολύ περισσότερες πληροφορίες και λεπτομέρειες για τα γεγονότα δείτε στο άρθρο του κ. Ανδρέα Ντεληθέου, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, «Η διαχρονική πορεία των λειψάνων του Ευαγγελιστού Λουκά και η κώμη Κορίτσα Φουρνά Ευρυτανίας ως σημείο στη διαδρομή αυτή»,
εδώ και, σε αναδημοσίευση,
εδώ.
3. Ο Τίμιος Πρόδρομος
Στις αρχές του 2010 ανακαλύφθηκε μια μικρή λειψανοθήκη με λείψανα, φερόμενα ως λείψανα του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, σε αρχαία μονή του Τιμίου Προδρόμου στο βουλγαρικό νησί SvetiIvan («Άγιος Ιωάννης»).
«Ο πρώτος που εξέτασε τα ανθρώπινα οστά, που βρέθηκαν στη λειψανοθήκη, ήταν ο Γιόρνταν Γιορντάνοφ, ειδικός στην ανθρώπινη ανατομία, με περισσότερες από 20.000 εξετάσεις οστών στο ενεργητικό του. Απ’ το μέγεθος των οστών και τη φθορά του δοντιού συμπέρανε πως τα οστά ανήκαν στον ίδιο άνδρα, περίπου 40 ετών. Στη συνέχεια τα οστά μεταφέρθηκαν στη Σόφια, όπου εξετάστηκαν από δικανικό ανθρωπολόγο. Με τη βοήθεια μηχανημάτων λέιζερ σχηματίστηκαν τρισδιάστατες εικόνες των οστών, που βοήθησαν στην εξαγωγή σχετικών επιστημονικών συμπερασμάτων.
Στη συνέχεια, τα τίμια λείψανα υποβλήθηκαν σε ραδιοχρονολόγηση και εξέταση DNA. Και οι δύο αυτές εξετάσεις χρηματοδοτήθηκαν απ’ το National Geographic Society’ s Expedition’ s Council (στην εταιρεία ανήκει και το National Geographic News και, βέβαια, τοNational Geographic Channel).
Η ραδιοχρονολόγηση έγινε σε πανεπιστημιακό εργαστήριο της Οξφόρδης απ’ τους Thomas Higham και Christopher Ramsey, καθηγητές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Τρία οστά μπήκαν σε ειδικό οξύ, ώστε να διαχωριστεί το χρονολογήσιμο υλικό, η πρωτεΐνη, απ’ το οστούν. Απ’ αυτά, τελικά, μόνο ένα οστούν είχε αρκετό κολλαγόνο, ώστε να γίνει ραδιοχρονολόγηση. Η ραδιοχρονολόγηση αυτού του οστέος έδωσε μια χρονολογία μεταξύ 5 και 75 μ.Χ., με πιθανότερο σημείο το μέσον αυτής της περιόδου, δηλαδή το 30-35 μ.Χ.. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος μαρτύρησε περί το 30 μ.Χ. Τα δεδομένα ταιριάζουν.
Οι DrHannes Schroeder και Pr. Eske Willerslev, του Πανεπιστημίου της Κοπενχάγης, κλήθηκαν να φτιάξουν το γενετικό προφίλ του ανθρώπου, τα οστά του οποίου βρέθηκαν στην ανασκαφή. Οι δύο επιστήμονες αναπαρέστησαν τη μιτοχονδριακή γενετική ακολουθία από τρία ανθρώπινα οστά ( δόντι και δύο οστά ). Διαπιστώθηκε πως και τα τρία οστά ανήκαν στον ίδιο άνδρα. Η μιτοχονδριακή γενετική ακολουθία, που έδειξε η εργαστηριακή εξέταση, είναι πολύ συχνή στην εγγύς Ανατολή. Τα δεδομένα, όχι μόνο δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο τα οστά να είναι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, αλλά, αντίθετα, το στηρίζουν.»
«Οι επιστήμονες που εξέτασαν τα ιερά οστά εντυπωσιάστηκαν απ’ την – αναπάντεχη γι’ αυτούς – συμφωνία των πορισμάτων της επιστημονικής έρευνας με την εκκλησιαστική παράδοση, που κληροδότησε ως αυθεντικά τα ιερά κειμήλια.»
Λεπτομέρειες
εδώ, (απόσπασμα από την προς δημοσίευσιν μελέτη του Βασιλείου Ταμιωλάκη) και, σε αναδημοσίευση,
εδώ.