ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ (29/11/2018)

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ 
ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ 

Συνῆλθεν, ὑπό τήν προεδρείαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος εἰς τάς τακτικάς αὐτῆς συνεδρίας ἀπό τῆς Τρίτης, 27ης, μέχρι καί τῆς Πέμπτης, 29ης τ. μ. Νοεμβρίου 2018. Κατά τάς συνεδρίας ταύτας ἐθεωρήθησαν ἅπαντα τά ἐν τῇ ἡμερησίᾳ διατάξει ἀναγεγραμμένα θέματα, ἐφ᾿ ὧν καί ἐλήφθησαν αἱ προσήκουσαι ἀποφάσεις, μεταξύ τῶν ὁποίων: 
α) Προτάσει τῆς Α.Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς κανονικῆς Αὐτοῦ εὐθύνης, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος προέβη εἰς τήν ἀναδιάρθρωσιν τοῦ καθεστῶτος τῆς μέχρι τοῦδε «Ἐξαρχίας τῶν ἐν Δυτικῇ Εὐρώπῃ Ὀρθοδόξων Παροικιῶν Ρωσσικῆς Παραδόσεως», ὑπαγαγοῦσα τούς ὑπ᾿ αὐτήν πιστούς εἰς τούς ἐν Εὐρώπῃ Ἱεράρχας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. 
β) Ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος, ὁμοφώνως ἀποδεχθεῖσα εἰσήγησιν τῆς ὑπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον Αὐτονόμου Ἐκκλησίας τῆς Φιλλανδίας, ἀνέγραψεν εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τούς Ὅσιον Ἰωάννην τοῦ Βάλαμο (1873-1958) καί Ἅγιον Μάρτυρα καί Ὁμολογητήν Ἰωάννην τοῦ Ἰλόμαντσι (1884-1918), οἱ ὁποῖοι ἔζησαν καί ἔδρασαν ἐκεῖσε. 
γ) Τέλος, ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς εἰλημμένης ἀποφάσεως ὅπως τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον χωρήσῃ εἰς τήν χορήγησιν αὐτοκεφαλίας εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας καί ἐν ὄψει τῆς ἐκδόσεως τοῦ σχετικοῦ Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου, κατήρτισε τόν Καταστατικόν Χάρτην αὐτῆς. 
Ἐν τέλει τῶν συνεδριῶν τούτων, ἀντηλλάγησαν μεταξύ τῆς Α. Θ. Παναγιότητος καί τοῦ Σεβ. Mητροπολίτου Βρυούλων κ. Παντελεήμονος, ἐκ μέρους τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, ἑόρτιοι προσφωνήσεις καί ἀντιφωνήσεις ἐπί ταῖς ἐπερχομέναις Ἑορταῖς τοῦ Ἁγίου Δωδεκαημέρου. 



ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΩ. ΦΕΙΔΑ, Η ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ (1686) ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ


Η ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ (1686) ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ

Βλασίου Ι.Φειδᾶ
Ὁμ. Καθηγητοῦ Πανεπ. Ἀθηνῶν



Ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας γιά τή διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο προβάλλει ὡς ἕνα πλασματικό ἔρεισμα τήν αὐθαίρετη ἑρμηνεία τῶν ἐπισήμων κειμένων περί τῆς Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ (1686), τήν ὁποία ἑρμηνεύουν ἀκρἰτως μέ τήν ἐσφαλμένη μέθοδο τῆς «λήψεως τοῦ ζητουμένου» (petitio principii), γιά νά ὑποστηρίξουν προφανῶς τήν ἐπιθυμητή πρόταση, ἤτοι ὅτι δῆθεν ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ’ μέ τή Συνοδική Πράξη του ὑπήγαγε πλήρως καί ὁριστικῶς τήν Μητρόπολη Κιέβου τῆς Οὐκρανίας στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας.

Βεβαίως, τό Πατριαρχεῖο Μόσχας γνωρίζει καλῶς ὅτι τό «ζητούμενον» δέν ἔχει ὁποιοδήποτε ἔρεισμα τόσο στή συγκεκριμένη Συνοδική Πράξη, ὅσο καί στίς σχετικές Ἐπιστολές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη πρός τούς τσάρους Ἰβάν καί Πέτρο, πρός τόν Πατριάρχη Μόσχας Ἰωακείμ (1674-90), πρός τόν Ἐτμάνο τῶν Κοζάκων τῆς Κριμαίας Σαμοΐλοβιτς, πρός τήν Ἱεραρχία καί τόν ἱερό Κλῆρο καί πρός τόν λαό τῆς Οὐκρανίας. Ἄλλωστε, γνωρίζει ἐπίσης καλῶς ὅτι μέχρι τό 1686 ὁ μητροπολίτης Κιέβου καί πάσης Ρωσσίας, μέ τήν ἀχανῆ δικαιοδοσία στή Λιθουανία, τή Λευκορωσσία καί τήν Οὐκρανία, ὑπαγόταν ὡς «Πατριαρχική Ἐξαρχία» στήν ἄμεση καί πλήρη κανονική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Β. Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία, ΙΙΙ, 613-614).

Πράγματι, ἡ κανονική δικαιοδοσία τοῦ Πατριάρχη Μόσχας περιοριζόταν ρητῶς μόνο στά ἐδαφικά ὅρια τοῦ «Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν» καί ὄχι βεβαίως στίς νοτίως τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας χῶρες, ἤτοι στήν Οὐκρανία ἤ Μικρή Ρωσσία. Ὡστόσο, μέ τήν ἐπέκταση τῆς κυριαρχίας τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας προσαρτήθηκαν στήν κυριαρχία του οἱ ἀνατολικές ἐπαρχίες τόσο τῆς Λευκορωσσίας, ὅσο καί τῆς Οὐκρανίας. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ τσάρος Μ. Πέτρος ἀνταποκρίθηκε στό ἐπίμονο αἴτημα τοῦ Πατριάρχη Μόσχας Ἰωακείμ (1674-90) νά ζητήση ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη τήν ὑπαγωγή καί στήν ἐκκλησιαστική του δικαιοδοσία τῶν προσαρτηθεισῶν στή κυριαρχία τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Οὐκρανίας.

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

ΚΑΙΡΟΣ: Οι πρόσφατες εξελίξεις γύρω από τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας και το μάθημα των Θρησκευτικών



Χολαργός, 18 Νοεμβρίου 2018


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Θέμα: Οι πρόσφατες εξελίξεις γύρω από τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας και το μάθημα των Θρησκευτικών

Ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος «ΚΑΙΡΟΣ-για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης» παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή τις πρόσφατες εξελίξεις γύρω από τον διάλογο Εκκλησίας και Πολιτείας. Ταυτόχρονα, μελετά όλες τις προτάσεις οι οποίες κατά καιρούς κατατίθενται γύρω από το ευρύτερο ζήτημα του θεσμικού και του νομικού πλαισίου που αφορά στις μεταξύ τους σχέσεις, με κύριο στόχο την ανάδειξη των εκκλησιολογικών, των θεολογικών, των επιστημονικών, αλλά και των πολιτικών κριτηρίων που χρειάζεται να διέπουν αυτές τις σχέσεις. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι στην 2η Πανελλήνια Συνάντηση Θεολόγων, που οργάνωσε ο Σύνδεσμός μας από 7 έως 9 Νοεμβρίου 2018 στην Αθήνα, με θέμα «Η Ορθόδοξη Θεολογία μέσα στη νεωτερική πολιτική θεωρία και πράξη», συζητήθηκαν εκτενώς μεταξύ άλλων οι τρέχουσες εξελίξεις, τόσο μέσα από τις εισηγήσεις του συνεδριακού μέρους, όσο και στον διάλογο που αναπτύχθηκε στα βιωματικά εργαστήρια.
Ακολουθώντας με συνέπεια τις καταστατικές, θεολογικές και επιστημονικές αρχές μας, υποστηρίζουμε τον καλοπροαίρετο διάλογο μεταξύ των εμπλεκόμενων θεσμών εφόσον υπάρχουν άλυτα ζητήματα ή ανακύπτουν θέματα προς εξέταση. Ο διάλογος αυτός πάντως, για να είναι αποτελεσματικός, χρειάζεται να είναι στοχευμένος, μεθοδικός, διαφανής και χωρίς αποκλεισμούς των άμεσα ενδιαφερομένων.


Τα ζητήματα των σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας σχετίζονται με την υπόσταση και την ιστορία των δύο θεσμών και αφορούν στο μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων πολιτών. Γι’ αυτό δεν προσφέρονται για μικροπολιτική ή επικοινωνιακή εκμετάλλευση. Ο λαϊκισμός, ο επικοινωνιακός εντυπωσιασμός και οι πολωτικές τάσεις δεν συμβάλλουν στην επίλυση των προβλημάτων και την υπέρβαση των αδιεξόδων.
Στην εποχή της κοινωνικής κρίσης και με επίγνωση των πολλαπλών προβλημάτων που έχει συσσωρεύσει η χρόνια κοινωνική και πολιτική ανομία στον τόπο μας, για την οποία πρωτίστως ευθύνεται η πολιτική εξουσία, θεωρούμε δίκαιο και επιβεβλημένο να επιδιώξει η Εκκλησία να απαγκιστρωθεί από όσες αναιτιολόγητες δεσμεύσεις έχουν επιβληθεί από το κράτος στην εναπομείνασα εκκλησιαστική περιουσία. Ταυτόχρονα, με αυθεντικούς εκκλησιολογικούς όρους και σε μια σύγχρονη προοπτική, επιβάλλεται η Εκκλησία να επιδιώξει την ελεύθερη ανάπτυξή της σε όλα τα επίπεδα, να εξορθολογίσει τη θεσμική της συγκρότηση, να αναπτύξει περαιτέρω το συνοδικό της πολίτευμα και να ενισχύσει τις αρμοδιότητες του λαϊκού στοιχείου, όπως επιτάσσει η διδασκαλία και η παράδοσή της. Για την προαγωγή των τελευταίων αυτών ζητημάτων, η πρωτοβουλία ανήκει στην Εκκλησία.
Εξάλλου, είμαστε αντίθετοι σε οποιαδήποτε υποβάθμιση του υφιστάμενου εργασιακού και μισθολογικού καθεστώτος που διέπει τους Ορθόδοξους κληρικούς. Η τυπική λογιστική λογική που επικαλείται απλώς την εξοικονόμηση «θέσεων» στο Δημόσιο ή τον ποσοτικό περιορισμό των δημοσίων εξόδων, αφενός, είναι άδικη και απάνθρωπη και, αφετέρου, αναιτιολόγητη και άστοχη. 
Τα ζητήματα της μισθοδοσίας του κλήρου και της εκκλησιαστικής περιουσίας έχουν τη δική τους ιστορία και δεν σχετίζονται με την υφιστάμενη ή την επιδιωκόμενη ουδετεροθρησκία του κράτους. Θεωρούμε δε χρέος μας να επισημάνουμε ότι δεν περνούν απαρατήρητες οι κατά καιρούς αντιφάσεις στις οποίες υποπίπτουν πολλοί εκπρόσωποι τόσο της πολιτικής όσο και της Εκκλησίας γύρω από αυτό το θέμα.
Με αφορμή τα παραπάνω, επιθυμούμε να αναδείξουμε και μια περαιτέρω επίκαιρη διάσταση η οποία αφορά στο μάθημα των Θρησκευτικών στο ελληνικό σχολείο, ως προέκταση του προβληματισμού γύρω από το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Ως εκπαιδευτικοί του μαθήματος των Θρησκευτικών, δάσκαλοι και θεολόγοι, για σοβαρούς θεολογικούς, παιδαγωγικούς και συνάμα κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους, επιθυμούμε και υποστηρίζουμε την ύπαρξη και τη λειτουργία του μαθήματός μας ως υποχρεωτικού, στο πλαίσιο των γενικών σκοπών της εκπαίδευσης και υπό τη γενική εποπτεία της Πολιτείας, όπως ήταν πάντοτε. Με αυτό το πνεύμα, όλα αυτά τα χρόνια, αγωνιζόμαστε για την προάσπιση και την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης.
Δεδομένου ότι διάφορα σωματεία, μεμονωμένα πρόσωπα, αλλά και εκκλησιαστικοί ταγοί έχουν αμφισβητήσει το υπάρχον καθεστώς οργάνωσης και λειτουργίας του μαθήματος των Θρησκευτικών δηλώνουμε ότι δεν θα δεχθούμε οποιαδήποτε εξέλιξη ερήμην των θεολόγων, η οποία θα οδηγήσει το μάθημα σε συρρίκνωση και υποβάθμιση. Είναι γνωστό ότι διάφοροι φωνασκούντες γύρω από το μάθημα επιδίωξαν με πρόσχημα τα νέα Προγράμματα Σπουδών να ανατρέψουν το υφιστάμενο καθεστώς λειτουργίας του, ακόμη και μέσω δικαστικών προσφυγών. Ορισμένοι, μάλιστα, δεν δίστασαν να προτείνουν ανοικτά την εφαρμογή του λεγόμενου «γερμανικού μοντέλου» θρησκευτικής εκπαίδευσης. Εύλογη η απορία μας: Με ποια λογική ζητούν την «ιδιωτικοποίηση» του μαθήματος των Θρησκευτικών με την ανάθεσή του στις επιμέρους θρησκευτικές κοινότητες, ενώ, τηρουμένων των όποιων αναλογιών και διαφορών, οι ίδιοι σήμερα υπεραμύνονται του «κρατισμού» υπέρ της μισθοδοσίας του κλήρου; Είναι άσχετα τα ζητήματα αυτά μεταξύ τους;
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι το μάθημα των Θρησκευτικών θα παραμείνει ανεπηρέαστο και επικεντρωμένο στην παιδαγωγική αποστολή του, όπως συνέβαινε ανέκαθεν και συμβαίνει και μέχρι σήμερα, και δεν θα γίνει παίγνιο σε αλλότριες διαπραγματεύσεις, ερήμην των μόνων ειδικών και αρμοδίων για το θέμα αυτό, που είναι οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί του μαθήματος. 




Για το Διοικητικό Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΡΑΚΟΛΗΣ
Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ


Ο Γενικός Γραμματέας
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ
Δρ. Θεολογίας ΕΚΠΑ

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

ΒΙΝΤΕΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ 147 ΤΗΣ "ΣΥΝΑΞΗΣ" ΜΕ ΘΕΜΑ: "ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ" (ΑΘΗΝΑ, 20/10/2018)


Παρουσίαση του τεύχους 147  της Σύναξης  με θέμα:  "Τεχνολογία και Ανθρωπολογία:  Μία κρίσιμη σχέση".
Μιλούν:  
  • π. Βασίλειος Θερμός, Ψυχίατρος παίδων και εφήβων, Αν. Καθηγητής Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθήνας  
  • Μάριος Κουκουνάρας-Λιάγκης, Επ. Καθηγητής Διδακτικής των Θρησκευτικών, Θεολογική Σχολή ΕΚΠΑ 
  • Θεοφάνης Τάσης, Λέκτορας στο τμήμα Φιλοσοφίας του Alpen-Adria Univerisität, Αυστρία 

Τη συζήτηση συντονίζει ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, αρχισυντάκτης του περιοδικού Σύναξη

«Follow me home»: Ομαδική έκθεση φωτογραφίας στην Αθήνα από 23/11/2018 έως 1/12/2018



Στον Πολυχώρο Τrii Art Hub παρουσιάζεται η έκθεση φωτογραφίας με τίτλο «Follow me Home», με έργα φωτογράφων που συμμετείχαν στο καλλιτεχνικό σεμινάριο του Λουκά Βασιλικού του έτους 2017.

«Follow me home»: Ομαδική έκθεση φωτογραφίας

Τόπος διεξαγωγής: Trii Art Hub, Δράκου 9, Κουκάκι

Εγκαίνια: Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018 στις 19:00

Συμμετοχή: 12 φωτογράφοι

Επιμέλεια: Λουκάς Βασιλικός

Διάρκεια έως Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Ώρες λειτουργίας: Καθημερινά 17:00 – 22:00

Είσοδος ελεύθερη – Στάση Μετρό: Συγγρού-Φιξ

Συμμετέχοντες φωτογράφοι: Στάθης Δουβλέκας – Αθανασία Κύρκου – Νίκος Κονιδάρης – Πάνος Λαμπράκης – Ιωάννης Μαρκάκης – Νίκος Νικόπουλος – Πέννυ Ορφανού – Χριστίνα Παπαδοπούλου – Αλέξανδρος Πατέστος – Αντωνία Πολύζου – Μαρία Τσολάκου – Γιώτα Τσώκου.

Λίγα λόγια από τον επιμελητή της έκθεσης, Λουκά Βασιλικό: «Follow me home» Αν η τέχνη είναι το οικείο περιβάλλον κάθε καλλιτέχνη, τότε η χαρά που η τέχνη γεννά είναι το μονοπάτι προς αυτή. Από το 2006 που άρχισα να ασχολούμαι με τη φωτογραφία, αφετηρία ήταν η χαρά που προσφέρει η τέχνη. Τα τελευταία 5 χρόνια που εισηγούμαι το καλλιτεχνικό σεμινάριο, έχω την τύχη μέσα από τον κάθε συμμετέχοντα, να βιώνω κάθε φορά εκ νέου τη χαρά αυτή. Αυτή ακριβώς η χαρά ήταν η ιδέα πίσω από αυτή την ομαδική προσπάθεια. Το σεμινάριο έχει σαν σκοπό τη διεύρυνση των καλλιτεχνικών ορίων του κάθε συμμετέχοντα μέσω της ανάπτυξης ατομικών πρότζεκτ που προσεγγίζουν το ζήτημα της καταγραφής της πραγματικότητας, έτσι ώστε ο καθένας ξεχωριστά να εμβαθύνει την καλλιτεχνική του ματιά. Τα πρότζεκτ που δούλεψαν οι συγκεκριμένοι φωτογράφοι κινούνται θεματολογικά γύρω από το οικείο αλλά και τις προσωπικές αναζητήσεις τους, σε μια προσπάθεια να γεφυρωθεί η απόσταση ανάμεσα στο ορατό και το μη ορατό. Μέσα από αυτή τη παρατήρηση ο καθένας θέτει τα δικά του ερωτήματα στο θεατή, αλλά ταυτόχρονα επιχειρεί να μεταφέρει ένα μήνυμα: ότι, κάθε εικόνα, όσο επίπεδη και αν φαινομενικά φαντάζει, αποτελεί ένα πειστήριο πως, ό,τι δεν βλέπει κανείς υπάρχει.

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

Η εισήγηση του Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου στην Ιεραρχία

πηγή-φωτό: orthodoxia.info / Σπύρος Παπαγεωργίου, 16/11/2018

[Παράθετουμε ολόκληρη την εισήγηση του Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, που εκφώνησε σήμερα το πρωί στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας.
Να θυμίσουμε ότι ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας δεν ολοκλήρωσε την εισήγησή του, καθώς διακόπηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, γεγονός που τον ανάγκασε να αποχωρήσει από την Συνεδρίαση]


Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

Τίς εὐχαριστίες μου ἐκφράζω μέ πολύ σεβασμό πρός τόν Μακαριώτατο Ἅγιο Πρόεδρο γιά τήν ἐνημέρωση τήν ὁποίαν μᾶς ἔκανε καί μέ τήν ὁποίαν ἀρκετά σημεῖα ἀλλά ὄχι ὅλα διευκρινίστηκαν ἀναφορικά πρός τήν λεγόμενη Συμφωνία μεταξύ τοῦ Πρωθυπουργοῦ καί Προέδρου τῆς Κυβέρνησης καί τοῦ Μακαριωτάτου.

Α. Παρά τόν διθυραμβικό τρόπο μέ τόν ὁποῖον παρουσιάστηκε αὐτή ἡ «ἱστορική Συμφωνία» ἐντούτοις ἡ ἴδια ἡ κυβερνητική διαχείρισή της ἀποδυνάμωσε ὅλη αὐτή τήν προσπάθεια καί φαίνεται ὅτι ἀπέδειξε καί τόν ἐπιδιωκόμενο στόχο της.

Ὅπως ἔχω ἤδη δηλώσει ἡ παροῦσα «Συμφωνία» εἶναι μία ἁπλή καταγραφή (memoradum) θέσεων, ἀπόψεων, προτάσεων καί ἐπιδιώξεων μέ πολλές ἀσάφειες, ἀδιευκρίνιστες προτάσεις καί ἀβεβαιότητες, ἡ ὁποία ἀνοίγει ἀρκετά νομικά ζητήματα ὅπως καί δημιουργεῖ νέα νομικά θέματα καί γιά τά ὁποῖα οὐδεμία ἐπίλυση ὑποδεικνύεται καί δέν μπορεῖ οὔτε νά θεωρηθεῖ οὔτε ὅτι εἶναι πραγματική Συμφωνία.

Θά μοῦ ἐπιτρέψετε λοιπόν νά θέσω ὁρισμένα ἐρωτήματα καί νά κάνω ὁρισμένες παρατηρήσεις καί ἐπισημάνσεις, σέ κάθε ἕνα ἀπό τά ἀναφερόμενα σημεῖα αὐτῆς τῆς οἱωνεί Συμφωνίας.

1) Τό Δελτίο Τύπου τῆς 6-11-2018 τῆς Γεν. Γραμματείας τοῦ Πρωθυπουργοῦ ὁμιλεῖ γιά διάλογο «πολυετῆ, ἀναλυτικό καί εἰλικρινῆ… μεταξύ Πολιτείας καί Ἐκκλησίας». Ἀπό πότε δηλαδή ὑφίσταται ἕνας τέτοιος διάλογος, στόν ὁποῖον συζητοῦντο ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί ἡ ἀξιοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας; Ὁ Πρωθυπουργός ἀνέφερε γιά πρό τριετίας.

Ποιός διεξήγαγε ἀπό μέρους τῆς Ἐκκλησίας αὐτόν τόν διάλογο ;

2) Στό ἴδιο Δελτίο Τύπου δηλώνεται ὅτι «στόχος μας εἶναι νά θέσουμε τό πλαίσιο διευθέτησης καί ἐπίλυσης ἱστορικῶν ἐκκρεμμοτήτων, ἀλλά καί νά ἐνισχύσουμε τήν αὐτονομία τῆς Ἐκκλησίας».

Ἡ μόνη ἱστορική ἐκκρεμμότητα εἶναι ὁ τρόπος καταγραφῆς, κατοχύρωσης καί ἀξιοποίησης τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ὄχι ὅμως καί ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου, γιά τήν ὁποία, ἤδη ἀπό τό 2013 μέ τόν νόμο 4111/2013 (ΦΕΚ. 18/25-1-2013) τοῡ Ἀντώνη Σαμαρᾶ, τό θέμα ἔχει ἐπιλυθεῖ.

3) Ἡ ὑπό μορφή νομοθετικῆς ρύθμισης κατωχύρωση αὐτῆς τῆς «ἱστορικῆς Συμφωνίας μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας» δέν διασφαλίζει τίποτε ἀπό ὅσα προτείνονται καί περιλαμβάνονται σ’ αὐτήν.
Γνωρίζετε ἐπίσης Μακαριώτατε ὅτι κανένας ὅρος Συμφωνιῶν δέν ἒχει τηρηθεῖ (χρηματική ἀποζημίωση, δωρεά ἀκινήτων κ. ἄ).

Β. Ὕστερα ἀπό τά παρόντα εἰσαγωγικά, ἔρχομαι στήν κατ’ ἄρθρον ὑπόδειξη τῶν ἀσαφειῶν καί σκοτεινῶν σημείων τῆς «Συμφωνίας».

1. Γιατί στό ἐδάφιο 1 τό Ἑλληνικό Δημόσιο ἀναγνωρίζει μόνο τόν ἀναγκαστικό νόμο 1731/1939 καί ὄχι καί τήν νομοθετική κατοχύρωση τῆς σύμβασης τοῦ 1952 ;

Γιά ἕνα καί ἁπλό λόγο. Στή συζήτηση γιά τή Σύμβαση τοῦ 1952, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε στή Βουλή ἀναφέρεται καί διευκρινίζεται στά Πρακτικά ὅτι ἀναλαμβάνει τό Ἑλληνικό Δημόσιο τήν ὑποχρέωση τῆς κάλυψης τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου καί τά ἔξοδα λειτουργίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαίδευσης, κάτι γιά τό ὁποῖο δέν ὑφίσταται οὔτε κατά τή συζήτηση στόν ἀναγκαστικό νόμο τοῦ 1939 ἀλλά καί οὔτε συμπεριελήφθη στή Σύμβαση τοῦ 1952 καί πολλῷ μᾶλλον στήν Εἰσηγητική Ἔκθεση.

Ἔτσι λοιπόν ἐδῶ ἔχουμε τήν πρώτη πράξη διαφοροποίησης τῆς συμβατικῆς ὑποχρέωσης τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου γιά τήν κάλυψη τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου καί τά ἔξοδα λειτουργίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαίδευσης πού ἦταν καί ἡ ἀρχική ἐπιδίωξή σας, ὅπως γράφετε στό βιβλίο σας γιά τήν ἐκκλησιαστική περιουσία Μακαριώτατε, ἔναντι τοῦ τρόπου ἀξιοποίησης καί ἐκμετάλλευσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, τῆς ὁποίας ἔχει πάρει ἤδη τό 96%, τό Ἑλληνικό Δημόσιο καί σέ μερική συσχέτιση πρός τήν ἐκκλησιαστική περιουσία, τήν ὁποία θά συνδιαχειριστεῖ καί συνεκμμεταλευτεῖ τό Ἑλληνικό Δημόσιο καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.

2) Στό ἐδάφιο 2 δηλώνεται : «Τό Ἑλληνικό Δημόσιο ἀναγνωρίζει ὅτι ἀνέλαβε τή μισθοδοσία τοῦ κλήρου, ὡς μέ εὐρεία ἔννοια, ἀντάλλαγμα γιά τήν ἐκκλησιαστική περιουσία πού ἀπέκτησε».

Θεωρῶ ὅτι δέν ὑπάρχει πιό ἀσαφές ἐδάφιο μέ τό ὁποῖο προσπαθεῖ νά μᾶς πεῖ ὅτι ἡ «συμβατική ὑποχρέωση» γιά τό θέμα τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας εἶναι «ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ» καί ὄχι «συγκεκριμένῃ», ὅμως τί σημαίνει νομικά αὐτή ἡ ἔκφραση ; Ἐπίσης ἡ χρήση τοῦ ρήματος «ἀνέλαβε» σημαίνει ὅτι συνεχίζει καί ἀναλαμβάνει καί μετά τήν Συμφωνία; Γιά ποιά περιουσία ὁμιλεῖ, τῆς περιόδου 1920-1935 ἢ καί μετά ταῡτα;

3) Στό ἐδάφιο 3 ἀπεμπολεῖται ὄχι ἡ δημοσιοϋπαλληλική ἰδιότητα ἀλλά ἡ ἐγγύηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου ἔναντι τῆς μισθοδοσίας τοῦ κληρικοῦ, ὡς θρησκευτικοῦ λειτουργοῦ, γεγονός τό ὁποῖο ἒχει ὡς συνεπακόλουθο τήν διαγραφή τῶν κληρικῶν ἀπό τήν «Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῶν».

Αὐτό ὅμως Μακαριώτατε εἶναι μία ἀπεμπόληση κεκτημένου δικαιώματος τῶν κληρικῶν, γιά τό ὁποῖο ἀγωνιζόταν ἡ Ἐκκλησία νά τό διασφαλίσει ἤδη ἀπό τό ἔτος 1945 καί τό πέτυχε τό 2013 καί ἡ παροῦσα «Συμφωνία» ὕστερα ἀπό 5 χρόνια ἔρχεται νά τό διαγράψει.

Δέν ξέρω ἐάν ἔχουμε τό δικαίωμα ἐμεῖς αὐτό σήμερα ὄχι μόνο ἔναντι τῆς ἱστορίας ἀλλά κυρίως ἔναντι τοῦ μέλλοντος ὡς πρός τήν ἐπιβίωση τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐπιπλέον ἡ παροῦσα διαγραφή ἀπό τήν «Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῶν» θέτει πολλά ἀκόμη θέματα ὡς πρός τήν ἔννοια τοῦ προσώπου καί τοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τοῦ δημοσιοϋπαλληλικοῦ χαρακτῆρος τῆς μισθοδοσίας, τῆς ἰατροφαρμακευτικῆς περίθαλψης, τῆς ἀσφάλισης καί τοῦ συνταξιοδοτικοῦ τῶν κληρικῶν, ἐνῶ δέν ἀναφέρει τίποτε γιά τό ὑποδεικνυόμενο καθεστώς ὡς πρός τό μέλλον τῶν ἤδη συνταξιοδοτούμενων κληρικῶν καί τῶν συγγενῶν τους.

Ἡ διαθρυλλούμενη ἐπίσης ἄποψη ὅτι «ἐργοδότης τῶν θρησκευτικῶν λειτουργῶν εἶναι ὄχι τό Δημόσιο ἀλλά οἱ Μητροπόλεις τους», ὅπως ἒχει γραφεῖ μᾶς ἐπαναφέρει στό μισθολογικό καθεστώς πρό τοῦ 1945. Ποιός λοιπόν θά εἶναι ὁ ἐργοδότης τους, ὁ ὁποῖος «θά παραμείνει ὁ ἴδιος»; (!!!) Δεν μπορῶ ἐπίσης νά φανταστῶ μέ ποιό τρόπο θά ἐπιτευχθεῖ ἡ συνταγματική διασφάλιση τῆς μισθοδοσίας.

Ἐρωτῶ οἱ ὑπάλληλοι τῶν ΔΕΚΟ, Καθηγητές Πανεπιστημίου καί ἄλλοι εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι ὡς μισθοδοτούμενοι ἀπό τήν «Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῶν»;

4) Στό ἐδάφιο 4 ἐπίσης ἐμφανίζεται μία νέα κατάσταση τῆς μισθοδοσίας. Ἡ καταβολή ἐτησίως τοῦ ποσοῦ πού ἀντιστοιχεῖ στό κόστος μισθοδοσίας «τῶν ἐν ἐνεργείᾳ ἱερέων» (ὄχι τῶν συνταξιούχων ; ) «ὑπό μορφή ἐπιδότησης» καί ὄχι «ὡς συμβατική ὑποχρέωση» ἢ ὡς «μισθώματα», εἶναι ὅμως γνωστό, ὅτι εἶναι νομικά ἰσχυρότερη ἡ «συμβατική ὑποχρέωση» τοῦ Κράτους ὡς πρός τήν ἀφηρημένη καί ἀσαφή μορφή τῆς ἐπιδότησης, ὅπως καί ἀπόλυτα δεσμευτική νομικά γιά τό ἴδιο τό Ἑλληνικό Δημόσιο. Μπορεῖ νά μέ διορθώσει κάποιος ἐάν σφάλλω. Ἐπιδοτήσεις καί ἐπιχορηγήσεις δίδονται καί σέ φορεῖς τοῦ ἰδιωτικοῦ δικαίου καί σέ φορεῖς τοῦ δημοσίου δικαίου (ΔΕΚΟ, ΟΤΑ, ΑΕΙ) ὄχι ὅμως γιά τήν μισθοδοσία, ἀλλ’ ὡς ἐπιπλέον οἰκονομική ἐνίσχυση τῶν προϋπολογισμῶν τους.

5) Δέν νομίζω ὅτι ἔχουμε ἄλλη μορφή διατύπωση παραίτησης δικαιωμάτων τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρός τήν ἐκκλησιαστική περιουσία ἔστω καί ἄν αὐτή ἡ ἀπεμπόληση ἀφορᾶ τά τοῦ νόμου τοῦ 1939, στό ἐδάφιο 5.

6) Στό ἐδάφιο 6 ἀνακοινώνεται ἡ ἵδρυση «Εἰδικοῦ Ταμείου τῆς Ἐκκλησίας» τό ὁποῖο θά προορίζεται ἀποκλειστικά γιά τή μισθοδοσία τῶν κληρικῶν.

Ἐρωτῶ : ποιά θά εἶναι ἡ νομική του μορφή ; Ἀπό τόν καθορισμό τῆς νομικῆς μορφῆς τοῦ συγκεκριμένου ταμείου θά ἐξαρτηθοῦν ἤ καί θά καθοριστοῦν καί ἄλλες μελλοντικές νομικές μορφές σχέσεων Ἐκκλησίας καί Κράτους. Ἀπό πού θά χρηματοδοτεῖται τό συγκεκριμένο Ταμεῖο; Θά εἶναι βιώσιμο;

7) Μέ ποιό τρόπο διασφαλίζεται ὁ σημερινός ἀριθμός τῶν ὀργανικῶν θέσεων τῶν κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως καί γιά τούς ἐκκλησιαστικούς ὑπαλλήλους ; Πόσες εἶναι αὐτές οἱ ὀργανικές θέσεις ; Ἀκόμη δέν ἔχουμε νομιμοποιήσει τίς ὑφιστάμενες ἐνορίες καί τίς ἐφημεριακές θέσεις πού ἀναλογοῦν σ’ αὐτές μέ τόν Κανονισμό πού ἒχουμε ἢδη ἐγκρίνει καί δέν ἔχουμε συζητήσει γιά «σημερινό ἀριθμό» ὀργανικῶν θέσεων. Ἡ ἔλλειψη νομιμοποίησης τῶν ὀργανικῶν θέσεων τῶν ἐφημερίων εἶναι δικό μας λάθος, γιατί ὅταν στήν Δ.Ι.Σ. (περιόδου 2012-2013) καί στήν Ι.Σ.Ι. (Ὀκτώβριος 2014) ἐτέθη τό θέμα, ἀπό τόν ὁμιλοῦντα καί μερικούς ἄλλους Ἀδελφούς Ἀρχιερεῖς, ὡς ἐπιτακτική ἀνάγκη ἡ νομοθετική κατοχύρωσή τους ἀντέστη τότε ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Φιλίππων καί τό σῶμα ὑπαναχώρησε καί ἔθεσε τήν ὅλη ὑπόθεση ad calendam, σήμερα θά κληθοῦμε νά πληρώσουμε ἁμαρτίες παλαιές.

Γ. Ἔρχομαι τώρα στά ἐδάφια πού ἀναφέρονται στό λεγόμενο «Ταμεῖο Ἀξιοποίησης Ἐκκλησιαστικῆς Περιουσίας».

α) Μέ τό ὅλο πλαίσιο ἵδρυσης τοῦ συγκεκριμένου «Ταμείου» ἀνοίγονται νέες μορφές σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας μέ τίς ὁποῖες ὅμως δέν διασφαλίζεται τίποτε ὄχι μόνο ὡς πρός τήν διαχείριση καί ἀξιοποίηση τῆς ἐναπομεινάσης ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἀλλά καί ὡς πρός τήν κατοχύρωσή της.

β) Στό ἐδάφιο 11 ἡ «Συμφωνία» ὁμιλεῖ γιά διαχείριση καί ἀξιοποίηση τῶν ἀπό τό 1952 καί μέχρι σήμερα ἤδη ἀμφισβητουμένων μεταξύ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου καί Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος περιουσιῶν ἀλλά καί κάθε ἄλλου περιουσιακοῦ στοιχείου. Ἔχουμε δηλαδή μία συνδιαχείριση θεσμική πλέον τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἀπό τό Ἑλληνικό Δημόσιο καί τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὄχι ὅμως καί ὁποιασδήποτε ἄλλης περιουσίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου.

γ) Θέλετε νά σᾶς θυμίσω τί ἔγινε κατά τό παρελθόν μέ ἀνάλογους ἐκκλησιαστικούς ὀργανισμούς (Γενικό Ἐκκλησιαστικό Ταμεῖο, ΟΔΕΠ, ΤΑΚΕ…) καί μέ τίς περιουσίες τους; Νομίζω, ὅτι ὅλοι θυμώμαστε τί ἔγινε μέ τήν κινητή καί ἀκίνητη περιουσία τοῦ ΤΑΚΕ ὅταν νομοθετικά καταργήθηκε καί μάλιστα μονομερῶς ἀπό τήν Ἑλληνική Πολιτεία!!!

Στό τέλος θά χάσουμε καί τήν περιουσία πού ἔχουμε σήμερα καί τήν ὁποία οὔτε ἔχουμε καταγράψει καί γι' αυτό δέν μποροῦμε οὔτε νά τήν ἐκτιμήσουμε–κοστολογήσουμε, οὔτε νά τήν ἀξιολογήσουμε, νά τήν κτηματολογήσουμε καί νά τήν ἀξιοποιήσουμε.

δ) Δέν ὑπεισέρχομαι στά ἐδάφια 12,13, καί 14 γιατί ἡ ἐφαρμογή τους προϋποθέτει ἕνα ἰδανικό πλαίσιο σχέσεων ἐμπιστοσύνης μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας.

ε) Τό τελευταῖο ἐδάφιο τῆς «Συμφωνίας» (15), εἶναι ὅ,τι πιο ἀσαφές, διολισθαίνον, ἐπικίνδυνο καί ἀνασφαλές.

Ἤθελα μόνο νά ἐρωτήσω :

α) Ἡ ἐκκλησιαστική αὐτή περιουσία στό σύνολό της εἶναι ἱκανή ὣστε ἀπό τήν ἐκμετάλλευσή της ἀπό τό ΤΑΕΠ θά ἀποδίδει ἐτησίως ὡς κέρδος 420.000.000 εὐρώ περίπου, ὥστε τό 50% νά πηγαίνει γιά τήν μισθοδοσία καί τό ἄλλο 50% στό Ἑλληνικό Δημόσιο, ἒστω καί μετά παρέλευση δεκαετίας;

Τήν ἀπάντηση τήν δίνει βουλευτής τοῦ ΣΥΡΙΖΑ καί πρ. ὑπουργός, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι στηρίζει τήν παροῦσα «Συμφωνία». Ἀναφέρει : «καί ὅσο καί ἄν εἶναι κουραστικό, ἄς ἀναρωτηθοῦμε γιά ἄλλη μία φορά ἄν ὑπάρχει οἰκονομοτεχνική μελέτη πού νά ἀποδεικνύει ὅτι ἀπό τήν ἀξιοποίηση αὐτῆς τῆς περιουσίας μποροῦν νά προκύψουν κέρδη 200.000.000 € ἐτησίως, γιά τήν κάλυψη τῆς μισθοδοσίας τῶν 10.000 κληρικῶν. Ἄς μᾶς προβληματίσει τό γεγονός ὅτι μόνο δύο μεγάλες ἑλληνικές ἐπιχειρή-σεις, κι’ αὐτές ὄχι σέ σταθερή βάση, καταφέρνουν νά ἔχουν κέρδη πάνω ἀπό 200.000.000 € ἐτησίως». (Νικ. Φίλης).

β) Μᾶς διαφεύγει ὅτι ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί ὅλα τά ἐργατικά δικαιώματα (περίθαλψη, ἀσφάλεια, σύνταξη) ἔχουν νά κάνουν μέ τό 96 % τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας πού ἔχει ἤδη πάρει τό Ἑλληνικό Δημόσιο. Τώρα μέ αὐτήν τήν «ἱστορική Συμφωνία» ἀπαλλάσεται τό Ἑλληνικό Δημόσιο, ἀπό τήν ὑποχρέωση κάλυψης τῆς μισθοδοσίας καί τήν μισθοδοσία τοῦ κλήρου θά ἀναλάβει ἐξολοκλήρου ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, ἒστω καί σέ βάθος χρόνου εἰκοσαετίας (!!!) μέ τό 50% ἀπό τό σύνολο τοῡ ποσοῦ ἀξιοποίησης τῆς ὑφιστάμενης ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας.

Γιά ὅλους αὐτούς τούς λόγους θεωρῶ ὅτι ἡ «Συμφωνία» εἶναι γεμάτη ἀσάφειες, κενά, δημιουργεῖ νέα νομικά θέματα καί δέν διασφαλίζει τίποτε ἀπό τά ἤδη κεκτημένα. Εἶναι μία πρόχειρη καί ἐπιπόλαια γραμμένη «Συμφωνία», μέ τήν ὁποία ὠφελεῖται μονομερῶς τό Ἑλληνικό Δημόσιο.

Δ. Ἡ πρόταση μου Μακαριώτατε εἶναι ἡ ἑξῆς :

Ἡ «Συμφωνία» εἶναι ἀπορριπτέα, ἢδη τό σημεῖο 15 μᾶς δίνει αὐτήν τήν δυνατότητα, μέχρι νά διορθωθεῖ ἀπό ὁμάδα νομικῶν Μητροπολιτῶν, ἔχουμε ἀρκετούς, καί ἔγκριτους νομικούς ἐντός καί ἐκτός τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, καί νά ἔρθει σέ μία προσεχῆ Ἱεραρχία γιά περαιτέρω ἐπεξεργασία, καί ὓστερα νά τεθεῖ στή βάσανο τοῦ διαλόγου μέ τήν Πολιτεία.

Σέ ὅλη αὐτή τήν διαδικασία διόρθωσης τῆς «Συμφωνίας» ἀπό μέρους τῆς Ἐκκλησίας δέν θά πρέπει νά ἐξαιρεθεῖ ὁ ἐφημεριακός λόγος καί οἱ τοποθετήσεις τους γιά τά θέματα, ἀφοῦ εἶναι καί αὐτοί ἄμεσα θιγόμενοι, ὅπως καί οἱ ἐκκλησιαστικοί ὑπάλληλοι.

Ἐπίσης θά πρέπει νά τεθεῖ ἓνα πλαίσιο ὅτι :
α) Δέν ἀλλάζει τό ὑφιστάμενο μισθολογικό καθεστώς τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων ὡς και τά ἐργασιακά και συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα.

β) Μέχρι τήν τελική ὁλοκλήρωση τῆς καταγραφῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, τήν κτηματολογική της καί τήν κοστολόγησή της δέν συζητοῦμε γιά ἵδρυση Τ.Α.Ε.Π. Τά ἀπογοητευτικά ἀποτελέσματα τοῦ ΤΑΙΠΕΔ δέν μᾶς δίνουν καί πολλά περιθώρια αἰσιοδοξίας (βλ. ἀξιοποίηση «Ἑλληνικοῡ»).

Ἐκφράζω τή λύπη μου γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο χρησιμοποίησε τήν παροῦσα «Συμφωνία» ἡ Κυβέρνηση, ὡς ἐπικοινωνικό πυροτέχνημα.

Λυπᾶμαι γιά τήν ἔλλειψη σοβαρότητας ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία καί στό πρόσωπό Σας Μακαριώτατε κυβερνητικῶν παραγόντων, οἱ ὁποῖοι μέ τίς δηλώσεις τους Σᾶς ἐξέθεσαν καί δέν Σᾶς προφύλαξαν, ἀλλάν μᾶλλον ὑπονόμευσαν τήν «Συμφωνία».

Τέλος θά Σᾶς παρακαλοῦσα μέ ὅλο τό σεβασμό πρός τό πρόσωπό Σας καί ὡς Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, ὁ λαϊκός συνεργάτης τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν κ. Κων/νος Δήμτσας νά πάψει νά ἀναμειγνύεται καί νά διαμορφώνει τήν στάση τῆς κυβερνήσεως ἔναντι τῶν θεμάτων αὐτῶν καί νά ἀποτελεῖ τόν «διαμεσολαβητή» καί νά περιοριστεῖ στά καθήκοντα, τά ὁποῖα τοῦ ἔχει παραχωρήσει ἡ Ἐκκλησία καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, καί στά ὑψηλά καθήκοντα πού τοῦ ἔχει ἀναθέσει ἡ Ἑλληνική Πολιτεία.

Ἐάν ἐπιθυμεῖτε νά ἀποκτήσετε διαύλους ἐπικοινωνίας μέ τόν πολιτικό κόσμο νομίζω ὅτι καί πρόσωπα ἐκκλησιαστικά ὑπάρχουν καί τόν τρόπο γνωρίζετε.

Σᾶς εὐχαριστῶ καί ζητῶ συγχνώμη ἀπό τό Ἱερό Σῶμα γιά τήν καταπόνηση καί γιά ὅσα εἶπα, πιθανῶς δυσάρεστα.

Οι αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος

Συνήλθε σήμερα Παρασκευή, 16 Νοεμβρίου 2018, στην Συνεδρία της εκτάκτου Συγκλήσεώς της, η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στην Αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.

Προ της Συνεδρίας ετελέσθη Αρχιερατική Θεία Λειτουργία στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Ασωμάτων Πετράκη, ιερουργήσαντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιερωνύμου.
Περί την 9η πρωινή, στη μεγάλη Αίθουσα των Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου, ετελέσθη η Ακολουθία για την έναρξη των εργασιών της Ιεράς Συνόδου. Αναγνωσθέντος του Καταλόγου των συμμετεχόντων Ιεραρχών, διεπιστώθη απαρτία.
Η Επιτροπή επί του Τύπου συγκροτήθηκε από τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεο, Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μήλου κ. Δωρόθεο και Πατρών κ. Χρυσόστομο.
Ακολούθως, συμφώνως προς την Ημερησία Διάταξη, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος ανέγνωσε την Ενημέρωσή του με θέμα: «Ενημέρωσις περί προτάσεως υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως επί του θέματος της Εκκλησιαστικής Περιουσίας». 
Μετά από την Ενημέρωση ακολούθησε συζήτηση επ’ αυτής, κατά την οποία έλαβαν τον λόγο πολλοί Αρχιερείς.
Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος ομοφώνως αποφάσισε:
1. Να συνεχιστεί ο διάλογος με την Πολιτεία επί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος.
2. Να αναθέσει στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο την συγκρότηση Ειδικής Επιτροπής, η οποία θα αποτελείται από Ιεράρχες, Νομικούς, Εμπειρογνώμονες και Εκπροσώπους του Εφημεριακού Κλήρου για την μελέτη των θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, ο καρπός της οποίας θα υποβληθεί στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τελική έγκριση.
3. Να εμμείνει στο υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας των Κληρικών και των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η Επιτροπή Τύπου της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

Ο ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΟΣ ΓΝΩΣΤΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ 960 ΧΡΟΝΙΑ


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Ὁ ἀρχαιότερος γνωστός Ἐρημίτης Ἅγιος τῆς Κρήτης εἶναι ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε τό ἔτος 658 μ.Χ.. Ἡ βιογραφία του μᾶς εἶναι γνωστή ἀπό τήν παλαίτυπη σειρά «Acta Sanctorum», καθώς καί ἀπό ἄλλες πηγές.
Ὅπως ἀναφέρει ἡ παραπάνω πηγή, ὁ Κρητικός Νότος δέν ἦταν τόσο φημισμένος τά χρόνια ἐκεῖνα γιά τόν πλοῦτο, ὅσο γιά τό πλῆθος τῶν ἀνδρῶν πού ἀσκούνταν στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ἀνήκει στήν κατηγορία τῶν ἀσκητῶν πού ἀφιερώθηκαν στόν Θεό μέ βαθειά ἄσκηση καί τέλεια ἀποταγή ἐκ τοῦ κόσμου, μέσα σέ σπήλαιο πού βρισκόταν στά νότια παράλια τῆς Κρήτης. Οἱ πνευματικοί του ἀγῶνες ἔγιναν πολύ γνωστοί. Ὅπως συνάγεται ἀπό τόν βίο του ἔζησε μέ θεϊκή φλόγα καί ἀσκήθηκε μέ μεγάλο πόθο ψυχῆς, ἀντιμαχόμενος τό κοσμικό φρόνημα.

Ὁ ἐν λόγῳ Ἅγιος στό σπήλαιο ὅπου ἀθλήθηκε πνευματικά ἀποκτῶντας μεγάλες ἀρετές, στό ἴδιο σπήλαιο ἐνταφιάσθηκε μέ ἀφάνεια. Οἱ γειτονικοί κάτοικοι τῆς ἐρημιᾶς μέσα στήν ὁποία ἔζησε δημιούργησαν λατρεία γιά αὐτόν καί ἐπειδή ἦταν δύσκολη ἡ πρόσβαση στόν Τόπο τοῦ σπηλαίου του, μετέφεραν τό σκήνωμά του σέ πόλη, στολίζοντάς το μέ ἰδιαίτερο τρόπο.

Παρατήρησαν ὅμως ὅτι ὅσο χρονικό διάστημα, περίπου γιά τρία χρόνια καί ἕξι μῆνες, τό σῶμα τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Ἐρημίτη, βρισκόταν στήν πόλη αὐτή, μακρυά ἀπό τόν τόπο τῆς ἄσκησής του, ἐπικράτησαν ξηρασίες, χάθηκαν τεράστιες σοδειές σιτηρῶν καί σταμάτησε ὁ οὐρανός νά δίδει βροχή. Τήν κατάσταση αὐτή οἱ ἄνθρωποι τήν αἰτιολόγησαν ἐξ αἰτίας τῆς μεταφορᾶς τοῦ λειψάνου τοῦ ἐρημίτη στόν κόσμο, γι᾽ αὐτό καί ἀποφάσισαν νά ἐπιστρέψουν τό λείψανό του στό σπήλαιο τῆς ἄσκησής του. Τότε σταμάτησε ἡ ξηρασία, ἔπεσε ἄφθονη βροχή καί ἡ γῆ χόρτασε ἀπό νερό. Στό σπήλαιο αὐτό τό σῶμα τοῦ Ἁγίου ἔμεινε μέσα σέ ταφικό μνημεῖο, τιμώμενο ἀπό ὅλους μέ περισσή εὐλάβεια.

Τό ἔτος 1058, Βενετσιάνοι ἔμποροι ἦλθαν μέ πλοῖο στά νότια παράλια τῆς Κρήτης, πέρασαν τά δύσβατα μέρη πού ὁδηγοῦσαν στόν τόπο τῆς σπηλιᾶς πού ἦταν θαμμένος ὁ Ἅγιος τό 658, ἔκλεψαν τό σῶμα του καί τό μετέφεραν στή Βενετία, στό γνωστό Νησί τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Μείζονος. Σχετικές πληροφορίες ὑπάρχουν στό βιβλίο “DELLE INSCRIZIONI VENEZIANE”. Τό ἄφθαρτο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου παρέμενε στή Βενετία, στόν παραπάνω ἀναφερόμενο Ναό, μέσα σέ μιά λάρνακα.

Πρίν ἀπό περίπου 20 χρόνια τό Μοναστῆρι τῆς Παναγίας τοῦ Κουδουμᾶ, τῆς Ἱερᾶς Μητρόπολεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας, ἄρχισε νά μελετᾶ καί νά ἀσχολεῖται μέ τόν Ἅγιο Κοσμᾶ τόν Ἐρημίτη. Τό Μοναστήρι αὐτό σέ ἔνδειξη σεβασμοῦ πρός τόν Ἅγιο Κοσμᾶ, ἀνακαίνισε ἕνα ἀπό τά σπήλαια τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἀφιέρωσε Ἱερό Ναό στό ὄνομά του, καί κάθε χρόνο γιορτάζει τή μνήμη του, πού εἶναι στίς 2 Σεπτεμβρίου, στό συγκεκριμένο σπήλαιο.
Στό διάβα τοῦ χρόνου, ἡ Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ ἦρθε, κατά τήν ἐκκλησιαστική τάξη, σέ ἐπαφή μέ τό παραπάνω Μοναστήρι στή Βενετία, παρακαλῶντας νά δοθεῖ τεμάχιο τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου.

Μετά ἀπό ἐπισκέψεις τῶν πατέρων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ μαζί μέ εἰδικούς ἐρευνητές καί μετά ἀπό μιά μακρά ἱστορία συνεννοήσεων, στήν τελευταία ἐπίσκεψη τῆς Ἀντιπροσωπίας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Κουδουμᾶ στή Βενετία, ἀφοῦ προηγήθηκαν μελέτες, ἐγκρίσεις τῶν Ἰταλικῶν ἀρχαιολογικῶν ὑπηρεσιῶν, μέ ἄδεια τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Πατριαρχείου Βενετίας, στίς 16 Ὀκτωβρίου 2018, ἔγινε ἡ τελευταία φάση τῆς ἀποσφράγισης τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Ἐρημίτη.

Τελικά, δόθηκε στή Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ ἀπό τούς Ρωμαιοκαθολικούς μοναχούς τῆς Μονῆς Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Μείζονος τῆς Βενετίας καί τό Ρωμαιοκαθολικό Πατριαρχεῖο Βενετίας, ἱκανό μέρος ἀπό τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Ἐρημίτη, μέρος ἀπό τό ὕφασμα πού κάλυπτε τόν Ἅγιο, τέσσερα μεγάλα τμήματα ἀπό τή ζωγραφική ἐπιφάνεια τῆς εἰκονομαχικῆς λάρνακας τοῦ 8ου αἰῶνα πού κάλυπτε τόν Ἅγιο καθώς καί οἱ ἀρχαῖες κλειδαριές της, γιά νά φιλοξενηθοῦν γιά πάντα στό Μοναστήρι τοῦ Κουδουμᾶ. Ἡ λάρνακα ξανακλείσθηκε καί σφραγίσθηκε μέ βουλοκέρι.

Στίς 17 Ὀκτωβρίου 2018 ἡ ἀποστολή τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ ἀναχώρησε μέ πλοῖο ἀπό τή Βενετία, τά ἐν λόγῳ ἱερά λείψανα ἔφθασαν στήν Ἱερά Μητρόπολη Γορτύνης καί Ἀρκαδίας, στίς 20 Ὀκτωβρίου 2018 καί ἀπό ἐκεῖ κατέφθασαν στό Μοναστήρι τοῦ Κουδουμᾶ ὅπου ἔγινε ἡ ὑποδοχή τους καί ἀκολούθησε ἱερά ἀγρυπνία.

Ἡ Ἐκκλησία Κρήτης χαιρετίζει μέ βαθειά πνευματική ἀγαλλίαση, τήν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Ἐρημίτη στόν τόπο τῆς ἄσκησής του, τή Μεγαλόνησο Κρήτη. Ἡ ἐπανακομιδή τμήματος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου Του στόν Τόπο μας ἀποτελεῖ, ἀπό πλευρᾶς ἀρχαιότητας, τό δεύτερο σπουδαιότερο γεγονός ἐπιστροφῆς τιμίου λειψάνου, στή Μεγαλόνησο Κρήτη, μετά τήν ἐπανακομιδή τῆς Τιμίας Κάρας τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου, Πρώτου Ἐπισκόπου τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Κρήτης.

Ἡ Ἱερά Σύνοδος θά ἀποστείλει τά κατάλληλα εὐχαριστήρια γράμματα στό Ρωμαιοκαθολικό Πατριάρχη Βενετίας καί στή Ρωμαιοκαθολική Ἱερά Μονή Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Μείζονος Βενετίας.

Γιά νά τιμηθεῖ κατάλληλα τό σπουδαῖο αὐτό Ἱστορικό γεγονός καί νά πληροφορηθεῖ ὁ εὐσεβής λαός τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀποφάσισε τά παρακάτω:


  1. Τό Σάββατο, 17 Νοεμβρίου 2018 στήν Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ νά τελεσθεῖ Ἀρχιερατικό Συλλείτουργο.
  2. Τήν Κυριακή, 12 Μαΐου 2019, κατά τήν ὁποία ἑορτάζεται ἡ ἐπέτειος τῆς ἐπανακομιδῆς τῆς Τιμίας Κάρας τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου, τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Ἐρημίτη νά μεταφερθοῦν στόν Ἱερό Καθεδρικό Ναό Ἁγίου Τίτου Ἡρακλείου, ὅπου θά τελεσθεῖ Συνοδική Θεία Λειτουργία. Ἡ Τιμία Κάρα τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου καί τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ θά λιτανευθοῦν ἀπό κοινοῦ, τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας, κατά τήν καθιερωμένη λιτάνευση, στήν πόλη τοῦ Ἡρακλείου.
  3. Τή Δευτέρα, 13 Μαΐου 2019 Συνοδική Ἀντιπροσωπεία νά μεταφέρει τά ἱερά Λείψανα τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ ἀπό τόν Ἱερό Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἁγίου Τίτου Ἡρακλείου, στήν Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ, ὅπου θά τοποθετηθοῦν σέ κατάλληλο χῶρο.
  4. Νά γίνουν εἰδικές ἐκδόσεις σχετικά μέ τόν βίο τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ, προκειμένου νά γνωστοποιηθεῖ στό λαό τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀσκητική πολιτεία καί ἡ μαρτυρία τοῦ ἀρχαιότερου γνωστοῦ Ἐρημίτη καί Ὁμολογητή τῆς Μεγαλονήσου.
  5. Νά ὀργανωθεῖ τριήμερο ἐκδηλώσεων μέ σχετική Ἐπιστημονική Ἡμερίδα, ἐντός τοῦ μηνός Μαΐου 2019, στό ὁποῖο θά κληθοῦν ἀπό τή Βενετία ἄνθρωποι πού σχετίζονται μέ τά παραπάνω, οἱ ὁποῖοι θά τιμηθοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης.
  6. Νά καθιερωθεῖ, κατ᾽ ἔτος, ἡ τρίτη Κυριακή μηνός Μαΐου, ὡς ἡ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς ἐπανακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Ἐρημίτη στήν Ἱερά Μονή τοῦ Κουδουμᾶ.

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Μάριος Μπέγζος:"Οι απλοί παπάδες είναι το θύμα της συμφωνίας" (OPEN,9/11/2018)

https://www.youtube.com/watch?v=_cMJfByNK7o
Ο Καθηγητής και πρώην Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Μάριος Μπέγζος, ο πολύτεκνος ιερέας από την Κρήτη π. Ευτύχιος Ανδρουλάκης και ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, για το... καυτό θέμα της «ιστορικής συμφωνίας» Τσίπρα - Ιερώνυμου και όλη την πολιτκή επικαιρότητα, στην εκπομπή του OPEN “Ώρα Ελλάδος 7.00”, με τον Ιορδάνη Χασαπόπουλο και τον Γιάννη Σαραντάκο (9/11/2018)

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΡΑΤΟΥΣ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ 
ΙΕΡΑ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ 
ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ 

Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης συνῆλθε στίς 10 Νοεμβρίου 2018, στό Ἡράκλειο, σέ ἔκτακτη Συνεδρία καί ἀσχολήθηκε μέ θέματα πού εἶναι στήν ἐπικαιρότητα τίς ἡμέρες αὐτές, καί συγκεκριμένα: α. τήν προτεινόμενη ἀναθεώρηση ἄρθρων τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος, β. τή μισθοδοσία τοῦ ἱεροῦ κλήρου καί γ. τήν ἐκκλησιαστική περιουσία. 
Ἡ Ἱερά Σύνοδος συζήτησε τά μείζονος σημασίας θέματα αὐτά καί μελέτησε τίς διάφορες ἐκκλησιαστικές, κοινωνικές, νομικές καί ἄλλες προεκτάσεις καί παραμέτρους, μέ συναίσθηση τῆς σπουδαιότητας τῶν θέσεων καί Ἀποφάσεών Της ἔναντι τοῦ Ἔθνους καί τῆς Ἱστορίας. 
Γιά τό θέμα τῆς προτεινόμενης ἀναθεώρησης ἄρθρων τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος ἀπό τήν Κυβέρνηση ἡ Ἱερά Σύνοδος ὁμόφωνα ἀποφάσισε καί δηλώνει τά ἑξῆς: 
1. Θεωρεῖ ἀπαράδεκτη τήν ἀναθεώρηση τοῦ ἄρθρου 21, τό ὁποῖο ἀναφέρεται καί προστατεύει τόν ἱερό θεσμό τῆς οἰκογένειας, πού σύμφωνα μέ τό ἰσχύον Σύνταγμα ἀποτελεῖ «θεμέλιο της συντήρησης και της προαγωγής του Έθνους» καί τελεῖ ὑπό τήν προστασία τοῦ Κράτους καί δηλώνει ρητῶς τήν ἀντίρρησή Της στήν ἀπάλειψη τῆς διατύπωσης αὐτῆς ἀπό τό Σύνταγμα. Ἀρχιερεῖς καθώς καί κληρικοί τῆς Μεγαλονήσου δέχονται συνεχῶς αἰτήματα καί διαμαρτυρίες τοῦ λαοῦ γιά τά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει σήμερα ὁ θεσμός τῆς οἰκογένειας, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τό πρῶτο κύτταρο τῆς κοινωνίας μας καί μάλιστα σέ μέρες πού ἡ Πατρίδα μας ἔχει ἔντονο δημογραφικό πρόβλημα. Ἡ οἰκογένεια χρειάζεται σαφῆ Συνταγματική προστασία καί ὄχι ἀποδόμηση. 
2. Ἡ Ἱερά Σύνοδος, κατ᾽ ἀρχήν, διαφωνεῖ ρητά μέ τήν ἀναθεώρηση τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος, καθώς οὐδεμία Ἐθνική, κοινωνική ἤ νομική ἀνάγκη ἐπιβάλλει τοῦτο. Αὐτή τή θέση, ἐξέφρασε καί ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός μας Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος, στό ἀπό 1ης Αὐγούστου 2017 Σεπτό Πατριαρχικό Του γράμμα, πρός τόν Ἐξοχώτατο Πρωθυπουργό τῆς Ἑλλάδος. 
Σέ κάθε περίπτωση, ἡ Ἐκκλησία Κρήτης διαφωνεῖ μέ τήν προτεινόμενη προσθήκη τῆς φράσης: «Η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη», στό 3ο ἄρθρο τοῦ Συντάγματος. Δηλώνει τόν σεβασμό Της σέ κάθε θρήσκευμα, τό ὁποῖο προστατεύεται καί σήμερα ἐπαρκῶς ἀπό τό Σύνταγμα (ἄρθρο 13, παρ.2) καί τή νομοθεσία τοῦ Κράτους. Οἱ νομικές προεκτάσεις τῆς προτεινόμενης εἰσαγωγῆς τῆς φράσης ὅτι «Η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη» δέν εἶναι σαφεῖς. Κάθε πειραματισμός καί ἀκροβασία στό θέμα αὐτό θά ἐπιφέρει στό μέλλον ἀρνητικές συνέπειες εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας. Τί σημαῖνει ἄραγε, γιά τόν λαό καί τήν Ἐκκλησία, ὁ ἐν λόγῳ ὅρος περί θρησκευτικῆς οὐδετερότητας τῆς Ἑλλάδας; Πῶς ἑρμηνεύεται ἀπό πλευρᾶς τῆς Πολιτείας;
Ἐπίσης, ἡ προτεινόμενη ἀναθεώρηση τοῦ ἄρθρου 3, δέν κατονομάζει ρητά τή δικαιοδοσιακή ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, δηλαδή ὅτι εἶναι Ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία ὑπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, καθώς καί ὅτι διοικεῖται μέ δικό Της Καταστατικό Χάρτη. 
Γιά τό θέμα τῆς ἀξιοποίησης τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Περιουσίας, ἡ Ἱερά Σύνοδος ὁμόφωνα ἀποφάσισε καί δηλώνει τά ἑξῆς: 
Ὅσα ἀκούγονται καί φημολογοῦνται γιά ἀμύθητη δῆθεν περιουσία τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἀνταποκρίνονται στήν πραγματικότητα. Ἡ Ἐκκλησία Κρήτης διαχρονικά ἔδωσε τό μεγαλύτερο μέρος τῆς περιουσίας Της ὑπέρ ἀναξιοπαθούντων ἀνθρώπων, ὑπέρ τοῦ Ταμείου Ἐφέδρων Πολεμιστῶν, γιά ὑποτροφίες ἄπορων φοιτητῶν καί ἐνίσχυσε τίς προνοιακές δομές τῆς Ἐκκλησίας, γιά τή στήριξη καί τή βοήθεια ἐμπερίστατων συνανθρώπων μας σέ ὅλη τήν Κρήτη. Ἐπίσης, μεγάλο μέρος τῆς περιουσίας Της δόθηκε στήν Πολιτεία γιά νά καλύπτει τή μισθοδοσία τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου. Ἡ σημερινή ὑπάρχουσα ἐκκλησιαστική περιουσία στήν Μεγαλόνησο, στό μεγαλύτερό της μέρος εἶναι ἄνευ ἀξίας καί εἶναι ἀδύνατο αὐτή νά καλύψει τή μισθοδοσία τῶν κληρικῶν τῆς Κρήτης. Συνεπῶς, γιά ποιό «κοινό ταμεῖο» συζητοῦμε, τό ὁποῖο θά εἶναι ἱκανό νά καλύψει τίς μισθολογικές ἀνάγκες τῶν κληρικῶν μας; 
Γιά τό θέμα τῆς μισθοδοσίας τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου ἡ Ἱερά Σύνοδος ὁμόφωνα ἀποφάσισε καί δηλώνει: 
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης τιμᾶ τούς κληρικούς Της καί ἀναγνωρίζει ὅτι ἐργάζονται φιλότιμα στή διακονία τους. Ὁ ρόλος τοῦ Κρητικοῦ Ἱερέα εἶναι ὄχι μόνο Ἐκκλησιαστικός, ἀλλά Ἐθνικός καί κοινωνικός. Ἰδιαίτερα στά χρόνια αὐτά τῆς παρατεινόμενης κρίσης, ὁ κληρικός τῆς Κρήτης εἶναι ἐκεῖνος πού ἀνέλαβε πολύπτυχους ρόλους καί πρωτοβουλίες γιά τήν ἀντιμετώπιση καθημερινῶν προβλημάτων καί δυσκολιῶν τοῦ λαοῦ μας, διαφυλάττοντας τήν κοινωνική συνοχή. Στό πλαίσιο αὐτό ἡ Ἱερά Σύνοδος δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι ἡ ὑπάρχουσα νομοθετημένη μισθοδοσία τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, πού ἐπί σειρά δεκαετιῶν ἔχει δοκιμασθεῖ, δέν χρήζει ὁποιασδήποτε ἀλλαγῆς. Ὅσα δημοσιεύθηκαν γιά τήν ἀλλαγή τοῦ καθεστῶτος στή μισθοδοσία τῆς κληρικῶν, δέν διασφαλίζουν τά ἐργασιακά δικαιώματα καί ἀφήνουν κενά καί ἀσάφειες σέ πολλά ἐπίπεδα. Μέ τόν τρόπο αὐτό, τό μέλλον τῶν ἑκατοντάδων κληρικῶν τῆς Κρήτης, ὡς καί τῶν οἰκογενειῶν τους, κάποιες ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι πολύτεκνες, εἶναι μετέωρο καί ἀμφισβητούμενο. Ἡ Ἱερά Σύνοδος θά διασφαλίσει μέ κάθε νόμιμο τρόπο τήν ἀξιοπρέπεια τῶν κληρικῶν καί τῶν οἰκογενειῶν τους, πού ὑπηρετοῦν τήν Ἐκκλησία Κρήτης καί δέν θά ἐπιτρέψει τή βίαιη δυσμενῆ μεταβολή τοῦ ἐργασιακοῦ καθεστῶτος τους, μέ ἀναίτιες καταστρατηγήσεις κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους. 
Ἄν σήμερα πολλοί σιωποῦν γιά τήν ἐπιχειρούμενη καταπάτηση τῶν ἐργασιακῶν δικαιωμάτων τῶν κληρικῶν, νά γνωρίζουν ὅτι αὔριο εἶναι ἐνδεχόμενο νά βρεθοῦν καί αὐτοί στήν ἴδια θέση. 
Ἡ Ἐκκλησία Κρήτης δηλώνει ὅτι οὐδεμία ἐπίσημη ἤ ἀνεπίσημη ἐνημέρωση εἶχε γιά ὅσα ἀνακοινώθηκαν σχετικά μέ τά παραπάνω καί ἐκφράζει τή δυσαρέσκεια καί τήν ἔντονη διαμαρτυρία Της πρός τήν Ἑλληνική Πολιτεία. 
Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, μαζί μέ ἐκπροσώπους τῶν Ἱερῶν Συνδέσμων τῶν Κληρικῶν τῆς Κρήτης, πού ἐκφράζουν τούς ἐννιακόσιους καί πλέον κληρικούς τῆς Κρήτης, θά μεταβοῦν ἄμεσα στούς Ἀρχηγούς τῶν Κομμάτων τοῦ Ἑλληνικοῦ Κοινοβουλίου, γιά νά καταθέσουν Ὑπόμνημα καί νά ὑποστηρίξουν ἐπίσημα τίς παραπάνω θέσεις τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης. Ἐπίσης, θά κληθοῦν οἱ Βουλευτές καθώς καί ἄλλοι Φορεῖς τῆς Μεγαλονήσου Κρήτης, γιά νά ἐνημερωθοῦν γιά τίς θέσεις τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης γιά ὅλα τά παραπάνω θέματα, τά ὁποῖα ἅπτονται τῆς Ἱστορίας καί τῶν Παραδόσεων τοῦ Κρητικοῦ λαοῦ. 

Ἀπό τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης


Γιώργος, Μανώλης & Νίκος Στρατάκης / Θ.Ι.Ρηγινιώτης, Τσ' Αννέζας ο Κοκόλης

https://www.youtube.com/watch?v=QY-QoIhwuw8



Γιώργος, Μανώλης & Νίκος Στρατάκης -Τσ' Αννέζας ο Κοκόλης 
Μουσική: Γιώργος Στρατάκης
Στίχοι: Θεόδωρος Ρηγινιώτης



Ο ντελάλης

Τσ' Αννέζας το γ-Κοκόλη με τη βαρέ φωνή
κι οι χωριανοί αγαπού' ντον κι οι ξενοχωριανοί.
Γυρίζει στα σοκάκια με τσι χρυσομηλές
και βραχνοντελαλίζει μαντάτα και δουλειές.


- Πουλεί δυο σακασμένα ριφάκια το Μαριό!
- Επήρε ντο χαρτί* ντου του Πώλο το Γιωργιό!
- Εφέρα' γ-Καραγκιόζη στ' Αντρή το γ-καφενέ
και σέρνου' γ-κι ένα γέρο καλό στο αμανέ!


Μ' απόψε λέει μαντάτο μεγάλο στη στραθειά:
- Εμπήκε μ-πάλι η Κρήτη στου Τούρκο τη φωθιά!
Καλοκαλησπερίζω το γ-κάθα χωριανό,
γιατί πριχού να φέξει θα-ν-είμαι στο βουνό!


Τσ' Αννέζας ο Κοκόλης εβγήκε στα βουνά
και λες κι εβουβαθήκα' τζη ρούγας τα στενά.
Μα μια νυχθιά μ' αντάρα που κλαίν' οι γι-ουρανοί
τη μπόρα καπακιάζει μια βροντερή φωνή:


"Στον Ψηλορείτη απάνω, στο ν-Τίμιο Σταυρό,
τσ' Αννέζας το γ-Κοκόλη θα ντύσουνε γαμπρό.
Στον Άδη παίρνει προύκα περβόλι δροσερό,
να 'ρχουντ' οι ποθαμένοι να πίνουνε νερό..."


Οι στίχοι του τραγουδιού, όπως είναι στο βιβλίο "Τίβοτσι", εκδ. Αεράκης-Σείστρον, Ηράκλειο 2001, σελ. 94.

--------------------
 * το πτυχίο του

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, Προβληματισμοί γιὰ τὴ νέα σχέση Ἐκκλησίας - Πολιτείας


Όταν γίνεται ένας σεισμός, οι σεισμολόγοι προσπαθούν να διευκρινίσουν αν ήταν ο κύριος σεισμός ή προσεισμικές και μετασεισμικές δονήσεις.

Θεωρώ ότι στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας τις ημέρες που προηγήθηκαν έγιναν δύο ισχυρότατες σεισμικές δονήσεις και φυσικά αναμένονται και μικρότεροι μετασεισμοί, χωρίς να αποκλείονται και ισχυρότεροι.

Πρόκειται για δύο σημαντικά γεγονότα, το πρώτο η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση των διατάξεων του Συντάγματος στο άρθρο 3, και το δεύτερο η «πρόθεση» «για μια ιστορική συμφωνία» μεταξύ «Εκκλησίας και Πολιτείας» για την εκκλησιαστική περιουσία και τη μισθοδοσία των Κληρικών. Και τα δύο αυτά γεγονότα συνδέονται στενά μεταξύ τους, το ένα προϋποθέτει το άλλο.

Ελπίζω η αναγγελθείσα συμφωνία να μη λειτουργήση αποπροσανατολιστικά για να περάση αθόρυβα η προταθείσα αναθεώρηση του Συντάγματος στο 3 άρθρο.

1. Στο πρώτο γεγονός, ήτοι την αναθεώρηση του Συντάγματος είναι θετικό το ότι δεν υιοθετήθηκε η ορολογία «χωρισμός Εκκλησίας Πολιτείας», που ήταν ένα ανύπαρκτο ιδεολόγημα, και τελικά χρησιμοποιήθηκε η ορολογία «εξορθολογισμός των σχέσεων αυτών».

Όμως δημιουργείται έντονος προβληματισμός για το ότι το 3 άρθρο του Συντάγματος «αναδιατυπώθηκε» με την προσθήκη και αφαίρεση φράσεων.

Προστέθηκε η φράση «η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη» και όπως ερμηνεύεται στην αιτιολογική έκθεση «με ο,τι αυτό συνεπάγεται κανονιστικά και πρακτικά». Φυσικά πρέπει αυτό να διερευνηθή εξονυχιστικά τι θα πει «ο,τι συναπάγεται» και τι θα πει «κανονιστικά και πρακτικά».

Αφαιρέθηκαν φράσεις, όπως γράφεται στην αιτιολογική έκθεση: «Κατά τα λοιπά, από τη διάταξη απαλείφονται οι θεολογικού χαρακτήρα αναφορές, όπως και η αναφορά στα όργανα διοίκησης της Εκκλησίας, ως ασύμβατες με την καθιέρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας». Πρόκειται για σοβαρά ζητήματα που χρήζουν διερεύνησης.

Αν δε με τη «θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους» εννοείται η αλλαγή της νομικής προσωπικότητας της Εκκλησίας της Ελλάδος, να γίνει ένα απλό Σωματείο, τότε πώς θα αντιμετωπισθή η νομική προσωπικότητα των Μουφτειών, που αναφέρεται στους Ελληνες Μουσουλμάνους;

2. Το άλλο γεγονός, που αφορά το οικονομικά ζητήματα και τη μισθοδοσία 10.000 περίπου Κληρικών, χωρίς καν να ερωτηθούν, που γίνεται, προφανώς, σε αναφορά με τη «θρησκευτική ουδετερότητα», αφήνει ανοικτά πολλά θέματα προς συζήτηση.

Μέχρι τώρα γνωρίζουμε ότι κάθε συμφωνία ή έστω «πρόθεση» στηρίζεται σε εξονυχιστικό διάλογο μεταξύ των δύο μερών και σε συγκεκριμένες μελέτες. Ένα σπίτι πρόκειται κανείς να κατασκευάση και χρειάζονται να γίνουν πολλές αρχιτεκτονικές, στατικές, μηχανολογικές, κ.λπ. μελέτες. Στην περίπτωση αυτή δεν γνωρίζω συγκεκριμένους διαλόγους, ούτε καν εάν έχουν εκπονηθή όλες οι μελέτες που να στηρίζουν τέτοιες μεγαλεπήβολες αποφάσεις.

3. Η Εκκλησία της Ελλάδος διοικεί «επιτροπικώς» και τις Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν Ελλάδι, καθώς επίσης στην Ελληνική Επικράτεια υπάρχουν οι Μητροπόλεις της ημιαυτονόμου Εκκλησίας της Κρήτης και οι Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου.

Διερωτώμαι αν υπήρξε κάποια συζήτηση και συμφωνία μεταξύ Ελληνικής Πολιτείας και Οικουμενικού Πατριαρχείου ή μεταξύ Εκκλησίας της Ελλάδος και Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τελικά, πώς απαιτούμε να σέβονται οι γείτονές μας το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και να μη το σέβονται η Ελληνική Πολιτεία και η Εκκλησία της Ελλάδος;

Θεωρώ ότι τα θέματα αυτά είναι σοβαρά και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ιδεολογικά και χάριν εντυπωσιασμού. Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος που θα συγκληθή θα αναλάβη μεγάλη ευθύνη έναντι της ιστορίας. Ζούμε ιστορικές στιγμές.

[Δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 9 Νοεμβρίου 2018]

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2018

Παντελής Καλαϊτζίδης, Δεσποτοκρατία με αριστερό πρόσημο;


Οι μεγάλες αλλαγές και οι μεγάλες τομές με προοδευτικό πρόσημο δεν γίνονται με μυστικοσυμβούλια και διακανονισμούς κεκλεισμένων των θυρών που οδηγούν τελικά σε περισσότερη δεσποτοκρατία και στην εν μιά νυκτί βίαιη αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος 10.000 κληρικών και εκκλησιαστικών υπαλλήλων. Από τη χθεσινή συμφωνία κερδισμένοι βγαίνουν ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και ο πρωθυπουργός, ενώ χαμένοι η Εκκλησία ως κοινότητα πιστών (λαϊκών και κληρικών) και το δημοκρατικό αίτημα εκκοσμίκευσης των θεσμών και νέας ρύθμισης των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας.

Ο πρωθυπουργός μπορεί τώρα να «πουλήσει» στο κοινό του μια αριστερόστροφη πολιτική απόφαση (που την έχει τόσο ανάγκη, μια και στα οικονομικά υπάρχουν δεσμεύσεις έναντι των δανειστών), καθώς «πετάει εκτός Δημοσίου τους παπάδες»! Την ίδια στιγμή ελευθερώνει 10.000 θέσεις στο Δημόσιο, υποσχόμενος διορισμούς (το έκανε ήδη, σήμερα κιόλας, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δ. Τζανακόπουλος).

Ο αρχιεπίσκοπος (μέγας τακτικιστής και ισορροπιστής, εξαιρετικά ικανός στο πολιτικό παζάρι) παίρνει μ’ έναν σπάρο πολλά τρυγόνια: λαμβάνει από τον πρωθυπουργό ένα δώρο 200 εκατομμυρίων και ενδυναμώνει θεαματικά τη θέση του και την ισχύ του όχι μόνο έναντι των άλλων μητροπολιτών και της Συνόδου, αλλά και έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου που όχι τυχαία αφέθηκε έξω από αυτή την ιστορία, ενώ δεκάδες επαρχίες του βρίσκονται εντός των ορίων της ελληνικής πολιτείας (το Πατριαρχείο είχε πρόσφατα επίσης αγνοηθεί κατά την τοποθέτηση του Κ. Δήμτσα, στενού συνεργάτη του αρχιεπισκόπου, ως πολιτικού διοικητή του Αγίου Όρους, παρά τη ρητή αντίθεση και διαφωνία του Οικουμενικού Πατριάρχη). Λύνονται επίσης τα χέρια του αρχιεπισκόπου για να κάνει αυτό που γνωρίζει καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο, για να προβεί δηλαδή (από κοινού με την πολιτεία) σε αξιοποιήσεις ακινήτων.

Σε ένα άλλο επίπεδο, και οι κατά τόπους μητροπολίτες ενδυναμώνουν τη θέση τους έναντι των απλών κληρικών οι οποίοι θα βρεθούν κυριολεκτικά στο έλεος των δεσποτάτων που θα έχουν επάνω τους δικαίωμα ζωής ή θανάτου, πειθαρχικού ελέγχου ή και απόλυσης (φανταστείτε ποια τύχη περιμένει τους προοδευτικούς εκείνους κληρικούς που θα τολμήσουν να εκφράσουν ανοιχτά την άποψη ή τη διαφωνία τους για τα επίμαχα ζητήματα που κατά καιρούς ανακύπτουν!...).

Ένας θεσμός όπως η Εκκλησία (να μην ξεχνάμε, ο μόνος θεσμός του ελληνικού κράτους που δεν πέρασε μεταπολίτευση), με τεράστια κοινωνική επιρροή, που όμως ούτε για τις επιδόσεις του στην οικονομική διαχείριση φημίζεται ούτε για διαφάνεια, δημοκρατικές διαδικασίες και κοινωνική λογοδοσία διακρίνεται, είναι λάθος στην παρούσα φάση να αποκόπτεται και να αφήνεται εκτός του δημοκρατικού ευρωπαϊκού πλαισίου που εγγυάται η πολιτεία, και μάλιστα έχοντας λάβει ως προίκα 200 εκατομμύρια ευρώ! Αυτό ούτε προοδευτική τομή στη λειτουργία του κράτους σηματοδοτεί ούτε αριστερή πολιτική συνιστά, αλλά μάλλον δεσποτοκρατία με αριστερό πρόσημο!

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018

Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος: ''Η συμφωνία θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη υποδούλωση της Εκκλησίας στο Κράτος''



Σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Καταστατικό Χάρτη, η Εκκλησία της Ελλάδος είναι Αυτοκέφαλη Εκκλησία, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο, έχει επικεφαλής τον Ιησού Χριστό, και ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος είναι Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου.

Με το ισχύον καθεστώς κατοχυρώνεται η ισχύς των Πατριαρχικών Τόμων του 1851 και του 1928, δηλαδή, κατοχυρώνεται, με πολλή σοφία, η ύπαρξη της Εκκλησίας της Ελλάδος, η δημοκρατική της λειτουργία, ο σεβασμός των εκκλησιαστικών καθεστώτων και η αναντικατάστατη σχέση της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Κάθε λέξη του Συντάγματος που αφορά την Ορθοδοξία είναι λέξη με τεράστιο ιστορικό και πολιτισμικό βάρος, προϊόν πολύτιμης εμπειρίας αλλά και τραυματικών γεγονότων.

Ειδικά στην περίπτωση του Συντάγματος του 1975, η διατύπωση των άρθρων που αφορούν την Εκκλησία είναι βαθύτατα επηρεασμένη από το τραυματικότατο γεγονός της επαίσχυντης επεμβάσεως της χούντας, η οποία παραβιάζοντας κάθε έννοια θρησκευτικής ελευθερίας της Εκκλησίας, οδήγησε σε ολέθριες και Εθνικά ζημιογόνες καταστάσεις.

Παράδειγμα, η τραγική συνέπεια του Εκκλησιαστικού διχασμού της Κύπρου, που οδήγησε στον Εθνικό διχασμό και εν τέλει στην Τουρκική εισβολή.

Το κοινό ανακοινωθέν Πρωθυπουργού και Αρχιεπισκόπου, δεν συνάδει με τις περιγραφείσες αρχές και την ιστορική εμπειρία, ενώ υπάρχει ο κίνδυνος να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη υποδούλωση της Εκκλησίας στο κράτος, και μάλιστα με όρους επαιτείας εξαιτίας της αιωρούμενης αβεβαιότητας ως προς την τακτική και συνεπή καταβολή της συμφωνηθείσας ετήσιας επιχορήγησης.

Είναι αλήθεια ότι χωρίς οικονομική αυτοτέλεια, δεν μπορεί να υπάρξει μια ανεξάρτητη Εκκλησία της Ελλάδος. Όμως, ως Έλληνες, προτιμούμε ως εγγυητή αυτής της οικονομικής ανεξαρτησίας μας, το Ελληνικό Κράτος.

Η πρόταση που περιγράφει το κοινό ανακοινωθέν θα οδηγήσει την Εκκλησία της Ελλάδος στον ολισθηρό δρόμο να αναζητά εναγωνίως και διαρκώς την αποκόμιση κερδών, είτε μέσω εταιρειών, είτε μέσω χορηγιών/επιχορηγήσεων από οποιονδήποτε που έχει τα χρήματα, ώστε να μισθοδοτεί τους κληρικούς Της και να καλύπτει τις υλικές ανάγκες Της.

Επιπλέον, υπάρχει ο κίνδυνος να συντείνει στη μεταφορά πόρων από το κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας, στην κάλυψη αναγκών μισθοδοσίας του εφημεριακού κλήρου.

Μια τέτοια Εκκλησία δεν είναι η Εκκλησία της Ελλάδος, δεν είναι η Εκκλησία του λαού μας. Και η Εκκλησία στην Ελλάδα είναι υπόθεση, πρώτα απ’ όλα, του λαού μας.

Εκτός από όλα αυτά, όμως, υπάρχει και ένα ακόμα σημείο που εκπλήσσει δυσάρεστα όποιον πίστευε ότι μια Κυβέρνηση της Αριστεράς θα επιδείκνυε ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα εργασιακών δικαιωμάτων, εργασιακής ασφάλειας και, φυσικά, δεν θα συναινούσε σε απολύσεις.

Το κοινό ανακοινωθέν Πρωθυπουργού – Αρχιεπισκόπου συνιστά τη μεγαλύτερη και βιαιότερη αλλαγή εργασιακών σχέσεων στην ιστορία του Ελληνικού κράτους.

Χωρίς καμία γνώση των ίδιων των άμεσα ενδιαφερομένων, αποφασίστηκε, μέσα σε λίγες ώρες, η μαζική απόλυσή τους από το δημόσιο, ενώ το μελλοντικό καθεστώς εργασιακής τους απασχόλησης (ακόμα και η ίδια η επαναπρόσληψή τους στον νέο εργοδότη τους) είναι σκοτεινό και αβέβαιο, με την απώλεια επίσης εργασιακών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων να προβάλει ως ένα πολύ πιθανό σενάριο.

Όσοι χαίρονται για το γεγονός αυτό ή όσοι σκέφτονται ότι άδειασαν 10.000 του Δημοσίου, ας σκεφτούν πως ό,τι έγινε μια φορά, μπορεί να γίνει και δεύτερη.

Παραδείγματος χάριν, ΝΠΔΔ είναι και οι Δήμοι, είναι και τα Πανεπιστήμια.

Τώρα που βρέθηκε η διαδικασία και ο τρόπος, τί θα σταματήσει αύριο μια κυβέρνηση να επαναλάβει το ίδιο μοτίβο απομονώνοντας μια κατηγορία εργαζομένων του Δημοσίου και οδηγώντας την μαζικά σε ένα νέο εργασιακό καθεστώς;

10.000 οικογένειες, 10.000 Έλληνες που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην διακονία του λαού μας δεν είναι δυνατόν να τυγχάνουν τέτοιας απαξιωτικής μεταχείρισης.

Δεν είναι δυνατόν να τους αφαιρείται κάθε δικαίωμα, ακόμα και αυτό της απλής ενημέρωσης, μόνο και μόνο γιατί είναι Ιερείς.

Το αίσθημα ευθύνης και η αγωνία μας για το μέλλον της Εκκλησίας και του τόπου, δεν μας επιτρέπει να παραμείνουμε απαθείς ενώπιον των σοβαρών αυτών εξελίξεων και επικίνδυνων ανατροπών.

Γι’ αυτό και συγκαλούμε έκτακτη Σύναξη του Ιερού Κλήρου της Μητροπόλεώς μας, προκειμένουμε να υπάρξει ενημέρωση, ανταλλαγή απόψεων και λήψη αποφάσεων, τις οποίες και θα καταθέσουμε στο Ανώτατο διοικητικό όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος, την Ιεραρχία, την έκτακτη σύγκλιση της οποίας άμεσα ζητούμε και αναμένουμε.

Γιάννης Κτιστάκις, Τρία θεμελιώδη ελαττώματα της συμφωνίας Τσίπρα - Ιερώνυμου



Πρώτον, ο πρωθυπουργός πρώτος όφειλε να γνωρίζει ότι σε μείζονα εκκλησιαστικά ζητήματα, σαν αυτά που θίγει η συμφωνία, θα έπρεπε να διαβουλευθεί και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο οποίο ανήκουν οι Μητροπόλεις των Νέων Χωρών (Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη και νησιά του Β. Αιγαίου), το Άγιο Όρος, τα Δωδεκάνησα και η Κρήτη. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έλαβε την σύμφωνη γνώμη του Φαναρίου για την κατάρτιση και ψήφιση του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1977. Αντί αυτού, ο πρωθυπουργός διαβουλεύτηκε μυστικά μόνον με τον Αρχιεπίσκοπο, ούτε καν με την Ιερά Σύνοδο, όπως προβλέπει το άρθρο 3 του Συντάγματος. Πρώτο ελάττωμα, συνεπώς, ο επιλεκτικός χαρακτήρας της διαβούλευσης, που προσκρούει στο ίδιο το Σύνταγμα.

Δεύτερον, είναι, βεβαίως, θεμιτό η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος να νοικοκυρέψει τα του οίκου Της αλλά, αλήθεια, ποιος πολιτειακός κανόνας επιτρέπει την εσαεί παράδοση του ετήσιου κονδυλίου της μισθοδοσίας στα χέρια του Αρχιεπισκόπου και της Συνόδου, χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί ένα μέτρημα: πόσοι είναι σήμερα οι μισθοδοτούμενοι ιερείς, πόσα είναι τα καταπατημένα ακίνητα της Εκκλησίας, ποιες είναι οι εκκρεμείς περιουσιακές αντιδικίες μεταξύ Εκκλησίας και κράτους; Με άλλα λόγια, πώς μπορεί να αφαιρεί ετησίως από τις τσέπες των φορολογουμένων δεκάδες εκατομμύρια ευρώ και να τα παραδίδει ανεξέλεγκτα στα χέρια του Αρχιεπισκόπου; Δεύτερο ελάττωμα, λοιπόν, η παράνομη ετήσια οικονομική ενίσχυση, χωρίς την εγγύηση των κρατικών δημοσιονομικών μηχανισμών.

Τρίτον, το 1945 προβλέφθηκε για πρώτη φορά η μισθοδοσία των εφημέριων από το Δημόσιο (Α.Ν. 536/1945). Σε αντιστάθμισμα της δαπάνης αυτής επιβλήθηκε με τον ίδιο νόμο (α) η υποχρεωτική είσπραξη του 25% των τακτικών εσόδων των ενοριακών ναών από το Δημόσιο και (β) η υποχρεωτική ετήσια εισφορά όλων των ορθόδοξων οικογενειών στην ενορία τους. Με άλλα λόγια, το κράτος πλήρωνε τον κάθε εφημέριο με τα έσοδα των ναών που σχηματίζονταν από τις υποχρεωτικές εισφορές των πιστών. Το 1956 η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή επέκτεινε την είσπραξη του 25% επί των πάσης φύσεως εσόδων των ναών (Ν.Δ. 3559/1956). Η εισφορά των πιστών καταργήθηκε το 1962 (Ν.Δ. 4242/1962). Στη συνέχεια, το 1968, το ποσοστό της είσπραξης από το Δημόσιο αυξήθηκε στο 35% (Α.Ν. 469/1968). Το 2004, η κυβέρνηση Σημίτη κατάργησε οριστικώς και αυτό το 35% (άρθρο 15 του Ν. 3220/2004). Συνεπώς, η κρατική μισθοδοσία των εφημερίων ποτέ δεν αποτέλεσε αντιστάθμισμα για την παραχώρηση προς το ελληνικό κράτος της ακίνητης περιουσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Άλλωστε, η σημαντικότερη μεταβίβαση εκκλησιαστικής περιουσίας προς το κράτος υλοποιήθηκε το 1952 με σύμβαση η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 2185/1952 (ΦΕΚ Α΄ 217). Η σύμβαση αυτή ήταν αμφοτεροβαρής: το κράτος απέκτησε την κυριότητα αγροτεμαχίων και βοσκοτόπων εκτός Αττικής (αξίας 97 δισεκατομμυρίων δραχμών, όπως η ίδια η σύμβαση προσδιορίζει) έναντι ίσης αξίας αστικών ακινήτων και μετρητών που απέκτησε η Εκκλησία. Τούτα όλα, με αναλυτικούς πίνακες των εκτάσεων ή των ακινήτων που άλλαξαν κυριότητα αλλά και εκείνων που διατηρούνται στην κυριότητα των Μονών, δημοσιεύονται σε άνω των εκατό σελίδες στο ΦΕΚ. Συνεπώς, πόθεν προκύπτει ότι η μισθοδοσία των εφημέριων προβλέφθηκε σε αντιστάθμισμα της αφαίρεσης εκκλησιαστικής περιουσίας;
-----------------------------
*Ο κ. Γιάννης Κτιστάκις είναι Επίκουρος καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ