πηγή: Αντίφωνο
[Ομιλία κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Stephen R. Lloyd-Moffett, Ομορφιά από τις στάχτες στο «Εν Πλώ», στις 19-5-2017]
Η Κοινότητα του πολιτισμικού Εμείς έχει τρεις πυλώνες: Την Πολιτική, την Πίστη και την Παιδεία.
Αν γκρεμιστεί η κολώνα της Πίστης θα πέσουν αργά ή γρήγορα και οι άλλες δύο. Η κοινότητα όμως της Πίστης μπορεί να αναγεννήσει κοινότητες Πολιτικής και Παιδείας, αν έχουν διαλυθεί.
Άρα, το πώς μια κοινότητα Πίστης μπορεί να αναγεννιέται και να ανανεώνεται, είναι το πιο κρίσιμο πολιτισμικό ζήτημα. Το βιβλίο του Μόφετ είναι ανεκτίμητο ακριβώς ως προς αυτό.
Ι
Το βιβλίο περιγράφει, πώς η Κοινότητα Πίστεως της Μητρόπολης Νικοπόλεως και Πρεβέζης, που είχε καταστραφεί επί Χούντας και κατέρρευσε τελείως στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, αναγεννήθηκε από την τέφρα της, χάρη στην πρωταγωνιστική παρουσία του Επισκόπου Μελετίου (1980 – 2010).
Απροσδόκητο το φαινόμενο μαθεύτηκε και παραέξω. Και έφερε εδώ τον αμερικανό συγγραφέα, που ήρθε από την Αμερική για να το μελετήσει. Και να το μάθουμε κι εμείς, διά της τεθλασμένης, χάρη στην εξαιρετική μετάφραση της κ. Τσαλίκη και την έκδοση του τοπικού εκδοτικού οίκου «Ιωνάς».
Το βιβλίο όχι μόνο μας περιγράφει το «φαινόμενο», αλλά μας δίνει και τη δυνατότητα να το κατανοήσουμε. Γνωρίζοντας φαίνεται τη δυσανεξία μας, ο συγγραφέας φρόντισε, ιδιαίτερα το θέμα που ειδικά ενδιέφερε τον ίδιο, τη σχέση Μοναχισμού και τοπικού Επισκόπου στην ιστορία του χριστιανισμού, να το κάνει λιανά, προσιτό και στη δική μας «κοσμικιστική» κατανόηση. Η έκθεσή του δείχνει σπάνια αναλυτικά προσόντα, παρατηρητική αμεροληψία και ευαισθησία οξυδερκή.
Το βιβλίο έχει την εξής δομή: 1) Η Κοινότητα. Οι ιστορικές καταβολές και οι περιπέτειές της. 2) Ο πρωταγωνιστής της αλλαγής. Οι δικές του καταβολές και η εν γένει διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. 3) Η παταγώδης κατάρρευση της τοπικής Εκκλησίας στον προθάλαμο της Μεταπολίτευσης 1975 – 1980. 4) Η ανάκαμψή της μετά το 1980. 4) Το «αντι-πρόγραμμα», που προκύπτει από την ανάλυση της δράσης του πρωταγωνιστή. Και 6) ο ρόλος του Μοναχισμού, ως κρίσιμου βοηθητικού αυντελεστή.
Ανακεφαλαιώνοντας τη δεύτερη ανάγνωση του βιβλίου, θα έλεγα ότι απαντά σε τρία καίρια ερωτήματα: α) Μπορεί να αναγεννηθεί μια Κοινότητα Πίστεως; β) Αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις; γ) Ποια η διαφορά ανάμεσα στην παλιά και στη νέα Κοινότητα;
Διαβάζοντάς το, σταματούσα κάθε τόσο από την ανάδυση της σκέψης, πως αν είχαμε κάτι ανάλογο (εμπειρία και ανάλυση) και στους δύο άλλους πυλώνες του εθνικού Εμείς, θα ξέραμε ποιο είναι το πνευματικό περίγραμμα της διεξόδου από τη διαφαινόμενη ολοκλήρωση της καταστροφής μας.
Αλλά, πριν αναφερθώ σε ορισμένα από τα ζητήματα, που έξοχα αναδεικνύονται στο βιβλίο, θα πρέπει να ανοίξω μια παρένθεση για τη γενικότερή μας κατάσταση.
ΙΙ
Σήμερα είμαστε, ως εθνική κοινωνία, κυριολεκτικά στο Τίποτα. Πιστεύουμε ότι «δεν γίνεται τίποτα!». Ούτε στην Πολιτική, ούτε στην Παιδεία, ούτε στην Πίστη.
«Μοιραίοι κι άβουλοι» παραιτηθήκαμε τελείως. Ούτε «θάματα» προσμένουμε ούτε «οράματα» βλέπουμε. Ακόμα και τα κεριά, που ως τώρα ανάβαμε πυκνά στο «Ευρωμανουάλι», έχουν αραιώσει.
Να όμως που έρχεται ένας «ξένος» για να διαψεύσει την αυτοεικόνα μας ως επιτομής του Τίποτα. Το βιβλίο του μας εισάγει σε κάτι που έγινε. Δείχνοντάς μας, συγχρόνως, πώς ακριβώς έγινε. Και εκθέτοντάς μας τις προϋποθέσεις, που συνέτρεξαν.
Κι εδώ είναι η πρόκληση: Η γνώση του τρόπου, που μια κοινότητα μπορεί να αναστηθεί από το Τίποτα, δεν ήταν στην προκειμένη περίπτωση μια «ανακάλυψη» του πρωταγωνιστή Επισκόπου της. Υπάρχει από τότε που ο Απόστολος Παύλος ίδρυσε την Εκκλησία της Νικόπολης και διετέλεσε ο πρώτος της Επίσκοπος. Ούτε «κεραία» δεν άλλαξε από τότε σ’ αυτή τη γνώση.
Αλλά επειδή, ό,τι μας φαίνεται «απίστευτο», το ονομάζουμε «θαύμα» και επειδή, σαν «σύγχρονοι άνθρωποι» που είμαστε, «δεν πιστεύουμε στα θαύματα», γι’ αυτό, είναι βέβαιο, ότι ένα τέτοιο βιβλίο θα το θάψουμε στη Σιωπή.
- Ακούς εκεί, ήρθε το αμερικανάκι να μας δείξει τ’ αμπελοχώραφά μας, θα πει ο «δεξιός». - Φοβού τους Αμερικανούς και δώρα φέροντας, θα πει ο «αριστερός». Ο δε «κεντρώος», μετά του σώφρονος «εκ δυτικής Λιβύης» ηγεμόνος, θα σηκώσει βαριεστημένα τους ώμους. Έτσι κι αλλιώς «ό,τι εξέχει κόβεται»!
Ουδείς κίνδυνος, λοιπόν, να αναταραχτεί ο κυρίαρχος Βάλτος, από την κυκλοφορία ενός τόσο καλού βιβλίου. Ο συγγραφέας το ξέρει. Γι’ αυτό, πού και πού, μας το θυμίζει. Η αισιοδοξία πρέπει να είναι ρεαλιστική, συγκρατημένη.
Κλείνω την παρένθεση.
ΙΙΙ
Για την Κατάρρευση δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Ποιος δεν θυμάται το σκάνδαλο με τον «άγιο Πρεβέζης», που έκανε τους τοπικούς παπάδες να ντρέπονται να βγουν στον δρόμο και τους πιστούς να αποφεύγουν να πηγαίνουν στην Εκκλησία; Η κοινότητα της Πίστεως είχε γίνει στάχτη.
Με τον ερχομό του νέου Επισκόπου (που ετοιμαζόταν να πάει στ’ Αγιονόρος με τους μαθητές του και κλήθηκε να πάει να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά!) η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Αργά και με μεγάλες δυσκολίες, η αρχαία αποστολική Κοινότητα, νεκρή ην και ανέζησε. Ξεπετάχτηκε μάλιστα σφριγηλότερη, απ’ ό,τι πριν η συνήθεια μαράνει τον ζήλο και έρθουν τα σκάνδαλα.
Παλιά η Κοινότητα ήταν πολύ δυνατή εξωτερικά, αλλά αδύνατη εσωτερικά. Της έλειπε η επίγνωση. Σε έναν πολύ δύσκολο, αλλά στατικό κόσμο, όπως εκείνων των εποχών, την κράταγε ζωντανή η τρομερή «πίστη των γιαγιάδων». Τώρα υπερέχει εκείνης, χάρη στην άγκυρα της επίγνωσης που έριξε μέσα της. Και γιατί βρήκε, επιπλέον, τον τρόπο να είναι και εξωτερικά ανθεκτική. Κι αυτό μέσω του άφοβου συσχηματισμού με τη μεταβαλλόμενη «κοσμική» πραγματικότητα. Όχι με τη εύκολη ανέγερση φουνταμενταλιστικών τειχών. Που αντί να «κρατούν απ’ έξω» τον Διάβολο, τον εγγράφουν –αλλοίμονο- εσωτερικό τους υπότροφο. (Στις προϋποθέσεις του ακίνδυνου «συσχηματισμού» θα επανέλθω στο τέλος του παρόντος κειμένου.)
Στα τριάντα χρόνια της αρχιερατείας του π. Μελετίου επαληθεύτηκε η αποδιδόμενη στον γέροντα Παϊσιο, θυμόσοφη παρατήρηση, πως «όπου οργώνει ο Διάβολος έρχεται ο Χριστός και σπέρνει»!
Με μια ουσιαστική όμως διαφορά: Ο Χριστός δεν έρχεται ακάλεστος, έλεγε ο Επίσκοπος Μελέτιος. Οι άνθρωποι είναι αυτεξούσιοι κι ο Παντοδύναμος, δεν μπορεί ούτε θέλει, να παραβιάσει τον αυτοκαθορισμό τους. «Κρούει τη θύρα». Και περιμένει να του ανοίξουν.
Επίσης: Δεν θα «σπείρει», αν εννοούμε εμείς να «παρεμβάλλουμε τα δικά μας σχέδια» και τις «ετσιθελικές εμμονές μας». Είναι «πράος και ταπεινός τη καρδία». Αν η δουλειά δεν γίνεται με αγάπη και ταπεινοσύνη, δεν γεννά στις ψυχές των ανθρώπων τη δύναμη να μεταμορφώσουν την αγαθή τους προαίρεση σε κοινότητα Πίστεως. Πρέπει να αφήνουμε τον Χριστό να κυβερνά τη δραστηριότητά μας. «Η Εκκλησία είναι του Θεού και όχι των ανθρώπων!».
Αν ο Χριστός είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας, τότε η συνταγή είναι δεδομένη. Το είπε καθαρά: Τον απέστειλε ο Πατήρ, για να σώσει τον κόσμο. Όχι για να τον κρίνει. Αυτό ήταν το θέλημα Του Πατρός κι αυτό εφάρμοσε ο Ιησούς. Όχι το «δικό» του. Αν οι Επίσκοποι και οι Ιερείς είναι όντως «φίλοι του Χριστού» και δικοί του «απεσταλμένοι» στον κόσμο, δεν έχουν παρά να κάνουν το ίδιο. Να σηκώνουν τον Σταυρό του κόσμου, όπως Εκείνος. Στην ανάγκη μάλιστα, που δεν λείπει ποτέ, να εγκαταλείπουν το κοπάδι των 99 και να τρέχουν στα όρη, να ψάξουν για το απολωλός. Και να το βάλουν στον σβέρκο τους. «Πάνω από το κεφάλι τους».
Αν στο παράδειγμά μας, συνέχιζε ο Επίσκοπος Μελέτιος, δει ο κόσμος τον αγώνα μας να μοιάσουμε Εκείνου που μας έστειλε, δεν θα έχει κανένα πρόβλημα να αγκαλιάσει την προσπάθειά μας. Τόσο απλό!
Το Πρόγραμμα, που χρειαζόμαστε δεν είναι ανάγκη να το επινοήσουμε εμείς. Υπάρχει και είναι το Ευαγγέλιο!
Λοιπόν, ούτε «ειδικά προγράμματα» χρειάζονται, ούτε «προβολή του κοινωνικού έργου της Εκκλησίας». Πολύ δε περισσότερο «οικονομικά πλάνα», περιαγωγή δίσκων κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας και λαχειοφόρες αγορές κατά την έξοδο.
Δενχρειάζεται τίποτε απ’ όλα αυτά, που κάνουν κι εμάς, να μη διαφέρουμε από τους Φαρισαίους. Και κάνουν τον κόσμο, ευλόγως, να μας κρατά σε απόσταση.
Κοντολογίς, για όλα τα προβλήματα της Εκκλησίας φταίει ο ανθρωποκεντρισμός - κατά την έκφραση του π. Μελετίου. Ο ανθρωποκεντρισμός του Επισκόπου πρώτα και των Πρεσβυτέρων έπειτα.
IV
Το βιβλίο τονίζει, τέλος, τη στρατηγική συμβολή των Μοναχών στην επίτευξη της πνευματικής μεταμόρφωσης της εκκλησιαστικής κοινότητας.
Χωρίς αυτούς, ένας άνθρωπος, όσο άγιος και σοφός κι αν είναι, ελάχιστα πράγματα μπορεί να κάνει. Χρειάζεται τη βοήθεια των «ειδικών δυνάμεων» της Εκκλησίας, που είναι οι Μοναχοί.
Πώς όμως θα μπορούσαν οι καλόγεροι να εργάζονται μέσα στην «κοσμική» κοινότητα και συγχρόνως να παραμένουν Μοναχοί, «έξω από τον κόσμο»; Δεν θα διαλυόταν η δική τους κοινότητα; Λύθηκε άραγε το πρόβλημα αυτό; Και με ποιον τρόπο;
Στο κρίσιμο αυτό σημείο βρίσκεται και η κατ’ εξοχήν συνεισφορά του συγγραφέα.
Αναλύοντας τη συμβολή της Μονής του Προφήτου Ηλιού (που δημιουργήθηκε από την αρχική συνοδεία των μαθητών του Μελετίου), το βιβλίο αναδεικνύει τις βασικές αρχές, βάσει των οποίων ρυθμίστηκε, με αμοιβαία γόνιμο τρόπο, η αλληλενέργεια ανάμεσα στον «Δήμο», στην «ενδημοποιημένη» Εκκλησία και στο Μοναστήρι.
Ο δρόμος του «κοσμικού» χριστιανού και ο δρόμος του χριστιανού «μοναχού» είναι βεβαίως ασύμβατοι. Αποσκοπούν όμως και οι δύο στη σωτηρία του κόσμου. Επομένως πρέπει «και τούτο ποιείν και εκείνο μη αφιέναι». Χωρίς όμως να καταλυθεί η αυτονομία των δύο πόλων. - Είτε μέσω της εξαγωγής τη σχέσης «γέροντα» και «υποτακτικού» στον κόσμο, όπως κάνει ο «νεογεροντισμός». - Είτε κάνοντας τους μοναχούς χαμάληδες του «δραστήριου» αυταρχικού Μητροπολίτη. Και τα δυο αυτά, είναι συνταγές καταστροφής, τόσο του Μοναχισμού όσο και της τοπικής Εκκλησίας.
Ο Μοναχός πρέπει να είναι φως για τον Κοσμικό, σύμφωνα με τη διατύπωση του π. Μελετίου. «Ο ρόλος των μοναχών περιγράφεται σαφώς από τους Πατέρες. Είναι ρόλος φωτιστικός. Δεν είναι δράση». Ενσαρκώνοντας το φως οι Μοναχοί εμπνέουν τους Κοσμικούς. Τους προσανατολίζουν. Λειτουργούν σαν φάρος. Και όσο περισσότερο ο Μοναχός καθαρίζει τον εαυτό του από τα πάθη, τόσο λαμπρότερο γίνεται το φώς του φάρου.
Η εν προκειμένω ένταξη των μοναχών στη δράση, δικαιολογείται, κατά τον μακαριστό Επίσκοπο, μόνο από την εμπερίστατη κατάσταση, στην οποία βρίσκεται η τοπική Εκκλησία. Σε τέτοιες συνθήκες, όπου οι «κανονικές δυνάμεις» της -των Πρεσβυτέρων- δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα, πρέπει να σπεύσουν οι τοπικές «ειδικές δυνάμεις» - αν υπάρχουν- και να αναλάβουν δράση υπό τις διαταγές του Στρατηγού-Επισκόπου. Και αφού ενισχυθούν οι «κανονικές» δυνάμεις και καταστούν επαρκείς, οι «ειδικές» μπορούν να «επιστρέψουν στη βάση τους».
Εδώ ισχύει το «νυν υπέρ πάντων ο αγών». – Ο αγών «υπέρ βωμών και εστιών»!
V
Θα κλείσω την παρουσίαση του βιβλίου, εστιάζοντας στο οντολογικό πρόβλημα, που είναι το ίδιο καίριο και για τους δύο άλλους πυλώνες-κοινότητες: της Πολιτικής και της Παιδείας.
Πρόκειται, για το πώς δεν θα χάνουμε τον εαυτό μας μέσα στον κατακλυσμό των ανταγωνιστικών μηνυμάτων και δελεασμών. Όπως ήδη έχει συμβεί στην πατρίδα μας και καταλήξαμε στο ανεκδιήγητο «ναι σε όλα μέσα στο τίποτα».
Πρόκειται δηλαδή για το ερώτημα: Πώς μπορούμε να Είμαστε; Να έχουμε Ταυτότητα;
Σύμφωνα με την εκκλησιαστική οντολογική παράδοση, ο άνθρωπος δεν μπορεί -αφ’ εαυτού του και μόνος του- να λύσει το πρόβλημα, γιατί είναι φύσει τρεπτός.
Η έξωθεν «αλλοίωση», που είναι κακή, επειδή μας αλλάζει χωρίς να μας ρωτήσει, δύναται να εξουδετερωθεί μόνο από την εκούσια εσωτερική «καλή αλλοίωση». Αυτή όμως προϋποθέτει «ανοιχτή γραμμή» με τον Αναλλοίωτο. Που δεν είναι άλλος από τον κρεμασμένο στον Σταυρό. Είναι το Αθώο Θύμα «το εσφαγμένο από καταβολής κόσμου». Ο Ων, που γεννήθηκε στον κόσμο αδύνατος και τρεπτός, αλλά ο κόσμος δεν κατάφερε να τον αλλάξει. Αντίθετα, αυτός άλλαξε τον κόσμο.
Το αληθινό «μυστικό του Ιησού» ήταν, ότι σήκωσε τον Σταυρό του κόσμου. Κι αυτό το «μυστικό» το αποκάλυψε στους φίλους του, παραγγέλλοντάς τους «να μαθητεύσουν πάντα τα έθνη» στη γνώση του. Αυτοί το έγραψαν φαρδιά πλατιά και σε κατανοητά για την εποχή τους ελληνικά. Και το εξηγούσαν προφορικά από γενιά σε γενιά.
Ένας απ’ αυτούς, ο κοντινότερός μας στη διαχρονική αλυσίδα, ήταν κι ο Επίσκοπος Μελέτιος, ο πρωταγωνιστής τούτης της θαυμαστής ιστορίας. Αιωνία να είναι η μνήμη του.