Του Σεβασμιώτατου μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου
Κατά καιρούς, ιδίως τελευταία, ασκείται μια κριτική στο θεολογικό
έργο του μακαριστού καθηγητού
π. Ιωάννου Ρωμανίδη και διατυπώνονται
διάφορες απόψεις για τις θεολογικές θέσεις του πάνω σε θεολογικά και
πνευματικά ζητήματα. Το περίεργο είναι ότι ασκείται κριτική μετά την
κοίμησή του, χωρίς να μπορή ο ίδιος να απαντήση σε ερμηνείες που
δίνονται για το θεολογικό του έργο.
Επίσης, κρίνεται από ανθρώπους οι οποίοι δεν τον γνώρισαν προσωπικά η
μελέτησαν αποσπασματικά το έργο του, χωρίς να το εντάξουν στην ολότητά
του. Είναι φανερόν ότι όλοι αυτοί αντιλαμβάνονται μερικές θεολογικές
θέσεις του μέσα από τις δικές τους προϋποθέσεις και τις παρερμηνεύουν.
Πιθανόν να κρίνουν το έργο ενός μεγάλου θεολόγου, για να γίνουν και
αυτοί «μεγάλοι».
Είχα την εξαιρετική τιμή να τον γνωρίσω μετά την συνταξιοδότησή του
από το Πανεπιστήμιο, κυρίως κατά την παραμονή του στην Αθήνα, και να
ομιλούμε σχεδόν καθημερινώς για διάφορα εκκλησιαστικά και θεολογικά
ζητήματα. Επίσης, μου απέστελνε κείμενά του και μου ανέλυε, δια του
τηλεφώνου, περισσότερο τις απόψεις του.
Το ίδιο έκανε και με τον καθηγητή π. Γεώργιο Μεταλληνό και τον
θεολόγο κ. Αθανάσιο Σακαρέλλο. Πέρα από αυτό, με αίτησή του μου ζήτησε
να τον εγγράψω στους ιερατικούς καταλόγους της Ιεράς Μητροπόλεώς μου,
χωρίς, βέβαια, να λαμβάνη μισθό, αλλά γιατί ήθελε να έχη κάποια
εκκλησιαστική «στέγη», πράγμα που έγινε μετά την έκδοση του Απολυτηρίου
του από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής, όπως το είχα ζητήσει. Επομένως,
είμαι ο τελευταίος Επίσκοπός του.
Έτσι γνώρισα, όσο είναι δυνατόν, την προσωπικότητά του και τις
θεολογικές θέσεις του. Με εντυπωσίασε κάποια φορά ο π. Ιωάννης, όταν τον
επισκέφθηκα στον θάλαμο εντατικής θεραπείας στο νοσοκομείο.
Ήταν διασωληνωμένος και τον ρώτησα για την υγεία του. Εκείνος δεν
έδωσε καμμία σημασία, αλλά άρχισε να μου ομιλή για εκκλησιαστικά και
θεολογικά θέματα. Αυτό έδειχνε το πόσο μεγάλη σημασία έδινε στην
θεολογία της Εκκλησίας και παραθεωρούσε τα σχετικά με την υγεία του,
ακόμη και τον θάνατό του. Η θεολογία ήταν όλη η ζωή του και η αναπνοή
του.
Στα όσα κατά καιρούς έχω γράψει και όσα θα δημοσιευθούν αργότερα για
τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, θα ήθελα εδώ να σημειώσω τις δύο «φάσεις» της
θεολογικής του αναπτύξεως, αν μπορή κανείς να ομιλήση για φάσεις μιας
τέτοιας διαδικασίας.
Πρόκειται για την πρώτη περίοδο της θεολογικής του παραγωγής, που
έχει επίκεντρο την διατριβή του με τίτλο
Το Προπατορικό Αμάρτημα, και
την δεύτερη περίοδο που έχει επίκεντρο την νηπτική-ησυχαστική διδασκαλία
των Αποστόλων, ιδιαιτέρως του Αποστόλου Παύλου. Φυσικά, όπως γίνεται
αντιληπτό δεν θα με απασχολήση στο κείμενο αυτό η άποψή του για την
ιστορία, αλλά κυρίως για την θεολογία, αν και ο ίδιος και τα δύο αυτά τα
θεωρούσε αλληλένδετα.
1. «Το Προπατορικό Αμάρτημα»
Η ενασχόλησή του με το θέμα αυτό είχε αφετηρία το περιβάλλον στο
οποίο βρέθηκε στην Αμερική και η αναζήτηση της θεολογίας της Εκκλησίας
πάνω στην δημιουργία του κόσμου και την πτώση του ανθρώπου.
Είναι γνωστόν ότι ο π. Ιωάννης μεγάλωσε στην Αμερική από την βρεφική
του ηλικία, σπούδασε σε Παπικά και Προτεσταντικά Κέντρα Σπουδών και
γνώρισε πολύ καλά την θεολογία τους, όπως του Θωμά του Ακινάτη και των
βασικών Προτεσταντών θεολόγων.
Οι Προτεστάντες αρνούνταν την πατερική παράδοση και μελετούσαν μόνον
την Αγία Γραφή, οι δε Παπικοί θεολόγοι στηρίζονταν στον Θωμά τον Ακινάτη
–ο οποίος ερμήνευε τον Αυγουστίνο– αλλά και σε άλλους σχολαστικούς
θεολόγους. Αυτή η αντίθεση μεταξύ των δύο Χριστιανικών παραδόσεων
(Παπισμού-Προτεσταντισμού) έκανε τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη να ενδιατρίψη
περισσότερο στους λεγομένους Αποστολικούς Πατέρες, δηλαδή τους Πατέρες
εκείνους οι οποίοι ήταν διάδοχοι των αγίων Αποστόλων και προηγήθηκαν των
μεγάλων Πατέρων του 4ου αιώνος.
Επρόκειτο για μια εφυέστατη κίνηση, διότι με τον τρόπο αυτό διέγνωσε
ότι οι Αποστολικοί Πατέρες είναι ο κρίκος που συνέδεε τους Αποστόλους με
τους μετέπειτα Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας και αυτός ο κρίκος
παρέμεινε άθραυστος. Δια των Αποστολικών Πατέρων μεταφέρθηκε η
διδασκαλία των αγίων Αποστόλων στις μετέπειτα γενιές.
Όταν κάνουμε λόγο για Αποστολικούς Πατέρες, εννοούμε τον άγιο Κλήμη
Ρώμης, τους συγγραφείς των έργων: Ποιμήν του Ερμά και Η επιστολή
Βαρνάβα, τον άγιο Ιγνάτιο Θεοφόρο, τον άγιο Πολύκαρπο Σμύρνης, τον Παπία
Ιεραπόλεως. Με αυτούς συνδέεται και ο άγιος Ειρηναίος Λυώνος και ο
Ιππόλυτος Ρώμης.
Μελέτησε, επομένως, όλους τους Αποστολικούς Πατέρες μέσα στο «πνεύμα»
της διδασκαλίας των Αγίων Αποστόλων, σε αντιβολή αφ' ενός μεν με τους
ορθοδόξους Πατέρες αφ' ετέρου δε με τoύς δυτικούς σχολαστικούς και
μεταρρυθμιστές θεολόγους. Η όλη πορεία της θεολογικής σκέψεώς του
φαίνεται στον υπότιτλο της διατριβής του με θέμα το Προπατορικό
Αμάρτημα.
Σε ένα ιδιόχειρο τετράδιο, που έχω στην κατοχή μου και προέρχεται από
την εποχή της προετοιμασίας του θέματος, πριν καταγράψει τις θεολογικές
του θέσεις στην γνωστή διατριβή του, ο τίτλος και ο υπότιτλος του έργου
έχουν καθορισθή ως εξής: «Το Προπατορικόν αμάρτημα, ήτοι αι
κοσμολογικαί και ανθρωπολογικαί προϋποθέσεις αυτού εν τη αρχαία Εκκλησία
συγκρινόμενοι προς προϋποθέσεις τινας της μεταγενεστέρας ελληνικής
πατερικής θεολογίας και της δυτικής σχολαστικής θεολογίας, κυρίως του
Αυγουστίνου, Ανσέλμου και Ακινάτου».
Πρόκειται για την πρώτη σύλληψη του θέματος αυτού. Στο τετράδιο αυτό
υπάρχουν χωρία από την Καινή Διαθήκη, τα οποία είχε συγκεντρώσει κατά
θέματα, προφανώς διαβάζοντας ολόκληρη την Καινή Διαθήκη μέσα από την
προοπτική του θέματός του, καθώς επίσης και πατερικά κείμενα από τους
Αποστολικούς Πατέρες και τους Πατέρας του 4ου αιώνος, ήτοι του Μ.
Αθανασίου, του Μ. Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου
Ιωάννου Χρυσοστόμου και άλλων Πατέρων, όπως και του αγίου Διονυσίου
Αρεοπαγίτου, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, κλπ.
Στην δακτυλογραφημένη διατριβή του, που περιήλθε στην κατοχή μου και
στην οποία παρατηρούνται ιδιόχειρες διορθώσεις φράσεων και παρεμβάσεις
με προσθήκες στο κείμενο, σημειώσεις κλπ., – προφανώς είναι το κείμενο
της πρώτης καταγραφής– ο τίτλος και ο υπότιλος του έργου του έχουν
καθορισθή από τον ίδιο ως εξής: Με την γραφομηχανή σημειώνεται: «Το
Προπατορικόν αμάρτημα, ήτοι αι κοσμολογικαί και ανθρωπολογικαί
προϋποθέσεις Αυτού από των χρόνων της Καινής Διαθήκης μέχρι του Αγίου
Ειρηναίου». Σε ιδιόχειρη σημείωσή του τροποποιεί τον τίτλο του έργου:
«Συμβολαί εις την διδασκαλίαν περί Προπατορικού Αμαρτήματος, ήτοι Αι
προϋποθέσεις αυτής εν τη μέχρι του Αγίου Ειρηναίου Αρχαία Εκκλησία εν
αντιβολή προς την Ορθόδοξον και Δυτικήν μέχρι Θωμά του Ακινάτου
Θεολογίαν».
Στο τελικό κείμενο το οποίο εκδόθηκε από τις εκδόσεις Πουρναρά ο
τίτλος και ο υπότιτλος της διατριβής του έχουν προσδιορισθή ως
ακολούθως: «Το Προπατορικόν Αμάρτημα, ήτοι Συμβολαί εις την έρευναν των
προϋποθέσεων της διδασκαλίας περί Προπατορικού Αμαρτήματος εν τη μέχρι
του Αγίου Ειρηναίου Αρχαία Εκκλησία, εν αντιβολή προς την καθόλου
κατεύθυνσιν της Ορθοδόξου και της Δυτικής μέχρι Θωμά του Ακινάτου
Θεολογίας».
Από την κατά καιρούς διαμόρφωση του υπότιτλου του έργου του από τον
ίδιο τον συγγραφέα φαίνεται καθαρά αφ' ενός μεν η προσπάθειά του να
εκφράση κατά τον καλύτερο τρόπο την διαφορά της διδασκαλίας των Πατέρων
της Εκκλησίας από τις απόψεις των σχολαστικών θεολόγων στο θέμα του
προπατορικού αμαρτήματος, αφ' ετέρου δε ότι στηρίζεται πάντοτε στην
Καινή Διαθήκη, στους Αποστολικούς Πατέρες μέχρι τον άγιο Ειρηναίο, που
είναι η πηγή της θεολογικής σκέψεώς του.
Έτσι, αυτή η πρώτη φάση της ερευνητικής προσπάθειας του π. Ιωάννου
Ρωμανίδη κινείται μέσα στα κείμενα τόσο της Αγίας Γραφής όσο και των
Πατέρων της Εκκλησίας σε αντιβολή με τα κείμενα του Αυγουστίνου και των
Σχολαστικών Θεολόγων. Η έρευνα αυτή δείχνει έναν σοβαρό ερευνητή
επιστήμονα που ενδιαφέρεται στην φάση αυτή να αναζητήση το «πνεύμα» της
σκέψεως των Πατέρων της Εκκλησίας, και, κατά την γνώμη μου, να φανή ότι η
Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η «ιστορική Εκκλησία», η οποία διαφύλαξε την
αποστολική παράδοση, όπως πέρασε αυθεντικά από τους Αποστόλους στους
μετέπειτα Πατέρες, δια μέσου των Αποστολικών Πατέρων, ενώ οι Λατίνοι και
οι Προτεστάντες όχι μόνον την παρερμήνευσαν, αλλά και την αλλοίωσαν
σημαντικά.
2. Η νηπτική-ησυχαστική διδασκαλία του
Μετά την βασική αυτή έρευνα ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης προχώρησε βαθύτερα
το θέμα, που συνδέεται με τις κοσμολογικές και ανθρωπολογικές
προϋποθέσεις του προπατορικού αμαρτήματος, για να δη τις συνέπειες της
πτώσεως του ανθρώπου, που είναι ο σκοτασμός του νου και η απομάκρυνση
του ανθρώπου από το Φως του Θεού, καθώς προχώρησε και στον τρόπο με τον
οποίο επανέρχεται ο άνθρωπος στον Θεό και αποκτά κοινωνία και μέθεξη
μαζί Του, δηλαδή πως από την κάθαρση οδηγείται στον φωτισμό και την
θέωση. Σε αυτήν την δεύτερη φάση της δημιουργικής του εργασίας βοηθήθηκε
σημαντικά από την ερμηνεία των χωρίων της Καινής Διαθήκης, ιδιαιτέρως
την ερμηνεία της διδασκαλίας του Αποστόλου Παύλου.
Ήδη από την μελέτη του θέματος «το Προπατορικό Αμάρτημα», όπως
φαίνεται σε ιδιόχειρο τετράδιο που έχω στην διάθεσή μου, είχε
συγκεντρώσει όλα τα καινοδιαθηκικά χωρία τα οποία αναφέρονται στον
διάβολο, στην δημιουργική ενέργεια του Θεού, στην αμαρτία του ανθρώπου,
στον πνευματικό θάνατο, στην «καρδίαν ως νου» και στην «καρδίαν ως
κατοικίαν Θεού», στο «πνεύμα της ζωής», στο «πνεύμα του ανθρώπου», στην
«δικαιοσύνη του Θεού», στην «σωτηρίαν εκ θανάτου και φθοράς», στο
«ένστικτον της αυτοσυντηρήσεως», στην κατά Χριστό σταύρωση κλπ.
Δηλαδή, απ' ο,τι αντιλαμβάνεται κανείς, μελετώντας την συλλογή αυτών
των χωρίων, κυρίως του Αποστόλου Παύλου, ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης συνέλεξε
όλα τα χωρία της Καινής Διαθήκης, στα οποία γίνεται λόγος για την
νηπτική-ησυχαστική ζωή του ανθρώπου, ως προϋπόθεση σωτηρίας.
Η εργασία αυτή είναι η υποδομή της σκέψεώς του για την ανάδειξη της
νηπτικής-ησυχαστικής παραδόσεως, ως ζωής των Προφητών, των Αποστόλων και
των Πατέρων.
Αυτή η μελέτη της Καινής Διαθήκης μέσα από την ησυχαστική παράδοση
τον βοήθησε αργότερα αποτελεσματικά στις συζητήσεις που είχε με τους
Προτεστάντες, ως αντιπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος στους διαλόγους
μαζί τους.
Πολλές φορές μου έλεγε ότι οι Προτεστάντες αρνούνται την διδασκαλία
των Πατέρων της Εκκλησίας, δεν μπορούν να κατανοήσουν τα περί προσώπου,
υποστάσεως, ουσίας, ενεργείας στον Θεό, και τα οποία θεωρούν ότι είναι
επίδραση της ελληνικής φιλοσοφίας, με την οποία αλλοιώθηκε η αποστολική
παράδοση.
Μάλιστα μου έλεγε ότι ο μεγάλος Προτεστάντης θεολόγος Χάρνακ
υποστήριζε την άποψη ότι η Ορθοδοξία είναι μία ειδωλολατρική μορφή του
Χριστιανισμού. Έτσι, οι Προτεστάντες στους διαλόγους, όταν άκουαν τους
ορθοδόξους θεολόγους να ομιλούν με όρους της ελληνικής φιλοσοφίας,
δυσανασχετούσαν, δεν καταλάβαιναν τίποτε και απέρριπταν όλη αυτήν την
διδασκαλία.
Επομένως, δεν ήταν εύκολο να ομιλήση ένας ορθόδοξος θεολόγος με τους
Προτεστάντες με όρους της πατερικής θεολογίας, επειδή δεν τους
καταλάβαιναν.
Αυτό έκανε τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη να χρησιμοποιή κατά κόρο στους
διαλόγους που είχε με τους Προτεστάντες, υπέρ των ορθοδόξων απόψεων,
χωρία της Καινής Διαθήκης, ιδιαιτέρως δε χωρία του Αποστόλου Παύλου, και
τους έφερνε σε δύσκολη θέση.
Επίσης, συζητώνας με Εβραίους ανέπτυσσε χωρία της Παλαιάς Διαθήκης
περί της αποκαλύψεως του ασάρκου Λόγου, του Μεγάλης Βουλής Αγγέλου, του
Γιαχβέ, έχοντας ο ίδιος υπ' όψη του την πατερική παράδοση, πράγμα το
οποίο τους δημιουργούσε έκπληξη.
Βεβαίως, ο π. Ιωάννης Ρωμαίδης όταν χρησιμοποιούσε και ερμήνευε χωρία
του Αποστόλου Παύλου, δεν έκανε αυθαίρετες ερμηνείες, αλλά είχε υπ' όψη
του την διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων και των μεγάλων Πατέρων της
Εκκλησίας, χωρίς να αναφέρη, συνήθως, τα συγκεκριμένα πατερικά χωρία.
Δηλαδή, γνώριζε το «πνεύμα» των αγίων Πατέρων, αλλά χρησιμοποιούσε
περισσότερο χωρία των Αγίων Αποστόλων και, επομένως, χρησιμοποιούσε και
την αποστολική ορολογία πάνω σε θέματα της πνευματικής ζωής, όπως για
την καρδιά, τον νου, τον δοξασμό, την τελείωση κλπ.
Επειδή γνώρισα προσωπικά τον ίδιο και επειδή μελέτησα επισταμένως τα
κείμενά του και, κυρίως, μυήθηκα στον προφορικό λόγο του, θεωρώ ότι την
ερμηνεία της Καινής Διαθήκης, ιδιαιτέρως του Αποστόλου Παύλου, δεν την
έκανε αυθαίρετα, αλλά την έκανε με βάση δύο σημαντικά ερμηνευτικά
κλειδιά, δύο δηλαδή ουσιαστικές παραδόσεις.
Η μία παράδοση-ερμηνευτικό κλειδί ήταν η διδασκαλία του αγίου Συμεών
του Νέου Θεολόγου, τον οποίο γνώριζε πολύ καλά, είχε μελετήσει όλη την
διδασκαλία του από πρωτότυπα κείμενα και συσχέτιζε την διδασκαλία του με
την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου.
Έχω μελετήσει επισταμένως –και έχω αποδελτιώσει– όλα τα έργα του
αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου και έχω αντιληφθή αυτόν τον σύνδεσμο
μεταξύ αυτού και της διδασκαλίας του π. Ιωάννου.
Πολλές φορές το έλεγε φανερά, άλλες φορές απλώς φαινόταν αυτή η
συσχέτιση. Κάποτε θα προσπαθήσω να κάνω αυτό το έργο, δηλαδή να συνδέσω
την ερμηνεία που κάνει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης των αποστολικών χωρίων με
βάση την διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.
Η δεύτερη παράδοση-ερμηνευτικό κλειδί, με την οποία μελετούσε τις
επιστολές του Αποστόλου Παύλου, ήταν η ζωντανή παράδοση την οποία
συνάντησε σε ησυχαστές Πατέρες του Αγίου Όρους, και εκτός αυτού, με τους
οποίους συζητούσε τα περί καθάρσεως της καρδίας, του φωτισμού του νοός,
δηλαδή την νοερά προσευχή, και την θεωρία, ήτοι την θέα του ακτίστου
Φωτός.
Επίσης, τον εντυπωσίασε το βιβλίο Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού, τα
κείμενα του οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου και, βεβαίως, τα έργα των
Πατέρων της Φιλοκαλίας.
Έτσι, η νηπτική-ησυχαστική διδασκαλία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη
συνδέεται αναπόσπαστα με την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, του αγίου
Συμεών του Νέου Θεολόγου και της πείρας των συγχρόνων ησυχαστών που
γνώρισε εμμέσως η αμέσως.
Κατά την γνώμη μου σε αυτά πρέπει να προστεθή και η δική του
προσωπική πείρα, αλλά δεν γνωρίζω σε τι βαθμό είχε φθάσει. Η αλήθεια
είναι ότι δεν μπορεί κανείς να επιμένη σε μερικά θέματα, εάν δεν έχει
προσωπική πείρα.
Κάποιος μακαριστός, έμπειρος Πνευματικός Πατέρας μου είπε ότι του
έκανε εντύπωση αυτή η επιμονή του π. Ιωάννου σε μερικά ζητήματα και γι'
αυτό πρόσεχε και εκείνος αυτά τα σημεία.
Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και την διδασκαλία του αγίου Διονυσίου
του Αρεοπαγίτη, που την διέκρινε από την Νεοπλατωνική παράδοση με δυνατά
επιχειρήματα, την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, της οποίας
ήταν μελετητής και εγκρατής γνώστης και την οποία θεωρούσε ως την
πεμπτουσία της ησυχαστικής παραδόσεως της Εκκλησίας, και την διδασκαλία
των Καππαδοκών Πατέρων, για τους οποίους εκαυχάτο, ως καταγόμενος και ο
ίδιος από την Καππαδοκία.
Η εμμονή του στην νηπτική-ησυχαστική παράδοση συνδέεται με το ότι
αυτή είναι η ζωή των Προφητών, Αποστόλων και Αγίων, όπως ανευρίσκεται
στην Αγία Γραφή και σε όλη την εκκλησιαστική Παράδοση (ιεροί Κανόνες,
υμνογραφία, πατερικά κείμενα, φιλοκαλία) και αναδείχθηκε έντονα στην
συζήτηση που έγινε μεταξύ του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του
Βαρλαάμ, κατ' αρχάς, και στην συνέχεια μεταξύ του αγίου Γρηγορίου και
του Ακινδύνου και του Γρηγορά.
Ο π. Ιωάννης έδωσε μεγάλη σημασία και βαρύτητα στην νηπτική παράδοση,
γιατί εκεί εντοπίζεται, εκτός από τα δόγματα, η διαφορά της Ορθοδόξου
Παραδόσεως με την παράδοση των Φραγκολατίνων και των Προτεσταντών.
Μάλιστα αυτό το εντόπισε στους όρους «analogia entis» (αναλογία του
όντος) και «analogia fidei» (αναλογία της πίστεως) που συνίστανται σε
διαφορετικούς τρόπους βιώσεως της αποκαλύψεως του Θεού.
Η analogia entis αναφέρεται στο ότι υπάρχει αναλογία μεταξύ ακτίστου
και κτιστού, ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από τα αρχέτυπα είδη και η
σωτηρία του ανθρώπου είναι η επιστροφή της ψυχής στον αγέννητο κόσμο
των ιδεών. Πρόκειται για την κλασσική μεταφυσική, από την οποία
επηρεάσθηκε η θεολογία των Φραγκολατίνων.
Έτσι, σύμφωνα με την θεωρία αυτή, μπορεί κανείς να γνωρίση την ουσία
του Θεού, εάν γνωρίση την ουσία των κτιστών όντων, χρησιμοποιώντας την
ανθρώπινη λογική. Αυτήν την παράδοση εξέφραζε ο Βαρλαάμ, γι' αυτό και ο
άγιος Γρηγόριος αντέδρασε σε αυτήν την λεγομένη «στοχαστική αναλογία».
Η analogia fidei αναφέρεται στην σχέση του ανθρώπου με τον Θεό δια
της πίστεως, όπως αποκαλύπτεται στην Αγία Γραφή. Η παράδοση αυτή κάνει
λόγο για το ότι η αποκάλυψη του Θεού δεν δίνεται δια της φιλοσοφίας,
αλλά δια της Αγίας Γραφής, η οποία είναι ο λόγος του Θεού. Έτσι,
μελετώντας κανείς την Αγία Γραφή, γνωρίζει τον Θεό και έρχεται σε
επικοινωνία μαζί Του, διότι η αποκάλυψη του Θεού έχει κατατεθή μέσα στην
Αγία Γραφή.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ισχυριζόταν ότι αυτές οι δύο παραδόσεις,
(analogia entis - analogia fidei) χαρακτηρίζουν τον δυτικό Χριστιανισμό
και είναι ξένες προς την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκει ότι για να συναντήση κανείς τον Θεό
στηρίζεται στην προσωπική μέθεξη της ακτίστου καθαρτικής, φωτιστικής και
θεοποιού ενεργείας του Θεού, που βιώνεται μέσα στην Εκκλησία με τα
Μυστήρια και την άσκηση. Η άσκηση είναι η νηπτική-ησυχαστκή παράδοση που
είναι η προϋπόθεση των δογμάτων και ο δρόμος για την συνάντηση του
ανθρώπου με τον Θεό.
Έτσι, η θεογνωσία δεν συνδέεται με την φιλοσοφία, ούτε απλώς με την
ανάγνωση της Αγίας Γραφής, η οποία είναι σημαντική, διότι καταγράφει την
εμπειρία της θεώσεως, αλλά συνδέεται με την βίωση της
νηπτικής-ησυχαστικής παραδόσεως και την όλη εκκλησιαστική ζωή.
Αυτήν την νηπτική-παράδοση ο π. Ιωάννης την χαρακτήριζε ως θεραπεία,
έναν όρο που τον συναντάμε σε όλη την βιβλικοπατερική παράδοση, διότι με
την κάθαρση και τον φωτισμό ο άνθρωπος φθάνει στην θέωση, την κοινωνία
με τον Θεό δια της θεραπείας του ανθρώπου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρουσιάζει ως
πρότυπο ησυχαστού την Παναγία που έζησε στα Άγια των Αγίων και
χρησιμοποίησε την μέθοδο «της καθ' ησυχίαν αγωγής». Γι' αυτό, όπως
γράφει, όταν ο άνθρωπος φθάση στην θέα του Θεού, τότε αυτή «μόνη δείγμα
της ως αληθώς ευεκτούσης ψυχής».
Έτσι, «θεωρία εστι της υγιαινούσης καρπός οίόν τι τέλος ούσα και
είδος θεουργού». Συνεπώς, θεοποιείται ο άνθρωπος, όχι δια «της των
ορωμένων στοχαστικής αναλογίας», αλλά δια της αγωγής της ησυχίας, με την
οποία θεραπεύεται.
Η εκκλησιαστική αυτή παράδοση ήταν η βάση της θεολογίας του π.
Ιωάννου Ρωμανίδη και ήταν πρακτική συνέπεια της θεολογικής του έρευνας
για το Προπατορικό Αμάρτημα.
Γι' αυτό ισχυριζόταν ότι αν κανείς δεν καταλάβη καλά την απόκλιση του
analogia entis και analogia fidei από την θεολογία των Προφητών, των
Αποστόλων και των Πατέρων, δεν μπορεί να αντιληφθή τις αιρέσεις του
Δυτικού Χριστιανισμού, αλλά και την αξία της νηπτικής-ησυχαστικής
παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
3. Η προσφορά του π. Ιωάννου
Οι δύο φάσεις αυτής της θεολογικής αναπτύξεώς του (το Προπατορικό
Αμάρτημα – νηπτική παράδοση της Εκκλησίας) δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ
τους, αλλά συνδέονται πολύ στενά, αφού η δεύτερη, η νηπτική-ησυχαστική
παράδοση είναι συνέχεια της πρώτης για το προπατορικό αμάρτημα.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι ο π. Ιωάννης ξεκίνησε ως ένας εξαιρετικός
φέρελπις θεολόγος, με σημαντική προσφορά στην θεολογία, αλλά στην
συνέχεια έχασε τον δρόμο του και δεν βοήθησε στην θεολογική αναγέννηση
του τόπου. Νομίζω ότι όσοι ερμηνεύουν με αυτόν τον τρόπο τον π. Ιωάννη
τον αδικούν, όπως επίσης το ίδιο κάνουν όσοι του προσδίδουν επηρεασμό
είτε από Προτεστάντες είτε από Ωριγενιστές.
Ο π. Ιωάννης ήταν ένας ευφυής άνθρωπος, είχε ερευνητικό πνεύμα, ήταν
σταθερός στην Ορθόδοξη Παράδοση και εξέφραζε την αυθεντική εμπειρία της
Εκκλησίας.
Γνώριζε, βεβαίως, όλα τα θεολογικά ρεύματα της εποχής του και έδινε
τον αυθεντικό λόγο. Κάποιες λεκτικές εκφράσεις δεν μπορούν να τον
χαρακτηρίσουν ότι δήθεν επηρεάσθηκε από άλλα ρεύματα. Άλλωστε, ο Μ.
Βασίλειος και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μελέτησαν τον Ωριγένη, έκαναν
συλλογή μερικών χωρίων του και αποτέλεσαν την λεγόμενη Φιλοκαλία –όχι
αυτήν που απαρτίσθηκε αργότερα από τους αγίους Μακάριο Νοταρά και
Νικόδημο Αγιορείτη– χωρίς να τους θεωρούμε ωριγενιστές.
Ως άνθρωπος και ο π. Ιωάννης θα έκανε μερικά λάθη στην ζωή του, όπως
και στην έκφραση και την ερμηνεία της θεολογίας του, αλλά υπήρξε ένας
μεγάλος θεολόγος και δάσκαλος που βοήθησε πολύ στην αναγέννηση της
ησυχαστικής παραδόσεως στις ημέρες μας και δεν είναι δυνατόν να αγνοηθή η
να παρερμηνευθή από ανθρώπους οι οποίοι χρησμοποιούν μερικές φράσεις
του επιλεκτικά, χωρίς να τις κατανοούν και χωρίς να αντιλαμβάνωνται το
όλο «πνεύμα» της διδασκαλίας του.
Ένας μεγάλος δάσκαλος ερμηνεύεται μόνον από έναν μεγάλο μαθητή η
αναγνώστη και όχι από επιπόλαιους ανθρώπους που εκφράζουν ασυνειδήτως
κάποιες άλλες νοοτροπίες που τους διακρίνουν.
Θεωρώ πολύ σημαντική την μαρτυρία και ομολογία του π. Γεωργίου
Μεταλληνού, κορυφαίου θεολόγου της εποχής μας, ευφυούς και χαρισματούχου
ανθρώπου και ακάματου ερευνητή, σύμφωνα με την οποία όταν για πρώτη
φορά το έτος 1973, που ήταν μεταπτυχιακός σπουδαστής στην Κολωνία της
τότε Δυτικής Γερμανίας, έπεσε στα χέρια του η πολυγραφημένη δογματική
του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, την θεώρησε «ως δώρο της Χάριτος του Θεού» και
γράφει: «Παραμέρισα αμέσως όλα τα γερμανικά-παπικά και προτεσταντικά
εγχειρίδια και συστηματικά θεολογικά έργα (αρκετά είχα καταγίνει σ'
αυτά!) και άρχισα αδηφάγα να μελετώ την όντως πατερική Δογματική του
ελληνοαμερικανού Κληρικού-Καθηγητή, τον οποίον δεν είχα ακόμη την
ευλογία να γνωρίσω».
Και πιο κάτω γράφει ότι μετά την μελέτη του έργου αυτού «διεπίστωσα
ότι ο άγνωστός μου π. Ρωμανίδης είχε γίνει ο ουσιαστικότερος δάσκαλός
μου στην δογματική θεολογία, αλλά και στην εκκλησιαστική ιστορία... ώστε
να μπορώ να λέγομαι και να νιώθω μαθητής του και να χαίρω ιδιαίτερα,
όταν "κατηγορούμαι" ότι φέρω αισθητά την επίδρασή του».
Και στον επικήδειο λόγο του σημειώνει εμφαντικά: «Θεωρώντας το
θεολογικό του έργο διδακτικό, συγγραφικό και αγωνιστικό, αναγκαζόμεθα εκ
των πραγμάτων να κάνουμε λόγο για εποχή προ και μετά τον Ρωμανίδη.
Διότι έφερε αληθινή τομή και ρήξη με το σχολαστικό παρελθόν μας, που
λειτουργούσε ως βαβυλώνειος αιχμαλωσία της θεολογίας μας».
Όπως προανέφερα, ο π. Γεώργιος Μεταλληνός είναι κορυφαίος διδάσκαλος
της θεολογίας, υψηλής στάθμης ερευνητής και επιστήμων, Κληρικός με
ορθόδοξα κριτήρια και, κυρίως, γνήσιος και αυθεντικός άνθρωπος, χωρίς
εσωτερικά συμπλέγματα, γι' αυτό και δεν φθονεί, αλλά αναγνωρίζει το έργο
των πρωτοπόρων στην θεολογία, όπως το πρόσωπο του π. Ιωάννου.
Οπότε, και η ομολογία-μαρτυρία του, κατά την γνώμη μου, είναι
σημαντική και έχει βαρύνουσα σημασία και, επομένως, δεν μπορεί να
αγνοηθή.
Τελικά, όποιος θέλει να δη την διδασκαλία του π. Ιωάννη Ρωμανίδη,
πρέπει να εντοπίση αυτές τις δύο φάσεις της διδασκαλίας του, ήτοι την
συγγραφή του βιβλίου του για το Προπατορικό Αμάρτημα, που στηριζόταν
βασικά στους Αποστόλους και τους Αποστολικούς Πατέρες, αλλά και τα όσα
έγραψε και έλεγε για την νηπτική-ησυχαστική παράδοση, την οποία ερμήνευε
μέσα από την διδασκαλία των επιστολών του Αποστόλου Παύλου σε
συσχετισμό πάντα με την διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου,
του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και των ησυχαστών Πατέρων που ο ίδιος
γνώρισε, όπως και των Καππαδοκών Πατέρων.
Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού. Και όπως κάθε σώμα κρατά την
τροφή που χρειάζεται για να τραφούν τα μέλη του και τα άλλα τα
απορρίπτει, έτσι και η Εκκλησία, ως Θεανθρώπινο Σώμα, δια μέσου των
αιώνων διαφυλάσσει την αυθεντική διδασκαλία και απορρίπτει όλες τις
δηλητηριώδεις και δύσπεπτες τροφές, που στηρίζονται στον στοχασμό και
την «θεολογική» φαντασία.
Θεωρώ ότι η Εκκλησία θα κρατήση το «πνεύμα» της διδασκαλίας του π.
Ιωάννου Ρωμανίδη, ακριβώς γιατί αυτό συντονίζεται στην Αποστολική και
Πατερική Παράδοση, είναι το βαθύτερο «πνεύμα» της ορθοδόξου διδασκαλίας,
που οδηγεί τον άνθρωπο στην θέωση και την σωτηρία.
Η διδασκαλία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη δεν είναι «σεσοφισμένοι μύθοι»
(Β Πέτρ. α , 16), αλλά είναι η οδός που οδηγεί στο όρος Θαβώρ και η
εμπειρία της αποκαλύψεως του Χριστού, γι' αυτό και είναι αυθεντική και
αναπαύει την ψυχή του ανθρώπου.