ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Χρ. Γιανναράς, Ίμια οιμώζουσα

Ένα σημαντικότατο άρθρο του Χρήστου Γιανναρά, που δημοσιεύθηκε στην "Καθημερινή" λίγες μέρες μετά τα γεγονότα των Ιμίων.
 
Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
(«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 4/2/1996,σελ.25)

Στη βραχονησίδα Ίμια δεν κρίθηκε μια κυβέρνηση και μια στρατιωτική ηγεσία. Κρίθηκε συνολικά ό,τι έχουμε χτίσει ως κρατικό και κοινωνικό οικοδόμημα εδώ και μερικές δεκαετίες. Και συγκρίθηκε με τη σοβαρότητα των Τούρκων. Ναι, η Τουρκία ζει σε μόνιμη κοινωνική και πολιτική κρίση, ασελγεί συνεχώς σε κάθε έννοια Διεθνούς Δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όμως τον βαρβαρικό της ρόλο τον παίζει σοβαρά, με συνέπεια και πυγμή. Προμελετημένα και ευφυέστατα κατακτούν οι Τούρκοι, βήμα προς βήμα, ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή. Αυτό επιδιώκουν και ξέρουν πως να το πετύχουν. Έχουν σοβαρότητα, που λείπει από μας τραγικά.
Το δικό μας κράτος τρέμει μπροστά στους χουλιγκάνους καταληψίες του Πολυτεχνείου, που να βρει ανάστημα για να το υψώσει απέναντι στην ευφυέστατη στρατηγική των Τούρκων; Πως να επιδείξει σοβαρότητα ένα κράτος που δυο ολόκληρους μήνες σερνόταν στον ωνάσειο εξευτελισμό κάθε πολιτικής και συνταγματικής αξιοπρέπειας; Γι’ αυτό και φτάσαμε στον ανήκουστο διασυρμό. Κράτος που να πατούν εισβολείς στο έδαφος του, και αυτό να μαζεύει τις σημαίες και τα όπλα του και να αποχωρεί, με τον όρο να αποχωρήσουν και οι εισβολείς, έστω κι αν θριαμβολογούν για ιδιοποίηση των καταπατημένων. Ποιο ανάλογο, τέτοιου εσχάτου αυτοεξευτελισμού, μπορούμε να επικαλεσθούμε;
Ομολογήθηκε καίρια από το βήμα της Βουλής: Δεν είμαστε παρασκευασμένοι, έχουμε καίρια υστερήματα, μας λείπουν ακόμα πολλά για να μπορέσουμε να αντισταθούμε σθεναρά στην τουρκική ανομία και βαρβαρότητα. Αλλά τι ακριβώς μας λείπει; Μια ευφυής πολιτική, μια τολμηρή διπλωματία και εύστροφη στρατηγική χρειάζεται ανθρώπους με έκτακτη παιδεία, καλλιέργεια και ιστορική συνείδηση, που η Ελλάδα πια δεν τους παράγει. Χρειάζεται κυρίως φρόνημα και αίσθηση πατρίδας-άμεση αίσθηση ότι η βραχονησίδα Ίμια είναι εξίσου και ακραιφνώς Ελλάδα όσο και η πλατεία Συντάγματος. Με απαίδευτους ή αφελληνισμένους πολιτικούς, μεταπράτες ευρωπαϊκών ιδεολογημάτων, δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρχει εμπνευσμένη οξύνοια, τόλμη.
Κάποιες μοναχικές φωνές κραυγάζουν από χρόνια ότι η εξωτερική πολιτική αρχίζει με το φρόνημα και την αυτοσυνειδησία που μεταγγίζουμε από το δημοτικό σχολείο, μα κάτι τέτοιο σήμερα λογαριάζεται σαν «εθνικισμός», «σοβινισμός», «σκοταδιστική συντήρηση». Ποιος είναι διατεθειμένος σήμερα να πολεμήσει για την «πατρίδα», ποια ποιότητα ζώσα ταυτίζεται στις συνειδήσεις μας με την πατρίδα, ποια ιστορία, ποια γλώσσα, ποια ιερά, ποια ελευθερία γνωρίζει ο Έλληνας πάρεξ την καταναλωτική;
Στη βραχονησίδα Ίμια ξεγυμνώθηκε θεαματικά η ανθρωπολογική μας έκπτωση, η κοινωνική παρακμή μας. Πίσω από τους ανθρώπους που πήραν έμφοβοι τις αποφάσεις, που έμειναν εκτεθειμένοι για κραυγαλέες παραλείψεις, για κωμικές παλινωδίες, που μέτρησαν τα δεδομένα με κοντόθωρο μικρονοϊκό ωφελιμισμό, πίσω από τους ενόχους αυτής της ανατριχιαστικής ταπείνωσης του Γένους των Ελλήνων, βρίσκεται ο καθένας μας, βρισκόμαστε όλοι μας. Βρίσκεται ο αεριτζής νεόπλουτος, ο καταχραστής εργολήπτης, ο φοροφυγάς, ο διορισμένος με κομματικό σημείωμα, ο ανάλγητος για το «κοινωνικό κόστος» συνδικαλιστής. Βρίσκεται ο Έλληνας-έρμαιο της κρετινικής «ψυχαγωγίας» των τηλεοπτικών καναλιών και του κρατικού τζόγου, βρίσκεται η διαλυμένη για λόγους «εκδημοκρατισμού» παιδεία μας, η αφελληνισμένη μας διανόηση.
Η αφαιρετική σύνοψη όλης αυτής της ευτέλειας και αποσύνθεσης συγκρότησε τη νοοτροπία και τακτική, τελικά τον ανθρωπολογικό τύπο του σημερινού Έλληνα που ορθώθηκε στη βραχονησίδα να αναμετρηθεί με τους Τούρκους. «Ως νάνος τανυόμενος επ’ άκρων ονύχων» ρητόρευσε, απείλησε, και ύστερα υπάκουσε στα αμερικάνικα κελεύσματα αποχώρησε γυμνώνοντας τα οπίσθια του.
Το πιο απελπιστικό: Την επομένη, δίχως αιδώ και λύπη, κυριολεκτικά αναίσχυντος, ξανάρχισε την κομματική αηδιαστική αντιδικία: «Εμείς, με τη στρατηγική των γυμνών οπισθίων αποφύγαμε να καθήσουμε σε τραπέζι διαπραγματεύσεων με τους Τούρκους, ενώ εσείς είχατε προσπαθήσει να πουλήσετε τις βραχονησίδες».
Αυτόν τον Έλληνα -εμάς όλους- συνόψισε και εκπροσώπησε στην πρόσφατη κρίση η νέα «εκσυγχρονιστική» μας κυβέρνηση. Είναι κρίμα, είναι οδύνη, γιατί στηρίξαμε όλοι στον πρωθυπουργό και σε κάποια στελέχη του καίριες ελπίδες ανάκαμψης από τη συλλογική έκπτωση. Τουλάχιστον, αυτή η τόσο πρώιμη αποτυχία τους, το βαρύτατο στίγμα που ανεξάλειπτα πια τους βαραίνει ας λειτουργήσει σαν κραδασμός για την αφύπνιση μας στα ουσιώδη.
Με ταπείνωση και σεμνότητα να αποδείξουν ότι κατάλαβαν τι σήμαινε το καινούργιο 1897: Η παιδεία, ο πολιτισμός, η αυτοσυνειδησία, το φρόνημα είναι οι προϋποθέσεις για την επιβίωση, την ποιότητα της ζωής, την αξιοπρέπεια μας των Ελλήνων. Για να σοβαρέψει επιτέλους κάποτε το κωμικό και ανυπόληπτο κράτος μας.

π. Ηλίας Υφαντής, Μακάριοι (Στους Τρεις Ιεράρχες)


Μακάριοι:
Αυτοί, που παιδικά έμαθαν να σκέφτονται
Κι ο στοχασμός τους
Αναβλύζει, σαν το πρόσχαρο νερό
Απ’ τη χαλικόστρωτη βρυσούλα,
Όπως το άρωμα απ’ το βυσσινί γαρύφαλλο
Και η γλυκάδα απ’ το κέρινο σταφύλι.
Μακάριοι:
Αυτοί, που έμαθαν να χειρουργούν
Με το νυστέρι του θαύματος
Και να βλέπουν,
Πέρα απ’ τα σύνορα του κόσμου και της ιστορίας,
Το απέριττο εργαστήρι του Θεού,
Όπου υφαίνονται
Τα πράγματα και τα γεγονότα
Με τον αέρα της ελευθερίας
Και τη φλόγα του πνεύματος.
Μακάριοι:
Αυτοί, που μπόρεσαν να πιστέψουν τα απίστευτα,
Να δουν τη δύναμη μες στην αδυναμία,
Το μεγαλείο μες στην αθλιότητα…
Και, πέρα απ’ το σκοτεινό ερωτηματικό του θανάτου,
Τον ολόλαμπρο ήλιο της Ανάστασης!…

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ, Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΙΝΩΝΙΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ

 
    Υπενθύμιση παλιότερης ανάρτησης.  
Πρώτη δημοσίευση στις 30-1-2010

Του Γ. Μ. Βαρδαβά
 

Την 30η Ιανουαρίου η εκκλησία μας τιμά τους «τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου θεότητος» Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριο το Θεολόγο και Ιωάννη το Χρυσόστομο. Πρότυπα αγιότητας, ασκητικότητας, παιδείας αλλά και κοινωνικοκεντρικού βίου οι Τρεις τους συνέζευξαν αρμονικά το αρχαίο ελληνικό πνεύμα με τη χριστιανική διδασκαλία γι’ αυτό και δικαίως έχουν χαρακτηριστεί ως προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας.
Σε μια εποχή έντονης σύγχυσης και προβολής του νεωτερικού προτύπου ως δογματικώς αυταποδείκτου προτάγματος καθολικής αξίας πολλές είναι οι «φωνές» που «εις μάτην» προσπαθούν να σχετικοποιήσουν την αξία του βίου και του έργου τους.
Σε αυτά προστίθενται οι γνωστές δήθεν (νέο-)«φωταδιστικές» προσπάθειες αποδόμησης τους, που εδράζονται στην επαρχιώτικη απομίμηση –ούτε καν αντιγραφή- ξένων πολιτιστικών προτύπων και παραδόσεων. Η μεταμοντερνιστική –μηδενιστική μόδα, που τόσο όψιμα έφτασε στη χώρα μας, και που βασικό της πρόταγμα έχει την απαξίωση όλων των αξιών, με ειρωνικό τρόπο καταδυναστεύει κάθε υπερατομική αξία και καθιστά τον άνθρωπο «άτομο», υποκείμενο στη συστημική απροσωπία. Κάθε έννοια κοινωνικότητας, συλλογικότητας, προσωπικής ή συμβολικής ετερότητας καταλύεται και λοιδορείται. Σημασία έχει «να είσαι ο εαυτός σου», ήτοι μόνον ό,τι προτάσσει το συμφέρον σου.
Αυτή η αποθέωση της ατομικότητας, όχι μόνο εξαίρεται, αλλά θεωρείται από κάποιους διανοούμενους ως η λύση στην κρίση των καιρών μας. Το πρόβλημα -κατ’ αυτούς- εστιάζεται στην κρίση της εξατομίκευσης. Είμαστε «πίσω» οντολογικά και υπαρξιακά. Για να πάμε λοιπόν «μπροστά» θα πρέπει να καταστούμε «άτομα», έρμαια της απροσωπίας των νεωτερικών συστημάτων και της κερδοσκοπίας των «εχόντων και κατεχόντων» ελίτ. Αυτή η λογική του νεωτερικού μονόδρομου απαξιώνει κάθε έννοια πολιτιστικής ιδιοπροσωπίας και ετερότητας. Με τον τρόπο όμως αυτό ό,τιδήποτε προ-νεωτερικό απαξιώνεται, θεωρείται «γραφικό», ενώ παράλληλα καταδυναστεύονται και τα κοινωνικά προτάγματα, οι κοινωνικοί αγώνες, τα σύμβολα του λαού μας, η συλλογική ετερότητα.
Φυσικά οι φωνές αυτές αγνοούν (ή καλύτερα: τους συμφέρει να αγνοούν) ότι κάτι τέτοιο αντίκειται στην παράδοση και την ιδιοπροσωπία μας, που συνδέεται με το κοινοτικό πνεύμα και την οντολογική προτεραιότητα των σχέσεων κοινωνίας. Δεν κατανοούν ότι «άλλο ανατολή και άλλο δύση», αλλά προσπαθούν με κάθε τρόπο να μας καταστήσουν καταναλωτές υπακούοντας στις ορέξεις των ολίγων, που τόσο άνετα υπηρετούν, «οργανικοί» όντες. Δεν νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία ότι η πνευματική μας ηγεσία περνά κρίση ταυτότητας και ότι ποδηγετείται (για να μην πω «εξαγοράζεται») από συγκεκριμένες «ομάδες συμφερόντων». Φυσικά υπάρχουν πολλές εξαιρέσεις. Αλλά ας μην μακρηγορούμε άλλο κι ας επανέλθουμε στο προκείμενο.
Ο Μέγας Βασίλειος (330 – 379) γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Βασίλειος και ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου. Η μητέρα του ονομαζόταν Εμμέλεια και έδωσε πολύ επιμελημένη αγωγή στο γιο της. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε από τον πατέρα του και μετά φοίτησε σε διάφορα σχολεία της πατρίδας του και του Βυζαντίου. Όταν έγινε 20 χρονών πήγε στην Αθήνα, όπου δίδασκαν διαπρεπείς δάσκαλοι τα ελληνικά γράμματα, τη φιλοσοφία, τη ρητορική κ.λπ. Εκεί συναντήθηκε με το Γρηγόριο το Ναζιανζηνό, που τον γνώριζε από την Καισάρεια, και συνδέθηκαν με μια σπάνια φιλία. Ο Βασίλειος έμεινε στην Αθήνα 4 χρόνια και σπούδασε ελληνική φιλολογία, φιλοσοφία, ρητορική, γεωμετρία, αστρονομία και ιατρική.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος(328-391) γεννήθηκε στην Αριανζό, ένα χωριό κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας. Ανατράφηκε με ιδιαίτερη φροντίδα από τη χριστιανή μητέρα του Νόννα. Έκανε ανώτερες σπουδές στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνώρισε το Βασίλειο και συνδέθηκε μαζί του με στενή φιλία. Συνέχισε τις σπουδές του στις φιλοσοφικές σχολές της Καισάρειας, της Παλαιστίνης, της Αλεξάνδρειας και της Αθήνας. Εκεί ξαναβρέθηκε με το Βασίλειο και η φιλία τους έγινε πιο μεγάλη.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (354 – 407) γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας. Ο πατέρας του Σεκούνδος ήταν ανώτερος αξιωματικός του συριακού στρατού. Η μητέρα του Ανθούσα έμεινε χήρα σε ηλικία 20 χρονών. Κύριο έργο της ήταν η ανατροφή και η μόρφωση του γιου της. Ο Ιωάννης είχε δάσκαλο στη ρητορική το Λιβάνιο και στη φιλοσοφία τον Ανδραγάθιο. Άσκησε για ένα διάστημα το επάγγελμα του δικηγόρου ή του ρητοροδιδάσκαλου. Βλέποντας όμως τις αδικίες των δικαστηρίων ακολούθησε θεολογικές σπουδές στην ακμάζουσα Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας και κατόπιν στην Αλεξάνδρεια. Το όνομά του συνδεόταν με την έμφυτη ρητορική δεινότητα και ευγλωττία, εξ’ ου και το Χρυσόστομος, αλλά και με τη θεολογική, ψυχολογική και κοινωνική κατάρτιση και δράση. Ήταν λεπτή και πολυδιάστατη φύση. Διακρινόταν για τον ευθύ και ορμητικό του χαρακτήρα. Φερόταν με θάρρος προς τους ισχυρούς και με ηπιότητα προς τους αδυνάτους. Δεν ήταν λιγότερο σοφός από τους άλλους δύο ιεράρχες, απλά δε συστηματοποιούσε τις φιλοσοφικές του γνώσεις, τις παρουσίαζε με φυσικότητα, ζωντάνια και πάθος στα πλαίσια των έργων του. Αντιπροσωπευτικός για όλες τις εποχές ιεροκήρυκας, που μαστίγωνε με δριμύτητα τις δεισιδαιμονίες, την κοινωνική αδικία και την αθλιότητα.
Από το τεράστιο έργο τους θα σταχυολογήσουμε ελάχιστες μόνο αναφορές τους περί αγωγής και παιδείας:

α. Για την αγωγή και την εν γένει συμπεριφορά των νέων ο Μ. Βασίλειος τονίζει: «Χρειάζεται ὁ νέος νά μάθει νά ἐρωτᾶ χωρίς ἐριστικότητα καί νά ἀπαντᾶ χωρίς ὑπεροψία. Νά μή διακόπτει τόν συνομιλητή του, οὔτε νά παρεμβάλλει τά δικά του λόγια ἐπιδεικτικά. Ἄν ἔχει διδαχθῆ κάτι ἀπό ἄλλον νά μήν τό κρύβει σά νά ἦταν δική του σκέψη, ἀλλά νά φανερώνει τίνος εἶναι».

β. Ποιος είναι ο καλός δάσκαλος;

Σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο:«Ὁ καλός δάσκαλος εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό φθόνο καί ἔπαρση. Θέλει οἱ ἀρετές νά γίνουν κοινό κτῆμα τῶν μαθητῶν του, θέλει μόνο νά τούς ἐξισώσει σέ ὅλα μέ τόν ἑαυτό του» (Περί Παρθενίας).Κι αλλού: «Γιατί αὐτό κυρίως εἶναι τό γνώρισμα τοῦ πραγματικοῦ δασκάλου, τό νά συμπάσχει στίς συμφορές τῶν μαθητῶν του, τό νά θρηνεῖ καί νά πενθεῖ γιά τά τραύματα αὐτῶν πού ἔχει στήν εὐθύνη του» (ομιλία 28). Σωστός δάσκαλος λέει ο Χρυσόστομος στην 30η ομιλία του είναι αυτός «που διδάσκει μᾶλλον παρά πού ἐλέγχει, που παιδαγωγεῖ παρά πού τιμωρεῖ, που βάζει τάξη παρά πού διαπομπεύει».

γ. Ποιος είναι αληθινά μορφωμένος;

Ας ακούσουμε την άποψη του αγίου Γρηγορίου: «Γιά μένα δέν εἶναι σοφός ἐκεῖνος πού ἔχει σοφία λόγου, οὔτε ἐκεῖνος πού παρουσιάζει μέν εὐφράδεια ἀλλά ἔχει ἄστατη καί ἀδιαμόρφωτη ψυχή, σάν τούς τάφους οἱ ὁποῖοι ἐξωτερικά μέν εἶναι ἐμφανίσιμοι καί ὡραῖοι ἐνῶ ἐσωτερικά κρύβουν πτώματα καί δυσωδία. Σοφό θεωρῶ ἐκεῖνον πού λέει μέν λίγα περί ἀρετῆς, ἀλλά παρουσιάζει πολλά μέ τή ζωή του καί ἐπιβεβαιώνει μέ τήν πράξη τήν ἀξιοπιστία τοῦ λόγου του. (Λόγος 16)».

Κι αλλού: «Σοφία εἶναι τό νά γνωρίζει κανείς τόν ἑαυτό του καί νά μήν ὑπερηφανεύεται». (Λόγος 32)».



δ. Η ευρύτητα της σκέψης των τριών Ιεραρχών φαίνεται από την θετική αξιολόγηση της τεχνικής παιδείας, της οποίας δέχονται την χρησιμότητα και σπουδαιότητα. Σε μια εποχή που οι χειρωνακτικές τέχνες θεωρούνταν ακόμα «βάναυσοι» (πρβλ. π.χ. τις αναφορές του Λουκιανού) , θα πει ο Χρυσόστομος: «Μη καταφρονώμεν των από χειρών τρεφομένων, αλ¬λά μάλλον αυτούς μακαρίσωμεν δια τούτο» (ΡG 51, 193).

Η κοινωνική τους διδασκαλία αξίζει να τονιστεί, γιατί εδράζεται στην ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, κατά το πρότυπο της πρώτης χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων, την αγάπη και την κοινοχρησία.
Περιττό είναι να ειπωθεί ότι ενώ και οι τρεις προερχόταν από πάμπλουτες οικογένειες και θα μπορούσαν να κάνουν αυτό που λέμε «άνετη ζωή» μένοντας σε μια θεωρητική διδασκαλία του «σαλονιού», προτίμησαν να κάνουν τη θεωρία πράξη (η γνωστή Βασιλειάδα του Μεγάλου Βασιλείου που περιλάμβανε συγκρότημα ευαγών ιδρυμάτων είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα) και να μοιράσουν ολόκληρη την τεράστια περιουσία τους στους άπορους.
Η κοινωνιοκενρική τους διδασκαλία με άλλα λόγια δεν είναι ένα θεωρητικό ιδεολόγημα, αλλά θυσιαστική και αγαπητική πράξη.

Τελείως τηλεγραφικά σταχυολογώ τα εξής:

Ο Χρυσόστομος αναφέρει:«όπου γαρ το εμόν και το σον εκεί πάσα μάχης ιδέα και φιλονικίας υπόθεσις». Ο Μέγας Βασίλειος συμπληρώνει: «αν αυτός που απογυμνώνει το ντυμένο ονομάζεται λωποδύτης, αυτός που δεν ντύνει το γυμνό, αν και μπορεί να το κάνει, δεν είναι το ίδιο;». Και ο Γρηγόριος τονίζει: «Μην τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού».

Η απάντηση τους στο κοινωνικό πρόβλημα που ακόμα σοβεί, είναι απάντηση της πράξης.

Δείγμα του ρηξικέλευθου αλλά και βαθιά ανθρωπιστικού πνεύματος που διακατείχε το Χρυσόστομο αποτελεί το γεγονός ότι και αυτή ακόμα η ύπαρξη εκκλησιαστικής περιουσίας τον ενοχλούσε, αν και τα εισοδήματα της δεν ήταν υπέρμετρα. Τον ενοχλούσε μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε συνιστούσε στους πιστούς αντί να δίνουν χρήματα για τη διακόσμηση των ναών να τα δίνουν αυτοπροσώπως στους φτωχούς. Έτσι εξυψώνεται το ανθρώπινο πρόσωπο και προάγεται η κοινωνικότητα.
Η ύπαρξη περιουσίας δικαιολογείται ωστόσο -κατά το Χρυσόστομο- εξαιτίας της απανθρωπίας εκείνων των χριστιανών, που δεν συνέβαλαν αποφασιστικά, ενώ είχαν τη δυνατότητα, στην καταπολέμηση των κοινωνικών διακρίσεων: «Σήμερα η εκκλησία έχει αγρούς, οικοδομές και εισπράξεις από νοίκια(…).Κι όλα αυτά τα έχει εξαιτίας της απανθρωπίας σας. Όλος αυτός ο πλούτος έπρεπε να βρίσκεται στα χέρια σας και τα έσοδα της εκκλησίας έπρεπε να προέρχονται από τη γενναιοδωρία σας. Τώρα όμως (…)εσείς δεν καρποφορείτε με προσφορές στην εκκλησία και οι ιερείς δεν μπορούν να προσφέρουν όσα πρέπει».
Και αλλού (PG 48, 656B) αναφέρει: «Πολλή φροντίδα πρέπει να έχει η εκκλησία ώστε ούτε να της περισσεύει, αλλ’ ούτε να της λείπει τίποτα, άλλα όσα εισπράττει να τα σκορπίζει γρήγορα σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη».
Η γλώσσα του Χρυσοστόμου ξαφνιάζει. Είναι σκληρή, αλλά συνάμα τίμια και ρεαλιστική: «Καθημερινά βλασφημείται ο θεός από μας εξαιτίας των αρπαγών και της πλεονεξίας μας. Η αρρώστια αυτή κατάλαβε όλη την οικουμένη και τις ψυχές όλων. Κηρύττουμε το Χριστό και υπηρετούμε το χρυσό»(PG 59,413B-414B).
Η αναφορά μας αυτή δεν είναι απαραίτητο να συνδεθεί με τη θλιβερή επικαιρότητα. Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι άλλο ορθοδοξία και άλλο σχολαστικισμός ή πιετισμός ή φονταμενταλιστικός«ταλιμπανισμός», όπως επίσης άλλο αυθεντική διδασκαλία και άλλο σύγχρονη «εκκοσμικευμένη» παραφθορά.

Οι Τρεις Ιεράρχες έλαμψαν ως ασκητές, μεγαλούργησαν ως θεολόγοι, συνέδεσαν το αρχαίο ελληνικό πνεύμα με τη χριστιανική διδασκαλία, άφησαν σε όλους μας παρακαταθήκη αξιών σε κοινωνικό, παιδαγωγικό, φιλοσοφικό επίπεδο. Πνεύματα φωτεινά με απέραντη αγάπη στον άνθρωπο και στην εκκλησία άνοιξαν νέους ορίζοντες στην ελληνική παιδεία και έκαναν τη χριστιανική διδασκαλία επίκαιρη σε κάθε εποχή. Αληθινοί φάροι ορθοδοξίας, πίστης και ζωής ας αποτελέσουν παράδειγμα για όλους μας στους καιρούς της κρίσεως που βιώνουμε.
Η σύγχρονη εκπαιδευτική κοινότητα ας εμπνευστεί από το ήθος των Τριών Ιεραρχών και ας αντλήσει από την πολυποίκιλη διδασκαλία τους στοιχεία που θα βοηθήσουν στην ουσιαστική ανανέωση της παρεχόμενης παιδείας με κεντρικά σημεία προσανατολισμού τον άνθρωπο, τη μόρφωση, τη διαμόρφωση στοιχειώδους καλλιέργειας, το σεβασμό της ετερότητας, το κοινοτικό πνεύμα, την καταπολέμηση κάθε είδους «αποκλειστικότητας» ρατσισμού και ξενοφοβίας και την ειρήνη.

Βιβλιογραφικά


  • Ηλία Βουλγαράκη, Χριστιανισμός και κόσμος, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1993
  • Χρ. Γιανναρά, Το αλφαβητάρι της πίστης, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1983
  • Θεόδ. Ι. Ζιάκα, Ο σύγχρονος μηδενισμός, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2008
  • πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού, Η πρόταση των Τριών Ιεραρχών για την παιδεία της Ευρώπης, στο http://www.impantokratoros.gr/dat/314CCF49/file.doc
  • Σάββα Αν. Σαββίδη, Οι τρεις Ιεράρχες ως πνευματικοί ηγέτες και παιδαγωγοί, στο http://www.theologika.gr/eishghseis/savvas/10.doc
  • π. Φιλόθεος Φάρος, Ήθος άηθες, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2004
  • Τρεις Ιεράρχες και παιδεία: έξοδος στη Ζωή, στο http://www.dide.ach.sch.gr/thriskeftika/share/th_ierarxes.doc

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Σ. Γουνελάς, Σημερινές όψεις της θεολογίας και η συζήτησή τους (βιβλιοκρισία στο "Έρως και θάνατος"του Χρ. Σταμούλη)





Σ. Γουνελάς, Σημερινές όψεις της θεολογίας και η συζήτησή τους

Με αφορμή το βιβλίο του Χρυσόστομου Α. Σταμούλη, «Έρως και θάνατος», εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2009

[Βιβλιοκρισία του Σ. Γουνελά για το βιβλίο του Χρ. Σταμούλη, "Έρως και θάνατος", δημοσιευμένη στη "Θεολογία", Ιουλ.-Σεπτ. 2010].

Αναμφίβολα έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο πλούσιο. Εννοώ βιβλίο όπου αποθησαυρίζονται πλήθος αναφορών και αποσπασμάτων από σπου­δαία θεολογικά κείμενα αρχαιότερα και σύγχρονα συνυπολογίζοντας βέβαια τον κόπο της συλλογής, επεξεργασίας και μελέτης τους. Παρουσιάζονται και αναπτύσσονται θέματα πολύ σημαντικά που αφορούν την ορθόδοξη θεολογία, την εκκλησιαστική πραγματικότητα, τη γενικότερη χριστιανική παράδοση, αλλά και βασικές πλευρές της φιλοσοφίας και μάλιστα της σύγχρονης ευρω­παϊκής. Είναι έντονη ακόμη η ποιητική αίσθηση και η μεταφορά στο βιβλίο μικρών ποιημάτων ξένων και ελλήνων ποιητών, ευτυχώς όχι των «κλασικών». Στα πλεονεκτήματα της εργασίας αυτής, πρέπει να περιλάβουμε τον συγκερα­σμό ποιητικής προσέγγισης και θεολογίας, την προσπάθεια η συγγραφή να ξε­φύγει από το είδος των ξερών επιστημονικών θεολογικών μελετών και να μι­λήσει μια γλώσσα ζωντανή και υπαρξιακή, μια γλώσσα που δεν θέλει να ακο­λουθήσει το συνηθισμένο καλούπι παρόμοιων εργασιών.
Εάν τώρα θελήσουμε να προσπελάσουμε το κείμενο βαθύτερα, η πληθώρα των εναλλασσόμενων πεδίων δείχνει μια ανάκραση ετερογενών στοιχείων που ζητούν να οικοδομήσουν το «νέο σπίτι», την Εκκλησία στη βάση της αρχικής ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά ανανεωμένη και απαλλαγμένη από την παρα­μόρφωση και την αλλοτρίωση.
Έχω ωστόσο σοβαρές επιφυλάξεις για τις εξηγήσεις που δίδονται στα κύ­ρια θεολογικά ζητήματα, αλλά και για τον τρόπο που ο σ. συνθέτει το λόγο του. Αυτή η προσπάθεια να συνδυάσει πατερική θεολογία με σύγχρονη φιλοσοφία και ποίηση, ενώ σε πρώτη ματιά μοιάζει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, νομίζω πως εμπεριέχει σοβαρά κενά ή μετέωρα σχήματα.

*

Ο σ. διάλεξε ένα πρωτότυπο τρόπο για να μας εισαγάγει στο θέμα του: την ταινία Οι ζωές των άλλων (2006). Καταγράφει πολλές σκηνές και στο εισαγω­γικό κεφάλαιο "Μεθιστορία" συσχετίζει την πραγματικότητα της ταινίας με τον «χώρο της Ορθοδοξίας».

Η καταγγελία του «συστήματος» που υπάρχει στην ταινία, αλλά και η δυ­νατότητα σωτηρίας ή μάλλον μετάνοιας ενός «υπηρέτη του συστήματος» ελκύ­ουν τον σ. να αναζητήσει αναλογίες στα καθ’ ημάς. Είναι «μια προσπάθεια να καταδειχτεί με άμεσο τρόπο πως το σύστημα, στην προκειμένη περίπτωση το κομμουνιστικό, αλλά και κάθε σύστημα -καπιταλιστικό, θρησκευτικό, πολιτι­κό, πολιτιστικό, κοινωνικό, δεν έχει σημασία- αποτελεί εκείνο το ιδιοφυές δη­μιούργημα ανθρώπων ανελεύθερων, εξουσιαστικών, ανθρώπων θεσμικών, που κλεισμένοι στην απόλυτη εσωστρέφειά τους προσπαθούν να δημιουργή­σουν μια πλαστή πραγματικότητα… Μια αυταπάτη ικανή, όμως, να κρύψει τον πραγματικό κόσμο και να ακυρώσει τον αληθινό άνθρωπο» (σσ. 51-52-53). Εννοείται πως μέσα από την ταινία και τους συσχετισμούς συζητά τα μεγάλα θέματα της ελευθερίας, της αγάπης και της πίστης, αλλά και της ιδιότυπης ηθικής που γεννά ο θρησκευτικός χαρακτήρας του συστήματος.

Για να δείξει τι πιστεύει και τι εισηγείται επιλέγει κεντρικές ρήσεις από το Ευαγγέλιο, τον Παύλο, τον Καβάσιλα, τον Αρεοπαγίτη, τον άγιο Μάξιμο, τον Χρυσόστομο και άλλους, τονίζοντας την μυστικότερη, μυστηριακότερη και κενωτική αλήθεια και πραγματικότητα της Εκκλησίας και του Χριστού ως αντί­δοτο σε κάθε παραχάραξη. Αναφέρεται σε ένα «πολιτισμό της σάρκωσης» στους αντίποδες μιας Εκκλησίας και της θεολογίας της που, καθώς λέει «έχουν φορέσει το προσωπείο του συστήματος», καθώς φαίνεται «να παγιδεύ­τηκαν στην "ακίνδυνη;" ιστορική διάσταση και την απόλυτη εσωστρέφεια της μιας και μόνης μεθόδου». Το τελευταίο το εξηγεί λέγοντας «ότι η θεολογία στο σύνολό της σχεδόν ταυτίστηκε με τον απόλυτο επιστημονικό ιστορικισμό» (σ. 79). Δανείζεται τις σχετικές καταγγελίες του Στέλιου Ράμφου περί «νέκρωσης των συμβόλων» και εγκλωβισμού στο παρελθόν, καταγγελίες που σηκώνουν μεγάλη συζήτηση, αν ληφθεί υπ’ όψιν η συνολική θεωρητική βάση πάνω στην οποία αναπτύσσει εκείνος τον κατά βάσιν δυτικοκεντρικό προβληματισμό του. Η θέση του σ. «τα βιβλικά και πατερικά κείμενα της ορθόδοξης παράδοσης, που κατά κανόνα ταυτίζονται με ποιμαντικές ανάγκες, είναι σε μεγάλο βαθμό ξεπερασμένα» (σ. 80) δεν μας βρίσκει σύμφωνους, θα λέγαμε μάλιστα ότι τί­ποτε δεν είναι ξεπερασμένο. Συμφωνούμε όμως με την επόμενη θέση του ότι «η γενίκευση, αυτής της παρατήρησης και ο ολοκληρωτικός μηδενισμός που αγνοεί την πατερική πάλη με τα πρόσωπα και τα πράγματα σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο και κάτω από διαφορετικές συνθήκες, είναι μία νέα επιστημο­νική αίρεση» και βλέπουμε εδώ να υπάρχει περιθώριο για γόνιμη συζήτηση με το βιβλίο.

Στο κεφάλαιο που ακολουθεί «Από την ελευθερία στη σύμβαση» (με υπο­κεφάλαιο «Ποιμαντική ειδωλολατρία»), διαβάζουμε μια ριζική ανάγνωση της εκκλησιαστικής πραγματικότητας, ριζική με την έννοια ότι τονίζεται η παθολο­γία της κυρίως, η συμβατικότητά της, «η ανέραστη δεοντολογία της». Ωστόσο, βρίσκω τρομαχτική αφαίρεση και γενίκευση τη διατύπωση: «μιλώ εδώ για μια διεργασία που κράτησε σχεδόν δεκαεννιά αιώνες, από τα πρώτα μεταευαγγελικά χρόνια μέχρι και σήμερα» (σ. 91), εννοώντας ότι η παραμόρφωση του όλου Σώματος, η αλλοτρίωση της θεολογίας ή η «ποιμαντική ειδωλολατρία» καθώς λέει, από τότε αρχίζει. Για να καταλήξει αμέσως παρακάτω ότι «έχει κα­νείς την αίσθηση ότι ο χώρος της Ορθοδοξίας σήμερα δεν είναι παρά μια έρη­μη και άνυδρη χώρα που κατοικείται από ομοιόμορφα φαντάσματα θυσια­σμένα στο βωμό της απουσίας» (σ. 92).

Δεν νομίζω ότι τα πράγματα είναι έτσι. Παρ’ όλο που ο ίδιος έχω μιλήσει και γράψει επανειλημμένα για την παραμόρφωση, λέγοντας και ξαναλέγοντας για «αποκατάσταση νοημάτων και σημασιών», η κατάσταση ή μάλλον ο τρό­πος του καθηγητή Χρ. Σταμούλη είναι υπερβολικός, θα έλεγα μάλιστα ότι είναι από μια μεριά άκρως ιδεαλιστικός. Αναζητά μια ιδεατή Εκκλησία, αψεγά­διαστη, η οποία λάμπει και εκπέμπει τη λάμψη της στην κοινωνία από την αμόλυντη κορυφή όπου βρίσκεται. Όμως η Εκκλησία, όσο είναι Σώμα Χρι­στού άλλο τόσο -κλήρος και λαός- αποτελείται από ανθρώπους. Οι άνθρωποι, είτε το θέλουμε είτε όχι, μετέχουν της γενικότερης ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Εάν δεχτούμε ότι ζούμε σε περίοδο γενικής κρίσης, έκπτω­σης και απώλειας νοήματος, όπως και συμβαίνει όντως, πώς απαιτούμε από τους χριστιανούς ή έστω τους ποιμένες να βρίσκονται στην κατάσταση του πρώτου χριστιανικού αιώνα; Θέλω να πω με αυτά ότι είναι άλλο η κριτική και η απαίτηση για μια ριζική ενεργοποίηση της πίστης, της θεολογίας, της αλη­θινής εν Χριστώ ζωής και άλλο η περιγραφή με κατάμαυρα χρώματα της όλης κατάστασης, ή η σχεδόν γενική απόρριψη.

Εδώ βέβαια πρέπει να αναφερθούμε στο θέμα που θίγει ο σ. και το οποίο ήρθε έντονα στο προσκήνιο τον τελευταίο καιρό, ειδικά μετά το συνέδριο του Βόλου (δες Αναταράξεις στη μεταπολεμική Θεολογία, η «θεολογία του ’60», Ίνδικτος 2009), που πραγματοποιήθηκε το 2005 στην Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών της Μητρ. Δημητριάδος με τη συνεργασία του περιοδικού «Σύνα­ξη». Είναι το θέμα Ανατολή – Δύση, ο αντιδυτικισμός των θεολόγων της γενιάς του ’60, η προώθηση υπέρβασης του αντιδυτικισμού αυτού και συνακόλουθα η προώθηση ενός πνεύματος που θέλει να μας συμφιλιώσει όχι μόνο με τη Δύ­ση στη χριστιανική της διάσταση αλλά γενικότερα με τον δυτικό πολιτισμό. Μάλιστα σε σημείωση της σ. 92 ο σ. τονίζει ότι ακόμη και ο Χρ. Γιανναράς «ο κατ’ εξοχήν πολέμιος της θρησκειοποιημένης Δύσης και των αντίστοιχων μορ­φωμάτων της εντός του χώρου της καθ’ ημάς Ανατολής», στο βιβλίο του Ενάντια στη Θρησκεία (Ίκαρος 2006) μετατοπίζεται από εκεί και «υποστηρίζει την άποψη πως οι ρίζες του προβλήματος είναι κοινές σε Ανατολή και Δύση» (ό.π.).

Οπωσδήποτε η αλλοτρίωση αρχίζει στο Βυζάντιο -αν το πούμε έτσι βιαστι­κά- αλλά όταν λέμε αλλοτρίωση ή παραμόρφωση, δεν πρέπει να εννοούμε το σύνολο της εκκλησιαστικής και χριστιανικής ζωής σε όλες του τις εκφάνσεις και εκφράσεις, αλλά την κατά περιόδους έκπτωση ή αλλοίωση του αρχικού πνεύματος, ή πάλι τμήματα αυτής της ζωής, ή συμπεριφορές προσώπων, τά­σεις, αιρέσεις, ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις. Πολλές από αυτές ή από αυτά οφείλονταν και οφείλονται σε μειωμένη βίωση μυστηριακής ζωής, σε μειωμένη κατανόηση των λόγων του Ευαγγελίου και των αγίων, σε παρερμη­νεία των Πατέρων, αλλά μπορεί να προσθέσει κανείς εδώ και τον ρόλο που έπαιξε η προσπάθεια «πρόσληψης» του τότε κόσμου, του κόσμου που αντίκρυσε η πρώτη Εκκλησία και κλήθηκε να τον μεταμορφώσει, ενός κόσμου με τις δεισιδαιμονίες του, τις ειδωλολατρίες του, τις κοσμοθεωρίες του, τις αμαρ­τίες του. Όλα αυτά δημιουργούν το πρόβλημα.

Αλλά η αρνητική αυτή εξέλιξη δεν είναι γραμμική, δεν είναι μόνιμη αλλά περιοδική και αποσπασματική, με αυξομειώσεις, με κορυφώσεις ή πτώσεις, με βίαια ξεσπάσματα, με σχίσματα. Μόνη εξαίρεση από μια ιστορική στιγμή και ύστερα ο νεώτερος δυτικός πολιτισμός, όχι κατά τη δική μου κρίση, αλλά κατά την κρίση του Moltmann, που οι θεολόγοι της γενιάς του ‘90, αν την ονο­μάσουμε έτσι, φαίνεται να τον έχουν σε εκτίμηση. Τί λέει λοιπόν για τον πολι­τισμό αυτόν; «Η νεωτερικότητα θέτει κάθε παράδοση και ιδιαίτερα κάθε θρη­σκευτική παράδοση υπό κριτικό έλεγχο και αμφισβήτηση και τις σχετικοποιεί. Εν όψει αυτών των ιδιαίτερων προβλημάτων του κόσμου της νεωτερικότητας, η θεολογία που διαμεσολαβεί τη χριστιανική παράδοση έχει μπροστά της μια διπλή αποστολή: αφενός οφείλει να υπερασπίσει με απολογητική διάθεση την νομιμότητα και τη σημασία της χριστιανικής πίστης ενάντια στις αμφισβη­τήσεις και την κριτική του πνεύματος της νεωτερικότητας· αφετέρου πρέπει να αποδείξει τη θεραπευτική σημασία της χριστιανικής πίστης για τις ασθένειες του νεωτερικού πνεύματος και για τις απορίες και τα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου» (Τί είναι Θεολογία σήμερα; μετ. Π. Γιατζάκης, Αρτος Ζώης 2009, σ. 84). Τί λογής μανία λοιπόν είναι αυτή να βγάλουμε λάδι τον πολιτισμό αυτόν; Ο γιγαντισμός του ανθρώπου που κυριάρχησε από μια στιγμή και ύστερα, η αυτοθεοποίηση, η απόλυτη χειραφέτηση από τον Θεό – Πατέρα – Δη­μιουργό, η προώθηση του αποχριστιανισμού που καταντά αντιχριστιανισμός δεν θα ληφθούν υπ’ όψιν; Το ζήτημα που πρέπει να μας απασχολήσει σήμερα είναι το γεγονός ότι μετέχουμε λίγο πολύ όλοι των κοινών στοιχείων του πολι­τισμού αυτού, που όμως είναι τα πιο μαζικά και τα πιο απρόσωπα. Μετέχο­ντας λοιπόν αυτών των στοιχείων ερχόμαστε αναγκαστικά σε σχέση με τις ποι­κίλες όψεις του και καλούμαστε να τις γνωρίσουμε χωρίς ωστόσο να χάσουμε ό,τι φωτεινό διαθέτουμε. Αυτό δεν είναι ζήτημα επιφυλάξεων ή καχυποψίας στη σχέση μας με τον κόσμο ή με τον πολιτισμό ή τους πολιτισμούς ή δεν ξέ­ρω τι άλλο, είναι ζήτημα βίωσης του εκκλησιαστικού πνεύματος και της προ­σωπικής μας ανακαίνισης. Δεν έχει σημασία αυτό; Δεν πρέπει να υπογραμμι­στεί αυτή η πλευρά; Το γεγονός ότι μπορεί να νιώθουμε ασφυξία μέσα σε μία παραμορφωμένη ή αλλοτριωμένη Ορθοδοξία δεν χρειάζεται να μας ρίξει στην αγκαλιά της Δύσης. Το λευτέρωμα της ανάσας δεν θα προέλθει από έξω αλλά από την ουσιαστική βίωση της Αλήθειας της Εκκλησίας, που στο κάτω κάτω χωράει και το μέσα και το έξω. Όταν η ζωή μας είναι κενωτική και όχι οιηματική, ζωή πόζας θεολογικής, ιεραρχικής ή άλλης, αλληλοφαγωμάρας και αντιπαλότητας, αλληλοϋπονόμευσης και διχόνοιας, όπως συμβαίνει συνήθως. Ας μη ξεχνούμε άλλωστε ότι η συνάντηση με τον άλλο πρώτα γίνεται μέσα μας και ύστερα έξω. Κανένα νόημα δεν έχει να τονιστεί η κατάφασή μας στον δυτικό πολιτισμό γιατί απλούστατα τίποτα δεν μας γονιμοποιεί σε πνευματικό επίπεδο εξωτερικά. Θέλω να πω ότι αυτό που προέχει είναι ο πολιτισμός που γέννησε και γεννά η Εκκλησία. Αυτός ο πολιτισμός μας ενδιαφέρει, αυτός είναι γονιμοποιός, αυτός είναι ο πολιτισμός που γεννήθηκε μετά την Εναν­θρώπηση. Προτού φτάσουμε στον σημερινό παγκόσμιο πολιτισμό -με την έννοια της παγκοσμιοποίησης και όχι της παγκοσμιότητας ή της οικουμενικό­τητας- μεσολαβούν χίλια χρόνια βυζαντινού πολιτισμού μέσα στον οποίο υπάρχει και η Ευρώπη, όπως ήταν τότε ενσωματωμένη στην Αυτοκρατορία -Ανατολικό και δυτικό κράτος- ενωμένη ωστόσο και μετέχουσα στην ίδια Αλήθεια και ενεργούσα, η Ευρώπη, μέσα στο ίδιο Σώμα Χριστού, εφ’ όσον υπήρχε η Μία, Αγία και Αποστολική Εκκλησία πριν υπάρξει το πρώτο και το δεύτερο Σχίσμα. Όταν ο Καρλομάγνος δημιουργεί χωριστή αυτοκρατορία (αυτό είναι το πρώτο που τον ενδιαφέρει) αυτό έχει συνέπειες σε όλα τα επίπεδα βίου και βεβαίως στο εκκλησιαστικό – θεολογικό – πνευματικό. Ο νεώτε­ρος δυτικός πολιτισμός απορρέει από την Εκκλησία, την εμπειρία εν Πνεύματι, την παρουσία αγίων ανθρώπων που άδειασαν από τον εαυτό τους για να δε­χτούν την ενοίκηση του Χριστού, ή απορρέει από τον Καρλομάγνο και μετααναγεννησιακά από την σταδιακή αντίθεση σε όλες τις χριστιανικές και πνευμα­τικές πραγματικότητες ή σε πιο μαλακή έκφραση από την εκκοσμίκευση κάθε «κατάστασης» (και όχι έννοιας) που παρέλαβε από τη χριστιανική παράδοση;

Γενικά θα έλεγα ότι διακρίνω στο βιβλίο μια ευκολία σε μια μορφή επι­στροφής πίσω «στη στιγμή της δημιουργίας», στους πρώτους χρόνους της Εκ­κλησίας, αντίληψη βέβαια που έχουν υποστηρίξει και άλλοι θεολόγοι στην Ελλάδα και αλλού και που βρίσκεται στους αντίποδες της λεγόμενης εσχατολογικής θεολογίας που κουβεντιάζεται πολύ τα τελευταία χρόνια. Φοβάμαι πως τέτοιες επιστροφές στην αρχή του κόσμου ή σε κάτι ανάλογο δεν έχουν κα­νένα νόημα γιατί ακολουθούν μια άποψη ότι όλα τα γνήσια και αυθεντικά βρί­σκονται στην αρχή, λησμονώντας ότι στην αρχή βρίσκεται και …η Πτώση. Οπότε δεν θέλει φιλοσοφία για να καταλάβουμε ότι η δική μας η δουλειά δεν είναι πίσω μέσα στον χρόνο αλλά εμπρός μαζί με το πίσω ως ιστορική κατάσταση, που ανοίγεται στο μέλλον, δηλαδή στην βασιλεία, την οποία ήδη βιώ­νουμε από τώρα ως Εκκλησία, όσοι και όπως την βιώνουμε, αλλιώς τί αυτε­ξούσιοι είμαστε; Η εκκλησιαστική κατάσταση δεν είναι μαζική. Υπάρχει φυ­σικά η κοινότητα των πιστών αλλά μέσα εκεί η σχέση μας με τον ενανθρωπήσαντα Λόγο είναι προσωπική. Δεν υπάρχει μαζικότητα στην Εκκλησία, υπάρ­χει κοινωνία, σχέση και ενότητα. Αυτά τα έχει ξεκαθαρίσει ωραία εδώ και χρόνια ο Ν. Νησιώτης και ο Π. Νέλλας που ο σ. φαίνεται να τους εκτιμά και να τους έχει μελετήσει.

*

Ένα θέμα που φαίνεται να βασανίζει το συγγραφέα και που παρουσιάστη­κε τον τελευταίο καιρό φτάνοντας σε ακραίες διατυπώσεις και αντιλήψεις (πε­ρίπτωση Μέσκου) είναι το «προπατορικό αμάρτημα» και το γεγονός της Πτώ­σης, που συνδέονται βέβαια και τα δύο με το θάνατο (πρώτα τον πνευματικό και ύστερα τον βιολογικό). Με το θέμα είχα ασχοληθεί στην κριτική για το βιβλίο του Αρσένιου Μέσκου Σοκ και δέος δημοσιευμένη στο 3ο τεύχος της Θεολογίας (Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2009), όπου και παραπέμπω.

Για το περίφημο ζήτημα της πρόσληψης μας χρειάζεται εδώ μια φράση του Π. Νέλλα, στον οποίο αναφέρεται μερικές φορές και ο καθηγητής. Η ακόλου­θη: «Αλλά για να πραγματοποιηθεί αυτό το έργο της διακρίσεως ανάμεσα στο θετικό και το αρνητικό, της προσλήψεως του θετικού και του εγκεντρισμού του στην Εκκλησία, είναι αναγκαία μια παράλληλη αδιάκοπη προσπάθεια ασκή­σεως και αγιασμού». Και συνεχίζει: «Η αγιοποιός άσκηση καθαιρεί και ενο­ποιεί τον άνθρωπο, αποκαθιστά τις γνωστικές λειτουργίες του στην πρώτη τους καθαρότητα και λειτουργικότητα, επανορθώνει και τελειοποιεί την άμεση σχέ­ση του ανθρώπου με τον κόσμο. Η μεταλλαγή αυτή ολοκληρώνεται με τα μυστήρια και την προσευχή. Μ’ αυτά ο άνθρωπος γίνεται διαφανής και ανοιχτός στο Θεό και τον κόσμο» («Οι χριστιανοί μέσα στον κόσμο», Σύναξη, τ. 13, 1985, σ.22-23).

Ένα άλλο ζήτημα που με απασχολεί σε σχέση με το βιβλίο είναι η μόνιμη διάθεση να συζητηθούν οι κύριες θεολογικές πραγματικότητες που με τρομερό αγώνα (πολλές φορές θυσιάζοντας τη ζωή τους) κατάφεραν οι Πατέρες, οι άγι­οι, οι μεγάλοι θεολόγοι-φιλόσοφοι (φιλόσοφος στην περίπτωση της χριστια­νικής παράδοσης είναι ο εραστής του Χριστού αντικαθιστώντας τον αρχαίο φιλόσοφο, εραστή της σοφίας) να διατυπώσουν και να αποσαφηνίσουν, έστω και αν κάποια ζητήματα θεωρούνται αμφίσημα αν όχι και άλυτα ή άγνωστα. Και όχι μόνο να συζητηθούν, αλλά ει δυνατόν να αμφισβητηθούν και ύστερα, υποτίθεται μέσα από την περιβόητη διαδικασία της έρευνας, να καταλήξουμε σε παραπλήσιες θέσεις ή ακόμη και στις ίδιες. Έχω την αίσθηση ότι στους πε­ρισσότερους θεολόγους διαφεύγει το γεγονός ότι δουλεύουν -και δουλεύουμε όλοι μας- πάνω σε έτοιμη τροφή! Οι Βασίλειοι και οι Γρηγόριοι και οι άλλοι δεν δούλεψαν σε έτοιμη τροφή, αλλά την δημιούργησαν και την μορφοποίη­σαν αυτοί οι ίδιοι. Οπωσδήποτε υπήρχε ο Λόγος των Ευαγγελίων και της Πα­λαιάς Διαθήκης, αλλά αυτό που κυρίως υπήρχε και τους άνοιξε δρόμο φωτει­νό, ήταν η μετοχή τους στα μυστήρια και το άγιο Πνεύμα, χωρίς τα οποία δεν θα κατόρθωναν τίποτα άξιο θεογνωσίας και θεολογίας. Το γνώριζαν και το είπαν. Αντί λοιπόν να ακολουθήσουμε -αντί δηλαδή να συνεχίσουμε– αυτό τον δρόμο εμείς οι σημερινοί, μπλέκουμε με εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες δια­βάσματα και βιβλία (πρέπει κανείς σήμερα να μιλά για βιβλιακή θεολογία) και διασταυρώνουμε τις όποιες πανεπιστημιακές θεολογίες μας με άλλες χρι­στιανικές ή μη. Καταδαπανώμαστε έτσι σε ατέρμονες συζητήσεις και αναλύ­σεις των πιο υψηλών θεολογικών αληθειών και εναλλάσσουμε ερμηνείες, λη­σμονώντας ότι για να υπάρξουν αυτά που υποτίθεται αναζητούμε, προσδο­κούμε, επιθυμούμε αν όχι και διεκδικούμε, απαιτείται συγκεκριμένη προσωπική εργασία και εμπειρία, προσωπική μεταμόρφωση και ανακαίνιση για να φτάσουμε κάποτε (αν είναι δυνατό αυτό) σε ευρύτερη ανακαινισμένη εκκλη­σιαστική κοινότητα.

Οι θεολογικές αλήθειες δεν είναι ζήτημα συζητήσεων και διανοητικής έρευνας επιστημονικού, δηλαδή διαλογικού, χαρακτήρα. Αυτό αφορά το δευ­τερότερο μέρος της θεολογικής εμπειρίας, ένα είδος φιλολογικής επεξεργασίας και μελέτης. Αλλά το κυρίως θεολογικό είναι ζήτημα θεοπνευστίας και χάρης, είναι ζήτημα μετοχής στα μυστήρια, είναι ζήτημα ανοίγματος, όχι στον κόσμο και στον πολιτισμό, όπως λέει σε ορισμένα σημεία το βιβλίο, αλλά πρώτιστα στο ένδοθεν της καρδίας, στον Λόγο και την Αγάπη που μας δόθηκε διαμέσου του σταυρού και της ανάστασης.

Γιατί πώς είναι δυνατόν να ανοιχτώ στον κόσμο και τον πολιτισμό όταν και τα δύο αυτά σήμερα παρουσιάζουν τις όψεις που λίγο πολύ ξέρουμε; Ο σ. αφιερώνει ξεχωριστό κεφάλαιο στην αθεΐα (και καλά κάνει) αλλά από την άλλη ζητά δια της αθεΐας, εννοώντας την παρουσία της και την πρόκληση που παρουσιάζει, να ανανεώσουμε την νεκρωμένη και παραμορφωμένη Ορθοδοξία μας. Ο κόσμος και ο πολιτισμός, πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε, ότι σήμερα βρίσκονται σε απέραντη διάχυση και ακατάπαυστη ροή (αλλά και απόλυτη εμπορευματοποίηση), από τη στιγμή που ο άνθρωπος, καταλύοντας τα όρια που του είχε θέσει ο Θεός, παραδόθηκε στις άπειρες δυνατότητες και ξαμολύθηκε σε κατάκτηση των πάντων σε επίπεδο γνωστικό και εκμεταλλευτι­κό, αν μπορώ να το πω, απαιτώντας λυσσαλέα από τη γη (αν όχι και από άλλους πλανήτες) να ικανοποιήσουν την ακόρεστη επιθυμία του για ηδονή και ευτυχία, απολύτως υλιστικού τύπου. Φυσικά τα πράγματα δεν έφτασαν ακόμη στον πάτο, γι’ αυτό άλλωστε εξακολουθούμε να μιλούμε. Και υπάρχουν ευτυχώς οάσεις φωτός και αγάπης και ομορφιάς και τέχνης και γνώσης και ζωής μέσα στον κόσμο, ορθόδοξο και μη. Αλλά σπανίζουν και βεβαίως αντι­στέκονται στην εξάπλωση του μηδενιστικού πολτού.

Τονίζεται στο βιβλίο σε διάφορα σημεία (ενημερωτικά λέω ότι χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια με διπλή εισαγωγή στην αρχή, υστερόγραφο και βέβαια τα απαραίτητα ευρετήρια) η ανθρωπολογική διάσταση, με την έννοια ότι δεν προωθήθηκε όσο έπρεπε στην ορθόδοξη παράδοση ή ότι καταπόθηκε από μια διόγκωση θεολογικής διάστασης ή μάλλον της παρουσίας του Θεού εις βάρος του ανθρώπου. Πρώτα πρώτα πρέπει να πω ότι είναι άλλο ανθρωπολογία και άλλο θεανθρωπολογία. Είναι δυνατόν να διαχωριστεί η ανθρώπινη πλευρά πλήρως και να επιχειρούμε να την προωθήσουμε ή να την μελετήσουμε, όταν μέσα στην εκκλησιαστική μας παράδοση ξέρουμε ότι ο άνθρωπος δεν ορίζε­ται καθαυτός (σε σχέση με την υλική και πνευματική του υπόσταση) αλλά -μετά την Ενανθρώπηση- από τη σχέση του με τον Θεό και τον πλησίον (άλλο). Ο μητρ. Περγάμου μάλιστα ανάγει τη διαφοροποίηση στην εβραϊκή νοοτροπία που μεταθέτει (σε σχέση με τις ελληνικές καταβολές) τη συνείδηση στην καρδιά, κέντρο της υπακοής και της αγάπης αντί για τον νου. Το γεγονός ότι ο άνθρωπος γνωρίζει μόνο γιατί γνωρίζεται από το Θεό, αλλάζει εντελώς τον προσανατολισμό, αφού κάτοπτρο της συνείδησης είναι ο Χριστός και βέ­βαια οι ενδοεκκλησιαστικές σχέσεις ανάμεσα στους πιστούς ως ενιαίο Σώμα κλπ.

Δεν μπορούμε λοιπόν να αντλήσουμε διδάγματα ανθρωπολογίας και ανθρωπογνωσίας από τον περιρρέοντα πολιτισμό ανατολικό ή δυτικό, αν δεν έχουμε στην καρδιά μας αυτή την πραγματικότητα. Και για να συμπληρώσω, όταν ο σ. μιλά για πολιτισμό της σάρκωσης, θα πρέπει να μιλήσει και για σταυροαναστάσιμο πολιτισμό, με πρώτο τον σταυρό. Κι αυτό σημαίνει Εκκλησία μέσα στην Ιστορία. Αλλά η Εκκλησία δεν ταυτίζεται με την Ιστορία. Είναι άνοιγμα, από τότε που υπάρχει ιστορικά, της δυνατότητας του ανθρώπου να υιοθετηθεί από το Θεό, είναι αρχίνισμα μετοχής στη βασιλεία. Είναι διαρκής υπέρβαση και άσκησή μου να ρυθμίσω το θέλημα του Πατρός με το ίδιον θέ­λημα. Και εννοείται, εδώ δοκιμάζεται μονίμως και η ελευθερία μου και όχι στην κατάφαση σε οποιοδήποτε καπρίτσιο δικό μου ή του άλλου.

Το αν αυτά γίνονται ή θα γίνουν στην Ανατολή ή στη Δύση, δεν είναι το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι η Δύση κατακλύσθηκε από μια πιο ανθρω­ποκεντρική θεολογία η οποία έδωσε Αναγέννηση, ουμανισμό, διαφωτισμό και αντιχριστιανισμό: αυτοθεοποίησε τον άνθρωπο, θεοποίησε τον ορθό λόγο αν όχι και τα συναισθήματα και τις ορμές, για να μην πούμε τίποτα για το Κρά­τος – Λεβιάθαν και την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που ο Μπερντιάγεφ αποκαλεί «ληστρικό σύστημα» (φαίνεται έντονα στις μέρες μας για όσους έχουν μάτια). Όποτε τίθεται το ερώτημα; Πώς θα «προσλη­φθούν» όλα αυτά και θα μεταμορφωθούν;

Ένα ακόμη θέμα που προκαλεί την ευαισθησία μου είναι το σχετικό με την επιστήμη. Γίνονται αναφορές στην ανθρωπική αρχή, τον Prigogine, τον Hawking και τον Μ. Βασίλειο λόγω της Εξαημέρου κυρίως. Ας μου επιτρα­πεί να αναφέρω την ενότητα για την επιστήμη από το βιβλίο μου Η κρίση τον πολιτισμού (Αρμός 1999) όπου υπογραμμίζω όπως δεν κάνει μάλλον κανέ­νας ειδικά σε σχέση με τον Βασίλειο και τους Πατέρες, ότι το πρώτιστο είναι ό,τι αναφέρεται σε αποκαλυπτικό λόγο, τη σημασία και αξία του οποίου έχει βεβαιώσει ο Χριστός στα Ευαγγέλια. Αυτά έχουν ως βάση και όχι τις επιστη­μονικές θεωρίες. Διαβάζουμε στον Βασίλειο: «περί μεν της ουσίας του ουρα­νού μας φτάνουν όσα έχει πει ο προφήτης Ησαΐας, ο οποίος με απλούς λό­γους, αρκούντως μας εφανέρωσε τη φύση του ειπών "ο στερεώσας τον ουρανόν ωσεί καπνόν" (Ης. 51,6)· δηλαδή ο δημιουργήσας τον ουρανό ως φύ­ση λεπτή και όχι στερεά ούτε πηχτή» (ό.π. σ. 142-143) ενώ αλλού μιλώντας για τη γη λέει «και αν παραδεχθούμε ότι η γη είναι μετέωρη αφ’ εαυτής, ή πούμε ότι ισορροπεί πάνω στα νερά, είναι ανάγκη να μη απομακρυνόμαστε από το ευσεβές νόημα αλλά να ομολογούμε ότι όλα ομού συγκρατούνται με τη δύναμη του Δημιουργού τους» (σ.148). Σχεδόν πανομοιότυπο (αν όχι και πιο επιτακτι­κό) είναι το παρακάτω απόσπασμα του Δαμασκηνού «καν ουν εφ’ εαυτής, καν επί αέρος, καν επί υδάτων, καν επ’ ουδενός δώμεν ηδράσθαι αυτήν, χρη μη αφίστασθαι της ευσεβούς εννοίας, αλλά πάντα ομού συγκρατείσθαι, ομολογείν, και συνέχεσθαι τη δυνάμει του κτίσαντος» (Ιωάν. Δαμασκηνού, έκδοση ακριβής Ορθ. Πίστεως, Β’ (10) 24 «Περί γης και των εξ αυτής», ΕΠΕ 1976, σ. 196). Τί σχέση έχουν αυτά με το παρακάτω απόσπασμα που διαβάζουμε στο υπό εξέτασιν βιβλίο: «…οι βιβλικές περιγραφές και εικόνες τούτου του πως (ενν. το πως της δημιουργίας) δεν αποτελούν παρά συγχρονικές ερμηνείες, που σχετίζονται άμεσα και συνεπώς προϋποθέτουν τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους. Γνώσεις που σήμερα έχουν ξεπεραστεί και ως εκ τούτου ακυρω­θεί. Είναι σαφές ότι οι περιγραφές της δημιουργίας στη Γένεση, όπως και στην Εξαήμερο για παράδειγμα του Μεγάλου Βασιλείου, παραπέμπουν στο κοσμοείδωλο της εποχής τους.» (σ. 294). Βέβαια πρέπει να πω ότι παρά τον λαβυρινθώδη τρόπο του συγγραφέα, είναι φανερό ότι υποστηρίζει τη θεολογία και όχι την επιστήμη, οπότε και υπογραμμίζει τη διαφορά τους. Το ζήτημα όμως δεν είναι η υπεράσπιση της θεολογίας αλλά η κατανόηση της πατερικής στάσης: οι Πατέρες είναι προσανατολισμένοι στον Πατέρα και στον Λόγο που ενανθρώπησε, όπως περίπου δείχνει το παρακάτω απόσπασμα Γρηγορίου του Παλαμά: «Μόνος γαρ απάντων εγγείων τε και ουρανίων εκτίσθη κατ’ εικόνα του πλάσαντος, ως προς εκείνον ορώη και αυτόν αγαπώη κακείνου μόνου μύστης και προσκυνητής είη, και τη προς αυτόν πίστει και νεύσει και διαθέσει την οικείαν καλλονήν συντηροίη, πάντα δε τάλλ’ όσα γη και ουρανός όδε φέρει, κατώτερα εαυτού ειδείη και νου παντάπασιν άμοιρα» (Γρηγορίου Παλαμά, Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, στην έκδοση Π. Χρήστου, εκδόσεις Κυρομάνος, ΘεσΙνίκη 1992, τ. ε’, σ. 49). Οπότε, αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι στη διάρκεια των αιώνων η ορθόδοξη παράδοση δεν προσανατολίστηκε σε αυτή τη διάσταση -έστω και αν θα λέγαμε ότι αφορά προπαντός τους «εκλεκτούς»- αντί να μιλούμε για ξε­περασμένες θέσεις των Πατέρων, θα ήταν καλύτερα να ζητήσουμε (και να ανα­ζητήσουμε) την όσο γίνεται βαθύτερη βίωση των ευαγγελικών εξαγγελιών, του­λάχιστον για τον χριστιανικό κόσμο, από το να περιμένουμε ή να ελπίζουμε να αφυπνιστούμε μέσω τής αθεΐας και των υποστηρικτών της.

Όσο για την περίπτωση του Prigogine που φαίνεται να τα βάζει με την «ανθρωπική αρχή» ως εισάγουσα «την δυαδικότητα», ενώ θα έπρεπε να ζη­τούμε μια «σύλληψη του σύμπαντος που να εμπεριέχει τη σκέψη και τη βιολο­γία χωρίς να έρχονται σε αντίφαση με τη φυσική.» (σ. 302) θεωρουμένων και ημών εννοείται ως «προϊόντων της εξελικτικής πορείας της φύσης», θα έλεγα το εξής απλούστατο: εάν απλώς είμαστε προϊόντα της εξελικτικής πορείας της φύσης, πάει περίπατο το "κατ’ εικόνα" και βεβαίως η διάκριση κτιστού-ακτίστου. Αυτό αρκεί.

*

Κι εκεί που ήμουν έτοιμος να αφεθώ στον ποιητικό τρόπο του κεφαλαίου Δοκιμή για έναν πολιτισμό της σάρκωσης με αναφορές στον Χαίλντερλιν και τον Χάιντεγγερ (αλλά και τον Πεντζίκη που με ενδιαφέρει περισσότερο και τον Λειβαδίτη, όμως εκείνη τη «Μαρία Νεφέλη» τί την ήθελε;), παρουσιάζονται μερικές ενστάσεις του ή παρατηρήσεις -που περιέχονται μάλιστα σε υποσελίδειες σημειώσεις- και μου χαλούν τη διάθεση. Ο σ. προωθεί την ακόλουθη ένσταση: «Δεν μπορώ όμως σε καμιά περίπτωση να καταλάβω, γιατί είναι πρό­βλημα να βλέπει κανείς -"σε κάθε ενέργεια του ανθρώπου που προάγει τον πνευματικό αλλά και τον τεχνικό πολιτισμό, τον άμεσο καρπό της σάρκωσης του Χριστού- ασυνείδητον έστω και ακούσιο καρπό- μια συνεχή προς τα πρό­σω εξέλιξη εν Χριστώ των ιστορικών γεγονότων και των κοινωνικών σχέσεων προς το σημείο Ωμέγα της παγκόσμιας ολοκλήρωσης"» (σ. 327-328 σημείω­ση). Το απόσπασμα με τα μικρά εισαγωγικά ανήκει στο βιβλίο του Γιανναρά Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα (Δόμος 1992) και αφορά τον Νη­σιώτη. Θα μπορούσα να πω ότι αποτελεί συμπυκνωμένη θέση και των δύο. Ο Νησιώτης αντιδρούσε κυρίως (και ο Γιανναράς συμφωνεί μαζί του) σε αυτό που αποκαλούσε «γενικευμένη χριστολογία» κατά την οποία κάθε ανθρώπινη ενέργεια που συντελεί στην πνευματική, κοινωνική και τεχνολογική πρόοδο και εξέλιξη κρύβει πίσω της αυτομάτως την παρουσία του Χριστού. Εξω­θείται έτσι η χριστιανική θεολογία να επιδοκιμάσει καθολικά την εξέλιξη, την κοινωνική μεταβολή, αν όχι και να αναγνωρίσει την ωριμότητα του σύγχρονου ανθρώπου! Προέκταση των παραπάνω είναι η διατύπωση του θεολόγου Σακατζιάδη, μελετητή του Νησιώτη, που γράφει ότι ο κόσμος έτσι «αυτοερμηνεύεται και πορεύεται συνεχώς προς τα εμπρός, χωρίς τη θεϊκή παρεμβολή, χάρη στο κύρος και τα έργα του "νέου" ανθρώπου» (Αναλόγιον τχ. 2, σ. 130). Ο Χρ. Σταμούλης λοιπόν φαίνεται να συντάσσεται με αυτή την «αυτόματη» κα­τάσταση.

Αν λάβω υπ’ όψη μου και κάποιες φράσεις του συγγραφέα (στη σ. 330) όπου ο Χάιντεγγερ και ο Χαίλντερλιν κοντεύουν να μας παραπέμπουν στη «σάρκωση» και στη «θεανθρωπία» (η απορία μου είναι: η Εκκλησία δεν μας παραπέμπει;) το πράγμα γίνεται σοβαρό και δεν ξέρω πόσο μπορεί κανείς να γράφει τέτοια πράγματα. Σπεύδω ωστόσο να προσθέσω για να μη παρεξη­γηθώ, ότι και ο φιλόσοφος και ο ποιητής δεν είναι ούτε άμοιροι της σάρκω­σης του Λόγου, όπως έρχεται μέσα από την ιστορική εκκλησιαστική παράδο­ση, ούτε πνευματικά άσχετοι. Αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα.

Τελειώνοντας, για να μη κουράσω άλλο τον αναγνώστη, θα έλεγα, ότι οι κα­λύτερες σελίδες του βιβλίου είναι αυτές στις οποίες επιχειρεί να συγκεράσσει την επιστημονική διαλογική θεολογία με ποιητικές προσεγγίσεις, με ένα λόγο δηλαδή που χωρίς θεολογικές αναλύσεις μεταφέρει άμεσα σκιρτήματα συνο­μιλίας με τον Αλλο. Όμως αυτό δεν οφείλεται στην ιδιόρρυθμη γλώσσα αλλά στο προσωπικό βίωμα των συγκεκριμένων ποιητών, οι οποίοι μας μεταφέ­ρουν με αυτή τη γλώσσα το βίωμά τους, όχι την διανοητική τους ερμηνεία, αναζήτηση και αμφισβήτηση. Το καλύτερο υποκεφάλαιο είναι αυτό που τιτλο­φορείται «Ώσπερ ξένος και αλήτης ή σάρκωση: η μετανάστευση της αγάπης» (σ. 334-347), μία ενότητα που θαρρείς ότι γράφτηκε ερήμην του υπόλοιπου βι­βλίου. Με την ενότητα αυτή μπορώ να πω ότι συμφωνώ πλήρως. Βρίσκω ωστόσο εξαιρετικά κουραστική την πληθώρα παρεμβολών μέσα στα κείμενα και στην όλη ροή δεκάδων ονομάτων συγγραφέων ή παραπομπών σε αυτούς, ανθρώπων τελείως διαφορετικών (λόγου χάρη Πλάτων και Κρίστεβα), αλλά και τις εκτενέστατες υποσελίδειες σημειώσεις. Θα ήταν καλύτερα όλα αυτά τα εκτενή να είχαν μπει στο τέλος εν είδει παραρτήματος.



Ο Σωτήρης Γουνελάς για το "Σοκ και Δέος" του Α. Μέσκου


Διαβάστε στον παρακάτω σύνδεσμο μια πολύ ενδιαφέρουσα κριτική του Σωτήρη Γουνελά (που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Θεολογία") για το βιβλίο "Σοκ και δέος" του Α. Μέσκου:

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Το τριετές μνημόσυνο του μακαριστού αρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου

Πηγή: Ρομφαία / φωτό: Γιώργος Κονταρίνης

Με θρησκευτική κατάνυξη τελέστηκε σήμερα στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Π. Φαλήρου (Παναγίτσα) το τριετές μνημόσυνο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου.
Της πολυαρχιερατικής Θ. Λειτουργίας προεξήρχε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, συμπαραστατούμενος από τους Μητροπολίτες Σάμου Ευσέβιο, Καστορίας Σεραφείμ, Κασσανδρείας Νικόδημο, Σύρου Δωρόθεο, Νέας Σμύρνης Συμεών, Φλωρίνης Θεόκλητο, Ύδρας Εφραίμ, Σερρών Θεολόγο, Κερκύρας Νεκτάριο, Σιδηροκάστρου Μακάριο, Πειραιώς Σεραφείμ, Καισαριανής Δανιήλ, Δημητριάδος Ιγνάτιο και Κυθήρων Σεραφείμ.
Να σημειωθεί, ότι το τριετές μνημόσυνο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, τελέστηκε στο Ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου Π. Φαλήρου μετά από πρόταση του Σεβ. Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης κ. Συμεών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ναός ήταν κατάμεστος, ενώ πολλοί συνεργάτες του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου μετά βίας κρατούσαν τα δάκρυα τους.
Για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο μίλησε ο Σεβ. Μητροπολίτης Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσέβιος, ο οποίος στη αρχή της ομιλία του υπογράμμισε, ότι «εδώ στον ιερό ναό της Παναγίτσας υπηρέτησε επί μια δεκαετία ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος από το 1963 έως το 1974. Υπηρέτησε προτού ανέβει στο Επισκοπικό αξίωμα, ως προϊστάμενος και ιεροκήρυκας. Εγώ είχα την τιμή να συλλειτουργώ μαζί του, από την θέση του διακόνου».
Ο Μητροπολίτης Σάμου κ. Ευσέβιος, εν συνεχεία τόνισε: «Έχω τη γνώμη ότι δεν υπάρχει καλύτερος χαρακτηρισμός για την έξοχη αυτή εκκλησιαστική προσωπικότητα, από τον λόγο του Αποστόλου Παύλου που ακούσαμε σήμερα να απευθύνει προς τον μαθητή του Τιμόθεο. Όπως ο ίδιος εξηγεί τον σκοπό που ελεήθηκε από τον Θεό για να γίνει υπόδειγμα για όλους εκείνους που έμελλε να πιστέψουν στον Θεό, έτσι τηρουμένων των αναλογιών και ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος υπήρξε προς υποτύπωση των μελών πιστεύειν επ΄ αυτώ».
«Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος ήταν τύπος και παράδειγμα στο ιερό θυσιαστήριο, ιερουργούσε με παραδειγματικό τρόπο. Τύπος και παράδειγμα στον ιερό άμβωνα, τον οποίο κόσμησε με την πλατεία νομική, θεολογική και κοινωνική του μόρφωση, την ρητορική του δεινότητα, τη γνώση της Αγίας Γραφής και της Ιεράς παραδόσεως. Τύπος και παράδειγμα στο πλούσιο συγγραφικό έργο. Τύπος και παράδειγμα τα επί 24 έτη καρποφόρου ποιμαντορίας και διακονίας του, στην Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος με το πλούσιο πνευματικό, κοινωνικό, φιλανθρωπικό και συγγραφικό έργο», πρόσθεσε ο κ. Ευσέβιος.
Επίσης, υπογράμμισε: «Ο μακαριστός Χριστόδουλος ήταν τύπος και παράδειγμα στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο των Αθηνών, το ποίμνιο του οποίου αγωνίστηκε να καλλιεργήσει πνευματικά να οικοδομήσει εν Χριστώ. Τύπος και παράδειγμα τα δέκα χρόνια αρχιεπισκοπικής διακονίας του, όπου έζησε πολλές και σημαντικές στιγμές, αλλά και γεγονότα και περιόδους δύσκολες. Σε κάθε περίπτωση όμως ενεργούσε σύμφωνα με το αλάνθαστο κριτήριο της Εκκλησιαστικής του συνειδήσεως, μαζί με την αυθεντικότητα της προσωπικότητας του».
«Ο Θεός και πατέρας μας επέτρεψε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος να δοκιμαστεί στο καμίνι της αρρώστιας, στάθηκε ωστόσο όρθιος μέχρι τέλους και υπέμεινε την δοκιμασία αγόγγυστα. Σήκωσε τον καύσωνα της ασθενείας του με θαυμαστό τρόπο, θαρραλέα, αισιόδοξα, ελπιδοφόρα, προσευχητικά και παρακλητικά ώστε να γίνει το θέλημα του Θεού», ανέφερε ακόμη ο Μητροπολίτης Σάμου.
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του τόνισε: «Όσοι τον ζήσαμε από κοντά τον θαυμάζαμε, θαυμάζαμε την θεολογική του παιδεία, την λειτουργική του συνείδηση, την ποιμαντική του αγωνία, την εκπληκτική του ικανότητα να λαμβάνει τα μηνύματα της εποχής, την πολυγλωσσία, το μειδίαμα, την απλότητα, το φωτεινό πρόσωπο του, την παιδικότητα του και τέλος την ανεξικακία του».
Ο Μητροπολίτης Σάμου υπογράμμισε επίσης, ότι «ο Αρχιεπίσκοπος ήταν πολέμιος της παγκοσμιοποίησης, διώκτης του ανθελληνισμού, διώκτης της προσπάθειας της αποχριστιανοποιήσεως της Ευρώπης και του Ένθους μας. Ήθελε την Εκκλησία κέντρο της ζωής όλων μας, έκανε αυτοκριτική για τα λάθη του και ζήτησε συγνώμη».
«Καρδιακά επικοινώνησε με τον λαό μας, και ο λόγος του ξεχείλιζε από αγάπη και ευγνωμοσύνη για τον Χριστό. Αγώνας και αγωνία του να κηρυχθεί παντού η ελπίδα και η βεβαιότητα της σωτηρίας», πρόσθεσε ο κ. Ευσέβιος.
Επίσης, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Οι Έλληνες τον θυμούνται με νοσταλγία, τον αναζητούν γιατί ο Χριστόδουλος ως αγάπη, δεν πέρασε απαρατήρητος».
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Σάμου, εν συνεχεία τόνισε: «Η μνήμη της μορφής του θα μας συνοδεύει πάντα, εξάλλου ο ίδιος τόνιζε ότι οι άνθρωποι του Θεού και όταν φεύγουν από την ζωή αυτή, δεν παύουν να ζουν και να κινούνται ανάμεσα μας. Πολλές φορές έχουμε ζωντανή την αίσθηση της παρουσίας του».
«Κατ΄ ανθρωπον έφυγε πρόωρα έτσι παρεχώρησε ο Κύριος, όμως τα έτη της διαβάσεως του και της αρχιερατικής του ποιμαντορίας παραμένουν και θα παραμείνουν ζωηρά, για ολόκληρο τον Ελληνικό λαό και τον Ορθόδοξο κόσμο», υπογράμμισε συγκινημένος ο κ. Ευσέβιος.
Κλείνοντας ο Μητροπολίτης Σάμου την ομιλία του, μεταξύ άλλων ανέφερε ότι «χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου στο τρισάγιο τον περασμένο χρόνο, ο οποίος είχε υπογραμμίσει ότι πάντοτε οι προσωπικότητες οι δυνατές και πληθωρικές σαν του Χριστοδούλου αφήνουν ένα κενό πίσω.»
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, από την πλευρά του δεν μίλησε υπογραμμίζοντας μόνο «να έχουμε την ευχή του, να έχουμε την ευχή του».


Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Γ. Κοντογιώργης, Το ελληνικό πρόβλημα: το κράτος κατοχής και η έξοδος από την κρίση


 
1. Το δραματικό περιεχόμενο με το οποίο σημάνθηκε η ελληνική κρίση ανάγεται ευθέως στον χαρακτήρα της. Ενώ στις άλλες χώρες (Ιρλανδία, ΗΠΑ κλπ) η οικονομική κρίση συνδέεται με την ανατροπή της ισορροπίας που επήλθε μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς στο παγκόσμιο σύστημα1, στην ελληνική περίπτωση το κράτος είναι πρωτογενής αιτία της κρίσης. Η ελληνική οικονομία, συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζών, δεν ενεπλάκησαν ούτε άμεσα ούτε σχεδόν έμμεσα στη διεθνή κρίση. Το κράτος μετακύλυσε την κρίση στη χώρα, την εξέθεσε στο διεθνές (και ευρωπαϊκό) πεδίο και τη μετέβαλε σε «παίγνιο» και, ενπολλοίς, σε «πειραματόζωο» των εξελίξεων που συντελούνται σ’ αυτό.
     Όντως, στις άλλες χώρες το πολιτικό σύστημα ενέχεται για την ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ κοινωνίας και αγοράς, με την ολοκληρωτική καθυπόταξη του κράτους στο διατακτικό της τελευταίας. Το κράτος όμως θα εξακολουθήσει να παρέχει υπηρεσίες δημοσίου συμφέροντος, καθώς η κοινωνία παραμένει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στον σκοπό της πολιτικής. Εξού και, στις άλλες χώρες, το κράτος είχε τη δυνατότητα και τη βούληση να αναλάβει τον ρόλο του διασώστη του οικονομικού συστήματος, λαμβάνοντας τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα. Αντιθέτως, στην ελληνική περίπτωση, η άρση των αιτίων της κρίσης ανεδείχθη σε διακύβευμα που συνέχεται ευθέως με τον χαρακτήρα του κράτους. Όντως, η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει την εξυπαρχής ανασυγκρότηση του κράτους και τον αναπροσανατολισμό του σκοπού της πολιτικής, ώστε να αναφέρεται στοιχειωδώς στο κοινό συμφέρον.
     Για να κατανοήσουμε το «ελληνικό πρόβλημα» πρέπει να έχουμε επίγνωση του χαρακτήρα του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα εγκαλείται για τη βαθιά ριζωμένη ιδιοποίησή του και, συνάμα, για τον εκφαυλισμό του κρατικού μηχανισμού από το πολιτικό προσωπικό και τις δυνάμεις της διαμεσολάβησης και της διαπλοκής. Εγκαλείται επίσης για την εγκατάσταση μιας σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που διέρχεται από την «απο-συλλογικοποίηση» του κοινωνικού ιστού και, συγκεκριμένα, από την προσωπική εξάρτηση του πολίτη από τον πολιτικό. Έχω αναλύσει αλλού την αιτιολογία της δυσπλασίας αυτής του νεοελληνικού κράτους και των στρεβλώσεων που συνεπάγονται στη λειτουργία του2. Περιορίζομαι να υπογραμμίσω απλώς ότι η παθογένεια αυτή δεν αποτελεί νέο φαινόμενο. Συνθέτει τη σταθερά του από τη δεκαετία του 1830. Η μεταπολίτευση, μπορεί να ορισθεί απλώς ως η ολοκληρωτική επιστροφή του πολιτικού συστήματος στο καθεστώς της φαυλοκρατίας /κομματοκρατίας του β’ ημίσεως του 19ου αιώνα. Το κράτος αυτό είναι ευθέως υπόλογο για την αποδόμηση του ιστορικού ελληνισμού και την παραρτηματική πρόσδεση της ελληνικής κοινωνίας στο ηγεμονικό σύμπλεγμα της Εσπερίας.
     Η εγγενής αυτή παθογένεια του ελληνικού κράτους αποδίδεται, από την κρατική διανόηση, στην κοινωνία και στις κληρονομίες της. Η ελληνική κοινωνία, θα ισχυρισθεί, προσομοιάζει σε μια λατινοαμερικανικού τύπου περιφερειακή κοινωνία, που παρασύρει το κράτος σε μη «ευρωπαϊκές» συμπεριφορές. Περιττεύει να πω ότι η διάγνωση αυτή είναι στοχευμένη ιδεολογικά και, σε κάθε περίπτωση, ολοκληρωτικά εσφαλμένη. Το ελληνικό πρόβλημα είναι υπόλογο της αναντιστοιχίας του νεοτερικού κράτους προς το πολιτικό ανάπτυγμα της ελληνικής κοινωνίας. Το κράτος αυτό ενσαρκώνει ολοκληρωτικά το πολιτικό σύστημα, περιάγοντας την κοινωνία στο καθεστώς του ιδιώτη. Κατά τούτο, προσιδιάζει σε προ-πολιτικές κοινωνίες, όπως οι δυτικοευρωπαϊκές που μόλις εξέρχονταν από τη δεσποτική φεουδαρχία, όχι όμως στην ελληνική, που στη μικρή κλίμακα των κοινών συγκροτούσε ως επί το πλείστον δήμο3.
     Θεμελιώδες γνώρισμα του νεοελληνικού κράτους, είναι ότι έχει αγκιστρωθεί επί της ελληνικής κοινωνίας ενείδει παρασίτου που κατέχει και απομυζά το παραγωγικό, πολιτισμικό και ιστορικό της υπόβαθρο. Συμβαίνει, μάλιστα, να χρεώνει την ιδιότητα αυτή στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, προκειμένου να την αποσείσει. Η παρασιτική ιδιοποίηση του δημόσιου αγαθού από το κράτος εξηγεί τη χαοτική απόσταση που υπάρχει μεταξύ πολιτικού λόγου και πολιτικής πράξης, το γεγονός ότι ο δημόσιος ρόλος του κράτους σταματάει εκεί που έπρεπε να αρχίζει, ότι απουσιάζει από αυτό η έννοια της "δημόσιας" αποτελεσματικότητας, του ελέγχου και της κύρωσης του προσωπικού του, καθώς και της εφαρμογής της νομιμότητας. Έτσι, για παράδειγμα, από τη στιγμή που ψηφίζεται ο νόμος για την οδική κυκλοφορία, το κράτος εγκαταλείπει την εφαρμογή του στην "καλή θέληση" των Ελλήνων. Το ίδιο ισχύει ανεξαιρέτως σε όλους τους τομείς. Συγχρόνως, ο πολίτης για να απολαύσει τις υπηρεσίες που δικαιούται, όπως σε κάθε πολιτισμένη κοινωνία, πρέπει να έχει "μέσον". Σε γενικές γραμμές, το κομματικό σύστημα, από διαμεσολαβητής της κοινωνίας και διαχειριστής του κράτους, λειτουργεί ως επικαρπωτής του. Η κομμματοκρατία, ως πολιτικό σύστημα, αποδίδει τη σταθερά του ελληνικού πολιτικού συστήματος και ορίζει το σκοπό των πολιτικών του κράτους4.
     Η κοινωνία, στην κομματοκρατία, δεν αντιμετωπίζεται ως η αιτία της ύπαρξης του κράτους, αλλά ως ο μείζων εχθρός που απειλεί το κεκτημένο της πολιτικής τάξης. Η κομματική αντιπαλότητα αποτελεί επιμέρους ζήτημα, που αφορά στη νομή του κράτους. Κατά τούτο, η έννοια του πολιτικού κόστους περιλαμβάνει αποκλειστικά την αντίδραση των ομάδων συμφερόντων που έχουν διαπλακεί με την πολιτική τάξη στη διαχείριση της εξουσίας και έχουν συνάψει ειδικά προνόμια μαζί της, με λάφυρο τη (δημόσια) περιουσία της κοινωνίας. Όταν αντιθέτως εγείρεται θέμα συμμόρφωσης της πολιτικής τάξης με την βούληση της κοινωνίας, οι φορείς της δηλώνουν με έπαρση, ότι δεν παρασύρονται από την δημοσκοπούμενη «κοινή γνώμη». Και αυτό είναι αληθές.
     2. Στο πλαίσιο αυτό, σπεύδω να επισημάνω ότι η βαρύτητα της ελληνικής κρίσης και το κλίμα του αδιεξόδου που πλανάται πάνω από τη χώρα, συνέχεται με το γεγονός ότι από πουθενά δεν προκύπτει η πρόθεση της πολιτικής τάξης να την απαλλάξει από το καθεστώς της. Ο χαρακτήρας της ελληνικής κρίσης, το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα, ο υπαίτιος της κρίσης, καλείται να βγάλει την χώρα από αυτήν, στοιχειοθετεί το αδιέξοδο της. Διότι η πολιτική τάξη ούτε νομιμοποιείται γι’αυτό ούτε έχει συμφέρον ούτε και τη σχετική πρόθεση, αφού θα σηματοδοτήσει το τέλος του ιστορικού καθεστώτος πάνω στο οποίο θεμελίωσε την ηγεμονία της επί της ελληνικής κοινωνίας. Εξού και δεν επέδειξε την παραμικρή μεταμέλεια έναντι της κοινωνίας.

     Αξίζει να προσεχθεί ότι η διαπίστωση της κρίσης δεν οδήγησε στην κινητοποίηση του πολιτικού συστήματος για τη διάσωση της χώρας. Όλες οι δράσεις του πολιτικού προσωπικού προετοίμασαν το έδαφος για την υπαγωγή της σε διεθνή επιτροπεία. Με αποτέλεσμα, οι συνέπειες για την χώρα να γίνουν πολλαπλασίως επαχθέστερες. Στο νέο αυτό περιβάλλον, οι πολιτικές δυνάμεις εξακολουθούν να προσποιούνται ότι δεν αντιλαμβάνονται το πρόβλημα: ταξινομούνται στους υπέρ ή κατά του μνημονίου, ενώ διέρχονται εν σιωπή το ζήτημα της άρσης των αιτίων που οδήγησαν σ΄αυτό. Η κατάρρευση του κράτους επιχειρείται να εμφανισθεί ως υπόθεση ολίγων μηνών πριν ή μετά τις εκλογές, δηλαδή ως ευθύνη του ενός ή του άλλου κομματικού μονομάχου. Χωρίς να αμφισβητούνται οι ευθύνες του τέλους, είναι δεδομένο ότι τα θεμέλια της τωρινής κρίσης ανάγονται στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με ξεχωριστή την εμπλοκή των Α. Παπανδρέου, Κ. Σημίτη και Κ. Καραμανλή. Και οπωσδήποτε, ενέχεται σ'αυτήν το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων.
     3. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί η έξοδος από την κρίση έχει μεταβληθεί σε διακύβευμα εναλλαγής στην εξουσία και όχι σε πρόταγμα για τη σωτηρία της χώρας. Ο πολιτικός διάλογος οριοθετεί, όπως είδαμε, τους υπέρ ή τους κατά του μνημονίου και όχι την άρση των αιτίων του. Αν επιχειρήσουμε μια αποτίμηση των μέτρων που ελήφθησαν μετά το μνημόνιο -ή που προτάθηκαν από την αντιπολίτευση-, διαπιστώνουμε ότι έχουν όλα είτε μονοσήμαντο εισπρακτικό περιεχόμενο, με αποδέκτες τα συνήθη υποζύγια -τους εμφανείς φορολογούμενους- είτε ως μέτρο τη μετάλλαξη της εργασίας των πολιτών σε εμπόρευμα. Η ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος και του κράτους δεν εμπεριέχονται στις προγραμματικές πολιτικές των κομμάτων.
     Η επίκληση ορισμένων όλως ενδεικτικών παραδειγμάτων διευκρινίζουν νομίζω επαρκώς το κλίμα αυτό. Παρατηρούμε ότι ο περιορισμός των δαπανών δεν περιλαμβάνει τους τομείς που θα έθιγαν το πολιτικό σύστημα. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι η πάταξη της φοροδιαφυγής, η ανασυγκρότηση της δημόσιας διοίκησης ώστε να καταστεί αποτελεσματική, να εναρμονισθεί με το δημόσιο σκοπό της, να γίνει φιλική προς το πολίτη ή να συνδράμει την παραγωγική ανάταξη της χώρας, παρόλα όσο λέγονται, δεν περιλαμβάνεται στο πολιτικό πρόγραμμα της κομματοκρατίας.
     Θα ανέμενε κανείς, ο περιορισμός των ελλειμμάτων να συνοδεύεται από μέτρα ανασύνταξης του θεσμού στον οποίο αναφέρονται, ώστε το όφελος που θα προκύψει από τον περιορισμό της σπατάλης και την πάταξη της διαφθοράς να αντισταθμίσει τις απώλειες, με την ποιοτική αναβάθμιση και την αποτελεσματικότητα του προσφερομένου έργου. Αυτό δεν συνέβη πουθενά. Ούτε στο στενό ούτε στον ευρύτερο δημόσιο τομέα . Και μάλιστα, παρά την ισχυρή πίεση της τρόικας, η οποία διαβλέπει στην εμμονή της πολιτικής τάξης να διατηρήσει ακέραιο το κεκτημένο της έναν μείζονα κίνδυνο για τα ζωτικά της συμφέροντα.
     Παραμένει σημειολογικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι το πολιτικό προσωπικό δεν συναίνεσε, ούτε προσχηματικά, στη μείωση των απολαβών του, ενώ ο πολιτικός λόγος όλων των κομμάτων είναι πανομοιότυπος. Συμπεριφέρονται δηλαδή ως εάν η χώρα δεν βιώνει τη χειρότερη δοκιμασία από το 1922. Διαγκωνίζονται για την ενοχή των αντιπάλων, επιρρίπτοντας ο ένας την ευθύνη στον άλλον. Η συμφωνία όλων των κομμάτων στη διαφύλαξη, εν σιωπή, της ακεραιότητας του πολιτικού συστήματος, που συντηρεί την απόκοσμη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής και την αποπνικτική ατμόσφαιρα που σκεπάζει τη χώρα, είναι εντυπωσιακή.
     Το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης και, συγκεκριμένα, της σύνδεσής της με τη δικαιοσύνη αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα. Και τούτο διότι η εμμονή στην ολοκληρωτική ασυλία του πολιτικού προσωπικού υποδεικνύει τον αντίπαλο. Έναντι τίνος επιδιώκει να προστατευθεί η πολιτική τάξη; Προφανώς, έναντι της κοινωνίας. Η αλληλουχία αναχωμάτων προστασίας που έχουν υφανθεί με το Σύνταγμα, τους νόμους και την «πολιτεία» της Βουλής, ώστε να αποτραπεί ένας πιθανός έλεγχος της έκνομης συμπεριφοράς των μελών της, δεν έχει προηγούμενο στον σύγχρονο κόσμο. Ο πιο ευφάνταστος κακοποιός δεν θα είχε εφεύρει τόσους και τόσο περίτεχνους τρόπους προστασίας του. Προκαλεί ενδιαφέρον, εντούτοις, ότι ο τρόπος που η πολιτική τάξη διαχειρίζεται την εκτροπή από τη δημόσια λειτουργία της στο μέσον της κρίσης και της δημόσιας κατακραυγής που τη στοχοποιεί συλλήβδην ως λεηλατική και καταστροφέα της χώρας, δεν άλλαξε στο παραμικρό. Εν είδει παραδείγματος, αναφέρω ότι όχι μόνο δεν κατηγορήθηκε κανείς για την καταστροφή της χώρας, αλλά και οι ομολογημένες υποθέσεις σκανδάλων λαμβάνεται μέριμνα να κλείσουν με εύσχημο τρόπο και ανωδύνως. Ούτε λόγος να γίνεται για τον εγκλεισμό έστω και ενός πολιτικού προσώπου στη φυλακή, παρά την πίεση που ασκείται στο σύστημα από την κοινωνία και την τρόικα. Αν όλα τα δεινά που συσσώρευσε η πολιτική τάξη στην ελληνική κοινωνία, είχαν συμβεί στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου τουλάχιστον ο ηγετικός πυρήνας του κομματικού κατεστημένου, θα είχε αυτοκτονήσει από εντροπή ή έστω για να αποφύγει την ταπείνωση της φυλακής. Αντί άλλης αντίδρασης προσθέτω απλώς ότι τα κόμματα εισέπραξαν προκαταβολικά, στο μέσον της κρίσης, ατόφιες τις αποφασισθείσες από αυτά επιχορηγήσεις του κράτους, οι οποίες εκτιμάται ότι υπερβαίνουν, αναλογικά, κατά πολύ εκείνες των γαλλικών κομμάτων.
     Στο γεγονός αυτό, πρέπει να συνεκτιμηθεί επίσης ότι η ασυλία αφορά μόνο στις αδικοπραγίες του ιδιωτικού βίου και στην κατάχρηση ιδίως δημοσίου χρήματος. Δεν καλύπτει την ευθύνη που προκύπτει από τις πολιτικές τους, οι οποίες τίθενται στο απυρόβλητο, υπεράνω του νόμου5. Ο πολιτικός δύναται να καταστρέψει τη χώρα και να το ομολογήσει, «αναλαμβάνοντας» την πολιτική ευθύνη. Δεν υπόκειται όμως στην δικαιοσύνη, ούτε αναγνωρίζεται στον πολίτη έννομο συμφέρον για τη βλάβη που υπέστη. Κατά τα λοιπά, το σύστημα ορίζεται ως αντιπροσωπευτικό και δημοκρατικό6.
     Ενώ όμως ο πολιτικός αυτο-τοποθετείται ολοκληρωτικά στο απυρόβλητο της δικαιοσύνης και, κατ'επέκταση, της κοινωνίας, στη συνέχεια την εγκαλεί ως διεπομένη από την «ψυχολογία του όχλου και της μάζας» και ως απειλή για τη "δημοκρατία ", όταν στην απελπισία της επικαλεσθεί το μόνο όπλο που της απομένει, την αυτοδικία. Το ερώτημα, στο πλαίσιο αυτό, παραμένει αναπάντητο: πώς δικαιολογείται, ο υπαίτιος της κρίσης να επιμένει ότι είναι ο μόνος αρμόδιος να θεραπεύσει το πρόβλημα, όταν μάλιστα δεν επιδεικνύει την παραμικρή μεταμέλεια, εξακολουθεί να διαφεύγει τον έλεγχο και, μάλιστα, συμπεριφέρονται με τον τρόπο που οδήγησε στην κρίση;
     4. Η θεσμική αυτή θωράκιση της πολιτικής τάξης έναντι της κοινωνίας, συμβαδίζει με ανάλογες πολιτικές που δείχνουν ότι εννοεί να πορεύεται ως εάν δεν αποτελεί η ίδια το πρόβλημα ή με μοναδικό στόχο τη διατήρηση των προνομιών της. Έτσι, για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Βουλής καλεί τους Έλληνες να εισφέρουν τον οβολό τους για την σωτηρία της χώρας, ενώ ο ίδιος συνεχίζει την φαύλη πολιτεία των προκατόχων του, αυξάνοντας αντί να μειώσει τον προϋπολογισμό της. Η υπουργός Παιδείας υπόσχεται μεταρρυθμίσεις στα ΑΕΙ σε επίπεδο «κορυφής», ομολογώντας ότι δεν προτίθεται να αγγίξει τον πυλώνα της κομματικής ιδιοποίησης των πανεπιστημίων, τις παρατάξεις, ενώ δεν κρύβει τη βαθιά δυσπιστία που τρέφει προς τις ανεξάρτητες εκείνες ακαδημαϊκές προσωπικότητες που ομολογουμένως θα τα οδηγούσαν στην έξοδο από την απαξία. Ο αρμόδιος υπουργός «προστασίας του πολίτη» δηλώνει με «καμάρι» ότι δεν θα παίξει το ρόλο του «σερίφη», εννοώντας προφανώς, ότι θα επαναφέρει την αστυνομία στο καθεστώς του ιδιότυπου «παρατηρητή» της δράσης των ιδεολόγων της καταστροφής και των παρασιτικών στοιχείων που ιδιοποιούνται τους δημόσιους χώρους, μεταβάλλοντας έτσι την πρωτεύουσα σε τριτοκοσμική πόλη. Ούτε το διάλειμμα «Χρυσοχοϊδη» φαίνεται ότι εμπνέει.

     5. Εξίσου ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι πολιτικές της κομματοκρατίας, οι οποίες όλες κατατείνουν στο να εγκιβωτίσουν την κοινωνία σε ένα καθεστώς ασφυκτικού ελέγχου και στη διέλευση του (οικονομικού κλπ) βίου της από τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Επειδή βιώνουμε την οικονομική κρίση, αξίζει να σταθούμε σε ορισμένα παραδείγματα που αποκαλύπτουν την αγωνία της πολιτικής τάξης να αποκλείσει κάθε προοπτική απελευθέρωσης της κοινωνίας και, ιδίως να διατηρήσει τους μηχανισμούς της ιδιοποίησης ως σημαίνον γνώρισμα της σχέσης του πολίτη με το κράτος:
           (α) το επιχειρηματικό κλίμα. Είναι πασιφανές ότι οι δουλείες στις οποίες υποβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα οφείλονται εξ ολοκλήρου στη διάθεση των νομέων του κράτους να ελεγχθεί με όρους ιδιοποίησης ο τομέας αυτός της οικονομίας. Να "μοιρασθεί" δηλαδή μαζί του το "επιχειρείν". Εάν υπήρχε η πολιτική βούληση, το ζήτημα θα είχε «αυθωρί» επιλυθεί. Όπως έχει επιλυθεί στις χώρες όπου το κράτος διατηρεί ακόμη μια ελάχιστη αίσθηση δημοσίου συμφέροντος.

           Η άρνηση της πολιτικής τάξης να άρει το καθεστώς της κομματοκρατίας, που μεταβάλλει το κράτος σε δυνάστη της κοινωνίας, υποστηρίζεται ιδεολογικά με διατυπώσεις ενοχοποίησης της κοινωνίας («όλοι μαζί τα φάγαμε») ή με το επιχείρημα ότι η κοινωνία ζούσε υπεράνω των δυνατοτήτων της χώρας κ.α. Εντούτοις, μελέτες που εκπονήθηκαν σε ανύποπτη στιγμή, δηλώνουν ότι όχι μόνο δεν ζούσαμε υπεράνω των δυνατοτήτων μας, αλλ’ότι, εάν το κράτος επιδείκνυε στοιχειώδη προσήλωση στη δημόσια αποτελεσματικότητα και επολιτεύετο με πρόσημο το κοινό συμφέρον, το κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων θα ήταν ανάλογο εκείνου των Σκανδιναβών.
           (β) Ένα άλλο, συναφές με το επενδυτικό κλίμα, παράδειγμα, αφορά στην αντιμετώπιση όχι απλώς της ιδιοκτησίας, άλλα της Ελλάδας ως κατοικημένης χώρας. Θα επικαλεσθώ τρία εξόχως χαρακτηριστικά μέτρα που δείχνουν ότι οι φορείς της πολιτικής τάξης αντιμετωπίζουν τη χώρα ως κατακτητές και όχι ως εντολοδόχοι της κοινωνίας. Ακραία περίπτωση αποτελεί η υπουργός ΠΕκΚΑ, για την οποία η κοινωνία αποτελεί την μείζονα απειλή για το περιβάλλον. Εξού και, κλεισμένη στο γραφείο της ομού με διάφορα οικολογικά παράσιτα που σιτίζονται από το κοινωνικό ταμείο, βυσσοδομούν σε βάρος της κοινωνίας.

           Το πρόβλημα των «δασωθέντων» αγρών, που δημιούργησε η πολιτική τάξη, μετά τον πόλεμο, είναι γνωστό. Πρόκειται για τις αγροτικές ιδιοκτησίες, οι οποίες λόγω των ανατροπών που συνέβησαν στον ελληνικό χώρο παρέμειναν ακαλλιέργητες, για ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα, από τον πόλεμο και εντεθέν. Τις περισσότερες φορές εξαιτίας των εμποδίων που όρθωνε η πολιτεία.
           Το μείζον αυτό ζήτημα είναι πολυσήμαντο ως προς τις διαστάσεις του. Η πολιτική του διάσταση συναρτάται με αυτούς που έπαψαν να καλλιεργούν τους αγρούς τους. Ποιοί ήσαν αυτοί; Όσοι ενεπλάκησαν στην αντίσταση κατά του κατακτητή, οι ηττημένοι του εμφυλίου και πολιτικά διωκόμενοι στη συνέχεια, καθώς και τα θύματα της ανασύνταξης της οικονομίας. Έχει σημασία να επισημανθεί ότι το εφεύρημα της «δασικής έκτασης», συμβαδίζει με πλήθος άλλων πολιτικών μέτρων που κατέτειναν στην ανατροπή των κοινωνικών ισορροπιών στην ύπαιθρο και αποτέλεσε το μεγάλο κόλπο που οδήγησε στη διαρπαγή ή στην αιχμαλωσία της αγροτικής ιδιοκτησίας και, εναλλακτικά, στην καταστροφή των καλλιεργειών και των ομόλογων δασών (των ελαιώνων κλπ) που απέμειναν. Λειτούργησε δε ως καταλύτης για τη διαιώνιση της ερήμωσης της υπαίθρου και του αποκλεισμού της από τον οικιστικό και παραγωγικό ιστό της χώρας. Είναι όμως εξίσου γνωστό ότι η έννοια της «δασικής έκτασης», που αντιμετωπίζει τα θαμνώδη «αείφυλλα πλατύφυλλα» ως ιερά φυτά όπως οι Ινδοί τις αγελάδες, συνέβαλε καθοριστικά στη γενίκευση της συναλλαγής και της διαφθοράς στην ύπαιθρο.
           Στη ρύθμιση αυτή, που επιβαρύνθηκε έτι περαιτέρω από την τωρινή υπουργό ΠΕκΚΑ, με αποτέλεσμα να έχει σταματήσει κάθε επενδυτική πράξη στην ύπαιθρο ή, αναλόγως, να έχει ανέβει το "λαδόσημο" στα ύψη, προστέθηκε από προηγούμενη υπουργό, η πρόνοια της αρτιότητας ενός κτήματος υπό τον όρο να έχει πρόσοψη 25 μέτρων σε δρόμο, υφιστάμενο προ του 1923. Συνάγω ότι η ρύθμιση αυτή θεωρεί ότι η Ελλάδα οφείλει να παραμείνει, εξεπόψεως υποδομών, στο καθεστώς του ΄23, διότι έτσι θα προστατευθεί το περιβάλλον! Η αλήθεια όμως είναι ότι το μόνο που επετεύχθη είναι να μπει και η πολεοδομία στο παιχνίδι της συναλλαγής, που είχε ανατεθεί έως τότε στο Δασαρχείο. Οι ανωτέρω εστίες διαφθοράς και στασιμότητας δεν είναι οι μοναδικές.
           Το πλέον ενδιαφέρον, εντούτοις, επίτευγμα των νομέων του κράτους αφορά σε παράπλευρες ρυθμίσεις που συνέχονται με τις προστατευόμενες περιοχές («νατούρα»). Με πρόσφατη υπουργική απόφαση (sic) ορίζεται ότι σε απόσταση τελικά 350μ από τις ακτές -φυσικά και αλλού, πέραν των ακτών- η περιοχή μετατάσσεται στη ζώνη «υψηλής παραγωγικότητας» και διέπεται από τις σχετικές απαγορευτικές διατάξεις. Η πονηρά φύση των εχθρών της κοινωνίας βάφτισε τις κατά τεκμήριο άγονες και βραχώδεις περιοχές σε γαίες «υψηλής παραγωγικότητας» για να τις δημεύσει δωρεάν! Όλη σχεδόν η ενδιαφέρουσα οικονομικά Ελλάδα οφείλει να νεκρωθεί και οι κάτοικοί της να μετοικήσουν στα ορεινά ή να ξενιτευτούν για να επιβιώσουν. Η καταφανώς λεηλατική αυτή επιδρομή της υπουργού ΠΕκΚΑ προκύπτει, από τις μόλις πρόσφατες νομοθετικές της πρωτοβουλίες, ότι εγγράφεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο, το οποίο εάν δεν εμποδισθεί θα ερημώσει τη χώρα. Τη στιγμή που η χώρα χάνεται το πολιτικό προσωπικό αναλώνεται στο προσφιλές του άθλημα: του εγκιβωτισμού της κοινωνίας στις δουλείες του κράτους με πρόσημο την ολοσχερή της βύθιση στην ανέχεια και στην αδυναμία.
           Από τα ανωτέρω ολίγα, συνάγεται ότι η Ελλάδα ενδιαφέρει την πολιτική τάξη ως χώρος, όχι ως κοινωνία. Μια χώρα που άδειασε και ξαναγέμισε άπειρες φορές, δεν πρέπει να ξανακατοικηθεί. Παραγνωρίζει προφανώς ότι το περιβάλλον υπάρχει ως έννοια υπό τον όρο της παρουσίας της κοινωνίας εντός αυτού. Το περιβάλλον στον Άρη ουδένα ενδιαφέρει. Η απλή λογική διδάσκει ότι το περιβάλλον υπάρχει για την κοινωνία και δεν δύναται να διατηρηθεί χωρίς να γίνει φιλικό προς αυτήν. Η προστασία του δεν είναι συμβατή με την αποξένωση της κοινωνίας από αυτό ή από την ιδιοκτησία της, ούτε με την εξώθησή της να οδηγείται στην καταστροφή των ολίγων καλλιεργειών που απέμειναν, ούτε με την απαγόρευση της ανάπτυξης. Από τους "ταλιμπανιστές" του περιβάλλοντος η ιδέα της ένταξης του οικιστικού ιστού σ'αυτό ή η αρμονική ανάπτυξη των θεμελίων του σε συνάφεια με τις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές λειτουργίες του παρόντος και του μέλλοντος είναι αποκρουστική και, σε κάθε περίπτωση, αδιάφορη. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι όλα τα μέτρα της υπουργού ΠΕκΚΑ αποβλέπουν στη διαρπαγή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, κανένα όμως στην προστασία των δασών, στην ανάπτυξη του δημόσιου δασικού πλούτου και, μάλιστα, στην αναδάσωση των ορεινών όγκων που καλύπτουν σαφώς το κύριο μέρος της χώρας.
           (γ) Σταθερή επωδός που δικαιολογεί τη μονοσήμαντα αντικοινωνική πολιτική για την έξοδο από την κρίση είναι ότι το κράτος είναι διεφθαρμένο και, οπωσδήποτε, δεν προσφέρεται για την πάταξη της φοροδιαφυγής. Αυτή καθεαυτή η επισήμανση ότι το ελληνικό κράτος είναι «μοναδικό σε δυσλειτουργικότητα» και το «πλέον σπάταλο και διεφθαρμένο δυτικό κράτος» συνέχεται με την «πολιτεία» της πολιτικής τάξης. Η εμμονή στη διατήρησή του όμως, σοβούσης της κρίσης, επιβεβαιώνει επίσης ότι η αιτία του κράτους αυτού δεν εξέλειπε. Διότι, όχι μόνο δεν ελήφθη ουσιαστικά κανένα μέτρο για την εξυγίανσή του, αλλά και μας διαβεβαιώνουν, με ποικίλους όσους τρόπους, ότι δεν προτίθενται να λάβουν. Όντως, η μόνιμη επωδός της πολιτικής τάξης εστιάζεται στην επισήμανση του προβλήματος, στην "απειλή" ότι θα ληφθούν τα αναγκαία μέτρα, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι έναντι της τρόικας ή της υπηκόου κοινωνίας. Κορυφαίος υπουργός διετείνετο πρόσφατα ότι για τα κακώς κείμενα του κράτους φταίει ο μεγάλος αριθμός των βουλευτών και ο εκλογικός νόμος!!!.. Τίποτε άλλο...
           (δ) Η απουσία κάθε πολιτικής βούλησης για την ανάταξη του κράτους και τη διάσωση της κοινωνίας, διαπιστώνεται με κάθε σαφήνεια στην περίπτωση της φοροδιαφυγής. Αρκεί, νομίζω, ένα μόνο αλλά κραυγαλέο παράδειγμα, από τα πολλά που μπορεί να επικαλεσθεί κανείς. Υπό το προηγούμενο καθεστώς του ΦΜΑΠ αυτοί που υπέβαλαν δήλωση ήσαν ελάχιστοι σε σχέση με τους υπόχρεους. Η καθόλα ψευδής επίσημη εκδοχή ήταν ότι δεν υπήρχε τρόπος να ελεγχθούν. Έδωσαν, ωστόσο, εξαρχής στους φοροφυγάδες τη δυνατότητα να διαφύγουν τη δήλωση με την επίκληση της "υπεύθυνης δήλωσής" τους ότι το μέγεθος της περιουσίας που κατείχαν δεν υπερέβαινε το αφορολόγητο μέτρο. Σήμερα, εντούτοις, το πρόσχημα της αδυναμίας εξέλειπε αφού έχει διαμορφωθεί με το Ε9 περιουσιολόγιο και ανά πάσα στιγμή (δηλαδή αυτόματα, με βάση το ηλεκτρονικό σύστημα) μπορούν να ελεγχθούν όσοι είχαν υποχρέωση από το 1997 να υποβάλουν δήλωση ΦΜΑΠ και δεν το έπραξαν. Γιατί δεν το πράττουν; Η λύση είναι απλή: όσοι καλύπτουν τις προϋποθέσεις του ΦΜΑΠ σύμφωνα με το τωρινό Ε9 -με γνώμονα όμως τις πρόνοιες του τότε νόμου- να κληθούν να εξηγήσουν ποιά ήταν η κατάσταση της ακίνητης περιουσίας τους, από το 1997 έως την μεταβολή του νόμου. Γίνεται αντιληπτό ότι έτσι θα αποκατασταθεί η δικαιοσύνη -η ισότητα που προβλέπει το Σύνταγμα- και στα δημόσια ταμεία θα εισρεύσει χρήμα πολύ, αφού αυτοί που διέφυγαν την καταβολή του φόρου, αντιπροσωπεύουν ποσοστό πολλαπλάσιο εκείνων που υπέβαλαν δήλωση.
     5. Ποια μπορεί να είναι η διέξοδος; Πρέπει να διευκρινίσω ότι η λύση δεν θα προέλθει από μια επανάσταση της κοινωνίας. Η κοινωνία επέδειξε την απέχθειά της προς το σύστημα και, στο πλαίσιο αυτό, το δρόμο της εξόδου από την κρίση με ποικίλους τρόπους: Με τη στοχοποίηση της κομματοκρατίας και της πολιτικής τάξης ως υπεύθυνων για την καταστροφή της. Με τη δήλωσή της σε ποσοστό 75% ότι θα εγκατέλειπε τη χώρα εάν είχε τη σχετική δυνατότητα. Με την αυξημένη εκλογική αποχή και τη διάθεση αυτοδικίας των πολιτών έναντι της πολιτικής τάξης.
     Από την άλλη, είναι μάλλον «ουτοπικό» να αναμένει κανείς την υπέρβαση της δυναστικής κομματοκρατίας, με πρωτοβουλία της ίδιας της πολιτικής τάξης. Απομένει, επομένως, είτε η απόφαση ενός ηγέτη να υπερβεί εαυτόν και να πολιτευθεί ως εάν δεν αποτελεί μέρος της είτε η ολοκληρωτική κατάρρευση των επιλογών της, οπότε από τα συντρίμμια της χώρας θα μπορούσε να αναδειχθεί η διάδοχη κατάσταση. Η πρώτη εκδοχή μοιάζει μάλλον απίθανη αφού η πολιτική τάξη είναι δομικά ταυτισμένη με τη λογική της κομματοκρατίας, οι δε μηχανισμοί των διαπλεκομένων αναδεικνύουν πολιτικούς ηγέτες των οποίων το διαμέτρημα είναι απαγορευτικό για το εγχείρημα. Η δεύτερη λύση, πέραν του ότι δεν υποδεικνύει το αποτέλεσμα, εφόσον συνδυασθεί με ένα απονενοημένο διάβημα της κοινωνίας, ελέγχεται ως ικανή να οδηγήσει τη χώρα σε βαθύτερο αδιέξοδο.
     Σε κάθε περίπτωση, η έξοδος από την κρίση με τη διατήρηση ατόφιου του κρατούντος πολιτικού συστήματος, προμηνύεται αφενός τη διαιώνιση του καθεστώτος κατοχής, στο οποίο υπεβλήθη η ελληνική κοινωνία σχεδόν με τη μετάβασή της στο κράτος έθνος, και αφετέρου, μη αναστρέψιμες απώλειες για τη χώρα.
     6. Η επισήμανση αυτή δηλώνει ότι αντί, επομένως να κρύβεται κανείς πίσω από το μνημόνιο (και, συγκεκριμένα, το καθεστώς επιτροπείας, στο οποίο παρεδόθη ως μη όφειλε η χώρα και, μάλιστα, χωρίς διαπραγμάτευση), καλείται να λάβει ακαριαία μέτρα ανατροπής του καθεστώτος εσωτερικής κατοχής, στο οποίο εμμένει η πολιτική τάξη, απελευθερώνοντας την κοινωνία από τα πολυσήμαντα δεσμά της.
     Επείγει ως προς αυτό:
           (α) να ανασυγκροτηθεί το πολιτικό σύστημα, με γνώμονα την εγκαθίδρυση μιας θεσμικής ισορροπίας μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Ισορροπία, η οποία δεν είναι προφανώς εφικτή στο πεδίο της πολιτικής δυναμικής, δηλαδή εξωθεσμικά, και, οπωσδήποτε, με πρόσημο την εναλλαγή των φορέων της κομματοκρατίας στην εξουσία. Οι παραδοσιακοί τρόποι πολιτικής δράσης (η απεργία, η διαδήλωση κλπ) έχουν από καιρό ξεπερασθεί μαζί με τις συνθήκες που τους εισήγαγαν. Δεν αρκεί επίσης η επίκληση της δεοντολογίας («ότι οφείλει η πολιτική να αντιπροσωπεύει την κοινωνία»), για να λειτουργήσει το κράτος εν αρμονία με το κοινό συμφέρον. Είναι αναγκαία, εφεξής, η θεσμική ενσωμάτωση του σώματος της κοινωνίας των πολιτών και, σε κάθε περίπτωση, η συνεκτίμηση της κοινωνικής βούλησης, στην πολιτική διαδικασία. Απαιτείται γι’αυτό να θεσμοθετηθούν πρακτικές συναγωγής της συλλογικής βούλησης και ανάρτησής της στο πολιτικό διάλογο, έτσι ώστε να αποτελέσει διακύβευμα των πολιτικών του κράτους.
           Η επιλογή αυτή εναρμονίζεται με τη γενικότερη εξέλιξη του κόσμου, δεδομένου ότι όσο η οικονομία αυτονομείται από το πολιτειακό περιβάλλον του κράτους και αναπτύσσει το διακύβευμά της διακρατικά, δηλαδή στο σύνολο κοσμοσύστημα, τόσο η κοινωνία θα επιδιώκει την εγκατάστασή της στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος για να αντισταθμίσει την αδυναμία της να επηρεάσει τις αποφάσεις του πολιτικού συστήματος. Η αντιπροσωπευτική προσομοίωση της πολιτείας επάγεται προφανώς την κατάργηση όλων των πυλώνων της κομματοκρατίας, την άμεση υπαγωγή της πολιτικής στη δικαιοσύνη, την απόρριψη του ιδιοτελούς προτάγματος της «διακυβέρνησης», που αναδεικνύει την κατ'εφημισμόν «κοινωνία πολιτών»7, αντί του σώματος της κοινωνίας των πολιτών, σε μέτρο του σκοπού της πολιτικής.
           (β) να αναπροσδιορισθεί ο σκοπός του κράτους. Το γενικό/δημόσιο συμφέρον να υποκατασταθεί από το κοινό συμφέρον. Η έννοια του κοινού συμφέροντος προϋποθέτει, εντούτοις, την ανοικοδόμηση του κοινωνικού ιστού, στη βάση μιας ισχυρής συνεκτικής αρχής (ή συλλογικής ταυτότητας) που θα κινητοποιεί τα δημιουργικά αντανακλαστικά της κοινωνίας και θα τα ανάγει σε συλλογική βούληση. Ο συνδυασμός της αντιπροσωπευτικής προσομοίωσης της πολιτείας με την ισχυρή ταυτοτική συλλογικότητα, θα δημιουργήσει μια νέα σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που θα αποκλείει την πελατειακή εξατομίκευση της πολιτικής λειτουργίας. Η συνάντηση του σκοπού της πολιτικής με το βούληση/συμφέρον της κοινωνίας των πολιτών, προόρισται να μεταβάλει το κράτος, από δυνάστη της σύνολης κοινωνίας, σε αρωγό του πολίτη, σε εγγυητή της ζωής, της περιουσίας, της ελευθερίας και των δικαιωμάτων του.
           (γ) η αντιπροσωπευτική προσομοίωση της πολιτείας προϋποθέτει την εισαγωγή της αρχής του ελέγχειν του πολιτικού προσωπικού, δηλαδή την ολοσχερή κατάργηση της ασυλίας και την προσέγγιση της πολιτικής ευθύνης υπό το πρίσμα της δικαιοσύνης. Συνεπάγεται περαιτέρω την αναγνώριση στα μέλη της κοινωνίας των πολιτών δικαιώματος έννομου συμφέροντος, τόσο έναντι των φορέων του πολιτικού συστήματος όσο και των μελών της διοίκησης και της δικαιοσύνης.
           Η καθιέρωση του δικαιώματος αυτού, συνάδει με την εισαγωγή της αρχής του «ελέγχειν» για το πολιτικό προσωπικό και τη διοίκηση, που θα ήταν αυτονόητη εάν το πολιτικό σύστημα προσομοίαζε στοιχειωδώς προς την αντιπροσώπευση. Αν μη τι άλλο, ο πολίτης δικαιούται να έχει λόγο στη διαχείριση της περιουσίας του, αυτής που εκχωρείται στο κράτος μέσω του δημοσιονομικού συστήματος. Δεν νοείται, επίσης, ο βλαπτόμενος από τις αρχές του κράτους πολίτης να μην δικαιούται να υποβάλει σε έλεγχο τον βλάπτοντα ή να αποζημιώνεται από το δημόσιο ταμείο που χρηματοδοτεί ο ίδιος και όχι από τον υπαίτιο. Με απλούστερη διατύπωση, οφείλει να καταργηθεί κάθε νόμος -περί [μη] ευθύνης υπουργών- και να εφαρμοσθούν οι κοινές περί δικαίου διατάξεις που διέπουν όλους τους πολίτες. Ο Αριστοτέλης και ο Πολύβιος μας πληροφορούν ότι στην αντιπροσώπευση και στη δημοκρατία τα εγκλήματα των πολιτικών τιμωρούνται αυστηρότερα επειδή βλάπτουν τους πολλούς. Δεν εξισώνονται με εκείνα των κοινών ανθρώπων και προφανώς δεν τίθενται στο απυρόβλητο. Οπωσδήποτε, είναι επιεικώς απαράδεκτο, οι ρυθμίσεις για την "πολιτική ευθύνη" των πολιτικών, να αποφασίζονται από τους ιδίους σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, η δε απόφαση για τη δίωξή τους και η εκδίκαση της υπόθεσης να ανήκει στους ίδιους.
           (δ) Όπως είδαμε, το κράτος της κομματοκρατίας θεωρεί ότι ο ρόλος του τελειώνει εκεί όπου όφειλε να αρχίζει. Εξού και δεν θεωρεί ότι ανήκουν στις αρμοδιότητές του η έννοια της αποτελεσματικότητας και ο έλεγχος των υπηρεσιών του, η κύρωση για την εφαρμογή της νομιμότητας και για την εναρμόνισή του με το κοινό συμφέρον. Η αναστροφή της λογικής αυτής, συνδυάζεται με το γεγονός ότι το κράτος στο σύνολό του είναι άκρως αποτελεσματικό στη διαχείριση του κομματικού συμφέροντος και για την ιδιοποίηση του δημόσιου αγαθού. Το κράτος αυτό πρέπει να εκλείψει ακαρεί. Να ανασυγκροτηθούν εκ βάθρων η διοίκηση, η δικαιοσύνη, οι δυνάμεις της τάξης κλπ, με γνώμονα την ανταποκρισιμότητά τους στις ανάγκες της κοινωνίας. Να αποκτήσει ο κρατικός μηχανισμός επιχειρησιακή διάσταση, με μέτρο όχι ασφαλώς την "αγορά", αλλά τη δημόσια αποτελεσματικότητα και πρόσημο το κοινωνικό συμφέρον.
           (ε) να καταργηθεί αμέσως το σύνολο της νομοθεσίας που δεσμεύει την ελευθερία της κοινωνίας και την μεταβάλει σε αναγκαστικό υποζύγιο της διαπλοκής και της διαφθοράς. Να γίνει σαφές στην πολιτική τάξη (και στην απολογητική νεοτερική διανόηση) ότι η οικονομική πολιτική που προάγει την εξουθένωση, την ταπείνωση και την περιαγωγή της κοινωνίας στην εργασιακή, εισοδηματική και ιδιοκτησιακή εξαχρείωση, προσήκει στο καθεστώς της ανομίας και στις σχέσεις δύναμης, που σταδιοδρομούν στην πρωτο-ανθρωποκεντρική φάση που διέρχεται η εποχή μας, όχι στην φύση της σύνολης εξέλιξης. Με άλλα λόγια, μια οικονομική πολιτική με πρόσημο την πρόοδο συνάδει με την απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων της κοινωνίας, είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ανάδειξη της «πολιτικής αγοράς», δηλαδή της κοινωνικής βούλησης, σε ρυθμίζουσα παράμετρο, από την οποία αντλούν λόγο ύπαρξης το κράτος και, φυσικά, η «οικονομική αγορά». Μια υπεροχή που απαιτεί την άρση της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους επί της κοινωνίας των πολιτών.

     7. Οι ανωτέρω πολιτικές εισάγουν ως πρόκριμα ότι ο πολιτικός ηγέτης έχει επίγνωση του διακυβεύματος που εγείρεται ενώπιον του κόσμου στην εποχή μας και την βούληση να υπερβεί τη συγκυρία των συσχετισμών, αντί να παραμένει απλός διαχειριστής του κρατούντος συστήματος. Να γνωρίζει, σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ελλάδα, ότι η έξοδος από την κρίση, χωρίς την ανήκεστη συντριβή της, απαιτεί την εκ βάθρων ανασυγκρότηση του παρόντος κράτους, ως πολιτικού συστήματος και ως διοίκησης.
     Είναι προφανές ότι η άρση της αιτίας της κρίσης και, εν προκειμένω, της κομματοκρατίας, δεν μπορεί να γίνει από μια κυβέρνηση που θα αποτελείται από κομματικά ενεργούμενα και «φίλους» ή συνεργούς της καταστροφής, αλλά από μέλη της κοινωνίας που αναγνωρίζονται για τη βαθιά γνώση του διεθνούς διακυβεύματος και του ελληνικού προβλήματος και των οποίων η «πολιτεία» εγγυάται την προσήλωσή τους στο κοινό συμφέρον και στην ελευθερία της. Η ανατροπή της κομματοκρατίας απαιτεί την παράκαμψη του συνόλου της πολιτικής τάξης, από την Αριστερά έως τη Δεξιά της πτέρυγα.
     Η υπέρβαση αυτή, αφορά κατ’επέκταση και στο περιεχόμενο του προγραμματικού πολιτικού λόγου. Η επικέντρωση της συζήτησης στο δίλημμα υπέρ ή κατά του μνημονίου υποδεικνύει το δρόμο που θα επιλεγεί για την τελειωτική καταστροφή. Το διακύβευμα της υπέρβασης ανάγεται στην αναίρεση του δυναστικού κράτους που συντηρεί η κομματοκρατία και, υπό το πρίσμα αυτό, στην επανεξέταση του συνόλου των πολιτικών του.
     Ευλόγως, λοιπόν, επανέρχεται το ερώτημα. Ποιός άραγε ο ηγέτης που θα αναλάβει την απελευθέρωση της κοινωνίας ή μήπως η τελευταία θα υποχρεωθεί να αναζητήσει, υπό το βάρος της κατάρρευσης, τρόπους για τη διάσωσή της; Διαπιστώσαμε ήδη ότι ο ηγέτης που θα οδηγήσει στην υπέρβαση της κομματοκρατίας δεν μπορεί να προέλθει από την κρατούσα πολιτική τάξη και τους διαπλεκομένους συγκατανευσιφάγους που την περιβάλλουν. Πριν από χρόνια, διαβλέποντας το αναπόφευκτο της καταστροφής, διατύπωνα την άποψη ότι η υπέρβαση του φαυλοκρατικού καθεστώτος θα γινόταν μόνο μέσα από το αδιέξοδο μιας μείζονος κρίσης, στην οποία θα οδηγείτο τελικά η χώρα. Φαίνεται, ωστόσο, ότι τα θεμέλια της κομματοκρατίας και των δυνάμεων της διαπλοκής που τη στηρίζουν, είναι βαθιά, ενώ η παράδοση της χώρας στη διεθνή επιτροπεία δημιούργησε ένα επαρκώς ανθεκτικό μείγμα, αποτρεπτικό στην εκκόλαψη του νέου. Εξού και οι επιπτώσεις της κρίσης θα είναι για τη χώρα οδυνηρές.
     Η άποψη που διατυπώνουν ορισμένοι ότι είναι δυνατή η έξοδος από την κρίση με τη διατήρηση του κρατούντος πολιτικού συστήματος και μέτρο τον εξαναγκασμό του από την τρόικα σε μεταρρυθμίσεις είναι κατά τη γνώμη μου εξίσου εσφαλμένη. Διότι η έξοδος αυτή, πέραν του ότι μεταθέτει το βάρος αποκλειστικά στην κοινωνία, θα διαιωνίσει το καθεστώς της κατοχής της και θα συνοδεύεται από το στίγμα της βέβαιης υποτροπής. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η προοπτική αυτή είναι, από τη φύση της, επικίνδυνη, αφού υπονοεί ότι το συμφέρον της κοινωνίας συνάδει με εκείνο των ξένων δυνάμεων και όχι με το εθνικό της κράτος.
     8. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κρίση είναι διεθνής. Όμως, η Ελλάδα κάνει τη διαφορά. Η τωρινή κρίση προστίθεται στην αλυσίδα σειράς καταστροφών που επισώρευσε το νεοελληνικό κράτος επί της ελληνικής κοινωνίας. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι η κρίση αυτή προετοιμάσθηκε ιδεολογικά, τα τελευταία χρόνια, από την κρατική διανόηση, ενόσω η λεηλατική ιδιοποίηση του δημόσιου αγαθού και η ομηρία της κοινωνίας, έπαιρναν εμφανείς διαστάσεις.
     Στο πλαίσιο αυτό, η αναφορά στη βούληση και το συμφέρον της κοινωνίας εξομοιώθηκε με τον λαϊκισμό, η δε επίκληση της εθνικής συλλογικότητας ως αναχώματος στην καθυπόταξη του κράτους στις «νομοτέλειες» της ιδιωτικής οικονομίας, ενοχοποιήθηκε ως ταυτολογία του εθνικισμού. Τα «δικαιώματα» αποτέλεσαν το επιχείρημα για την ολοκληρωτική επίθεση της κρατικής διανόησης εναντίον της ελευθερίας της κοινωνίας και, περαιτέρω, για την υποβάθμιση της εργασίας του πολίτη στην κατηγορία του εμπορεύματος. Μια ομοβροντία δημοσιευμάτων προέβαλαν, την περίοδο αυτή, τον κίνδυνο που στοιχειοθετούσε η «πλειοψηφία» για τα δικαιώματα. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι η «πλειοψηφία», η οποία κινητοποιεί τα ολιγαρχικά αντανακλαστικά της κρατικής διανόησης, συνέχεται με την εγκιβωτισμένη στον ιδιωτικό χώρο κοινωνία και όχι, προφανώς, με μια πολιτειακά δομημένη (ως δήμος) κοινωνία των πολιτών, διαθέτουσα, ως εκ τούτου, ιδίαν θεσμική βούληση. Η προοπτική ακριβώς αυτή είναι που τρομάζει τις δυνάμεις της (πνευματικής και πολιτικής) ολιγαρχίας, δεδομένου ότι η πολιτειακή δόμηση της κοινωνίας των πολιτών είναι απολύτως αναιρετική της διαπλοκής των ομάδων συμφερόντων με την πολιτική εξουσία και, προφανώς, του δυναστικού κράτους της κομματοκρατίας.
     Τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με τον τρόπο προσέγγισης της κρίσης, επιβεβαιώνουν ότι η κατεστημένη άρχουσα τάξη δεν είναι προετοιμασμένη να επεξεργασθεί πολιτικές ολικής ανατροπής του φαυλοκρατικού καθεστώτος της κομματοκρατίας, εναρμονιζόμενη με την Ελλάδα της δημιουργίας και του πολιτισμού, κυρίως δε προς έναν κοινωνικό σκοπό της πολιτικής, που θα διαρρήγνυε τη σχέση της με εδραιωμένα συμφέροντα και πολιτικές νοοτροπίες δυναστικού τύπου.
     Αυτός είναι ο λόγος που με κάνει να επιμένω ότι η λύση στο ελληνικό πρόβλημα δεν διέρχεται από την εναλλαγή στην εξουσία, ουδέ καν από την παράκαμψη του πολιτικού προσωπικού που λειτουργεί την παρούσα κομματοκρατία. Διότι στη θέση της θα εγκατασταθεί μεσοπρόθεσμα, μόλις καταλαγιάσει η κρίση, μια άλλη, δυναστική πολιτική τάξη. Η λύση έγκειται στη μεταβολή της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Η οποία θα διέλθει αποκλειστικά από την αναίρεση του προ-αντιπροσωπευτικού κράτους, το οποίο, όντας αναντίστοιχο με το πολιτικό ανάπτυγμα της ελληνικής κοινωνίας, οδηγεί στην κομματοκρατία. Ο εκσυγχρονισμός αυτός του πολιτικού συστήματος της χώρας μπορεί να επισυμβεί μόνο με τη θεσμική ενσωμάτωση της κοινωνίας των πολιτών –ή, κατ’ελάχιστον, της κοινωνικής βούλησης- στην πολιτεία, δηλαδή με την αντιπροσωπευτική προσομοίωση του πολιτικού συστήματος.
     Τα ανωτέρω, μας επαναφέρουν, επομένως, στην αρχική μας διαπίστωση ότι η αιτία της κρίσης προδικάζει και το αδιέξοδο της χώρας. Διότι τα θεμέλια της κομματοκρατίας -και των δυνάμεων της διαμεσολάβησης και της διαπλοκής που τη στηρίζουν- είναι βαθιά, ενώ η παράδοση της χώρας στη διεθνή επιτροπεία ενίσχυσε την ανθεκτικότητα του μείγματος που λειτουργεί αποτρεπτικά στην εκκόλαψη του νέου. Παρουσιάζεται έτσι το φαινόμενο, εκείνοι που οδήγησαν τη χώρα στην καταστροφή να εμφανίζονται ως τιμητές και, μάλιστα, να επιμένουν ότι αυτοί είναι οι μόνοι κατάλληλοι να την σώσουν. Δεν αναλογίζονται ότι με τον τρόπο αυτό επιβαρύνουν περαιτέρω τη θέση τους καθώς ομολογούν ότι οδήγησαν τη χώρα στην κρίση εν επιγνώσει. Όλα δείχνουν ότι η παρούσα θέση της χώρας προσομοιάζει πλήρως με εκείνη του 18978.
     Σε κάθε περίπτωση, η διαιώνιση της αναντιστοιχίας αυτής μεταξύ του πρωτο-ανθρωποκεντρικού κράτους της νεοτερικότητας με το ανθρωποκεντρικό ανάπτυγμα της ελληνικής κοινωνίας, εξηγεί γιατί ο ελληνισμός δεν συνήλθε ακόμη από τις συνέπειες της ήττας που ολοκληρώθηκε με την είσοδό του στο κράτος έθνος. Το παρήγορο του πράγματος, έγκειται, ωστόσο, στο ότι η ίδια η νεοτερικότητα έχει αρχίσει, αμυδρά, να διακρίνει στην αναντιστοιχία αυτή, την αιτία του δικού της προβλήματος9.

Αθήνα, 14.01.2011


[1] Για τον χαρακτήρα της παγκόσμιας κρίσης, την οποία αναγγείλαμε με κείμενο μας το 2007, όπως και για την ιδιαιτερότητα της ελληνικής κρίσης, βλέπε το βιβλίο μου, 12/2008. Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος, Εκδόσεις Ιανός, Αθήνα, 2009, σελ. 9-102, 193 επ.
[2] Σε πλήθος έργων μου παλαιόθεν, όπως στα Histoire de la Grèce, Éditions Hatier, Παρίσι, 1992. "Ο πόλεμος του 1897 και ο Δημήτριος Βικέλας," στο Η Μελέτη, τ. Ε΄, Αθήνα, 2010, σελ. 545-565. "Το διακύβευμα της μικρασιατικής εκστρατείας και οι σταθερές του νεοελληνικού κράτους" κ.α.
[3] Βλέπε σχετικά το έργο μου, Η ελληνική δημοκρατία του Ρήγα Βελεστινλή, Παρουσία, Αθήνα, 2008.
[4] Βλέπε σχετικά στο έργο μου, "Η κομματοκρατία ως πολιτικό σύστημα", στο Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, Πατάκης, Αθήνα, 2007, σελ. 689 επ.
[5] Περισσότερα, στα κεφάλαια, "Δικαιοσύνη και πολιτικό σύστημα" και "Διαφθορά και πολιτικό σύστημα" του βιβλίου μου, Η δημοκρατία ως ελευθερία, όπ.παρ.
[6] Όπως έχω καταδείξει στο ανωτέρω έργο μου, το σημερινό πολιτικό σύστημα δεν είναι ούτε αντιπροσωπευτικό ούτε πολλώ μάλλον δημοκρατικό. Και σε κάθε περίπτωση δεν γίνεται να είναι και τα δυο, αφού αυτά μεταξύ τους είναι ασύμβατα και ως εκ τούτου δεν μπορούν να συνυπάρξουν.
[7] Δηλαδή τις συντεταγμένες ομάδες που διακινούν επιμέρους συμφέροντα, νέμονται το δημόσιο αγαθό και υπαγορεύουν το περιεχόμενο του πολιτικού κόστους. Για το μείζον αυτό ζήτημα, που σχεδιάσθηκε για να υπηρετήσει αυθεντικά την πολιτική κυριαρχία της αγοράς, βλέπε το οικείο κεφάλαιο στο βιβλίο μου Η δημοκρατία ως ελευθερία, όπ.παρ.
[8] Αρκεί να αντιμεταθέσει κανείς το χρόνο και το περιεχόμενο της κρίσης για να πιστοποιήσει ότι πόσο η σημερινή πραγματικότητα δεν άλλαξε στο παραμικρό από εκείνη του 1897. Βλέπε σχετικά το έργο μου "Ο πόλεμος του 1897 και ο Δημήτριος Βικέλας", όπ.παρ.
[9] Πολλά από τα παραπεμπόμενα κείμενα στο εδώ πόνημα, ο αναγνώστης μπορεί να τα αναζητήσει στην ιστοσελίδα του συγγραφέα. "http://contogeorgis.blogspot.com" ή απλώς "κοσμοσύστημα".