ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

Ανθολόγιον 5

Ο πανθειστής λέει : "Θεός είναι ο κόσμος και ο κόσμος είναι Θεός" και παραδέχομαι ότι αυτό δεν είναι χριστιανική άποψη. Ο πανενθειστής αντίθετα επιβεβαιώνει:"Ο θεός είναι μέσα στον κόσμο και ο κόσμος μέσα στο Θεό".


Ανθολόγιον 4



Αν είσαι ένοχος επειδή δεν είσαι ένοχος,
 τότε είμαι ένοχος

Αντόνιο Χοσέ ντα Σίλβα, Ζευς

Το παραθέτει ο Έντγκαρ Μορέν στο βιβλίο του Ο Νεωτερικός κόσμος και το εβραϊκό ζήτημα, ελληνική μετάφραση Σάββα Μιχαήλ, εκδ. του Εικοστού Πρώτου,Αθήνα 2007, σελ. 37.

Άγιος Λουκάς ο Ιατρός

 Προέλευση αγιογραφίας: http://www.agiosloukas.org

Η εν λόγω εικόνα αγιογραφήθηκε στο Άγιον Όρος με ευθύνη του αρχιμανδρίτου Νεκταρίου Πέττα το 2009. Κάντε κλίκ πάνω στην εικόνα για να τη δείτε σε καλύτερη ανάλυση.
Περισσότερα στο agiosloukas.org.

Μητροπολίτου Κυρηνείας κ.Παύλου: Καύση των νεκρών


Πηγή: εφημερίδα Φιλελεύθερος, 30-10-2009

Δημοσιεύθηκε τον περασμένο Μάρτιο στον ημερήσιο Τύπο ότι το Υπουργικό ΣυμΒούλιο της Κυπριακής Δημοκρατίας αποφάσισε να εξουσιοδοτήσει την επίτροπο Νομοθεσίας να ετοιμάσει νομοσχέδιο για την αποτέφρωση και ταρίχευση των νεκρών, ώστε να μπορούν και οι Κύπριοι να έχουν «το δικαίωμα διάθεσης του πτώματός τους βάσει της προσωπικής τους επιλογής». Πρόσφατα δε, από δημοσιογραφικές και πάλι πηγές, πληροφορηθήκαμε ότι ο γενικός διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών της Κύπρου δήλωσε ότι πριν το τέλος του χρόνου θα κατατεθεί στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ψήφιση νομοσχέδιο που «θά δίνει το δικαίωμα της επιλογής για αποτέφρωση των νεκρών σε όλους τους κατοίκους της Κύπρου ορθοδόξους και μη». Παλαιότερη απόφαση του Υπουργικού Συμθουλίου, η οποία λήφθηκε το 2006, αφορούσε μόνο στους αλλοδαπούς, οι οποίοι διέμεναν στο νησί μας.
Τό θέμα της καύσης των νεκρών στην Κύπρο, τέθηκε για πρώτη φορά από την Πολιτεία τό 2002. Τότε απασχόλησε συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου, με αφορμή παλαιότερο αίτημα για αποτέφρωση της σορού του πρώην γ.γ. του ΑΚΕΛ Πλούτη Σέρβα, ο όποιος «είχε ζητήσει πριν το θάνατό του να μην ταφεί αλλά να αποτεφρωθεί η σορός του».
Το γεγονός αυτό μας υποχρεώνει να εκφράσουμε διά του παρόντος συνοπτικού άρθρου τη διδασκαλία της Εκκλησίας προς ενημέρωση των πιστών.
 Η ταφή του νεκρού ως θεία εντολή, «γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν. 3, 19), είναι πράξη τιμής και σεβασμού προς το ανθρώπινο σώμα και ταυτόχρονα σύμβολο ελπίδας καί αναστάσεως. Στην Παλαιά Διαθήκη ο πατριάρχης Ιακώβ ζήτησε από τον υιό του Ιωσήφ όταν πεθάνει να τον θάψει και μάλιστα στον τάφο των πατέρων του (Γεν. 47, 30).
Στην Καινή Διαθήκη ο ίδιος ο Κύριος δέχθηκε τον ενταφιασμό του σώματός του, λέγοντας στον Ιούδα: «Άφες αυτήν, εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό» (Ίωάν. 12, 7). Η θεόσωμη ταφή του Κυρίου ύπηρξε το αποκορύφωμα της επί γης κενώσεώς του. Το άψυχο σώμα του Χριστού ενωμένο με τη Θεότητα ενταφιάζεται. Ο αρχηγός της ζωής τίθεται εν τάφω. Ο ενταφιασμός του σαρκωθέντος Λόγου μάς υποδεικνύει τον τρόπο και της δικής μας εξόδου από τον πρόσκαιρο αυτό βίο. Κατά τον απόστολο Παύλο το ανθρώπινο σώμα «σπείρεται εν ψθορά, εγείρεται εν αφθαρσία» ( Α’ Κορ. 15, 42).
Ο Μέγας Αντώνιος εκφράζων την παράδοση της Εκκλησίας ζήτησε από τους μαθητές του να τον ενταφιάσουν. «Θάφτε, λοιπόν το σώμα μου σεις και κρύψτε το υπό την γην... διότι εγώ κατά ταν ανάστασιν των νεκρών θα το πάρω πάλι από τον Σωτήρα άφθαρτο» ( Ο Μέγας Αντώνιος, Βίος καί Πολιτεία, εκδόσεις Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη, 2000, σ. 150).
Ο 7ος Κανόνας της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου επιτάσσει όπως ο καθαγιασμός της Αγίας Τράπεζας γίνεται με την τοποθέτηση σ’ αυτή λειψάνων αγίων μαρτύρων (Πηδάλιον, έκδοση “ Αστέρος” , Αθήνα, 1970, σ. 328). Είναι δε αυτονόητο ότι η ύπαρξη των λειψάνων προϋποθέτει την προηγηθείσα ταφή τους. Η καύση λοιπόν των νεκρών αντιστρατεύεται το θείο θέλημα, γιατί στερεί τους πιστούς της δυνατότητας να αγιάζονται από τα αδιάφθορα και χαριτόβρυτα λείψανα των ααγίων.
Ο άγιος Συμεών, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και μεγάλος λειτουργιολόγος, αναφέρει ότι η έκχυση του ελαίου πάνω στο ένταφιασμένο λείψανο ανάγει την αρχή του στους αγίους αποστόλους (Ρ.G.166, 686).
Από τις αρχαιολογικές έρευνες και ανασκαφές, τις κατακόμβες, τους τάφους των αγίων μαρτύρων και τα πλήθη των κοιμητηρίων μαρτυρείται η συνείδηση των πιστών και το αρχαίον έθος της Εκκλησίας στην ταφή των νεκρών. Η ταφή των νεκρών εκφράζει την πίστη της Εκκλησίας προς την Ανάσταση καί τήν αιώνιο ζωή. Ο σεβασμός προς τα λείψανα των κεκοιμημένων αποδεικνύει την πίστη μας στην αθάνατη ψυχή.
Η ταφή λοιπόν των νεκρών αποτελεί αρχαία και αδιάκοπη παράδοση της Εκκλησίας, η οποία στηρίζεται στο σεβασμό του ανθρωπίνου σώματος ως «ναόν του Θεού» (Πρβλ. Α’ Κορ. 3, 16).
Η Εκκλησία λοιπόν καταδικάζει την καύση των νεκρών και τη θεωρεί ως αντίθετη προς τη δογματική της διδασκαλία και ως πράξη αποκρουστική, η οποία προσβάλλει βάναυσα τους κεκοιμημένους. Η καύση των νεκρών αποτελεί ασέβεια προς τον Πλάστη και Δημιουργό, διότι αποδεικνύει απιστία προς τη μέλλουσα ζωή καί συμβολίζει τον αφανισμό και την ανυπαρξία. Είναι ταυτόχρονα αντίθετη προς τους υπό του Δημιουργού τιθέντας νόμους της φύσεως, oι οποίοι προνοούν φθορά και αποσύνθεση και όχι καύση. Η καύση των νεκρών είναι βιασμός της φύσεως, όπως ακριβώς οι πυρκαγιές των δασών φέρνουν την οικολογική καταστροφή.
Οι υπέρμαχοι της καύσης των νεκρών επικαλούνται κυρίως ως λόγους, την εξοικονόμηση χώρου και τη μόλυνση του υπεδάφους. Οι δικαιολογίες όμως αυτές δεν ευσταθούν καί είναι «προφάσεις εν αμαρτίαις». Αφού oι άνθρωποι έχουν μολύνει την ατμόσφαιρα και απειλούν το όλο οικοσύστημα με τις καταχρήσεις και την ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση των πόρων της Γης, υποκριτικά ισχυρίζονται ότι κινδυνεύει η υγεία τους από τους νεκρούς. Ακριβώς το αντίθετο θα συμβεί με την καύση των νεκρών. Τα αποτεφρωτήρια θα είναι εστίες οχληρίας και θα επιβαρύνουν την ήδη μολυσμένη ατμόσφαιρα. Επί πλέον, θα υπάρχει ο κίνδυνος συγκάλυψης εγκληματικών ενεργειών με την καταστροφή των τεκμηρίων.
Τα βαθύτερα αίτια της επιθυμίας για την καύση των νεκρών είναι ο αγνωστικισμός, η αθεΐα και η έλλειψη πίστεως στη μετά θάνατο ζωή.
Ή καύση των νεκρών είναι αποτέλεσμα της μηδενιστικής αντίληψης της ζωής και δουλικής υποταγής σε συνθήκες ξένες προς τη λειτουργία της φύσεως. Μόνο ελάχιστοι άθεοι, oι όποιοι τρέμουν με την ιδέα ότι είναι «κατ’ εικόνα Θεού» πλασμένοι, λόγω του εσωτερικού κενού της ψυχής τους και της διχασμένης προσωπικότητάς τους, ίσως να θελήσουν να εκφράσουν την επιθυμία να αποτεφρωθεί η σωρός τους, εκδιπλώνοντας έτσι την εωσφορική εγωκεντρική ιδιορρυθμία τους. Με την αλαζονική αυτή συμπεριφορά τους, αποκαλύπτουν την άσέβειά τους προς τον Θεό και την έλλειψη πίστεως στην ύπαρξη της αιωνίου ζωής. Φανερώνουν ακόμη το φόβο που τους διακατέχει και την απεγνωσμένη προσπάθειά τους να φιμώσουν την εξεγειρόμενη συνείδησή τους. Έχουν την ψευδαίσθηση ότι με την αποτέφρωση του σώματός τους θα καταλήξουν στην ανυπαρξία και το μηδενισμό. Με τον τρόπο όμως αυτό αποκόπτουν τους εαυτούς τους από την Εκκλησία δείχνοντας ότι δεν πιστεύουν στην ανάσταση των νεκρών και στον παντοδύναμο Θεό, ο οποίος δύναται στους έσχατους καιρούς να αναστήσει όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως του τρόπου του θανάτου τους. Με μόνη διαφορά ότι θα αναστηθούν «οι τα αγαθά ηοιήσαντες εις ανάστασιν ζωής», «οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ίωάν. 5, 29).
Όσοι από τους ορθοδόξους χριστιανούς επιθυμούν την καύση των νεκρών σωμάτων τους, ας γνωρίζουν ότι αποκόπτουν τους εαυτούς τους από το θεανθρώπινο σώμα του Χριστού. Η Εκκλησία, συνεπής προς τη διδασκαλία του ιερού Ευαγγελίου, έχει κάθε δικαίωμα να αρνηθεί την τέλεση της εκκλησιαστικής κηδείας και των εκκλησιαστικών μνημοσυνών, σε όσους θελήσουν νά αποτεφρωθούν μετά το θάνατο τα σώματά τους. Ουδείς δύναται να εξαναγκάσει την Εκκλησία να ενεργήσει αντίθετα προς τις πεποιθήσεις της.


Ανθολόγιον 3

"Ἡ δημιουργική ἀρχή μία ἐστίν, ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Ὅταν οὖν ἐκ τοῦ Θεοῦ τά ἐκ τοῦ μή ὄντος προηγμένα λέγωμεν, τήν τε ἀγαθότητα, δι᾿ ἥν τό εἶναι ἔσχον, καί τήν ἐγγεγενημένην χάριν, ὅθεν ἕκαστον τοῦ εὖ εἶναι καταλλήλως μετεσχήκασι, καί τήν ἐπιγεγενημένην ὕστερον, δι᾿ ἥν πρός τό εὖ εἶναι τά διαπεπτωκότα ἐπανῆλθον, ὅταν ταῦτά τε καί περί τοιούτων ποιώμεθα τούς λόγους, ἀρχήν καί πηγήν καί αἴτιον καί τόν Υἱόν ἐν ἁγίῳ Πνεύματί φαμεν, οὐχ ἑτέραν, ἄπαγε, ἀλλά τήν αὐτήν, ὡς τοῦ Πατρός δι᾿ αὐτοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καί προάγοντος καί ἐπανάγοντος καί συνέχοντος καλῶς τά πάντα. Ὁ δέ Πατήρ πρός τῷ πηγή τῶν πάντων εἶναι διά τοῦ Υἱοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι, καί πηγή καί ἀρχή ἐστι θεότητος, θεογόνος ὤν μονώτατος".


Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Επιστολή πρώτη προς Ακίνδυνον

Ανθολόγιον 2: Γέρων Σωφρόνιος του Essex

Ολίγος χρόνος έμεινεν εις εμέ να ζήσω μεθ’ υμών. Αλλά Εκείνο το Πνεύμα, το οποίον συνδέει ημάς, είναι κατά την φύσιν Αυτού αιώνιον Πνεύμα. Και εις τούτο το Πνεύμα το Άγιον, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το Οποίον εφανέρωσεν εις ημάς ο Υιός Αυτού Ιησούς Χριστός, παραδίδω υμάς.


11 Μαρτίου 1993

Γέρων Σωφρόνιος του Essex, Τελευταίος λόγος

Από το βιβλίο Άσκησις και θεωρία, εκδ. Ι.Μονής Τιμίου Προδρόμου Essex,Εssex 1996,σελ.191.

Ανθολόγιον 1: Αρχιμανδρίτης Βασίλειος (Γοντικάκης)

Δόγμα είναι η έκφραση της μυστικής ζωής της εκκλησίας, η εν αγίω πνεύματι διατύπωση της τριαδικής εμπειρίας, μέσα στην οποία βαπτίζεται ολόσωμος ο άνθρωπος δια της εκκλησίας.


Αρχιμανδρίτου Βασιλείου (Γοντικάκη),Εισοδικόν,εκδ.Ιεράς Μονής Ιβήρων,Άγιον Όρος 2003, σελ.20

ΠΑΤΗΡ ΣΥΜΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΟΥ


πηγή: Πηγή Ζωής

Ερώτηση: Σεις π. Συμεών πώς βρεθήκατε από το Περού στο Άγιο Όρος; Πριν γίνετε ορθόδοξος τι είσαστε;
Απάντηση: Καθολικός.


Ερώτηση: Και πώς ήλθατε εδώ; Είναι ενδιαφέρον.
Απάντηση: Από νεαρός, όταν ήμουν περίπου 16 χρονών, κατάλαβα ότι υπήρχε κάτι άλλο.


Ερώτηση: Οι γονείς σας ήσαν Χριστιανοί; Ήσαν άνθρωποι της Εκκλησίας;
Απάντηση: H οικογένεια μου...Ή μητέρα μου είναι μια θαυμάσια γυναίκα με πνευματικότητα και βάθος πολύ. Ό πατέρας μου είναι άνθρωπος με λεβεντιά και με μεγάλη καρδιά. Είναι μια αρχοντική, μποέμικη οικογένεια του Περού. Ξέρετε ποιοι είναι μποέμ; Όσοι γλεντούν τη ζωή τους. Οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι. Ό πατέρας ανήκει σ' αυτούς. Αγαπούσε την οικογένεια του πολύ και Ιδιαίτερα εμένα. Οι γονείς μου, λοιπόν, πήγαιναν στην Εκκλησία, αλλά τίποτε πάρα πέρα. Εγώ φοιτούσα σ' ένα καθολικό γυμνάσιο, όπου οι καθηγητές ήσαν κληρικοί όμως ήταν αδύνατο να δεχτώ το Χριστιανισμό όπως μου τον παρουσίαζαν. Πίστευα πώς, ασφαλώς, θα υπήρχε κάτι άλλο. Από μικρός είχα διαβάσει βιβλία πολλά και είχα ασχοληθεί, με τις ανατολικές θρησκείες. όμως, όλα αυτά μίλαγαν πιο πολύ για μια ηθική για την υποχρέωση δηλαδή του ανθρώπου να ζει ηθικά και καλά πάνω στη γη, ενώ δεν έλεγαν τίποτε για την ανάγκη της μυστικής εν Χριστώ ζωής. Ή Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει ενταχθεί τόσο πολύ μέσα στα πλαίσια του κόσμου, πού γίνεται κοσμική αξία. Μια κοσμική αξία πού προσωπικά ήταν αδύνατο να την δεχτώ γιατί πάντα ζητούσα αυτή την υπέρβαση της αμεσότητας. Ήταν τότε πού ήμουν πολύ επηρεασμένος από τον Αμπώ πού για μένα είναι από τους μεγαλύτερους σουρεαλιστές της εποχής μας. Άφησα τις σπουδές και εγκατέλειψα το Περού. Δεν ενδιαφερόμουνα ποτέ να πάρω ένα πτυχίο. Έψαχνα. Πήγα στην Ευρώπη, στο Παρίσι και το Λονδίνο αναζητώντας το κάτι άλλο. Λες και βρισκόμουν σ' ένα λαβύρινθο από τον όποιο ζητούσα να βγω. Στο Παρίσι γνώρισα κάποιον πού κι αυτός πρώτα, ήταν καθολικός και αργότερα έγινε ορθόδοξος μοναχός. Μετά ήλθα στην Ελλάδα και βρήκα τον παπα-Γιώργη πού μ' έκανε ορθόδοξο.


Ερώτηση: Ό μοναχός, τι λέτε, πρέπει να υπακούει σε καθετί πού θα του πει ό ηγούμενος, ακόμα κι όταν αυτό δεν εδράζεται στην αλήθεια;
Απάντηση: Υπακοή μόνο εν Αγίω Πνεύματι. Οι Πατέρες το καθορίζουν σαφώς. Όταν ό Γέροντας ακολουθεί γραμμή αιρετική και ανήθικη, τότε δεν είσαι υποχρεωμένος να υπακούσεις. Όταν όμως ή συμπεριφορά του συμβαδίζει με την Αλήθεια πού είναι ό Χριστός και με το πνεύμα των Πατέρων της Εκκλησίας, τότε οφείλεις υπακοή.


Ερώτηση: τι σημαίνει το ότι θα διαφωνήσει κανείς με τη γνώμη του Γέροντα;
Απάντηση: Αν εξαιρέσουμε τις περιπτώσεις πού πιο πάνω αναφέραμε, διαφωνία με τη γνώμη του Γέροντα, σημαίνει ότι παύεις να στηρίζεσαι στον άλλον και κλείνεσαι στον εαυτό σου. Αυτό δείχνει υπερηφάνεια. Αλλά οι μοναχοί είναι σαν τα παιδιά. Κάποιος φίλος μου είδε δυο μοναχούς στη Θεσσαλονίκη να ρωτάει ο ένας , τον άλλον: Καλά πώς και δεν πέφτει το ταβάνι του δωματίου αφού κρέμεται στον αέρα; Κι ο άλλος απάντησε: Α, δεν ξέρω, θα ρωτήσω το γέροντα μου. Ό Αγιορείτης για όλα θα ρωτήσει το γέροντα. Είναι σαν το παιδί Οι μοναχοί στο Άγιο Όρος βιώνουν μια συνεχή απαλλαγή από το φρόνημα το σαρκικό. Είναι αυτό πού στη γλώσσα τηςψυχαναλυτικής ονομάζουμε "συμβολικό ευνουχισμό". Όταν από τη ζωή του μονάχου λείπει ή ερωτική συνάντηση με τον Νυμφίο, τότε ο "συμβολικός ευνουχισμός" αποδεικνύεται κόλαση. Κατάσταση ανυπόφορη που κάνει το μοναχό ψυχρό σαν γερμανική μηχανή. Μονό οι νεκροί και οι ευνούχοι μπορούν να ζουν όντως ερωτικά.
Και τέτοιοι είναι και οι μοναχοί. Οι μοναχοί ζουν εν Χριστώ και γι' αυτό ερωτεύονται τα πάντα που τα προσφέρουν με τρόπο ερωτικό μπροστά στο θρόνο , του Θεού Κάθε χριστιανός είναι καλεσμένος να εκτελεί μέσα
του καθημερινά και διηνεκώς τη θεία αναφορά, τη Θεια Λειτουργία, λέγοντας διηνεκώς μυστικά και μ' όλη την ύπαρξη του το "Τα Σα εκ των Σων, Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα". Σήμερα γίνεται ένα αδιάκοπο
γκρέμισμα και είναι προνόμιο να ζούμε σ' ένα πολιτισμό πού χάνεται, πού καταστρέφεται, πού είναι ερείπιο.

Ερώτηση: Γιατί προνόμιο;
Απάντηση: Προνόμιο γιατί ο πολιτισμός αυτός είναι ψεύτικος. Φτιάχτηκε απ' τον άνθρωπο πού θέλησε δίχως Θεό να γίνει Θεός. Τώρα αυτός ο πολιτισμός γκρεμίζεται Πέφτει το ψεύτικο και ο άνθρωπος αναγκαστικά συνειδητοποιεί το αδιέξοδο πού δημιουργήθηκε γύρω του απ' τον πολιτισμό. Και δεν υπάρχει αμφιβολία, πως ο άνθρωπος θα αναγκασθεί να ψάξει και να βρει τη μοναδική αυθεντική αξία πού είναι το πρόσωπο του Θεού. Είναι ή αύρα πού θα θεραπεύσει την ψυχή του βασανισμένου και πονεμένου σημερινού ανθρώπου. Από αυτή την άποψη, ζούμε σε προνομιακή εποχή.

Ερώτηση: Και ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός;
Απάντηση: Ό Αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός ήταν ένας θαυμάσιος πολιτισμός πού δεν έχει καμιά σχέση με το Δυτικό Πολιτισμό. Οι διανοούμενοι λένε ότι ο Δυτικός Πολιτισμός εμπνέεται και βασίζεται στον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό. Αυτό δεν είναι αλήθεια γιατί ή Αναγέννηση της οποίας και ο σημερινός πολιτισμός αποτελεί εξέλιξη, ήταν μια παρερμηνεία του Αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού. Οι Αρχαίοι Έλληνες δεν ήσαν ορθολογιστές. Αρκεί να διαβάσει κανείς την Ιλιάδα ή τον Πίνδαρο και θα δει ότι οι Έλληνες δεν έκαναν κανένα βήμα χωρίς αναφορά στους θεούς. Συνέχεια οι θεοί ήσαν παρόντες στην καθημερινή τους ζωή. Και υπήρχε στους Αρχαίους Έλληνες μια αναμονή του Αληθινού Θεού. Οι ουμανιστές της Δύσης είναι ορθολογιστές και πιστεύουν σε αφηρημένες ιδέες. Αντίθετα οι Έλληνες πίστευαν σε συγκεκριμένες μορφές ιδεών.

Ερώτηση: Ό Άγιος Ισαάκ ο Σύρος είχε πει: "Μοναχός εστίν ο έξωθεν του κόσμου καθήμενος και αεί δεόμενος του Θεού τυχείν των μελλόντων αγαθών". Αυτό τι σημαίνει; Γιατί θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι ο μοναχός είναι απόκοσμος και ατομιστής.
Απάντηση: Απόκοσμος είναι ο μοναχός. Δεν συμμετέχει στα του κόσμου και σ' αυτό διαφέρει από τους δυτικούς μοναχούς και κληρικούς πού βρίσκονται μέσα στον κόσμο και ασκούν κοινωνικά επαγγέλματα. Ό ορθόδοξος μοναχός είναι εκτός κόσμου και σκάνδαλο για τον κόσμο γιατί ο Χριστός είναι μια μπόμπα για το ανατίναγμα του κόσμου.
Να ανατιναχθεί ο κόσμος, ώστε να πάψει να είναι κόσμος και να γίνει Εκκλησία. Άλλα, δυστυχώς, υπάρχουν και στην Ορθόδοξη Εκκλησία μερικοί κληρικοί οι όποιοι έχουν αλλοτριωθεί από το δυτικό φρόνημα και προσπαθούν και αυτοί, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, να εντάξουν την Εκκλησία στα καλούπια του κόσμου. Αυτό είναι το μεγαλύτερο αμάρτημα για ένα χριστιανό. Είναι φοβερό, να βάζεις το Χριστό στα καλούπια του κόσμου. Αυτό σημαίνει, πλήρη εκκοσμίκευση της Εκκλησίας. Ό κόσμος για μας είναι τα πάθη. Ή Εκκλησία βρίσκεται μέσα στον κόσμο, αλλά δεν υποτάσσεται στον κόσμο.

Ερώτηση: Αν δείτε στο μοναστήρι κάποιο μοναχό να αμαρτάνει στο κελί του, πώς θ' αντιδράσετε;
Απάντηση: Πάντοτε σκέφτομαι αυτό πού αναφέρει το Γεροντικό. Κάποτε σ' ένα μοναστήρι μερικοί μοναχοί πήγαν στον ηγούμενο λέγοντας του ότι ο τάδε μοναχός έχει στο κελί του μία γυναίκα. Ό ηγούμενος τους είπε να πάνε μαζί του να δουν. Μπήκανε στο δωμάτιο και το μόνο πού υπήρχε εκεί ήταν ένα βαρέλι. Κατάλαβε ο Γέροντας πώς ή γυναίκα είχε κρυφτεί στο βαρέλι και θέλησε να την κρύψει. Πήγε και κάθισε πάνω σ' αυτό, ενώ συγχρόνως μίλησε αυστηρά στους μοναχούς για το λάθος τους και τους επέβαλε να ζητήσουν συγγνώμη.
Ξέρετε, το Άγιο Όρος δεν είναι τόπος αγιότητας, αλλά μετάνοιας. Είναι κοινωνία αγωνιζομένων και όχι τελείων ανθρώπων. Ή συνουσία των κοσμικών, ή σαρκική συνουσία είναι μια εμπειρία θανάτου. Ό άνθρωπος πεθαίνει για μια στιγμή. Ό μοναχός, πού δεν έχει μια άμεση ερωτική σχέση, όλη την ερωτική δύναμη του την προσανατολίζει πνευματικά, ώστε συνεχώς πεθαίνει. Και επειδή ακριβώς συνεχώς πεθαίνει, βρίσκεται σε μια συνεχή και διαρκή συνουσία. Πεθαίνει κατά σάρκα και γι' αυτό ζει αυτή την ερωτική συνουσία. Ένας μοναχός πού συνεχώς μετανοεί, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά ένα συνεχή ερωτά. Σκοπός της ζωής μας θα πρέπει να είναι ή συνουσία. Ή ένωση με το Θεό. Έτσι γίνεται πνεύμα, αδρά, φως. Και έτσι αγκαλιάζει όλη την κτίση μέσα σε μια ερωτική σχέση.

Ερώτηση: Δηλαδή π. Συμεών αν έδινε κανείς σε κάποιο άρθρο του ή βιβλίο τον τίτλο: "Άθως: Όρος Αγιον Τόπος συνουσίας" θα συμφωνούσατε;
Απάντηση: Όχι. Δεν κάνει γιατί τότε θα παίρναμε πολύ ψηλά τον αμανέ.

Ερώτηση: Διάβασα σε κάποιο μοναστήρι και το εξής: "Αγιον Όρος. Προθάλαμος του Παραδείσου". Τι θα είχατε να πείτε;
Απάντηση: Όχι, όχι. Αυτά δεν είναι σωστά. Μπορεί κανείς να πει: "Άγιο Όρος - Υδατόστρωτος τάφος". Είναι ο τίτλος κάποιου ποιήματος μου. Τάφος είναι το Άγιο Όρος.

Ερώτηση: Μερικοί λένε ότι το Άγιον Όρος το έχουν καταλάβει άνθρωποι θρησκευτικών οργανώσεων με σκοπό μια μέρα να καταλάβουν τα διάφορα εκκλησιαστικά πόστα. τι λέτε;
Απάντηση: Οι άνθρωποι προβάλλουν τους φόβους τους. Φοβούνται πώς θα έλθουν άνθρωποι από άλλους πλανήτες για να κατακτήσουν τον κόσμο; Και γιατί; Μήπως επειδή ο άνθρωπος του πλανήτη μας έχει φθαρεί κι είναι όλος εγωισμό; Μήπως επειδή ο άνθρωπος αυτός θέλει να υποτάξει τα πάντα και να αντικειμενοποιήσει τα πάντα; Γιατί οι άνθρωποι άλλων πλανητών, αν υπάρχουν τέτοια οντά, γιατί να 'χουν κακές διαθέσεις; Μπορεί να 'ναι άγιοι. Μπορεί να μην έχουν τον εγωισμό πού έχουμε εμείς και Ίσως θελήσουν να μας κάνουν καλό και όχι κακό. Γιατί έχουμε γεμίσει το στερέωμα από τέρατα;

Ερώτηση: Δηλαδή, μπορεί μια μέρα κι από το Άγιο Όρος να ξεπηδήσουν και τέτοιες περιπτώσεις; Δηλαδή άνθρωποι πού θα πάρουν τα πόστα τα εκκλησιαστικά;
Απάντηση: Δεν μπορεί να έλθει κανείς στο Άγιο Όρος με τέτοιες διαθέσεις γιατί δεν θα μπορέσει να μείνει ούτε 15 ημέρες. Τα παιδιά πού έχουν έλθει στο Άγιο Όρος είναι νέοι της εποχής μας πού αντιλαμβάνονται το αδιέξοδο του πολιτισμού. Καταλαβαίνουν πόσο ψεύτικη είναι ή κοινωνία μας και αναζητάνε κάτι αληθινό. Ήλθαν εδώ για να πεθάνουν. Πολλοί απ' αυτούς ήλθαν απ' τα μπουζούκια και τα νυχτερινά κέντρα. Όσοι προβάλλουν τέτοιους ισχυρισμούς είναι άνθρωποι με κακές διαθέσεις πού προβάλλουν τα πάθη τους και τους φόβους τους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ΑΘΩΣ ΟΡΟΣ ΑΓΙΟ - ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ. ΤΑΣΟΣ ΜΙΧΑΛΑΣ 1981

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία αὐτὸ ποὺ νομίζουμε



Δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία αὐτὸ ποὺ νομίζουμε. Μᾶς πῆραν μωρὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸν μαστὸ τῆς μάνας μας, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μᾶς ἔμαθαν ἄλλα. Μᾶς ἔδωσαν νὰ πιοῦμε γάλα κονσέρβας. Μᾶς ἔκοψαν ἀπὸ τὶς ρίζες. Μᾶς χώρισαν ἀπὸ τὴν Παράδοση. Μᾶς ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὸ σπίτι μας. Μᾶς ἔκαμαν ἀλλοδαποὺς στὸν τόπο μας. Βάλθηκαν νὰ μᾶς ξεμάθουν τὴ μητρική μας γλώσσα, τὴ γλώσσα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴ μητρικὴ γλώσσα τοῦ ἀνθρώπου.

Ποιοί; Ὅσοι θέλησαν διὰ τῆς βίας νὰ μᾶς σώσουν: οἱ διαφωτιστές, προπαγανδιστές, Βαυαροί, μασόνοι... μέχρι σήμερα. Μαζὶ μ᾿ αὐτούς, ὅλοι ὅσοι θεωρήσαμε τὰ φῶτα τους φῶτα, τὸν πολιτισμό τους πρόοδο. Καὶ ἔτσι, στὰ τυφλά, χωρὶς διάκριση πνευματική, πήραμε τὸ καθετὶ ἀπ᾿ αὐτούς, σὰν ἀνώτερο, καλύτερο, πολιτισμένο (σὲ τέχνη, δίκαιο, διοργάνωση ζωῆς, ἀρχιτεκτονική, μουσική...). Καὶ βασανίζεται τὸ εἶναι μας. Ἀπορρίπτει ὁ ὀργανισμός μας ἕνα-ἕνα τὰ μεταμοσχευθέντα ξένα μέλη. Καὶ συνέχεια μᾶς μεταμοσχεύουν βιαίως νέα, τὰ ὁποῖα ἀποβάλλονται, καὶ φανερώνεται μὲ τὴν προσωπική του συμπεριφορὰ ποιὸς εἶναι ὁ βαθύτερος χαρακτήρας τοῦ λειτουργημένου λαοῦ μας.

Δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ ποὺ νομίζουμε. Δὲν εἶναι αὐτὴ ποὺ χτυπᾶμε, αὐτὴ ποὺ βαλθήκαμε νὰ καταστρέψωμε. Δὲν ἔχει σχέση ἡ Ὀρθοδοξία μὲ «μεσαιωνισμούς», «μυστικισμούς», «κληρικαλισμούς», «σχολαστικισμούς» ποὺ ἀκοῦμε. Τόσοι δυτικοθρεμμένοι νομίζουν ὅτι σὲ Δύση καὶ Ἀνατολὴ ὅλοι οἱ ὄροι ἔχουν τὸ ἴδιο περιεχόμενο. Καὶ προσπαθοῦν νὰ μᾶς ἐλευθερώσουν ἀπὸ ἀρρώστιες ποὺ δὲν περάσαμε. Καὶ μᾶς ἀρρωσταίνουν μὲ τὶς θεραπεῖες τους. Καὶ μᾶς περιπλέκουν μὲ τὶς λύσεις τους.

Δὲν ἀρνούμαστε ὅτι ὑπῆρξαν ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν ἀδύνατοι, μὲ πτώσεις καὶ ἐλαττώματα. Αὐτὸ κάνει ἀκόμα πιὸ συμπαθῆ τὴν ἴδια τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ ἀναδεικνύει τὴν ἀνοχὴ τῆς ἀγάπης της καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ μηνύματός της.

Τὸ θέμα τὸ μεγάλο εἶναι νὰ γνωρίσουμε τὴν Ἐκκλησία τὴν Ὀρθόδοξη, ποὺ ἀγνοοῦμε. Τὴ μία, ἀμόλυντη, ἄφθορη, ἄχραντη καρδιά της. Αὐτὴν ποὺ ἀποτελεῖ τὸ βαθύτατο καὶ πιὸ ἀληθινὸ εἶναι μας. Αὐτὴ μὲ τὴν ὁποία ἔχομε πολὺ μεγαλύτερη σχέση ἀπ᾿ ὅτι νομίζουμε. Αὐτὴ ποὺ ξέρομε βαθύτερα, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνωμε. Αὐτὴ ποὺ πᾶμε ἀσυνείδητα νὰ βροῦμε ἀρνούμενοί την, γιατὶ ἀγνοοῦμε τὴν ἀλήθειά της, τὴ θεανθρωπία της, τὴ δόξα τῆς ταπεινώσεώς της.

Ὅτι πολύτιμο ζητοῦν ὅλοι οἱ ἀληθινοὶ ἀναζητητὲς βρίσκεται μέσα ἐδῶ. Ὄχι ἀποσπασματικά, ἐπὶ μέρους ἢ φανταστικά, ἀλλὰ ἐν ὅλῳ ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ.

Αὐτὴ εἶναι κατάλληλη γιὰ τὰ μικρὰ παιδιά, τὶς ἁπλὲς γριοῦλες καὶ τοὺς πιὸ ἀπαιτητικοὺς ἀναζητητές, ποὺ θέλουν νὰ δοῦν τὸν Θεὸ ὄχι ὅσο μποροῦν, ἀλλ᾿ ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι.

Ὑπάρχει μία θεολογία ποὺ φτάνει στὴν ἀπόφαση (ἀποφατικότητα), τὴν ἄρνηση, ποὺ δὲν πάει παραπέρα, ποὺ ἄνθρωπος στὴ γῆ δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεράσει. Καὶ μία χάρη ἄκτιστη, ἀόρατη, ἀκατάληπτη, ποὺ ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο, στὴν κτίση. Καὶ νεουργεῖ καὶ θεουργεῖ τὸ ἀνθρώπινο.

Δὲν εἶναι ἡ θεολογία σχολαστικισμός, οὔτε ἡ πνευματικὴ ζωὴ πουριτανισμός.

Γνωρίζοντας τὴν Ὀρθοδοξία, αὐτὴ ποὺ εἶναι, ἰσορροποῦμε· μποροῦμε ὅλους νὰ δοῦμε μὲ στοργή. Ἀπὸ ὅλους νὰ βοηθηθοῦμε. Καὶ ὅλους μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ βοηθήσωμε.

Τὸ νὰ γίνωμε Ὀρθόδοξοι δὲν σημαίνει κάπου νὰ κλειστοῦμε, ἀλλὰ κάπου νὰ ἀναχθοῦμε: νὰ βγοῦμε στὸ ὕψος τοῦ σταυροῦ τῆς ἀγάπης.

Ἂν ἦταν ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας αὐτὴ ποὺ νομίζει ὁ πολὺς κόσμος, αὐτὴ ποὺ διδάχτηκε στὰ κρατικὰ πανεπιστήμια· ἢ ἂν ἦταν ἡ εὐσέβειά της ὁ ἔξωθεν εἰσαχθεὶς στεῖρος πιετισμός, σᾶς ὁμολογοῦμε ὅτι δὲν θὰ σᾶς λέγαμε τίποτε. (Δὲν θὰ εἴχαμε καμιὰ ἐλπίδα· ἴσως οὔτε εὐθύνη.)

Τώρα μποροῦμε νὰ σᾶς ποῦμε λόγο παρήγορο καὶ σκληρὸ (λέγεται μόνος του):

Ἡ θέση μας εἶναι προνομιακὴ καὶ ἐπικίνδυνη. Ἔχει καθοριστεῖ ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ μᾶς γέννησαν, καὶ δὲν μποροῦμε νὰ κάνωμε ὅτι μας κατέβει.

Δὲν μποροῦμε ἀτιμωρητὶ οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες νὰ παιδιαρίζωμε, στηριζόμενοι σ᾿ ὁποιαδήποτε δικαιολογία ἤ, περισσότερο, νὰ αὐθαδιάζωμε.

Ἂν αὐτοὶ ποὺ προηγήθηκαν ἡμῶν καὶ ἔζησαν καὶ τάφηκαν σὲ τοῦτα τὰ χώματα, αὐτοσχεδίαζαν κάνοντας τὸ κέφι τους, τότε θὰ μπορούσαμε καὶ ἐμεῖς νὰ συνεχίσωμε αὐτοσχεδιάζοντας.

Ἂν ὅμως ἔζησαν διαφορετικά· ἂν ἀποφάσισαν νὰ πεθάνουν, καὶ ἔτσι ἔζησαν· ἂν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τοὺς ἦταν ἀπόφαση θανάτου· ἂν ὅλη τους ἡ δημιουργία, τὸ ἦθος, ὁ λόγος, τὰ ἔργα, ἡ μορφή, ἡ χειρονομία, τὸ ὁρατὸ καὶ ἀόρατο ἐξ αὐτῶν εἶναι γεννημένο ἐκ τοῦ θανάτου, ἀπὸ τὴ θυσία ὅλων, γιὰ νὰ γεννηθεῖ κάτι καλύτερο, ἄλλης φύσεως, ἄλλης ὑφῆς, γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ μᾶς ὅλους· τότε δὲν μποροῦμε ἀτιμωρητὶ νὰ αὐτοσχεδιάζωμε, νὰ κάνωμε πρόβες, νὰ παίζωμεν ἐν οὗ παικτοῖς.

Ἂν δὲν ἔχτιζαν τὴν Ἅγια-Σοφιὰ ὅπως τὴν ἔχτισαν, νὰ χωρᾶ τὸν κάθε ἄνθρωπο καὶ τὴν οἰκουμένη.

Ἂν δὲν εἶχαν φτιάξει τὸ Ἅγιον Ὅρος ὅπως τὸ ἔφτιαξαν, γιὰ νὰ σώζεται ὅλος ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ ἀδελφώνονται οἱ λαοί.

Ἂν δὲν εἶχε θεολογήσει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅπως θεολόγησε, ἀνακεφαλαιώνοντας τὴν πείρα καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, σβήνοντας τὴ δίψα τοῦ σημερινοῦ βασανισμένου νέου ἀνθρώπου.

Ἂν δὲν εἶχαν ἀγωνιστεῖ, κλάψει, ὑπομείνει, προσευχηθεῖ, θυσιαστεῖ τόσοι ἄγνωστοι στὰ βουνά, στὰ νησιὰ καὶ στὶς πόλεις. Ἂν δὲν εἶχαν στὰ τραγούδια, στὴ ζωὴ καὶ στὰ ἤθη τους αὐτὴ τὴν ἀνθρωπιὰ ποὺ σὲ σφάζει.

Ἂν δὲν ἦσαν γενάρχες τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ ἕνας ἅγιος Κοσμᾶς καὶ ἕνας Μακρυγιάννης.

Ἂν δὲν ὑπῆρχαν ὅλα αὐτὰ στὸ αἷμα μας, τότε θὰ μπορούσαμε νὰ κάνωμε ὅτι μᾶς κατέβει.

Τώρα δὲν εἶναι ἔτσι. Τώρα βρισκόμαστε ἐν τόπῳ καὶ χρόνω ἁγίω. Δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἐπιπόλαιοι. Δὲν ἀνήκομε στὸν ἑαυτό μας. Ἀνήκομε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ μᾶς γέννησαν, καὶ σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Εἴμαστε χρεωμένοι μὲ πνευματικὴ κληρονομιά. Δὲν μᾶς σώζει καμιὰ δικαιολογία. Καὶ ὅλα νὰ τὰ πετάξωμε ἀπὸ τὸ σχολεῖο, τὰ ἀρχαῖα, τὰ νέα, τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια, δὲν μποροῦμε νὰ δικαιολογηθοῦμε σὲ κανέναν, νὰ ἀπαλλαγοῦμε, οὔτε νὰ ξεχάσωμε τὸ χρέος μας. Δὲν μποροῦμε νὰ στοιχειοθετήσωμε κανένα ἄλλοθι.

Θὰ ἔχωμε νὰ ἀντιμετωπίσωμε αὐτοὺς ποὺ προηγήθηκαν καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται.

Τὰ ψεύτικά μας καμώματα θὰ μᾶς πετάξουν κατὰ πρόσωπο. Γιατὶ κάποτε θὰ ξυπνήσουν αὐτοὶ οἱ μικροί, ποὺ θὰ ποῦνε ὄχι στὸ ψέμα, στὴν ἐπιπολαιότητα, στὴν παραχάραξη, στὴν πλαστογραφία, στὴν προδοσία, ποὺ χαλκεύεται ἐγκληματικὰ καὶ θρασύδειλα μὲ ἐκπαιδευτικὰ προγράμματα, ἀναγνωστικὰ βοηθήματα, ὀπτικοακουστικὲς ἐκπομπές.

Καὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ ποῦν ὄχι, θὰ ἔχουν ἀπροσδιόριστες δυνάμεις ποὺ ξεπερνοῦν αὐτοὺς τοὺς ἴδιους. Θὰ εἶναι μαζί τους τὰ πνεύματα τῶν περασμένων καὶ τὰ διψασμένα παιδιὰ ὅλου τοῦ κόσμου.

Αὐτὸ ποὺ ἐδῶ ὑπάρχει ἀνήκει σὲ ὅλους. Αὐτὸ ποὺ κληροδοτήθηκε καθορίζει τὴ συμπεριφορά μας.

Ἡ Ἀλήθεια, ποὺ ἐσαρκώθει διὰ τῆς παναχράντου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, ποὺ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ συνανέστησε τὴν οἰκουμένη καὶ συνέστησε τὴν Ἐκκλησία σῶμα Χριστοῦ. Ἡ Χάρις ποὺ ἁγιάζει ὅλο τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία ποὺ βαφτίζει ὅλο τὸν ἄνθρωπο εἰς τὰ ἀπύθμενα βάθη τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἁγιάζει ὅλες τὶς αἰσθήσεις.

Αὐτὴ ἡ Χάρις, ποὺ μπῆκε μέχρι μυελοῦ στὰ ὀστᾶ τοῦ πιστοῦ λαοῦ μας, ποὺ ὑφαίνει τὴ ζωή μας καὶ τὴν κάνει ἄνωθεν ὑφαντὴ μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς ὕλης...

Ὅλο τὸ πνευματικὸ σῶμα τῆς ζωῆς μας ἔχει μηνύματα ποὺ ἀνήκουν σ᾿ ὅλους, ποὺ τὰ περιμένουν ὅλοι, μέχρις ἐσχάτου τῆς γῆς. Καὶ εἴμαστε χρεῶστες πρὸς ὅλους. Καὶ μᾶς ἔχουν κατ᾿ ἀνάγκη βάλει αὐτοὶ ποὺ μᾶς γέννησαν κατὰ σάρκα καὶ κατὰ πνεῦμα σ᾿ ἕνα ὁρισμένο ἐπίπεδο. Καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ὑποστείλωμε τὴ σημαία, νὰ μετριάσωμε τὸ χρέος, νὰ ξεκουραστοῦμε σὲ ἄλλο χῶρο, μὲ ἄλλο τρόπο, παρὰ μόνο πάνω σὲ σταυρὸ θυσίας.

Ιστορίες πλάνης


Πηγή: Περιοδικό «Τρίτο Μάτι», τεύχος 173, Αύγουστος  2009


Του Θεόδωρου Ι. Ρηγινιώτη



Οι χριστιανοί όλων των εποχών ξέρουν εκ πείρας ότι, εκτός από το Θεό και τους αγγέλους Του, υπάρχουν και άλλα όντα, σκοτεινοί άγγελοι, που μισούν το Θεό και εκείνους που Τον αγαπούν. Οι σκοτεινοί αυτοί άγγελοι, που είναι ψεύτες και πονηροί, μπορούν να εμφανιστούν στους ανθρώπους ως άγγελοι του Φωτός, ή ακόμη και ως ο Θεός ο Ίδιος, για να τους παραπλανήσουν, ώστε να τους αποδώσουν λατρεία.
Ήδη μέσα στην Καινή Διαθήκη, ο μέγας απόστολος Παύλος, μαθητής του Ιησού, προειδοποιεί τους χριστιανούς ότι ο διάβολος «μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός» (Β΄ επιστολή προς Κορινθίους, 11, 14), ενώ ο επίσης μέγας απόστολος Ιωάννης παραγγέλλει στους χριστιανούς να μην πιστεύουν κάθε πνεύμα που τους εμφανίζεται, αλλά να υποβάλλουν τα πνεύματα σε προσεχτική δοκιμασία, για να μην εξαπατηθούν (Α΄ επιστολή Ιωάννου, 4, 1). Ο ίδιος μάλιστα δίνει ένα κριτήριο, για να το χρησιμοποιήσουν οι χριστιανοί σ’ αυτή τη δοκιμασία: «πᾶν πνεῦμα ὅ ὁμολογεῖ Ιησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστί. κα πᾶν πνεῦμα ὅ μὴ ὁμολογεῖ Ιησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστίν» («κάθε πνεύμα, που παραδέχεται ότι ο Ιησούς Χριστός ήρθε με σάρκα, προέρχεται από το Θεό, και κάθε πνεύμα, που δεν παραδέχεται ότι ο Ιησούς Χριστός ήρθε με σάρκα, δεν προέρχεται από το Θεό», στο ίδιο, 4, 2-3). Η συγκεκριμένη «δοκιμασία» του πνεύματος οφείλεται στο ότι αυτήν ακριβώς τη χριστιανική διδασκαλία (την αληθινή ανθρώπινη φύση του Χριστού) απέρριπταν οι γνωστικοί διδάσκαλοι, θεωρώντας το ανθρώπινο σώμα και την ύλη γενικά ως δημιουργία κατώτερης θεότητας και έδρα του κακού.

Η δοκιμασία που πρότεινε ο άγιος Ιωάννης εφαρμόστηκε σε όλες τις εποχές του χριστιανισμού και ονομάζεται «διάκρισις των πνευμάτων». Μέσα στους αιώνες καταγράφονται πάρα πολλές περιπτώσεις απατηλών εμφανίσεων σκοτεινών πνευμάτων, μεταμφιεσμένων σε φωτεινά, που έδιναν δήθεν στους ανθρώπους οράματα, αλλά ακόμη και το χάρισμα της προφητείας ή των θαυμάτων, ενώ στην πραγματικότητα τους εξαπατούσαν, για να τους παρασύρουν κοντά τους. Οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού ανέπτυξαν πολύ λεπτά πνευματικά αισθητήρια, για να μπορούν να διακρίνουν τα αληθινά οράματα του Θεού και των αγγέλων από τα ψευδή οράματα των αντίθετων προς το Θεό δυνάμεων. Και συνέστησαν επίμονα (και συνιστούν ακόμη, γιατί πάντα υπάρχουν άγιοι χριστιανοί διδάσκαλοι) στους χριστιανούς να μην πιστεύουν κάθε υπερφυσικό σημείο που εμφανίζεται στη ζωή τους, αλλά να το απορρίπτουν, να προσεύχονται στο Θεό να τους απαλλάξει απ’ αυτό και να εξομολογούνται με ταπείνωση σε έναν έμπειρο πνευματικό (πνευματικό πατέρα, «γέροντα»), για να αξιολογούν τις καταστάσεις όπως πρέπει και όχι επιπόλαια.
Ένα πρώτο κριτήριο, που μπορεί να βρει κάποιος στα κείμενα των ορθόδοξων ασκητών (π.χ. σε πολλά έργα αγίων που περιλαμβάνονται στη μεγάλη συλλογή Φιλοκαλία, καθώς και στη διδασκαλία του σύγχρονου αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη), είναι ότι το γνήσιο θεϊκό βίωμα προκαλεί στον άνθρωπο γαλήνη και αγάπη προς τους εχθρούς, ενώ το ψευδοβίωμα προκαλεί αποστροφή ή ταραχή, έστω κι αν συνοδεύεται με κάποιο αίσθημα ενθουσιασμού ή «χαράς». Αυτό το κριτήριο όμως δεν είναι απόλυτα ασφαλές, γιατί ένας αρχάριος μπορεί να νομίζει ότι αισθάνεται γαλήνη ακόμη και σε κατάσταση πλάνης, γι’ αυτό όλοι οι δάσκαλοι της ορθόδοξης πνευματικότητας συνιστούν επίμονα να μην επιθυμούμε ούτε να επιδιώκουμε, αλλά αντιθέτως να αποφεύγουμε τις «υπερφυσικές» εμπειρίες (και να τις αγνοούμε νηφάλια, αν εμφανιστούν), δίνοντας έμφαση μόνο στην προσπάθειά μας για την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη και την εγκατάσταση σ’ αυτήν της παγκόσμιας εν Χριστώ αγάπης.
Αν σε μένα (ό μη γένοιτο), που είμαι ένας εγωιστής άνθρωπος, αρχίσει να εμφανίζεται ο Θεός, η Παναγία ή ένα άλλο άγιο πρόσωπο, κινδυνεύω να πέσω θύμα του εγωισμού μου, ο οποίος θα κολακευτεί και θα διογκωθεί, και να αποδώσω λατρεία στον εχθρό αντί για το Θεό.
Προέλευση αγιογραφίας : users.pel.sch.gr/palladios/panagia_mple.JPG

Θα σταχυολογήσουμε εδώ μερικές ιστορίες πλάνης, επιχειρώντας να καταδείξουμε στους αναγνώστες μας τη λεπτότητα και πολυμορφία των παγίδων, τις συνέπειες από την πτώση σε αυτές, καθώς και αξιοπρόσεκτες περιπτώσεις αποφυγής τους. Οι ιστορίες πλάνης γίνονται εξαιρετικά επίκαιρες, για δύο κυρίως λόγους:
α) Γιατί φανερώνουν ότι τα πνευματικά βιώματα των χριστιανών (τουλάχιστον στον αρχαίο χριστιανισμό και στον ορθόδοξο) δεν γίνονται αποδεκτά χωρίς κρίση και αξιολόγηση, πράγμα που οφείλει να προβληματίσει κάθε «ορθολογιστή», που τα απορρίπτει ασυζητητί για ιδεολογικούς λόγους, και να τον παρακινήσει σε περαιτέρω έρευνα.
β) Γιατί τις τελευταίες δεκαετίες, στο δυτικό κόσμο, που αποστατεί μαζικά από το χριστιανισμό, έχει ανακάμψει ο μυστικισμός και ο πνευματισμός κάθε είδους και γνωρίζει έξαρση η αναζήτηση «εμπειριών» με διάφορες «μεθόδους», που τα αποτελέσματά τους δυστυχώς δεν αξιολογούνται με προσοχή. Οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού διδάσκουν από την εμπειρία τους ότι ένα πνευματικό βίωμα μπορεί να είναι αληθινό, όμως δεν είναι οπωσδήποτε αυτό που φαίνεται – επομένως δεν είναι συνετό να του «παραδοθούμε» με εμπιστοσύνη άνευ όρων.


The holy anarchists

By Theodoros Riginiotis
Translation by FATHER-K




As of the 4th century A.D., the desert lands of Egypt saw the beginning of the longest-living anarchic society of all time: that of the Christian anachorites. These were people who had chosen to live there, in order to find the tranquility that was necessary for their praying. Comparatively speaking: when we want to listen very attentively to some very subtle music, we usually shut doors and windows and isolate ourselves in our quietest corner (according to fr. Sophrony of Essex).The same applies when you want to hear the voice of God – you isolate yourself in the quietest place you can find. You don’t do it out of spite or aversion to the world, or to your body or to the joys of life etc.. This has been made clear innumerable times in the history of Christianity; quite simply, the quietest place on earth that enables one to hear is the desert.
This amazing ultra-desertsociety -as it was called- albeit host to several monasteries (which were organized societies complete with a hierarchy), was basically an “anarchic” society overall, because it did not possess any authoritative structure whatsoever, except for the informal (but most essential) relationship between teacher and pupil, i.e. that of a “Geron” (Elder) and a “subject” (pupil). Every new addition to the denizens of the desert would be initiated through this form of relationship to the spiritual sciences, for example to humility and discernment (the ability to evaluate spiritual experiences). This form of relationship was liberal: you had to be absolutely obedient to your Elder (to trust him with your very life, in order to release yourself from your dependence on your personal desires), but you could also leave him to go to another Elder, or even to live without an Elder. No-one would force you to do anything.
In this society -which was replete with more love than our secular, conventional societies- many lost the path; however, thousands did attain sainthood. The “Gerontikon” (a collection of narrations about the desert Elders) mentions how saint Jacob of Panepho, when asked by a certain wavering monk to what spiritual heights a denizen of the ultra-desert can reach, the saint lifted up his arms in prayer and flames sprang from his fingertips. “If you want to, make your whole become a fire” he replied.
Naturally the ultra-desert society was not cut off from the worldwide Church, nor was it hostile towards the other expressions of Christian living. Even more so, it did not deny priesthood and the holy sacraments, which were given to us by God to help us in our union with Him as well as between us. This is why monasteries and anachorites coexisted harmoniously, while some anachorites even ended up as Bishops and Fathers of the Church, without regarding that this conflicted with “their special way” of approaching God. Anachorites would visit (or have among them) priests canonically ordained by a Bishop; they would officiate and they would partake of the Body and the Precious Blood of Christ. But in the ancient and the Orthodox Church, priesthood was not an “institution of power”; it was seen as a gift of the Holy Spirit, and the priest was not some kind of “representative of God”, but was the bearer of that gift (and of the responsibility) of performing the Divine Liturgy, of confessional and the other fundamental ecclesiastic practices and of bringing the immaculate sacraments to other Christians. As a person, that same priest could well be subject (as a pupil) to a holy teacher, who could quite easily not be a priest.
The fact that even the most “spiritually advanced” anachorites received Holy Communion is evident in cases like saint Maria the Egyptian, who, although withdrawn into the depths of the Palestinian desert for decades and herself a major teacher of holiness, God nevertheless sent her saint Zosimas to give her Holy Communion, prior to her repose.

Is the ultra-desert now extinct?
I would say that this society was preserved intact up until the Muslim conquest of northern Africa, although I cannot say for certain that it has ceased to exist altogether. What is important is that soon afterwards, other, similar “ultra-desert” societies sprang up in the desert of Palestine, on the Athos peninsula, in the forests of Russia, but also in the forests of France, the islands around Britain and in many other parts of Europe, at a time when all of Europe knew of only one Christianity: the Orthodox one.
It should be noted that for every anarchic society to survive successfully, a spiritual cultivation of very high standards is imperative for its members. This was the cultivation that the Christian anachorites strove to attain: the spiritual cultivation, whose first stage consisted of the catharsis (cleansing) of the heart and whose last stage (of a lengthy and arduous course) was their union with the Triadic God through Christ (theosis-deification), which relates to the loving union with all the creations of the world. This last point also reveals that the ultra-desert society was not a “strange” kind, or one that was “mortality-oriented”, even though all its denizens were celibate. They were indeed celibate, but they were not barren: their spiritual state surpassed marriage, because marriage begins as a union with one person, whereas they strove (and succeeded, depending on the degree of their spiritual progress) for a union with everyone and everything. A monk is one who is apart from everyone and united with everyone” (ο πάντων κεχωρισμένος και πάσι συνηρμοσμένος), according to the 4th century ascetic author, Evagriosof Pontus. Of course the word “monk” implied people of both sexes.
One more clarification: anachorites did not live entirely isolated from others, except only those who had reached the highest stage of spiritual progress (sanctity) and were able to be perfectly united with everyone without even seeing anyone (even a dedicated scientist can live entirely isolated, because he desires to apply himself without distractions to his science). These great teachers (who identified with their fellow-man to such a degree that they would even feel the other’s joy or pain as though it were their own), had even surpassed certain natural human needs: sleep, food, warmth… Actually, they were so replete with the Grace of the Triadic God (by having surrendered their whole being into His hands) that they were already savoring the heights of Paradise and therefore those needs had been overcome on their own. Their strict ascetic labours (fasting, night-vigils, sleeping on the ground, etc.) had also contributed to this union with God but these labours did not achieve that status automatically, as “there can be extreme ascesis of a suspicious nature” (to recall the words of the great Mother of the desert, saint Syncletike). The ascetic struggle in ancient –and Orthodox– Christianity aspires to the unconditional opening of our heart to God. It is not a “spiritual and physical exercise” that will activate “powers within us”, thus making us “conscientious and strong”, as is the case in the religions of central and eastern Asia.
As a rule, these hermits used to live in clusters of huts, with a short distance between them (enough for a marginal human association that would allow them to exercise that spiritual love in practice); this proximity of their abodes was also a solace in the loneliness of the desert and a guard against temptations – especially the biggest temptation of all: the illusion of having attained holiness, which in the language of the desert is called “delusion”. This is why we find so many wise dialogues between anachorites in their bios, but also so many instances of a warm and profound behaviour. The desert is not an absolute isolation.


Secular anarchy and the desert
Modern-day, rebel thinkers who have removed God from their hearts without ever having discovered Him have instead discovered anarchism; and yet, they never learnt of the existence of this anarchic society, despite the fact that during the time they were struggling or writing about it in their own various ways, at least the Russian and the Athonite ultra-deserts were already flourishing. The latter (the Holy Mountain Athos) continues to prosper to this day, albeit confronting the various difficulties and adventures of human history.
Saints have been produced and continue to be produced, even in bustling cities, unobtrusively and humbly, in the way that befits our humble God (which is nothing like the bogey-man that others acknowledge, known as ‘morality’). Most certainly, every saint – man or woman – regardless whether they live in a condominium or a wooden shack, possibly even raising ten children, also has a piece of desert in his/her heart. They need it, in order to withdraw there and to hearken to the subtlest music in the world: prayer.

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο "Απόψεις για τη μονή Βατοπαιδίου": Κάποιος που θα καταλαβαίνει…

Ένα συγκινητικό κείμενο, που διαβάσαμε σήμερα  στο ιστολόγιο Απόψεις για τη μονή Βατοπαιδίου(και όχι μόνο):


Πήγε κάποτε ένας πιτσιρίκος να αγοράσει ένα σκυλάκι από petshop. Μπαίνει, λοιπόν, στο μαγαζί και ρωτάει τον ιδιοκτήτη πόσο στοιχίζει ένα κουταβάκι. «100 ευρώ» του λέει εκείνος. «Τι κρίμα», λέει ο μικρός, «δεν έχω τόσα χρήματα.» Ψάχνει τις τσέπες του και βλέπει ότι έχει 7,58 ευρώ. «Έχω μόνο τόσα», λέει. «Μπορώ με αυτά να δω τουλάχιστον τα κουτάβια και να τα χαϊδέψω λιγάκι;
Ο καταστηματάρχης το σκέφτεται λίγο, σφυρίζει, και τα κουτάβια έρχονται τρέχοντας κοντά του. Ένα από τα κουτάβια κούτσαινε λίγο και ήρθε τελευταίο στην παρέα. Μόλις το είδε ο μικρός, είπε: «Αυτό θέλω να αγοράσω!» «Μα, αυτό είναι ανάπηρο ξέρεις και δε θα μπορέσει ποτέ να παίξει μαζί σου όπως τα άλλα», του λέει ο κύριος. «Εγώ δε σου συνιστώ να πάρεις αυτό, διάλεξε κανένα άλλο.» «Όχι», λέει ο μικρός, «εγώ αυτό θα αγοράσω όταν μαζέψω τα χρήματα.»
Αφού με τα πολλά ο καταστηματάρχης βλέπει ότι ο μικρός δεν αλλάζει γνώμη, του λέει: «Εντάξει, μπορείς να πάρεις αυτό το κουτάβι δωρεάν, δε θέλω χρήματα.» Έξαλλος ο μικρός τού αποκρίνεται: «Όχι, αυτό το κουτάβι αξίζει τα ίδια χρήματα με τα άλλα, έχει την ίδια αξία.» Βγάζει, λοιπόν, τα 7,58 ευρώ που είχε πάνω του, τα δίνει στον κύριο και του λέει: «Τα υπόλοιπα θα σου τα δίνω ένα ευρώ την ημέρα, ώσπου να σε ξεχρεώσω.»
Ο καταστηματάρχης δεν κατάλαβε την εμμονή του μικρού να αγοράσει ένα ανάπηρο ζώο και τότε ο μικρός σηκώνει το παντελόνι του και δείχνει το πόδι του που ήταν τεχνητό (πρόσθετο μεταλλικό) και λέει: «Δε χρειάζομαι ένα σκύλο να τρέχει γιατί και εγώ δεν μπορώ να τρέξω βλέπετε, και νομίζω ότι ο σκύλος χρειάζεται κάποιον που θα τον καταλαβαίνει!».

Πηγή

Παρουσίαση βιβλίου Γ.Κοντογιώργη: «12/2008 Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος»



ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ- ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ


       Ο καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης θα παρουσιάσει το βιβλίο του  «12/2008 Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος» και θα συζητήσει με τους πολίτες που θα παρίστανται, για τα θέματα του βιβλίου, την Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009, στις 20.30, στο café του Βιβλιοπωλείου IANOS (Σταδίου 24).


προέλευση φωτό: ιστολόγιο καθηγητού Γ.Κοντογιώργη
       
Από τις εκδόσεις IANOS κυκλοφορεί το νέο βιβλίο του καθηγητή Γιώργου Κοντογιώργη «12/2008, Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος», στο οποίο ανατέμνει την κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήματος και τον χαρακτήρα του αδιεξόδου της νεοτερικότητας με αφορμή την πρόσφατη εξέγερση της νεολαίας και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική αναταραχή. Συγχρόνως διαλογίζεται για την κατεύθυνση της εξέλιξης που αναμένεται να λάβει ο κόσμος στο περιβάλλον του 21ου αιώνα.  
       Όντως ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι η στασιαστική έκφραση της οργής των νέων του περασμένου Δεκεμβρίου, ανεξαρτήτως της αφορμής που την προκάλεσε και της άμεσης αιτιολογίας της, ανέδειξε με μεγάλη καθαρότητα το αδιέξοδο της εποχής μας. Αδιέξοδο που οφείλεται στην ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς, υπέρ της πολιτικής κυριαρχίας της τελευταίας. Αδιέξοδο με ειδικότερα ελληνικά χαρακτηριστικά, τα οποία τη φορά αυτή προέβαλαν στην παγκόσμια σκηνή ως προάγγελος γενικότερων εξελίξεων που δεν εγγράφονται στην περιοχή της παραδοσιακής αμφισβήτησης. Το γεγονός αυτό εξηγεί, άλλωστε, γιατί οι πολιτικές δυνάμεις παρακάμφθηκαν με τόση ευκολία από τους νέους, στα συναισθήματα των οποίων οι διακινητές της ιδεολογίας της καταστροφής επικράτησαν κατά κράτος και καρπώθηκαν εξ ολοκλήρου την οργή τους, δίδοντάς της διαστάσεις τυπικής εξέγερσης. Με δεδομένη την αίσθηση του αδιεξόδου, που έγινε εμφανής στο πρόταγμα της ελληνικής νεολαίας, είναι όμως εξίσου κατάδηλη στο σύνολο της νεοτερικής σκέψης, ο συγγραφέας επέλεξε να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στη διερώτηση για τη σημειολογία της κρίσης, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη μιας προβληματικής για την κατεύθυνση της εξέλιξης. Στο πλαίσιο αυτό, διεξάγει ένα γόνιμο διάλογο με θεμελιώδεις έννοιες της εποχής μας, όπως της δημοκρατίας και της αντιπροσώπευσης, της αγοράς και του οικονομικού συστήματος, της ελευθερίας και των δικαιωμάτων, της αναρχίας και της ιδεολογίας της καταστροφής, της συλλογικής ταυτότητας και της κοσμο-πολιτειότητας, προκειμένου να αναδείξει το βάθος του γνωσιολογικού αδιεξόδου και του συντηρητικού εγκιβωτισμού της νεοτερικότητας. Πρόθεση του συγγραφέα δεν είναι να κατευθύνει τη σκέψη των νέων, αλλά να συμβάλλει στην αποδέσμευσή της από τα απολιθωμένα στερεότυπα της νεοτερικής γνωσιολογίας που  την κρατούν δέσμια ποικίλλων όσων αναχρονισμών και προκαταλήψεων.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Εγκύκλιος Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ.Δημητρίου για την 28η Οκτωβρίου

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ


Ἀριθ. Πρωτ. 99 / 09


28 Ὀκτωβρίου 2009


Ὑμεῖς γάρ ἐπ ' ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε ἀδελφοί
Γαλ. 5:13



Πρός τούς Σεβασμιωτάτους καί Θεοφιλεστάτους Ἀρχιερεῖς, τούς Εὐλαβεστάτους Ἱερεῖς καί Διακόνους, τούς Μοναχούς καί Μοναχές, τούς Προέδρους καί Μέλη τῶν Κοινοτικῶν Συμβουλίων, τά Ἡμερήσια καί Ἀπογευματινά Σχολεῖα, τίς Φιλοπτώχους Ἀδελφότητες, τήν Νεολαία, τίς Ἑλληνορθόδοξες Ὀργανώσεις καί ὁλόκληρο τό Χριστεπώνυμον πλήρωμα τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς.

Ἀγαπητοί Ἀδελφοί καί Ἀδελφές ἐν Χριστῷ,

Μέ εὐγνώμονες καρδιές γιά τήν εὐλογημένη πίστη καί κληρονομιά μας ἑορτάζουμε τήν ἐτήσια ἐπέτειο τῆς Ἡμέρας τοῦ ΟΧΙ μία ἀκόμη φορά. Ἡ σημασία τοῦ ἑορτασμοῦ αὐτῆς τῆς ἰδιαίτερης ἡμέρας ὀφείλεται στήν ἀποφασιστική στάση ἔναντι τῶν δυνάμεων τῆς τυραννίας καί καταπιέσεως ἡ ὁποία ἀπειλοῦσε τήν Ἑλλάδα καί τόν κόσμο τό 1940. Εἶναι, ἐπίσης, ἀδιάρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν ταυτότητά μας ὡς Ἑλλήνων καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
Τό ἠχηρό «ΟΧΙ» στήν κατοχή καί ὑποδούλωση τῆς Ἑλλάδος τό ὁποῖο ἀντέταξαν μέ λόγους καί πράξεις οἱ Ἕλληνες, ἐπιβεβαίωσε τήν βαθειά πίστη τους στούς λόγους τοῦ Ἀπ. Παύλου ὑμεῖς γάρ ἐπ'ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε ἀδελφοί (Γαλ. 5:13). Ἔτι διατράνωνε ἐμφατικά τήν ἀγάπη γιά τά ἰδανικά τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀληθείας ἡ ὁποία χαρακτήριζε τό Ἑλληνικό πνεῦμα. Ἕνα πνεῦμα πού ἐστήριξε γενεές γενεῶν μέσα στούς αἰῶνες καταπιέσεως καί συντήρησε τήν ἐλπίδα πολλῶν οἱ ὁποῖοι προσδοκοῦσαν δικαιοσύνη καί εἰρήνη. Ἡ ἀπάντηση στήν ἡγεσία τῶν φασιστικῶν καθεστώτων χαρακτηρίσθηκε, ἐπίσης, ἀπό δύναμη καί ἀρετή. Οἱ στρατιωτικές δυνάμεις τῆς Ἑλλάδος δέ συγκρίνονταν καθόλου μέ τήν τρομερή πολεμική μηχανή τῶν κατοχικῶν δυνάμεων. Τό «ΟΧΙ» τό ὁποῖο ἀντιτάχθηκε στίς ἀπαιτήσεις τους εἶχε ὡς μόνο ἀρωγό του τό θάρρος τῆς ὑπερασπίσεως τοῦ δικαίου καί τήν ἀρετή τῆς ὑπομονῆς στούς δύσκολους καιρούς πού θά ἀκολουθοῦσαν. Διότι ὁ λαός τῆς Ἑλλάδος ὑπέφερε ἐξ αἰτίας τῆς στάσεώς του, καί αὐτή τήν ἡμέρα τιμοῦμε τή θυσία ζωῆς, περιουσίας καί εὐημερίας χάριν τῆς ἐλευθερίας καί τῆς δικαιοσύνης.
Ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, μποροῦμε, ἐπίσης, τήν ἡμέρα αὐτή νά ἐπιβεβαιώσουμε τή δύναμη καί τήν ἰσχύ τῆς πίστεώς μας τήν ὁποία μοιραζόμεθα μέ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ὑπέφεραν τόν πόνο καί τήν τραγωδία τῆς κατοχῆς. Πιστεύοντες σ' Ἐκεῖνον ὁ Ὁποῖος ἠγάπησεν ἡμᾶς καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν (Ἐφες. 5:2), γνωρίζουμε τή λυτρωτική δύναμη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνσταλάζει μέσα μας θάρρος νά ἀντιμετωπίζουμε τίς δυσκολίες καί νά διατηροῦμε τήν ἐλπίδα μας σ' ὅλες τίς καταστάσεις. Ἐπίσης, μοιραζόμεθα μαζί τους τήν θεία ἀγάπη ἡ ὁποία μᾶς ἐμπνέει νά μαχόμεθα γιά τήν ἐλευθερία καί τήν ἀλήθεια, νά προσφέρουμε τίς ζωές καί περιουσίες μας στή διακονία, καί νά ἐπωμιζόμεθα τόν σταυρό τῆς θυσίας ἔτσι ὥστε οἱ γύρω μας νά μπορέσουν νά γνωρίσουν τήν ἀνείπωτη χαρά τῆς ἐλευθερίας καί τῆς σωτηρίας.
Αὐτή τήν ἐπέτειο τῆς Ἡμέρας τοῦ ΟΧΙ προσευχόμεθα γιά τήν εὐλογημένη μνήμη αὐτῶν οἱ ὁποῖοι θυσίασαν τόσα πολλά ὑπερασπιζόμενοι τό δίκαιο, τήν ἀλήθεια καί τήν τιμή. Ἄς διατρανώσουμε, ἐπίσης, τή δέσμευσή μας νά ὑπερασπιζόμεθα ἀκλόνητα τά ἰδανικά τῆς ἐλευθερίας, ἀλήθειας καί δικαιοσύνης μέ ὅλους τούς τρόπους καί πάντοτε μέ τήν καθοδήγηση καί προστασία τοῦ ἀγαπῶντος Θεοῦ μας.

Μετά πατρικῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης,



† ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Δημήτριος

«Συνύπαρξη» ή «Αντίσταση»; Το δίλημμα του δούλου Γένους

πρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
Πηγή: Ρεσάλτο-τεύχος 5


Μετά την άλωση (1453) το Γένος ολόκληρο διχάσθηκε στη στάση του απέναντι στον κατακτητή. Δύο τάσεις διαμορφώθηκαν: ο συμβιβασμός με τη νέα κατάσταση, κινούμενος ανάμεσα στη μοιρολατρία και την ελπίδα αποκαταστάσεως, ή η δυναμική αντίσταση με κάθε δυνατό μέσο. Την πρώτη τάση εκπροσωπούσαν οι αντιδυτικοί ή ανθενωτικοί, ενώ τη δεύτερη οι ενωτικοί και φιλοδυτικοί. Η διάσταση ενωτικών-ανθενωτικών προϋπήρχε φυσικά της αλώσεως, διότι οι δύο παρατάξεις διαμορφώθηκαν αμέσως μετά το τελικό σχίσμα Ανατολής-Δύσεως (1054). Η αντιλατινική-αντιφραγκική πλευρά ήταν η πολυπληθέστερη και ισχυρότερη, διότι την συντηρούσε η μόνιμη – απόδειξη το 1204 – φραγκική επιβουλή απέναντι στην Ορθόδοξη-Ρωμαίικη Ανατολή. Στους φιλοδυτικούς καταλέγονταν κυρίως διανοούμενοι και πολιτικοί. Οι πρώτοι, διότι ταυτίζονταν στις θεωρητικές αναζητήσεις τους με τους δυτικούς διανοουμένους (ενδοκοσμική εσχατολογία), ενώ οι δεύτεροι και δια λόγους σκοπιμότητας (προσδοκία βοήθειας). Με την αλληλοπεριχώρηση θεολογίας και πολιτικής, βασικό γνώρισμα της Ρωμανίας («Βυζαντίου»), η σύγκρουση των δύο παρατάξεων δεν έμεινε στο θεωρητικό επίπεδο, αλλ’ επηρέασε όλο το φάσμα της ζωής.


Συνείδηση των ανθενωτικών ήταν, ότι την Ορθόδοξη-Ρωμαίικη ταυτότητα (που για το Γένος ήταν εθνική) δεν την απειλούσαν τόσο οι Οθωμανοί, όσο οι Φράγκοι. Η πίστη, όχι ως θρησκευτική ιδεολογία, αλλ’ ως θεραπευτική της υπάρξεως και μέθοδος θεώσεως-σωτηρίας, θα έχει πάντοτε την ησυχαστική παράδοση και τα επηρεαζόμενα απ’ αυτήν πλατειά λαϊκά στρώματα πρωταρχική σημασία. Αυτή τη συνείδηση κωδικοποιεί και επαναδιατυπώνει τον 18ο αιώνα ο μεγάλος απόστολος του δούλου Γένους, ο άγιος Κοσμάς Αιτωλός: «Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, που ήταν τόσα ρηγάτα εδώ κοντά να τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον, μέσαθεν από την Κόκκινην Μηλιάν και του το εχάρισε; Ήξερεν ο Θεός, πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστιν, και (=ενώ) ο Τούρκος δεν μας βλάπτει. Άσπρα (=χρήματα) δώσ’ του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Και δια να μη κολασθούμεν, το έδωσε του Τούρκου, και τον έχει ο Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη…» . Ο άγιος Κοσμάς έδινε, έτσι, απάντηση στους δυτικόφρονες – ενωτικούς, χωρίς μάλιστα να μπορεί να κατηγορηθεί ως εχθρός του Λαού ή σκοταδιστής. Μόνο όσοι έχουν εμπειρία της ησυχαστικής παραδόσεως, που διασώζεται στις λαϊκές πρακτικές, μπορούν να κατανοήσουν τη δυναμική της πίστεως μέχρι τον 19ο αιώνα . Αντίθετα οι φιλενωτικοί ήσαν πάντα πρόθυμοι να μειοδοτήσουν στο θέμα της πίστεως (δεν ήσαν λίγοι εκείνοι που προσχώρησαν στον παπισμό), διότι τα κριτήριά τους ήταν προπάντων ενδοκοσμικά και καιρικά. Οι δεύτεροι έρριχναν το βάρος στην εξωτερική ελευθερία. Παρόλα αυτά, πρέπει να λεχθεί, ότι μολονότι η πρώτη τάση διέσωσε την ταυτότητα του Γένους, η δεύτερη το κράτησε σε μόνιμο επαναστατικό βρασμό. Η αντίθεσή τους, χωρίς να γίνεται από τότε αισθητό, λειτούργησε ως σύνθεση. Βέβαια, κατά τον γνωστό ιστορικό Στήβεν Ράνσιμαν, οι ανθενωτικοί δικαιώθηκαν, διότι μ’ αυτούς «διατηρήθηκε η ακεραιότητα της Εκκλησίας και με αυτήν και η ακεραιότητα του Ελληνικού λαού» .

Η πολιτική της συνυπάρξεως εκφραζόταν ως πολιτική κατευνασμού του κατακτητή και περιορισμένης συνεργασίας και την εγκαινίασε, κατ’ ανάγκην, ο πρώτος Γενάρχης, οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (1454). Η στάση αυτή στόχευε στην περίσωση των δυνάμεων, που είχαν μείνει στο Γένος. Βέβαια, από το φρόνημα των προσώπων εξηρτάτο η φύση και η έκταση που θα έπαιρνε αυτή η «συνεργασία». Η στάση αυτή όμως δικαιωνόταν ιστορικά, διότι είχε εφαρμοσθεί ήδη από την αραβοκρατία (7ος αι.), άρα υπήρχε μακρά πείρα, και θεμελιωνόταν θεολογικά στο γνωστό παύλειο χωρίο της Προς Ρωμαίους (13,1: «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. Ου γαρ εστιν εξουσία, ειμή από Θεού…»), σε συνδυασμό βέβαια με το επίσης αποστολικό: «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πραξ. 5, 29). Η υπακοή στα τυραννικά καθεστώτα, όχι στους τυράννους, έχει όρια («εν οις εντολή του Θεού μη εμποδίζηται», κατά τον Μ. Βασίλειο, P.G. 31, 860) και δεν νοείται ορθόδοξα ως «ταύτιση», αλλά ως μέτρο καιρικό, όταν δεν υπάρχει άλλη (χριστιανικά δικαιωμένη) επιλογή.

Βέβαια, στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο λόγος εδώ αφορά στο Ράσο στο σύνολό του και όχι σε κάποια προσωπική επιλογή. Η Εκκλησία, σε κάθε εποχή, έχει την αποστολή της Μάνας. Να προφυλάσσει και να σώζει το ποίμνιό της. Κάθε δυναμική στάση, που θα οδηγούσε σε αποτυχία και καταστροφή, θα καταλογιζόταν πάντα εναντίον της . Η ανοχή και διαλλακτικότητα του Κλήρου δεν μπορεί να ερμηνεύεται συλλογικά ως ένοχος συμβιβασμός και εθελοδουλία, παρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες διακριβώνεται εσωτερική ταύτιση με τον κατακτητή. Αλλά τέτοιες περιπτώσεις ελεγχόμενης διαγωγής Κληρικών, υπήρξαν σπανιότατες. Τα εκκλησιαστικά κείμενα, ιδιαίτερα δε τα Πατριαρχικά, έχουν πάντα ανάγκη αποκρυπτογραφήσεως. Διότι σκοπός τους ήταν να παραπλανήσουν την Πύλη. Το Πατριαρχείο ως Εθναρχία, έπρεπε να φαίνεται πάντα άψογο απέναντι στην Πύλη, ανεξάρτητα από τις πραγματικές του διαθέσεις. Οι συχνές θανατικές εκτελέσεις Πατριαρχών και Μητροπολιτών αποδεικνύουν, πόσο μικρή ήταν η εμπιστοσύνη της Πύλης απέναντί τους και, συνεπώς, την ορθότητα της θέσεως αυτής.

Η πολιτική όμως της συνυπάρξεως είχε και μια δυναμική διάσταση. Την πίστη στη δυνατότητα βαθμιαίας υποκαταστάσεως των Οθωμανών στη διακυβέρνηση του Κράτους και τη δημιουργία ενός «Οθωμανικού Κράτους του Ελληνικού Έθνους». Κατά την άποψη αυτή η ανάσταση του Ρωμαίικου (της Ρωμανίας / «Βυζαντίου») θα ερχόταν χωρίς επανάσταση, αλλά με τη βαθμιαία διάβρωση του κράτους και την αθόρυβη μεταλλαγή του. Η επανάσταση των Νεοτούρκων (1908) και η επικράτηση του εθνικιστικού φανατισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αποσκοπούσε ακριβώς στην επίσχεση των Ρωμηών (και των Αρμενίων) στη συνεχώς αυξανόμενη συμμετοχή τους στον κρατικό μηχανισμό. Και αυτό δικαιώνει τη φαναριώτικη πολιτική. Η πολιτική αυτή της πρόσκαιρης «συνεργασίας» μπόρεσε να βελτιώσει τη θέση του υπόδουλου Γένους, με την ανάπτυξη της αυτοδιοικήσεως στις κοινότητες και την ανάδειξη στελεχών μιας ελληνικής πολιτικής ηγεσίας.

Πρόσφατα διατυπώθηκε η άποψη, ότι «η Εκκλησία εδραίωσε όλη της την επιρροή, ώστε να αποθαρρύνει τις εξεγέρσεις των Ορθοδόξων κατά της κυβέρνησης του Σουλτάνου» . Μολονότι η διάθεση του συγγραφέα είναι θετική απέναντι στην Ορθόδοξη Εθναρχία, η τοποθέτηση αυτή δεν επιβεβαιώνεται από τα πράγματα. Ο εκκλησιαστικός χώρος, σε όλο του το φάσμα, δεν έχει να δείξει μόνο εκπροσώπους της πολιτικής της περιορισμένης συνεργασίας, αλλά και στην πλευρά της δυναμικής αντιστάσεως. Αυτό είναι ενδεικτικό της ελευθερίας στο σώμα της Εκκλησίας, σε θέματα επιλογών τακτικής. Τον 16ο και 17ο αιώνα Πατριάρχες και Μητροπολίτες έλαβαν απροκάλυπτα μέρος σε εξεγέρσεις. Και δεν επρόκειτο μόνο για φιλοδυτικούς, παρασυρόμενους από τη δυτική προπαγάνδα, αφού και ένας ησυχαστής αγιορείτης, ο άγιος Μάξιμος ο «Γραικός» (16ος αι.), επιδίωξε να υποκινήσει τους Ρώσους εναντίον των Τούρκων.

Διαπίστωση αδιάψευστη της έρευνας είναι, ότι δεν υπάρχει εξέγερση του υποδούλου Γένους, στην οποία δεν έπαιξαν ενεργό ρόλο Κληρικοί και Μοναχοί. Μια περιδιάβαση στην πολύτομη (και πολύτιμη) «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» του καθηγητού Αποστ. Βακαλόπουλου επιβεβαιώνει τη θέση αυτή. Και δεν ήταν λίγα τα επαναστατικά κινήματα του δούλου Γένους . Περισσότερες από 70 είναι, κατά τον υπολογισμό μας, οι εξεγέρσεις και τα επαναστατικά κινήματα σ’ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ανάλογες κινήσεις σε βενετοκρατούμενες περιοχές. Και σ’ όλα πρωτοστατούν κληρικοί κάθε βαθμού και Μοναχοί. Το Ράσο γίνεται ένα είδος επαναστατικού λαβάρου και σημαίας. Βέβαια, τα αποτυχημένα αυτά επαναστατικά κινήματα επιτρέπουν και κάποιες άλλες σημαντικές διαπιστώσεις: α) Το Γένος δεν συμβιβάσθηκε ποτέ με την κατάσταση της δουλείας και δεν έπαυσε να πιστεύει στη δυνατότητα αποκαταστάσεώς του. β) Οι επανειλημμένες αποτυχίες των επαναστατικών αυτών κινημάτων δικαιολογούν, αλλά και ερμηνεύουν συνάμα, τους δισταγμούς των Ηγετών του Γένους το 1821, όταν μάλιστα το φόβο της νέας τραγικής αποτυχίας τον ενίσχυε η καταθλιπτική παρουσία της «Ιεράς Συμμαχίας» (από το 1815). γ) Αποδεικνύεται τελείως αβάσιμο το επιχείρημα, ότι ο Διαφωτισμός και ιδίως η Γαλλική Επανάσταση (1789) γέννησαν το ‘21 , όταν το Γένος δεν παύει στιγμή να βρίσκεται σε επαναστατικό βρασμό. Η Γαλλική Επανάσταση ήταν φυσικό να επιταχύνει τους ρυθμούς και να ενθαρρύνει την αστική τάξη, όχι όμως και να προκαλέσει τον Αγώνα του ’21, ο οποίος δεν είναι παρά ένας σταθμός στη μακραίωνη φιλελεύθερη πορεία του Γένους μας.

Η μεγάλη ανθενωτική-ησυχαστική παράταξη, στην οποία ανήκαν κατά κανόνα και οι Πατριάρχες και Μητροπολίτες, το εθναρχικό δηλαδή σώμα, έχει να επιδείξει και μια σημαντικότερη ακόμη αντίσταση, ανταποκρινόμενη μάλιστα απόλυτα στο πνεύμα της ορθοδόξου παραδόσεως. Είναι οι Νεομάρτυρες. Αυτοί προέβαλλαν τη συνεπέστερη για την Ορθοδοξία και αποτελεσματικότερη για το Γένος αντίσταση, χωρίς μάλιστα θυσίες άλλων, παρά μόνο του εαυτού τους . Διότι, μη ξεχνάμε, το πρόβλημα της εκχύσεως του αίματος των άλλων, ακόμη και σε περίπτωση «νόμιμης» άμυνας ή απελευθερωτικής εξεγέρσεως, στην ησυχαστική (αυθεντική δηλαδή) ορθόδοξη συνείδηση δεν βρίσκει εύκολα λύση. Οι Νεομάρτυρες ξαναζωντάνεψαν την αρχαία χριστιανική παράδοση του μαρτυρίου. Η ομολογία τους αποσκοπούσε στην έμπρακτη απόρριψη του κατακτητή και την άμεση επιβεβαίωση της υπεροχής της δικής τους πίστεως, που περιέκλειε συνάμα και τον εθνισμό τους. Σ’ όλη τη μακρά δουλεία, απέναντι στους εξωμότες (εξισλαμισθέντες) ή και τους κρυπτοχριστιανούς, που αληθινά ή όχι κατέφασκαν την ιδεολογία του κατακτητή, στέκονταν οι δημόσιοι καταφρονητές της, οι Νεομάρτυρες, μόνιμη παρηγορία και στήριγμα της συνειδήσεως των υποδούλων αδελφών τους. Οι Νεομάρτυρες ενσαρκώνουν μάλιστα πληρέστερα από τους Εθνομάρτυρες την ελληνορθόδοξη παράδοση, διότι διακρίνονται όχι μόνο για ηρωισμό, αλλά για την αγιότητα-πνευματικότητα, που αποδεικνυόταν με τα θαύματα, που συνόδευαν το μαρτύριό τους. Κίνητρό τους δεν ήταν το μίσος, εναντίον των κατακτητών, αλλά η αγάπη για τον Χριστό και τους ανθρώπους, ακόμη και τους διώκτες τους.

Σε τελευταία όμως ανάλυση οι στρατιές των Νεομαρτύρων αποδεικνύουν τη συμμετοχή και του Ράσου στην αντίστασή τους, όπως και την ενότητα του Γένους εναντίον του Τυράννου. Οι Νεομάρτυρες προετοιμάζονταν για την ομολογία τους από τους Πνευματικούς-Γέροντες (ανάμεσά τους και Επίσκοποι). Οι βίοι και τα μαρτύρια των Νεομαρτύρων κυκλοφορούνταν και διαβάζονταν, είτε μεμονωμένα από τους πιστούς, είτε στις μνήμες τους ως συναξάρια. Και μόνο η καθιέρωση της τιμής της μνήμης των Νεομαρτύρων, αμέσως μετά τη θυσία τους, βεβαιώνει τη, σιωπηρή έστω (για ευνόητους λόγους), κατάφαση από μέρους του Εθναρχικού Κέντρου (του Οικουμενικού Πατριαρχείου) της θυσίας τους και αναγνώριση της σημασίας της για τη συνέχεια του Γένους.

Σ’ αυτήν όμως τη συνάφεια θα ήθελα να δηλώσω, ότι ακλόνητη πεποίθησή μου, θεμελιουμένη στη μελέτη τόσο της τάσεως για περιορισμένη συνεργασία με τον κατακτητή, όσο και εκείνης για αντίσταση, είναι η σύγκλιση τελικά, και των δύο προς ένα κοινό στόχο: την αποκατάσταση του Γένους. Η διαφορά εντοπιζόταν στον τρόπο θεωρήσεως του αιτήματος και στα χρησιμοποιούμενα μέσα, όχι όμως στη στοχοθεσία. Δεν είναι η μόνη περίπτωση παρόμοιων «διχασμών» του Γένους.

Η περίπτωση των Νεομαρτύρων όμως δείχνει πέρα από τα παραπάνω και τη σημασία των Μοναστηριών στους αγώνες για την ανάσταση του Γένους. Ο καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος, ονομάζει αδίστακτα τα Μοναστήρια «προμαχώνες μπροστά στα κύματα του Μουσουλμανισμού» . Δεν ήσαν, πράγματι, μόνο κέντρα παιδείας («κρυφά» σχολεία), καταφυγής και προστασίας των Ραγιάδων. Δεν ήσαν μόνο πνευματικές κολυμβήθρες για τον συνεχή αναβαπτισμό του Γένους στην παράδοσή του . Ήσαν και αντιστασιακά-επαναστατικά κέντρα σε σημείο, που να μην υπάρχει εξέγερση ως το ’21, στην οποία δεν πρωτοστατούν κάποιο ή κάποια Μοναστήρια, ως επίκεντρα της επαναστατικής δραστηριότητας, αλλά και χώροι, από τους οποίους ξεπηδούσαν επαναστάτες-πολεμιστές. Οι Μοναχοί μας, ποτέ δεν θεώρησαν αντίθετο προς τον πνευματικό τους αγώνα, τον αγώνα για εθνική ελευθερία και τη θυσία τους γι’ αυτήν.

Αυτή τη στάση των Μοναστηριών στον Αγώνα ομολογεί και προσδιορίζει με το δικό του μοναδικό τρόπο ο Στρατηγός Μακρυγιάννης: «Τ’ άγια τα μοναστήρια, οπού τρωγαν ψωμί οι δυστυχισμένοι […] από τους κόπους των Πατέρων, των Καλογήρων. Δεν ήταν καπιτσίνοι δυτικοί, ήταν υπηρέτες των Μοναστηριών της Ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες. δούλευαν και προσκυνούσαν (=λάτρευαν). Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ’ αυτά τα μοναστήρια γινόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου, και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι, οι ’περέτες των μοναστηριών και των εκκλησιών. Τριάντα είναι μόνον με μένα σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το Κάστρο, το Νιόκαστρο και εις την Αθήνα» .

Ο Μακρυγιάννης επικαλείται την προσωπική του εμπειρία, για να κατοχυρώσει τη συμμετοχή των Μοναστηριών στο μακρό αγώνα της ανεξαρτησίας. Με αφετηρία την καθαρά ορθόδοξη-ρωμαίικη συνείδησή του, νομίζω, ότι δεν τον παρερμηνεύουμε, αν την αναφορά του στο δυτικό μοναχισμό την ερμηνεύσουμε με βάση την εθνική προσφορά των Μοναχών μας. Η φράση «δεν ήταν καπιτσίνοι δυτικοί» για μας σημαίνει: δεν είχαν καμιά σχέση με τα δυτικά-μοναχικά τάγματα, που βρίσκονταν στην εξουσία του «τυράννου» (Πάπα ή Φράγκου Αυτοκράτορα). Ήταν στην υπηρεσία-διακονία του Γένους, στο οποίο και ανήκαν. Πόσοι όμως παρόντες σ’ αυτόν εδώ το χώρο δεν έχετε τις προσωπικές σας εμπειρίες για τον εθνικό ρόλο των Μοναστηριών και των Μοναχών μας –ακόμη και των Μοναζουσών- στους νεώτερους αγώνες του Έθνους, όπως η αντίσταση 1941-44; Είναι μια προσφορά αδιάκοπη, ταπεινή και αθόρυβη, αληθινά μαρτυρική. Προσφορά πάνω απ’ όλα αφατρίαστη και ακομμάτιστη, αληθινά εθνική. Τα Ελληνικά Μοναστήρια δεν συνδέθηκαν μόνο με τις εξεγέρσεις των χρόνων της δουλείας, αλλά από αυτά ξεπήδησαν και μεγάλες μορφές του ’21 , φωτεινοί Ηγέτες και φλογεροί Επαναστάτες.